19.9 C
Athens
Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

«Κουκλόσπιτο». Η Νόρα της Αμαλίας Μουτούση, μια αδιάλειπτη γοητεία

Tης Ειρήνης Αϊβαλιώτου

«Κι εσύ υπήρξες πάντοτε πολύ καλός μαζί μου. Όμως το σπίτι μας ήταν σαν το δωμάτιο με τα παιχνίδια. Εγώ ήμουν η κούκλα και γυναίκα σου…»

Ένα σπίτι, ένα «κουκλόσπιτο», φιλοξενεί μια αγαπημένη και «ιδανική» οικογένεια. Είναι Χριστούγεννα κι ο Τόρβαλντ Χέλμερ πρόκειται να αναλάβει τη διοίκηση της Μετοχικής Τράπεζας με τον ερχομό του νέου χρόνου. Αυτό του δίνει μεγάλη ευτυχία, το ίδιο και στη σύζυγό του, τη μονίμως χαρούμενη Νόρα. Έχουν τρία μικρά παιδιά και μέχρι τώρα τα κατάφερναν με πολλές οικονομικές δυσκολίες. Όμως σε λίγο όλα θα αλλάξουν, ο Τόρβαλντ θα αμείβεται παχυλά και επιτέλους η ζωή τους θα γίνει όπως την ονειρεύονταν. Τα εμπόδια και οι δυσκολίες θα γίνουν παρελθόν… Όμως το παρελθόν κρύβει ένα μυστικό, που η Νόρα το φυλάει καλά κρυμμένο, εδώ και οκτώ χρόνια. Όσα χρόνια ζούσε με το μυστικό αυτό, τρεφόταν από το μικρό κατόρθωμά της και τώρα, μέσα σε τρεις μέρες, όλα θα αλλάξουν… Το μικρό σύμπαν του Τόρβαλντ και της Νόρας θα καταρρεύσει και η ζωή τους θα πάρει έναν άλλο δρόμο, που κανείς από τους δυο τους δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί, πριν από τα Χριστούγεννα…
“Το κουκλόσπιτο” του Χένρικ Ίψεν μάς καλεί να ακολουθήσουμε ξανά την εμβληματική Νόρα, την πρώτη χειραφετημένη γυναίκα που ανέβηκε στη θεατρική σκηνή σκανδαλίζοντας τα ευρωπαϊκά ήθη, στο ταξίδι της προς την αυτογνωσία. Η απαράμιλλη ποιητικότητα της ιψενικής θεατρικής γραφής, σε συνδυασμό με τη διεισδυτικότητα της αντιμετώπισης όχι μόνο του κοινωνικού ζητήματος των δικαιωμάτων της γυναίκας, αλλά πρωτίστως της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, διατηρούν την επίδραση του θεατρικού αυτού έργου αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας διασκεύασε και ανέβασε το «Κουκλόσπιτο» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, με την Αμαλία Μουτούση, μία από τις καλύτερες ηθοποιούς του θεάτρου μας, να επωμίζεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μελέτησε όσο το δυνατόν περισσότερο τη δομή του έργου και τον τρόπο που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις λέξεις και τον λόγο για να οδηγηθεί σε ένα είδος ποιητικής σύνθεσης, παρόλο που έγραφε σε ελεύθερη πρόζα. Ανακάλυψε πως πολλές φράσεις και νοήματα επαναλαμβάνονται μέσα στη ροή της αφήγησης από διαφορετικά πρόσωπα, δημιουργώντας μουσικά μοτίβα, τα οποία ενίσχυσε και “φανέρωσε”. Η γλώσσα του είναι άμεσα αναγνωρίσιμη από τον σημερινό αναγνώστη – θεατή, σαφής και ακριβής, διατηρώντας παράλληλα μια αίσθηση της εποχής που γράφτηκε το έργο.
Το «Κουκλόσπιτο» είναι το δράμα μιας ψυχής, η εσωτερική κατάρρευση ενός πλάσματος που εμπιστευόταν τους άλλους. Η Νόρα προκειμένου να σώσει τη ζωή του άνδρα της έκανε μια λάθος κίνηση και όταν αποκαλύφθηκε το μυστικό της, δεν στηρίχθηκε, αλλά ταπεινώθηκε και προπηλακίστηκε από τον άνδρα της. Η Νόρα δεν είναι ένας συνηθισμένος τύπος γυναίκας. Ανήκει στα πλάσματα εκείνα που θέλουν τον κόσμο ωραίο και ιδανικά φτιαγμένο, δεν ενδίδουν, δεν συμβιβάζονται, προτιμούν να καταστραφούν.

Το “ζωτικό ψεύδος”

Υπάρχουν δύο πολύ σημαντικά θέματα, που συναντάμε στα έργα του Ίψεν. Το πρώτο είναι αυτό της χρηματικής πίεσης, των οικονομικών κινδύνων. Το δεύτερο είναι η οικογένεια και η καταπίεση που ασκείται στη γυναίκα, τόσο στα χρόνια του Ίψεν όσο και στις μέρες μας, ιδιαιτέρως δε στο πλαίσιο του νέου συντηρητισμού, που αναγκαζόμαστε να αντιμετωπίσουμε και σήμερα, ο οποίος επιδρά ριζικά στην κοινωνία. Και εδώ είναι που διαπιστώνουμε τον παραλληλισμό ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Βρίσκεται στη δυσκολία τού να ζει κανείς μέσα σε έναν γάμο, να έχει παιδιά και να προσπαθεί να λύσει τα προβλήματα της οικογένειας.
Το «Κουκλόσπιτο» είναι η ιστορία μιας γυναίκας που ξαφνικά ξυπνά και βλέπει την πραγματική οικογενειακή της κατάσταση, βλέπει το «ζωτικό ψεύδος», πάνω στο οποίο βάσισε τη ζωή της. Παντρεύτηκε και έκανε παιδιά με έναν «άγνωστο», κάποιον που πάντα τη μεταχειριζόταν σαν παιδί και τη θεωρούσε κτήμα του. Γι’ αυτόν τον λόγο παραιτείται από την παλιά ζωή της και την κίβδηλη υπόσταση του «κουκλόσπιτού» της. Νιώθει ότι πρέπει να βγει έξω στον πραγματικό κόσμο. Εκεί θα κάνει το πρώτο βήμα σε έναν κόσμο διαφορετικό, πιο σκληρό και πιο μοναχικό – αλλά έναν κόσμο που θα της δίνει ελπίδα για κάτι καλύτερο. Σχολιάζοντας την ενέργειά της σε επιστολή του, ο Ίψεν σημειώνει: «Η στιγμή που αφήνει το σπίτι της είναι η στιγμή που αρχίζει η ζωή της… Σ’ αυτό το έργο υπάρχει ένα μεγάλο, ενήλικο παιδί, η Νόρα, που πρέπει να βγει έξω στη ζωή να ανακαλύψει τον εαυτό της».

