Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Παράλληλα με το 20ο Φεστιβάλ Θεάτρου στο Χιλιομόδι, στο «Θέατρο Ειρήνη Παππά», παρουσιάστηκε ο μονόλογος «Η κούνια» του Γιώργου Α. Χριστοδούλου, με την Όλγα Πρωτονοταρίου.
Πρόκειται για ένα έργο ιδιαίτερα ευαίσθητο που ψυχογραφεί μια ηλικιωμένη κυρία 97 ετών, η οποία βρίσκεται στην καμπή της ζωής της.
Η γυναίκα αυτή έχει για παρέα τη μοναξιά, την άνοια, τις μνήμες από τη ζωή που δεν έζησε. Η γυναίκα αυτή ζητά το μερίδιό της από τη ζωή, κάθεται στην κουνιστή καρέκλα της στο ίδρυμα που τη φιλοξενεί. αναπολεί τα χρόνια που έζησε και διηγείται. Ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Η κλεψύδρα μοιραία αδειάζει. Ο χρόνος κυλά ανεπιστρεπτί. Εκείνη έχει ανάγκη να μιλήσει, να αφήσει ένα μικρό στίγμα πίσω σε όσους την ακούσουν.
Η παρεμβολή του δήθεν φροντιστή της, με τη διαφορετική φωνή της ηθοποιού, της απαγορεύει να παραμιλά, γιατί τον κουράζει και την ενημερώνει ότι επιτέλους θα βγει στη σύνταξη, την άλλη Τετάρτη – κάποια Τετάρτη, που δεν έρχεται όμως ποτέ – και θα πάψει επιτέλους να την ακούει και να την ξεσκατίζει. Αυτή η παρεμβολή την αφήνει αδιάφορη και εκείνη συνεχίζει ακάθεκτη να μιλά. Πρέπει να προλάβει να τα πει όλα. Τελευταία της ευκαιρία να μιλήσει για το ταξίδι στη ζωή, που το έκανε σαν γλάρος, πάνω από μια θάλασσα, πάνω από τον κόσμο.
Το τραγούδι του αηδονιού, όπως το ονειρεύτηκε στην έπαυλη του γιου της, ρομαντικό και παραμυθένιο την κάνει να αναπολεί μια άλλη πραγματικότητα, πολύ διαφορετική από τη δική της με συνοδεία ένα παιχνίδι ένα μουσικό κουτί.
Πλάθει δικές της ιστορίες, που θα ήθελε να έχει ζήσει. Χαρακτηρίζει τον εαυτό της, όπως ίσως την είχε χαρακτηρίσει το περιβάλλον της. Είναι μια «κοντή και χαζή». Τι τύχη θα μπορούσε να έχει ένας τέτοιος άνθρωπος, πέρα από να τον κοροϊδεύουν στο σχολείο, να ζητιανεύει τη συμπάθεια των ψηλών και έξυπνων συμμαθητών της, που την περιπαίζουν με κάθε ευκαιρία, να βάζει τιμές στα χαμηλά ράφια του σούπερ μάρκετ, να γίνει ένα «κοντοπούτανο».
Αδίστακτα τα παιδιά έπαιζαν σε μια σχολική εκδρομή με έναν αετό και το καημένο το πουλί μέσα από κρωξίματα και φτερουγίσματα στην προσπάθειά του να πετάξει έπεσε σε έναν λάκκο με ασβέστη. Ένας αετός στον ασβέστη, μια καταπατημένη περηφάνια και ένα κοντό κορίτσι, με χαμηλή αυτοεκτίμηση, στην υπερπροσπάθειά του να τον σώσει, έπεσε κι αυτό στον ασβέστη προκαλώντας το γέλιο συμμαθητών και καθηγητών. Τότε ένιωσε γλάρος, λευκή και ελεύθερη, να πετά μακριά από όλους όσους δεν μπορούσε να διαχειριστεί.
Έτσι κατέληξε μόνη, για να βρίσκεται με τον εαυτό της και τις ιστορίες της και να μην υφίσταται την κακία και τον εμπαιγμό των άλλων. Και τα χρόνια περνούν μέσα από κάθε είδους διαδρομές και η συγγραφή αποτέλεσε ένα νέο ταξίδι αυτού του ευαίσθητου γλάρου, μαζί και οι φαντασιώσεις του.
Δεν έχει σημασία τι πραγματικά έχει συμβεί. Το δικό της παραμύθι «Ο γλάρος και το αηδόνι» δεν μπορεί να έχει happy end, γιατί ο γλάρος δεν ζει στο ίδιο περιβάλλον με το αηδόνι. Αν τύχει και βρεθούν μια κρυφή νύχτα θα είναι κατά τύχη και μόνο. Είναι μη συμβατά ζώα. Το ένα στη θάλασσα και τα κύματα, το άλλο στα δάση.