Σύμβολο

Εκατόν σαράντα χρόνια σχεδόν, μετά την πρώτη του εμφάνιση στην ευρωπαϊκή θεατρική σκηνή, το αριστούργημα του Χένρικ Ίψεν διατηρεί αναλλοίωτη τη δύναμή του, χάρη στην ανατρεπτική του φύση και την εκρηκτική του ένταση. Το έργο προκάλεσε διεθνή σάλο, θεατρικό και κοινωνικό, καθιερώνοντας τον συγγραφέα ως πρωτοπόρο και αναμορφωτή στο τέλος του 19ου αιώνα. Ο ήχος της πόρτας που κλείνει πίσω της η Νόρα, αφήνοντας σύζυγο και παιδιά, φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Γραμμένο το 1879, το έργο του μεγάλου Νορβηγού συγγραφέα, συντάραξε την εποχή του και υπήρξε καταλυτικό για την εξέλιξη της θεατρικής τέχνης. Η Νόρα -πρόσωπο μυθικό για τη σύγχρονη δραματουργία- γίνεται στην εποχή μας, ένα σύμβολο όχι μόνο για τη γυναίκα, αλλά γενικότερα για τον άνθρωπο.

Το φεμινιστικό ζήτημα πήρε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα μιαν αποφασιστικότερη τροπή στις σκανδιναβικές χώρες. Ο Ίψεν, επηρεασμένος απ’ την υπέροχη σύντροφο της ζωής του και από τη Νορβηγίδα συγγραφέα Καμίλλα Κόλλετ, ακολουθώντας κυρίως την ενδιάμεση ιδεολογική και συναισθηματική κλίση του, έγινε ευθύς εξαρχής ο πιο ένθερμος συνήγορος του φεμινισμού κι έμεινε συνεπής ως το τέλος.
Από τα πρώιμα έργα του φεμινισμού, το «Κουκλόσπιτο» εξακολουθεί να είναι επίκαιρο χάρις στην πένα του συγγραφέα αλλά και λόγω των πολύπλοκων σχέσεων στο γάμο. Η Νόρα, ορφανή από μητέρα, ανατρέφεται «σαν κούκλα» από τον τραπεζικό πατέρα της, ο οποίος, όντας διεφθαρμένος, κινδυνεύει να καθαιρεθεί και να διασυρθεί. Ο νεαρός δικηγόρος Τόρβαλντ, κρατικός ελεγκτής, απεσταλμένος με σκοπό να διαλευκάνει την υπόθεση διαφθοράς, ερωτεύεται τη Νόρα, την παντρεύεται και σαφώς φροντίζει να διατηρηθεί άμεμπτη η εικόνα του πεθερού του. Η Νόρα από «κούκλα – κόρη» εύκολα γίνεται «κούκλα – σύζυγος» και «κούκλα – μητέρα» τριών παιδιών. Μια γυναίκα – παιχνίδι. Η κατ’ επίφαση ευτυχία, η οποία θεμελιωνόταν στην υποκρισία, κινδύνεψε να κλονιστεί από την υπερκόπωση του συζύγου, ο οποίος επειγόντως έπρεπε να αναπαυθεί στην Ιταλία. Μην έχοντας χρήματα, η Νόρα αναγκάζεται να δανειστεί από έναν επιτήδειο, ενώ πείθει τον σύζυγό της ότι εξασφάλισε τα χρήματα από τον πατέρα της. Η αλήθεια της «θυσίας» της Νόρας όμως κάποτε αποκαλύπτεται, προκαλώντας την οργή του συζύγου, ο οποίος την ταπεινώνει. Ο νέος διευθυντής αγαπά περισσότερο την εικόνα του, «την υπόληψή» του, παρά την «κούκλα» του. Όταν αποκαθίσταται η αξιοπρέπειά του, τη συγχωρεί, αλλά εκείνη έχει πια αλλάξει. Έχει συνειδητοποιήσει τον ρόλο της και αποφασίζει να εγκαταλείψει τον άντρα της και τα παιδιά της. Γνωρίζει πια πως, αν δεν ανακαλύψει την αλήθεια μέσα της, δεν θα μπορέσει να είναι ουσιαστική μητέρα και το μόνο που θα καταφέρει είναι να αναθρέψει και αυτή με τη σειρά της «κούκλες»…

Ηθικό ατόπημα…

Οι συντηρητικοί θεματοφύλακες στα τέλη του 19ου αιώνα απέρριψαν με αποστροφή «Το σπίτι της κούκλας». Η εγκατάλειψη του συζύγου και των παιδιών ήταν το μέγιστο ηθικό ατόπημα. Πρωταγωνίστριες ακόμα και στο προοδευτικό Παρίσι αρνήθηκαν να ερμηνεύσουν το ρόλο της Νόρας, θέτοντας τον όρο να τροποποιηθεί η τελευταία σκηνή, θεωρώντας ότι τέτοιοι αποτρόπαιοι ρόλοι είναι επιζήμιοι για την επαγγελματική σταδιοδρομία τους. Η αλήθεια είναι ότι πολλές δραματικές ηρωίδες του ρομαντικού θεάτρου εγκαταλείπουν συζύγους και παιδιά συνήθως για χάρη ενός εραστή και το γαλλικό κοινό ήταν εξοικειωμένο, ωστόσο η περίπτωση της Νόρας ήταν ανήκουστη: Μια γυναίκα αφήνει την οικογένειά της επειδή αισθάνεται ανίκανη να ανταποκριθεί στους ρόλους της…

Το χρέος

Στην τελική σκηνή, που είναι και η δραματικότερη, η Νόρα ετοιμάζει τις βαλίτσες της και ο σύζυγος την παρακαλεί μάταια. Χρησιμοποιεί το έσχατο μέσον πίεσης, που είναι τα παιδιά τους. Της μιλά για το χρέος απέναντι στα παιδιά της. Του θυμίζει ένα άλλο χρέος, το ίδιο ιερό. «Το χρέος απέναντι στον εαυτό μου», του λέει. Κι αναλαμβάνει την ευθύνη της διαβίωσής της, εργαζόμενη, μακριά από το κοινωνικό και οικογενειακό βόλεμα του συζύγου.
Η καλόβολη και υπάκουη σύζυγος και μητέρα Νόρα Χέλμερ κάνει την προσωπική της επανάσταση και αλλάζει ριζικά τρόπο σκέψης και στη συνέχεια τρόπο ζωής. Είναι η πρώτη φορά που μια γυναίκα ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της και δραπετεύει από τον ασφαλή οικογενειακό κόσμο, έχοντας κατακτήσει μαχητική διαυγή συνείδηση, διεκδικώντας το δικαίωμά της να υπάρξει επί ίσοις όροις. Ο Ίψεν θέτει το κοινωνικό ζήτημα των ρόλων των δύο φύλων, με έναν εξωφρενικά για την εποχή του πρωτοποριακό τρόπο.
Και κυρίως γιατί θέτει το ζήτημα εντός του συγκεκριμένου κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, εφόσον φωτογραφίζει το γάμο και τις σχέσεις του ζεύγους, με φόντο τις γενικότερες εμπορευματικές σχέσεις συναλλαγής της μεσαίας τάξης και σε συνάφεια με αυτές.

Ο ξένος

Ο Χέμλερ, επιχειρώντας, ασχέτως ψυχολογικού κόστους, να κρατήσει τα προσχήματα υποστηρίζει τη γυναικεία παιδικότητα σε αντίθεση προς την αντρική δύναμη.
Η Νόρα ανακαλύπτει τον ξένο στον δικό της άνδρα. Ειδικά στην ερμηνεία της πράξης της πλαστογραφίας: ασυγχώρητη εγκληματική πράξη, δικαιολογημένη από τις περιστάσεις πράξη αγάπης προς τον σύζυγο (εν αγνοία του) πράξη ανεξαρτησίας σ’ ένα περιβάλλον οριοθετημένο, που κάνει τη Νόρα περήφανη, επειδή, πέρα από αλτρουιστική έκφραση, προσφέρει και μια μορφή ισορροπίας στο ζευγάρι.

Οι χαρακτήρες

Οι καταστάσεις που αφορούν τους υπόλοιπους χαρακτήρες οργανώνονται με σκοπό να εικονογραφήσουν τη δεινή θέση της Νόρας.
Η Νόρα και η Λίντε: Πρόκειται για παράλληλες φιγούρες που κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις. Ζητούν βοήθεια η μια από την άλλη, καθώς χάνουν και κερδίζουν μια οικογένεια. Η Λίντε έρχεται, η Νόρα φεύγει. Όπως και να έχει υπογραμμίζεται το θέμα της αποξένωσης και διαφαίνεται ένα ειρωνικό πνεύμα: η ζωή επαναλαμβάνεται και οι μοίρες των ανθρώπων μοιάζουν με συναλλαγματικές. Φαίνεται σαν η Χριστίνα Λίντε να έχει εμφυσήσει στη Νόρα τη δύναμη της θέλησης, έχοντας η ίδια γνώση τι σημαίνει να παραμένεις σ’ ένα δυστυχισμένο γάμο. Η σχέση της Νόρας με τον πατέρα της παρουσιάζεται υπό την οπτική γωνία του Χέλμερ: έφεση προς τη σπατάλη (γενναιόδωρο φιλοδώρημα), άγνοια της αποταμιευτικής πρακτικής, κληρονομιά του οικονομικού εγκλήματος (συγκάλυψη από τη Νόρα του σφάλματος του πατέρα της). Ο Κρόγκσταντ και ο Χέλμερ, αν και αντιτιθέμενοι, εμφανίζονται ανταγωνιστές της Νόρας: ο αρσενικός ορθολογισμός ενάντια στη θηλυκή διαίσθηση.
Πάνω στην απελπισία της η Νόρα αποφασίζει να ζητήσει τη συνδρομή του οικογενειακού φίλου της Ρανκ. Ο εκκεντρικός αυτός γιατρός με την άρρωστη σπονδυλική στήλη που ξημεροβραδιάζεται σπίτι της, θα μπορούσε σίγουρα να τη γλιτώσει. Είναι καλόκαρδος, είναι πλούσιος κι είναι μελλοθάνατος. Σε λίγο θα πάει να κλειστεί στη γωνιά του, σα λαβωμένο ζώο, για να πεθάνει, γιατί σα γιατρός το ξέρει πως λίγες μέρες ακόμα θα ζήσει. Μα η Νόρα που καθυβρίσθηκε και συκοφαντήθηκε απ’ το φαρισαϊκό κοινό της Ευρώπης, έχει άγρυπνο μέσα της το ηθικό συναίσθημα. Απ’ τη στιγμή που μαθαίνει πως ο γιατρός την αγαπούσε σα γυναίκα κι όχι σα φίλη, η Νόρα δε θέλει πια να συζητήσει τίποτα.