Κρίμα που η εκδότρια [με διαφορετική ερμηνεία της ηθοποιού] στην οποία πρότεινε το παραμύθι της δεν ενδιαφέρεται για την έκδοση μιας τόσο φανταστικής ιστορίας. Παραμονεύει ωστόσο πάντα ο αητός, είτε στο βουνό, είτε στη θάλασσα και το ρεζιλίκι του θανάτου, για όσα δεν πρόλαβε να ζήσει, για όλα εκείνα τα απωθημένα που δεν έζησε και που στο τέλος ζητούν ανελέητα τον χώρο τους.
Η σκηνοθεσία από τον του ίδιο τον συγγραφέα Γιώργο Α. Χριστοδούλου, είναι επικεντρωμένη γύρω από την πρωταγωνίστρια έτσι που να αναδεικνύεται το τραγικό αυτό πρόσωπο, που είναι το πρόσωπο του καθενός από τους θεατές.
Η ενδυματολογία της Ανδρομάχης Μοντζολή, με εκείνο το σάλι που παραπέμπει σε φτερά του γλάρου, της φαντασίας, σε αγκαλιά, στην καταρρακωμένη αξιοπρέπεια και η πρωτότυπη μουσική από την Πηγή Λυκούδη δομούν το κατάλληλο περιβάλλον για να αναπτύξει η ηρωίδα την ιστορία της και να αγγίξει άμεσα τους θεατές.
Η πρωταγωνίστρια Όλγα Πρωτονοταρίου, μια νέα και όμορφη γυναίκα στην κυριολεξία μεταμορφώνεται σε μια γριά 97 ετών, βεβαρυμένη από βάσανα και ματαιώσεις. Μπαίνει εύκολα για τις ανάγκες της διήγησής της στο ρόλο του φροντιστή και της εκδότριας, που ενδιαφέρεται μόνο για τα ευπώλητα βιβλία και καθόλου για το ονειρικό παραμύθι της ηλικιωμένης. Η ερμηνεία της είναι δυνατή και συγκινητική.
Αυτή είναι η ζωή, το τέλος δίνει την αξία στην αρχή και στην πορεία, όμως κανείς το αντιλαμβάνεται αφού σκεβρώσει, όπως όταν η ηρωίδα αρχίσει να τα χάνει και με δειλό και αβέβαιο βάδισμα και με τρεμάμενα χέρια, αντί να πιάσει το άπιαστο όνειρο το αποχαιρετά για πάντα. Αυτή είναι η ζωή.
Η Όλγα Πρωτονοταρίου μέσα από το κείμενο του Γιώργου Α. Χριστοδούλου δίνει ένα σπαρακτικό μάθημα ζωής.
***
Η Θεατρική Ομάδα από το Κομπότι Άρτας, είχε μια ατυχία την Τρίτη 30 Ιουλίου 2024 και δεν πήρε μέρος στο διαγωνιστικό μέρος του 20ου Φεστιβάλ Θεάτρου στο Χιλιομόδι, στο «Θέατρο Ειρήνη Παππά».
Αυτό το γεγονός έδωσε την ευκαιρία στους διοργανωτές να παρουσιάσουν στο κοινό της Κορίνθου τον μονόλογο «Η κούνια» του θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Α. Χριστοδούλου, που ερμήνευσε η ηθοποιός Όλγα Πρωτονοταρίου.
Το έργο είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Γκαλερί Δημιουργών, στη Θεατρική σκηνή του Κόμη στην Αθήνα, στο Θέατρο Περιγιαλίου στη Κορινθία και στο θέατρο Αλκμήνη. Ήδη παίζεται στην Αθήνα επί δυο χρόνια με μεγάλη επιτυχία.
***
Ταυτότητα της παράστασης
«Η κούνια»
Κείμενο-σκηνοθεσία: Γιώργος Α. Χριστοδούλου
Ερμηνεία: Όλγα Πρωτονοταρίου
Μουσική: Πηγή Λυκούδη
Φωτογραφία: Θάνος Γεωργίου
Σκηνικά-επιμέλεια φωτισμού: Τάσος Ιωάννου
Ενδυματολογική προσέγγιση: Ανδρομάχη Μοντζολή
Ηχοληψία: Κωσταντίνος Ιωάννου
Βίντεο: Κατερίνα Γκόνου
Mακιγιάζ: Ηλίας Σαρδέλλης
Τεχνικός ήχου: Κωσταντίνος Ιωάννου
Δημόσιες Σχέσεις: Ελένη Καρρά.
Μια παραγωγή της ΑΜΚΕ-Πολιτιστικής Δράσης ΗΧΟΔΙΑΣΤΑΣΙΣ