Η ταραντέλα

Ο «χορός της ταραντέλας» είναι ίσως το πιο εκλεπτυσμένο αλλά και το πιο πολύπλοκο μοτίβο του έργου. Μια σκηνή που η Αμαλία Μουτούση φέρνει εις πέρας μαγικά. Αποσκοπεί καταρχάς στην απόσπαση της προσοχής του Χέλμερ από το γραμματοκιβώτιο και εκφράζει το φόβο της αποκάλυψης του «εγκλήματος» της Νόρας. Αποτελεί την απαρχή της τελικής συνειδητοποίησης ότι η ίδια και ο σύζυγός της δεν αλληλοκατανοούνται. Ο συγκεκριμένος στριφογυριστός χορός της Νότιας Ιταλίας υπενθυμίζει στους συζύγους κοινές ευτυχισμένες στιγμές (ταξίδι στη Νάπολη). Η αράχνη ταραντούλα είναι δηλητηριώδης και όποιος δαγκώνεται από αυτήν κολλάει την ασθένεια του ταραντισμού. Μια νόσο που εκδηλώνεται με μια υστερική ώθηση για χορό. Θεραπεία της ασθένειας καθιερώθηκε να είναι ο χορός της ταραντέλας. Έτσι ο χορός αποτελεί σύμβολο – σύμπτωμα της ασθένειας αλλά και μέσο θεραπείας. Η ένταση του χορού της Νόρας δικαιολογείται από το δηλητήριο που φέρει μέσα της, στριμωγμένη ανάμεσα στις απαιτήσεις του Κρόγκσταντ και την ηθικολογία του Χέλμερ. Σκέφτεται την αυτοκτονία αλλά και ελπίζει αμυδρά στο θαύμα. Γενικά αποτελεί μια ταιριαστή θεατρική δυναμική έκφραση της σχιζοφρενικής της κατάστασης.

Το ξύπνημα

Η Νόρα Χέλμερ, όσο κι αν είναι σπάνια η απόφασή της να εγκαταλείψει άντρα και παιδιά, έχει αντίθετα σα μορφή μιαν αντιπροσωπευτική γενικότητα που δεν έχει ούτε η Ελίντα Βάγκελ («Η κυρά της θάλασσας»), ούτε η Έντα Γκάμπλερ. Η δραματική ιστορία της δεν αποτελεί μια μεμονωμένη ή μια σπάνια περίπτωση. Είναι κοινή, σχεδόν καθημερινή. Αν ξεχωρίζει απ’ το πλήθος των γυναικών που ζούνε, καθώς αυτή, μέσα στο ψέμα ενός συμβατικού γάμου, ξεχωρίζει μόνο ως προς τη δύναμη του ηθικού συναισθήματός της. Αυτό είναι που την κάνει τελικά να καταγγείλει επίσημα μπροστά στον Θεό και στους ανθρώπους τον ασυμβίβαστο γάμο της, τον δεσμό που οι άλλες, οι περισσότερες, σχεδόν όλες οι γυναίκες, συντηρούν μέχρι τέλους, κινούμενες από υπολογισμό ή συμφέρον, από δειλία και υπολογισμό, κάποτε μάλιστα κι από ηθική πώρωση.

Η Νόρα, που ως τη στιγμή της αποκάλυψης ήταν η γαλιάντρα και η καρδερινούλα του άντρα της, γίνεται μεμιάς μια κοινή υποκρίτρια, μια κοινή ψεύτρα που δεν της δίνεται πια ούτε το δικαίωμα ν’ αναθρέψει τα παιδιά της. Σα μια κούκλα, σαν ένα σκιουράκι, που άλλο προορισμό δεν είχε στη ζωή της παρά να τον διασκεδάζει, τον πολυάσχολο αυτόν φιλισταίο, το σύζυγό της, με τις αθώες τσαχπινιές και με τα αστεία της. Έτσι, ανήξερη κι άμαθη καθώς ήταν, πίστεψε αληθινά πως αυτός πρέπει να είναι ο προορισμός της στη ζωή. Ν’ αγαπάει και ν’ αφοσιώνεται περισσότερο από συνήθεια παρά από μια συναίσθηση χρέους. Και πολύ σωστά αφού κανείς ποτέ δε θέλησε να την προσγειώσει και να της μάθει τις ανάγκες της ζωής και τα καθήκοντα που επιβάλλουν στον άνθρωπο.
Και τότε η Νόρα ξυπνάει. Το ηθικό της συναίσθημα επαναστατεί. Όχι, δεν την αγαπάει. Δεν την αγάπησε ποτέ σαν άνθρωπο. Μόνο σαν κούκλα. Κι ούτε αυτή νιώθει πια τίποτα γι’ αυτόν. Μ’ όλο που του έκανε τρία παιδιά, της είναι τώρα πια ένας ξένος.

Αυτεπίγνωση

Ανθρώπινα πλάσματα, με όλο τον συναισθηματισμό τους, προσπαθούν να επιβιώσουν, διατηρώντας την ψυχή τους ακέραιη, σ’ έναν κόσμο απολύτως υλιστικό και ορθολογικά οργανωμένο.
Μέσα από την ποιητική διάσταση του λόγου, ο Ίψεν μας παρασύρει σε μια περιπέτεια αυτεπίγνωσης. Η Νόρα αναζητά και προσμένει το «θαύμα» κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οκτώ γωνιές των ανέμων γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου.

Η Νόρα φαίνεται να φτερουγίζει από το ένα μέρος στο άλλο, από το ένα πρόσωπο στο άλλο, από το ανέμελο παιχνίδι με τις κούκλες μέχρι τη στιγμή της απεγνωσμένης εξέγερσης, όταν κλείνει πίσω της την πόρτα, εγκαταλείποντας σύζυγο και παιδιά.
Δεν είναι μια ατσάλινη απόφαση εξέγερσης, αλλά μια ενστικτώδης, αυτοσχέδια φυγή στο άγνωστο, για να σώσει τη ζωή της.

Οι ερμηνείες

Η ερμηνεία της Αμαλίας Μουτούση θα μου μείνει αξέχαστη. Σίγουρα από εδώ και μπρος θα αποτελεί σημείο αναφοράς για το ρόλο. Στις μεταπτώσεις της ήταν υπέροχη. Από την ξεγνοιασιά της αρχής ως το φόβο και την απελπισία την κατοπινή. Την αντίφαση δηλαδή από την υπερβολική απλοϊκότητα της πρώτης περιόδου ως την κατακόρυφη ωρίμανση του τέλους. Ανάλαφρη, εύπλαστη, έδωσε αρχικά όλη τη δροσιά, την αφέλεια, τη θηλυκότητα του κοριτσιού που τρώει κρυφά σοκολάτες και τιτιβίζει ανύποπτο. Κατόπιν μπήκε σε ένα ρυθμισμένο κρεσέντο ανησυχίας, τρόμου, απόγνωσης μέχρι το αδιέξοδο που η τυφλότητα και η συμβατικότητα την έριξαν. Από την άπλετη χαρά στο απόλυτο γκρέμισμα. Στην τελική σκηνή εμφύσησε στην ηρωίδα της όλη την πειστικότητα, την ωριμότητα και ταυτόχρονα τη ζωντάνια που επιδέχεται.
Κυριολεκτικά απέδωσε την κάθε απόχρωση, τον κάθε κυματισμό που υποδεικνύει το κείμενο, αποφεύγοντας ακόμη κι ένα δευτερόλεπτο μονοτονίας. Η λάμψη της και η ακτινοβολία της δικαίωσε τη Νόρα. Ήταν αδιάλειπτα ένα χάρμα.
Ο Άρης Λεμπεσόπουλος (Τόρβαλντ Χέλμερ) έδωσε μια πλήρη ερμηνεία. Με λιτότητα, ειρωνεία και δραματικότητα αλλά και ρεαλιστικό μέτρο.
Οι σκηνές των δύο ηθοποιών είχαν δύναμη και αλήθεια. Ιδανική η επικοινωνία τους. Ειδικότερα στην ερωτική σκηνή που ήταν άψογα παιγμένη.
Η Μαρία Ζορμπά σχεδίασε με λεπτότητα, σοβαρότητα και μελαγχολία την Κριστίνα Λίντε. Κάποιες στιγμές της συνιστούσαν σπουδή έντονα δραματικού ψυχισμού που ταλαντεύεται.
Ακριβής στην ερμηνεία του ο Γιώργος Συμεωνίδης ως Νιλς Κρόγκσταντ. Συνόψισε το βάθος του περίεργου χαρακτήρα.
Ο Νικόλας Παπαγιάννης ως Γιατρός Ρανκ (θύμα του πατέρα του κι αυτός, όπως και η Νόρα) ήταν εκπληκτικός. Είχε ευαισθησία και ποιητικότητα, εσωτερική συγκίνηση και ανθρώπινη ταπεινότητα.

Συντελεστές

Τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη λειτουργικά, καλαίσθητα, συμβολικά, με επιμελημένη χωροταξική διαρρύθμιση. Εύστοχες ιδέες η μινιατούρα κουκλόσπιτου, τα κρυφά συρτάρια και η λεπτομέρεια με το αρχικό καλλιγραφικό γράμμα της Νόρας στο κουκλίστικο σκαμνί.
Στην ενδυματολογική επιμέλεια ο Άγγελος Μέντης μας έδωσε κοστούμια κομψότατα και σχεδόν κλασικά.
Η μουσική (Σήμη Τσιλαλή) τόνιζε τις άπειρες ψυχολογικές διαβαθμίσεις στη δράση.
Καίρια και με ζωντάνια φώτισε την παράσταση η έμπειρη Κατερίνα Μαραγκουδάκη.
Να μην παραλείψουμε ότι χρέη βοηθού σκηνοθέτη είχε αναλάβει η ικανότατη και ευσυνείδητη Σύλβια Λιούλιου.

Μια ευέλικτη διασκευή και μια ενδιαφέρουσα σύγχρονη μετάφραση έγινε από τον Γιώργο Σκεύα, που έδωσε ρυθμό, αρμονία και ποίηση στην παράσταση με τη ρεαλιστική σκηνοθεσία του. Άρτια δεμένη θεατρική δουλειά που δίνει με παρασταστικότητα και σεβασμό το μήνυμα του συγγραφέα, τοποθετώντας την πλοκή σε μια εγκεφαλικά ιψενική ατμόσφαιρα.

Laura Kieler
* Για να το συλλάβει το “Κουκλόσπιτο”, ο Ίψεν είχε ανατρέξει σε κάποια προσωπική του γνωριμία. Είναι από τα έργα που το κεντρικό τους πρόσωπο μπορεί με ασφάλεια ν’ αναζητηθεί στον κόσμο των κάποτε ζωντανών. Το “Κουκλόσπιτο” βασίστηκε στη ζωή της Laura Kieler, Δανής φίλης του Ίψεν και κατοπινής συγγραφέως, που όντως πλαστογράφησε υπογραφή για να σώσει τον σύζυγό της Βίκτορ, πράγμα που εκείνος όχι μόνον δεν αναγνώρισε, αλλά επιπλέον την έκλεισε και σε ψυχιατρική κλινική.

* Φέτος, το 2016 συμπληρώνονται τρία χρόνια από τον θάνατο του Λευτέρη Βογιατζή και το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων τιμά τη μνήμη του με μία σειρά από παραστάσεις – εκδηλώσεις. Από τις πρώτες είναι και «Το κουκλόσπιτο» του Χένρικ Ίμπσεν. Μία από τις αγαπημένες ηθοποιούς και συνεργάτιδες του Λευτέρη Βογιατζή επέστρεψε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων για να υποδυθεί τη Νόρα σε αυτό το κλασικό αριστούργημα του πατέρα του ψυχολογικού και ρεαλιστικού θεάτρου.

* Αμαλία Μουτούση – συνέντευξη

Ταυτότητα της παράστασης

Χένρικ Ίμπσεν
Το Κουκλόσπιτο
(Νόρα)
Θέατρο Οδού Κυκλάδων
“Λευτέρης Βογιατζής”
ΔΙΑΝΟΜΗ:
Αμαλία Μουτούση – Νόρα
Άρης Λεμπεσόπουλος – Τόρβαλντ Χέλμερ
Μαρία Ζορμπά – Κριστίνα Λίντε
Γιώργος Συμεωνίδης – Νιλς Κρόγκσταντ
Νικόλας Παπαγιάννης – Γιατρός Ρανκ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Γιώργος Σκεύας
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Σκεύας
ΣΚΗΝΙΚΑ: Εύα Μανιδάκη
ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ: Άγγελος Μέντης
ΜΟΥΣΙΚΗ – ΣΥΝΘΕΣΗ ΗΧΩΝ: Σήμη Τσιλαλή
ΦΩΤΙΣΜΟΙ: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: Σύλβια Λιούλιου
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΥ: Φιλάνθη Μπουγάτσου
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΧΤΕΝΙΣΜΑΤΩΝ: Αλέξανδρος Μπαλαμπάνης
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Κώστας Ορδόλης
ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΑ: Γιώργος Ρυμενίδης
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Λυκόφως – Γ. Λυκιαρδόπουλος
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: Κατερίνα Μπερδέκα
Θέατρο Οδού Κυκλάδων – “Λευτέρης Βογιατζής”
Κυκλάδων 11 και Κεφαλληνίας, Κυψέλη
Τηλ. 210 8217877

Ενδιαφέρουσες απόψεις για το “Κουκλόσπιτο”

«Πρέπει να ξεδιαλύνω ποιος έχει δίκιο, η κοινωνία ή εγώ» (Νόρα)

* Η αντίδραση που προκάλεσε το “Ένα κουκλόσπιτο” στην πουριτανική κοινωνία της εποχής εκείνης ήταν αφάνταστη. Ο Ίψεν κατηγορήθηκε τώρα επειδή αμφισβητούσε το ηθικό και νομικό κύρος της ιερότερης κοινωνικής καθιέρωσης: του γάμου. Ακόμα και στη Γαλλία, η αντίδραση δεν ήταν μικρότερη. Ο Μπερναρντίνι αναφέρει πως μια ηθοποιός θέλησε να παίξει το ρόλο της Νόρας μονάχα με τον όρο ν’ αλλάξει ο συγγραφέας την τελευταία σκηνή του έργου του! Η πράξη της Νόρας να εγκαταλείψει άντρα και παιδιά χωρίς λόγο (!) ήταν τόσο ακατονόμαστη, που η αγαθή ηθοποιός φοβήθηκε πως η δυσαρέσκεια του κοινού για την ηρωίδα θάχε αντίχτυπο στην καλλιτεχνική της αξία και καταβολή. Ένα κοινό σαν το γαλλικό που έβλεπε συχνά πάνω στο θέατρο γυναίκες και μητέρες να εγκαταλείπουν τον άντρα τους και τα παιδιά τους για το χατίρι του εραστή τους, δεν μπορούσε την εποχή κείνη να δικαιολογήσει τη Νόρα που έκανε ό, τι έκανε από μιαν ανώτερη συναίσθηση της ηθικής ευθύνης και της αποστολής της σα γυναίκας και σα μητέρας. Κι όμως η πολεμική που έγινε στο συγγραφέα κι ο ανελέητος κατατρεγμός της ηρωίδας του είχαν ένα αγαθότατο αποτέλεσμα. Από τη μια έδωσε λαβή σε μια προσεκτικότερη και γονιμότερη συζήτηση για το γάμο και τη θέση γενικά της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, συζήτηση που έθεσε τελικά τη Νορβηγία και τις Σκανδιναβικές χώρες επικεφαλής της αναμορφωτικής πρωτοπορίας της Ευρώπης κι από την άλλη συνετέλεσε στην καταπληχτική διάδοση του έργου αυτού, που γνώρισε μιαν επιτυχία μεγαλύτερη κι από του “Συνδέσμου των νέων” κι επέβαλε οριστικά τον Ίψεν στη συνείδηση του καιρού του σαν Ευρωπαίο πια κι όχι σα Νορβηγό ποιητή.
Σ’ ένα λόγο που έβγαλε (ο Ίψεν) τον Ιούνιο του 1885 στον εργατικό Σύνδεσμο του Τρόντχάιμ, τόπε χωρίς περιστροφές: πως η μελλοντική κοινωνική αναμόρφωση θα εξαρτηθεί αποκλειστικά από την αυριανή θέση του εργάτη και της γυναίκας. Ο ατομικιστής, αριστοκράτης Ίψεν έκρινε με αλάθευτη σιγουριά τα προβλήματα του καιρού του.
Στον τομέα της τεχνικής, στάθηκε αναμορφωτής. Μας γλύτωσε από τη συμβατική, θεατρική γλώσσα. Έβαλε τα πρόσωπά του να μιλάνε καθώς μιλάνε οι άνθρωποι στην καθημερινή ζωή τους.
Αν σήμερα πούμε πως οι καιροί έχουν αλλάξει και πως το θέμα του έργου είναι ξεπερασμένο τότε θα σήμαινε πως ο κόσμος εξακολουθεί να είναι το ίδιο φαρισαϊκός, καθώς ήταν και την εποχή που γράφτηκε το έργο.
Λέων Κουκούλας
Από τα προλεγόμενα στο Κουκλόσπιτο του Ερρίκου Ίψεν
Εκδ.: Γκοβόστης

* Ιστορία μιας κούκλας
Το “Κουκλόσπιτο” είναι ένα έργο που ανατάραξε την εποχή του και την ανατάραξε, γιατί είχε για θέμα του τον έλεγχο ενός θεσμού. Πρόκειται για τον ακρογωνιαίο λίθο του κοινωνικού οικοδομήματος, όπως τον έχει θεμελιώσει η ηγετική τάξη του καιρού του: τον γάμο. Αλλά το γνώρισμα ακριβώς αυτό, που έδωσε στο δράμα του Ίψεν την εκρηκτική του ένταση την εποχή εκείνη, έγινε και η αιτία να θεωρούν αργότερα το Σπίτι της κούκλας δράμα ξεπερασμένο. Άλλες οι αντιλήψεις για το γάμο σήμερα, λένε, άλλη η θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, άλλες οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Πραγματικά, το Σπίτι της κούκλας θα ήταν ένα έργο αναφερόμενο σε καταστάσεις που πια δεν υπάρχουν, αν περιοριζόταν σε μια κριτική του θεσμού του γάμου ή στη διεκδίκηση του δικαιώματος για τη γυναίκα να αποκηρύσσει έμπρακτα μια ψεύτικη κατάσταση, ένα συμβατικό δεσμό. Αλλά και πολύ μικρός ποιητής θα ήταν εκείνος που θα περιοριζόταν να γράψει έναν δραματοποιημένο σχολιασμό κοινωνικού θεσμού. Προσθέτουν βέβαια πως αυτό που δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο και διάρκεια στα κοινωνικά έργα του Ίψεν είναι η ποιητική σύλληψη των προσώπων. Αναμφισβήτητα. Η Νόρα, ειδικότερα, είναι το πιο χαριτωμένο κι αξιαγάπητο – όχι μόνον εξωτερικά – πρόσωπο του νεωτέρου θεάτρου. Αλλά και πάλι, ένας ποιητής που εμβαθύνει στο θέμα του, δεν σταματάει ποτέ στο επίπεδο του θεσμού. Το επίπεδο του θεσμού είναι το επίπεδο του νόμου, δηλαδή των νομοθετικών ρυθμίσεων και των εθίμων. Το αληθινό δράμα όμως προχωρεί βαθύτερα, στην περιοχή όπου όλα δεν διορθώνονται με νομοθετικές διατάξεις ή αλλαγές αντιλήψεων. Το θέαμα του Σπιτιού της κούκλας δεν είναι ούτε οι φεμινιστικές διεκδικήσεις, όπως το είχαν νομίσει στα 1880, ούτε ο θεσμός του γάμου με το αντίστοιχο δικαίωμα ή μη της παντρεμένης γυναίκας να παρατάει το σπίτι της, τον άντρα της και τα παιδιά της. Το θέμα του Σπιτιού της κούκλας είναι το πρόβλημα του ζευγαριού, αν μπορεί, και πώς, να υπάρξει συμβίωση με περιεχόμενο ανθρώπινο, υψηλό. […]
Κάτω από τη φυσική κλίση της για τον άντρα της η Νόρα, δίχως να το έχει συλλογιστεί ποτέ, πίστευε τον γάμο μια κοινωνία ψυχών. Κάτω από τους παιδιάστικους τρόπους της, μέσα στην αρχική της μακαριότητα, η κούκλα αυτή έκρυβε μια περίεργη προσδοκία. Ανήκε στα ρομαντικά εκείνα πλάσματα που όχι μόνον θέλουν τον κόσμο ωραίο, αλλά και που δεν μπορούν να τον ανεχθούν διαφορετικά. Παρά να προσαρμοστούν, να συνθηκολογήσουν, να λερωθούν, προτιμούν ν’ αυτοκτονήσουν, πραγματικά ή συμβολικά, δηλαδή να καταστρέψουν τη ζωή τους. Η χοντροκέφαλη κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα δεν κατάλαβε πως το ξεπόρτισμα της Νόρας, στο τέλος του έργου, δεν είναι λιποταξία ή ελαφρομυαλιά, μήτε ανήθικη ανταρσία. Είναι αιματηρή συνέπεια σ’ ένα ιδανικό απαιτητικό. Αλλά ο χαρακτηρισμός της επιφάνειας είναι πάντα ευκολότερος από την ανάλυση σε βάθος. Ο Ίψεν χαρακτηρίστηκε «επαναστατημένος ατομιστής» στην περίπτωση του Σπιτιού της κούκλας επειδή αξίωνε περισσότερη ειλικρίνεια, περισσότερο σεβασμό για τους θεσμούς από εκείνους που δείχνονταν οι εξ επαγγέλματος υπέρμαχοί τους. Οι τελευταίοι αυτοί, βολεύονταν τόσο καλά με την υποκρισία! Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο αν, ύστερα από το παγκόσμιο σκάνδαλο που προκάλεσε το Σπίτι της κούκλας, ένα από τα κυριότερα πρόσωπα του αμέσως επομένου ιψενικού έργου, που έδινε απάντηση στους επικριτές της Νόρας, είναι ο πάστωρ Μάντερς, ο εκφραστής της αναγορευμένης σε δόγμα, σε καθεστώς, υποκρισίας.[…]
Άγγελος Τερζάκης
(από το πρόγραμμα της παράστασης του 1964)

Βιογραφία

Ο Ερρίκος Ίψεν (Henrik Ibsen, 20 Μαρτίου 1828 – 23 Μαΐου 1906) ήταν Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας. Δεύτερο παιδί μιας εύπορης οικογένειας εγκαταστημένης στο λιμάνι Skien, ο Ίψεν έζησε, μετά την πτώχευση της πατρικής επιχείρησης και τη μετακίνηση της οικογένειάς του στο γειτονικό Vernstpop, δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια.
Ο Ερρίκος Ίψεν γεννήθηκε στη μικρή πόλη Skien, με γονείς τους Knud Ibsen και την Marichen Altenburg. “Οι γονείς μου και από τις δύο πλευρές ήταν μέλη των πιο διάσημων οικογενειών της Skien”, γράφει ο ίδιος σε ένα γράμμα του προς τον κριτικό Georg Brandes το 1882. Η μητέρα της Marichen και ο πατριός του Knud ήταν αδέλφια, και οι γονείς του Ερρίκου είχαν μεγαλώσει μαζί και πρακτικά ανατραφεί σαν αδέλφια. Η Μarichen Altenburg θεωρούνταν καλή νύφη, ήταν κόρη ενός από τους πλουσιότερους εμπόρους της Skien. Ο πατέρας του Ερρίκου προερχόταν από μια μακριά γραμμή καπετάνιων, αλλά ο ίδιος αποφάσισε να γίνει έμπορος. Ο γάμος του με την Marichen ήταν ένα “υπέροχο οικογενειακό προξενιό”. Όταν ο Ερρίκος ήταν επτά ετών, η τύχη του πατέρα του άλλαξε προς το χειρότερο, η οικογένεια έχασε την περιουσία της και αναγκάστηκε να μετακομίσει μόνιμα σε ένα μικρό εξοχικό σπίτι στο Ventop, έξω από την πόλη. Η χρεοκοπία του έκανε τον Knud Ibsen έναν δύσκολο και πικραμένο άντρα, ο οποίος στράφηκε στον αλκοολισμό, και η Marichen στράφηκε στην εκκλησία. Η οικογένεια Ίψεν τελικά μετακόμισε σε ένα σπίτι στην πόλη Snipetorp, που ανήκε στον ετεροθαλή αδελφό του Knud, τον πλούσιο τραπεζίτη και ιδιοκτήτη πλοίων Christopher Blom Paus. Η χρεοκοπία και η ταξική πτώση της οικογένειας έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο μετέπειτα έργο του Ίψεν. Οι χαρακτήρες στα έργα του συχνά καθρεφτίζουν τους γονείς του, και τα θέματά του συχνά ασχολούνται με θέματα οικονομικών δυσκολιών, καθώς και ηθικές συγκρούσεις που προέρχονται από σκοτεινά μυστικά κρυφά από την κοινωνία.
Στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, ο Ίψεν αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο. Μετακόμισε στη μικρή πόλη Grimstad για να γίνει βοηθός φαρμακοποιού. Προκειμένου να ξεφύγει από την ανιαρή ζωή του Grimstad αρχίζει να διαβάζει και να γράφει. Το 1846, όταν ο Ερρίκος ήταν σε ηλικία 18 χρονών, απόκτησε ένα νόθο παιδί με μια υπηρέτρια, το οποίο αργότερα αναγνώρισε χωρίς όμως ποτέ να γνωρίσει. Η ιστορία του νόθου γιου του πιθανολογείται πως ήταν και η αιτία που διέκοψε κάθε σχέση με την οικογένειά του. Ο Ερρίκος Ίψεν δεν συνάντησε ποτέ ξανά τον πατέρα του, ενώ είδε τη μητέρα του μόνο μια φορά ξανά πριν πεθάνει. Διατηρούσε αλληλογραφία μόνο με μία από τις αδελφές του.
Το 1850, ο Ίψεν μετακόμισε στη Χριστιανία (αργότερα μετονομάστηκε σε Όσλο) με σκοπό να μπει στο πανεπιστήμιο. Σύντομα εγκατέλειψε αυτό το σχέδιο, όταν κόπηκε στις εισαγωγικές εξετάσεις, αποτυγχάνοντας στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Την ίδια περίοδο αρχίζει να γράφει σε εφημερίδες και έρχεται σε επαφή με τον μικρό λογοτεχνικό κύκλο της Νορβηγίας της εποχής.

Suzannah Ibsen
Σύντομα μετακομίζει στο Μπέργκεν όπου περνά τα επόμενα χρόνια δουλεύοντας στο Det norske Theater, όπου είχε αυξημένες αρμοδιότητες και συμμετείχε στην παραγωγή 145 έργων ως συγγραφέας, σκηνοθέτης, δραματολόγος και παραγωγός. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεσμευόταν από το θέατρο βάσει συμβολαίου, να γράφει ένα έργο το χρόνο για να ανεβαίνει στο συγκεκριμένο θέατρο. Το 1858 επιστρέφει στη Χριστιανία και γίνεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου της Χριστιανίας, ενώ ασχολείται και με τη ζωγραφική. Την ίδια χρονιά νυμφεύεται την Suzannah Thoresen, η οποία θα γίνει και μητέρα του γιου του Sigurd (1859). Η σύζυγός του θα τον στηρίξει συναισθηματικά και θα τον ενισχύσει στη σταδιοδρομία του, πείθοντάς τον να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη θεατρική τέχνη. Το ζευγάρι έζησε υπό δύσκολες οικονομικές καταστάσεις και σταδιακά ο Ίψεν απογοητεύτηκε πολύ από τη ζωή στη Νορβηγία. Το 1864, εγκαταλείπει τη Χριστιανία και πηγαίνει στο Σορέντο της Ιταλίας. Αρχικά φεύγει για ένα χρόνο, αλλά τελικά κάνει 27 χρόνια να επιστρέψει στην πατρίδα του, εργαζόμενος κυρίως στη Νότιο Ιταλία και τη Γερμανία. Εκεί, ο Ίψεν καταξιώνεται πλέον σαν καλλιτέχνης και τελικά γυρίζει στην πατρίδα του το 1895, όπου και συγγράφει τα δυο τελευταία του έργα. Τότε, μπόρεσε να ορθοποδήσει οικονομικά, αγοράζοντας ένα πολύ ακριβό σπίτι απέναντι από τα ανάκτορα του Όσλο, το οποίο σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο και δέχεται καθημερινά πολλούς επισκέπτες. Ο Ίψεν είχε μια αμφιλεγόμενη σχέση με τον πλούτο, κάτι που αποδεικνύεται και από τη διακόσμηση αυτού του σπιτιού, η οποία διατηρείται στο ακέραιο έως σήμερα. Συνήθιζε επίσης να κάνει καθημερινούς περιπάτους, αλλά δεν επεδίωκε την επαφή με το κοινό (ήταν εσωστρεφής) και τον ενδιέφερε η μελέτη των ανθρωπίνων αντιδράσεων και συμπεριφορών. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις αλλά και συχνή αλληλογραφία με αρκετές νεαρές κοπέλες, χωρίς ποτέ να αποδειχθεί κάποιο ίχνος απιστίας του σε αυτές. Έπινε σχεδόν σε καθημερινή βάση την μπίρα του στο γνωστό στέκι της πόλης του Όσλο “Grand Cafe”, του πολυτελούς ξενοδοχείου “Grand Hotel”. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρά προβλήματα υγείας, αφού είχε υποστεί αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια και ήταν πια ανήμπορος να δημιουργήσει.
Τον Ίψεν χαρακτηρίζει η έντονη διάθεση να θίξει ευαίσθητα θέματα της εποχής του, όπως τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, το κόστος που συνεπάγεται η προσπάθεια διατήρησης του πλούτου και του κοινωνικού status, καθώς και ζητήματα ηθικής τάξης.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -