28.8 C
Athens
Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

Αμαλία Μουτούση: “Ελευθερία είναι αυτογνωσία”

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Τα μάτια της είναι δυο άντρα όπου σπινθηρίζει αόριστα το μυστήριο και έντονα το ποιητικό πάθος. Μιλάει και το βλέμμα της φωτίζεται σαν αστραπή. Είναι μια έκρηξη μέσα στα σκότη της πεζής καθημερινότητας… Συναντιόμαστε μετά την πρόβα της για τo «Κουκλόσπιτο» του Χένρικ Ίμπσεν που θα παρουσιαστεί στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων -το «θέατρο του Λευτέρη», όπως η ίδια με το δικό της γλυκά οικείο τρόπο αποκαλεί- σε λίγες μόλις μέρες. Αν και κουρασμένη, τα λόγια της και η σκέψη της ρέουν. Κλεισμένες στο κουκλίστικο καμαρίνι της, στη σοφίτα του θεάτρου, μου μιλάει για τη Νόρα. Για μια γυναίκα γεννημένη για μια καλύτερη ζωή, που θυσιάστηκε σιωπηρά για τους άλλους, αλλά και μια γυναίκα που βρήκε τη δύναμη να ανοίξει την πόρτα, χωρίς ν’ αλλοτριώσει την ψυχή της. Ο ήχος της πόρτας που κλείνει πίσω της η Νόρα, αφήνοντας σύζυγο και παιδιά, φτάνει μέχρι σήμερα. Πρόσωπο θρυλικό για τη σύγχρονη δραματουργία, γίνεται στην εποχή μας ένα σύμβολο όχι μόνο για κάθε γυναίκα, αλλά γενικότερα για τον άνθρωπο. Η Αμαλία Μουτούση εξιστορεί και σου γεννά την επιθυμία να λιώσεις αργά κάτω απ’ το βλέμμα της και τα λόγια της. Δεν υπάρχουν λέξεις να κοινοποιήσουν έστω κι ένα κλάσμα από τη συγκίνηση που σε διαπερνά όταν την παρακολουθείς κι όταν την ακούς. Ό, τι ζει το μετατρέπει σε υλικό για το θέατρο. Τέχνη και ζωή γίνονται ένα γι’ αυτήν. Στο μικρό αυτό χώρο, που μπορεί να θυμίζει και λίγο τη “λυκοφωλιά” των παιδικών της χρόνων, με τα κοστούμια της σκηνής κρεμασμένα ολόγυρα, ταξίδεψα μαζί της. Πέρασα από τόσες πόρτες! Πόρτες απλές δίχως σύρτη και δίχως μάνταλο, πόρτες παραμυθένιες. Πόρτες που οδηγούσαν σε δεντρόσπιτα και σε κουκλόσπιτα… Σπρώξαμε πόρτες υπόγειων θεάτρων, το βλέμμα μας μαγεμένο απλώθηκε σε ένα χτήμα αλλοτινών ημερών στη Βάρκιζα, από ανοιχτά παράθυρα μπήκε άνεμος αρωματισμένος μιμόζα και φρέσκια μνήμη. Η κάθε πόρτα που άνοιγε με προσοχή, είχε άλλες χίλιες μπροστά της και πίσω από καθεμία στεκόταν εκείνη, ένα κορίτσι περήφανο και λυγερό. Έδειχνε την είσοδο στο όραμα, στην άνοιξη και στην προοπτική. Βρήκα στις διηγήσεις της φίλους, κόσμους, πολιτείες, αποδράσεις κι αναμονές, καρπούς και ήλιο σε κλαδιά. Χαμόγελο και δάκρυ. Την αυτογνωσία, τη γαλήνη, την καλοσύνη που γνέφει. Δεν θέλησα να τη ρωτήσω για διοικητικές θέσεις, για πράγματα θαμπά και σκυθρωπά, μεγαλόστομα κι αθαυματούργητα, ξύλινα και πομπώδη. Δεν με ενδιέφεραν, ούτε και την ίδια νομίζω. Γι’ αυτό μην ψάξετε για τέτοια σε τούτο το κομμάτι, μην ψάξετε για τίτλους πηχυαίους. Μόνο ψυχή θα βρείτε. Γιατί η Αμαλία είναι ολόκληρη μια αγάπη, μια παλλόμενη ευαισθησία, ένας αισθητήρας που αντανακλά την ποίηση στη ζωή μας…

Διαβάστε τη συνέντευξη.

– Θα ήθελα καταρχάς, Αμαλία, να μου αφηγηθείς μια ανάμνησή σου παιδική. Κάτι γλυκό και τρυφερό.

* Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται, όταν λες για ανάμνηση παιδική, είναι το χτήμα που είχε ο παππούς μου και μετέπειτα ο πατέρας μου στη Βάρκιζα. Ήταν γεμάτο φιστικιές και ελιές. Και εσπεριδοειδή. Και μιμόζες. Ήταν ένας παράδεισος. Είχε τρεις στέρνες που πότιζαν αυτό το περιβόλι, το μεγάλο. Και είχε και έναν μύλο, στο οποίο σκαρφάλωνα πάντα όταν ήμουνα παιδί. Αυτοί οι πολύ ψηλοί, ανεμόμυλοι…

– Οι σιδερένιοι.

* Ακριβώς! Σιδερένιοι. Αυτές οι αναμνήσεις του καλοκαιριού είναι οι πιο τρυφερές μου αναμνήσεις σ’ αυτό το σπίτι. Ήμουνα κοντά στη φύση και μου άρεσε πάρα πολύ. Ήμουνα ένα παιδί που είχε πολλή σχέση με τη φύση. Η φύση μού ξυπνούσε κάτι πολύ δικό μου, κάτι πολύ ζωντανό και αληθινό.
Ίσως τώρα να θέλεις να σου πω κάποιο γεγονός αλλά εμένα -βλέπεις- μου ήρθε το καλοκαίρι. Μου ήρθε το χτήμα. Μου ήρθε δηλαδή όλη αυτή η σχέση του παιδιού, το οποίο μεγαλώνει στο χώμα και στα δέντρα. Και δεν μου ήρθε τυχαία, γιατί νομίζω ότι αυτό με διαμόρφωσε κιόλας. Δηλαδή ενώ πήγαινα μετά, το χειμώνα, στην Αθήνα -γιατί έμενα στην Αθήνα και πήγαινα σχολείο στην Αθήνα- τα καλοκαίρια μου σ’ αυτό το χτήμα είναι που με έχουνε κερδίσει.

– Αυτές οι εικόνες είναι πολύ ωραίες.

* Από εκείνη την εποχή που ήμουνα παιδί και την πέρναγα εκεί στο χτήμα, θυμάμαι όλες τις πρώτες γεύσεις. Καταρχήν των φρούτων. Είχαμε σταφύλια. Είχαμε τη σταφίδα. Ακόμη και τώρα έχω τη γευστική μνήμη της σταφίδας όταν τη βάζει κανείς για πρώτη φορά στο στόμα του. Βέβαια πολλές φορές όταν τώρα τρώω σταφύλι, δεν ξαναβρίσκω εκείνη τη γεύση. Μετά θυμάμαι τα σύκα. Είχαμε μια συκιά μέσα στο χτήμα. Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πώς σκαρφάλωνα επάνω της. Δεν ξεχνάω όμως ότι μετά έτσουζε όλο μου το σώμα γιατί -τώρα το έμαθα- το γάλα της συκιάς που ρέει στον κορμό και στα φύλλα της είναι πολύ τοξικό. Ούτε τα μούρα μπορώ να ξεχάσω, ούτε και τα φιστίκια. Τον Αύγουστο που γινόντουσαν και ήτανε χλωρά, τα έτρωγα πάνω στο δέντρο. Ο μπαμπάς μου βέβαια φώναζε: «Μην τα τρως όλα γιατί μετά δεν θα ’χουμε». Όταν τα μαζεύαμε, τα απλώναμε στην ταράτσα. Τα λιάζαμε και τα ξεραίναμε. Εκεί είχαμε φτιάξει ένα σπίτι που το λέγαμε «λυκοφωλιά», ήταν ένα κανονικό δεντρόσπιτο. Τεράστιο δεντρόσπιτο. Εκεί περνούσαμε τα μεσημέρια μας, εκεί κοιμόμασταν τα παιδιά, οι τρεις αδελφές δηλαδή. Μες στο χτήμα δεν έλειπαν τα ζώα μας, τα σκυλιά μας, τα γατιά μας. Ήτανε παράδεισος!

Εκτός των άλλων εικόνων που έχω από τις πολλές φορές που σε έχω δει στο θέατρο, σε θυμάμαι να παίζεις με σπασμένο πόδι, σκηνοθετημένη από τον Λευτέρη Βογιατζή, στο έργο της Σάρα Κέιν «Καθαροί πια» («Cleansd») που είχε ανέβει το 2001 στις «Ροές». Σκεπτόμουν «πώς το κάνει;». Επίσης σε θυμάμαι να παίζεις στην τραγωδία του Αισχύλου «Πέρσες», ντυμένη στα μαύρα, ανεβασμένη στα σκαλοπάτια της Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία Ντίμιτερ Γκότσεφ. Γύρω σου, στο κοίλον, κόσμος να φεύγει, κόσμος να φωνάζει, κι εσύ εκεί στητή κι επιβλητική να συνεχίζεις την ερμηνεία της Άτοσσας.

* Ήτανε φοβερό αυτό, με τα επεισόδια στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, το 2009, όταν το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Ντίμιτερ Γκότσεφ, ανέβασε τους «Πέρσες».

– Κι εμείς οι θεατές νιώθαμε φοβερά άσχημα.

*Ήτανε ένα από τα πρώτα σημάδια μιας αγριότητας εκείνο που συνέβη. Μιας αγριότητας που δεν την είχαμε γνωρίσει μέχρι τότε.

– Είχε γίνει και το 2008 με τη «Μήδεια» του Ανατόλι Βασίλιεφ, με τη Λυδία Κονιόρδου.

* Αυτό δεν το είχα δει, αλλά καλύτερα. Δεν θα ήθελα να το έχω ζήσει και αυτό.

– Με τους «Πέρσες» είχα συγκλονιστεί.

* Ήταν ωραία αυτή η παράσταση. Πολύ ενδιαφέρουσα. Ίσως όχι μια παράσταση που θα έφτιαχνε ένας Έλληνας. Γιατί «δεν βλέπει» ένας Έλληνας έτσι. Δεν «διαβάζει» έτσι αυτό το έργο. Βέβαια πρέπει πάντα να βλέπουμε ποιος την κάνει την παράσταση, τι κουλτούρα έχει και από ποιον πολιτισμό προέρχεται.

– Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον με ευγένεια, καλλιέργεια και κοντά στην Τέχνη, θεωρούσες αναπόφευκτη την ενασχόλησή σου με το θέατρο;

* Η μαμά μου ήταν ηθοποιός από τότε που ήμουνα πολύ μικρό παιδάκι. Από τότε λοιπόν που θυμάμαι τον εαυτό μου, πολλές φορές είχα την απορία πως αν δεν είχα μεγαλώσει μες στα θέατρα τι θα είχε συμβεί; Πώς θα είχα διαμορφωθεί; Τώρα λοιπόν αισθάνομαι ότι, δεν υπήρχε περίπτωση εγώ, σαν ψυχισμός, να μην ασχοληθώ με κάτι καλλιτεχνικό. Η γκάμα όμως θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη. Δηλαδή, διάλεξα το δρόμο του θεάτρου, γιατί σίγουρα επηρεάστηκα από το περιβάλλον. Δηλαδή το θέατρο για μένα ήτανε πολύ οικείο. Τα καμαρίνια ήταν λίγο το «δεύτερο» σπίτι μου. Με έπαιρνε ο ύπνος στα καμαρίνια της μαμάς μου. Την περίμενα εκεί στο κρεβατάκι, στα καμαρίνια, να τελειώσει, για να με πάρει και να πάμε μετά στο σπίτι.

Από το Δημοτικό

* Από πολύ μικρή τη βοήθαγα. Με το που άρχισα δηλαδή να διαβάζω και να κρατάω κείμενο στο χέρι μου, στο Δημοτικό ακόμα, ανέβαινα πάνω στη σκηνή και κράταγα τα λόγια και έκανα τις κινήσεις της, επειδή δεν ήμουνα από κάτω, και με έβλεπε να κάνω τις κινήσεις για να καταλαβαίνει τι είναι σωστό, τι δεν είναι. Δηλαδή μου έλεγε «ανέβα πάνω, κάνε αυτά, κάνε εκείνα…». Και παιδάκι ακόμα ήμουνα με το κείμενο στα χέρια και έκανα -ας πούμε- τους ρόλους της. Για να τους βλέπει η μαμά από κάτω. Οπότε, σίγουρα αυτό έπαιξε ρόλο ως αναφορά την οικειότητα που ένιωθα με το θέατρο.

Η ποίηση

* Παρ’ όλα αυτά, τώρα που μεγαλώνω, και που κάπως καταλαβαίνω τον εαυτό μου, συνολικότερα νομίζω ότι η ποίηση είναι αυτή από την οποία δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι χωρισμένη. Είναι αυτή που τραβάει την ψυχή μου. Και περισσότερο απ’ όλα η ποίηση της γραφής. Γιατί υπάρχει και η ποίηση της εικόνας.
Η ποίηση της γραφής. Δηλαδή όλα αυτά τα αριστουργηματικά κείμενα, της ποίησης. Ποιήματα, που μας αποκαλύπτουν πώς «ηχεί» ένας άνθρωπος. Μπορεί ένας άνθρωπος να είναι όπως είναι ένα μουσικό όργανο, το οποίο ηχεί τη μουσική. Όπως το πιάνο, το βιολί, το βιολοντσέλο ηχούν τη μουσική, έτσι τώρα και ο άνθρωπος μέσα από τον ήχο του μπορεί να γίνει ένα όργανο για ακούσεις μια υπέροχη μουσική, για να ακούσεις ένα κείμενο. Μπορεί δηλαδή να είναι αυτός ο «διάμεσος». Αυτό με γοητεύει πάρα πολύ, περισσότερο κι από την εικόνα ή τη σκηνοθεσία. Γι’ αυτό δεν με ενδιαφέρει και η σκηνοθεσία καθόλου. Πιο πολύ νοιάζομαι για το πώς το σώμα του ηθοποιού, το πνεύμα του, η ψυχή του και όλο του το είναι, πώς γίνονται τραγούδι, πώς γίνονται ποίημα, πώς γίνονται ήχος. Αυτό είναι που μου αρέσει πάρα πολύ.

– Είναι κάτι το υπέροχο, κάτι το θεϊκό αυτό.

* Ίσως και για αυτό αγάπησα τόσο πολύ τον Λευτέρη Βογιατζή σαν καλλιτέχνη. Γιατί ο Λευτέρης το είχε πάρα πολύ αυτό. Δηλαδή, άκουγες πολλές φορές να λένε για τον Λευτέρη: «Μα, καλά είναι δυνατόν, τρεισήμισι ώρες συνέχεια να δουλεύει πάνω σ’ έναν τόνο; Να δουλεύει για το πώς θα ακουστεί μια λέξη; Μα δεν είναι μια τρέλα αυτό; Δεν είναι μια παραξενιά;». Όμως όταν η ψυχή του ανθρώπου είναι στο αυτί του, γιατί ήταν στο αυτί του. Όπως η ψυχή του ήτανε εδώ που χτυπούσε η καρδιά του. Μόλις λοιπόν άκουγε την αλήθεια, έλεγε: «Αυτό είναι!». Όταν άκουγε λίγο, να μην είναι έτσι όπως το ήθελε, έλεγε: «Όχι! Δεν είναι αυτό». Δηλαδή, ήταν τόσο συγκλονιστικό αυτό το πράγμα!

– Φοβερή ευαισθησία!

* Απίστευτη ευαισθησία!

– Με αφορμή τα προηγούμενα, με οδηγείς στην επόμενη ερώτησή μου: Σε ενδιαφέρουν περισσότερο οι ρόλοι ή οι συνεργασίες; Οι άνθρωποι ή το σύνολο των ανθρώπων με τους οποίους θα συνεργαστείς;

* Είναι ένας συνδυασμός. Δηλαδή, ενώ με ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι συνεργασίες, καθοριστικό ρόλο σε μένα παίζουν οι σχέσεις. Δεν είμαι άνθρωπος που, ας το πούμε, αποφεύγω τις σχέσεις ή που δεν με επηρεάζουν οι σχέσεις. Όμως από την άλλη δεν πιστεύω ότι μόνοι μας μπορούμε. Θέλω, δηλαδή, την τρυφερότητα, την επαφή, την επικοινωνία. Θέλω να πάρω δύναμη απ’ τον άλλον και οπωσδήποτε να του δώσω δύναμη. Δηλαδή, αυτό το πώς τροφοδοτεί ο ένας τον άλλον, για μένα είναι από τα πιο ουσιαστικά στοιχεία αυτής της δουλειάς, η τροφοδότηση του ενός προς τον άλλον. Αυτό είναι κάτι που το θεωρώ μέγιστο πράγμα και στη ζωή. Δηλαδή δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω αυτά τα πράγματα, γιατί και στη ζωή μας αυτό πρέπει να είναι το ζητούμενο: Το πώς τροφοδοτούμε ο ένας τον άλλον, γιατί δεν βγαίνει αλλιώς η ζωή.

Βαθιά μοναχική

* Απ’ τη μια λοιπόν ενώ παίζει τόσο καθοριστικό ρόλο για μένα η σχέση, απ’ την άλλη είμαι και μοναχική. Και βαθιά μοναχική. Και εκεί είναι η σχέση με τους ρόλους μου. Δηλαδή χρειάζομαι οπωσδήποτε τους ρόλους μου, γιατί είναι το κομμάτι το «άβατον» το δικό μου. Ο δρόμος μου ο μοναχικός που φυσικά θα περάσει μέσα από τον άλλον, οπωσδήποτε, και μέσα από τις σχέσεις και από τις συνεργασίες, αλλά δεν θα πάψει ποτέ να είναι ο δικός μου βηματισμός η σχέση μου με τον ρόλο. Είναι κάτι δικό μου, το οποίο όμως δεν με «κλείνει» καθόλου.

Η Φολέγανδρος

* Είναι σαν να περπατάω σε ένα μονοπάτι –στη Φολέγανδρο, που τόσο πολύ αγαπώ– σ’ ένα μονοπάτι χωμάτινο, αυτός να ’ναι ο δρόμος μου, αυτά να ’ναι τα βήματά μου που ακολουθούν αυτό το μονοπάτι, αλλά που είναι ο ρόλος μου ας πούμε, αλλά που αν δεν υπήρχε ο ήλιος, το φεγγάρι, οι κοιλάδες, τα βουνά, αυτά που είναι οι άλλοι -είναι η σχέση μου με τον κόσμο- δεν θα είχε νόημα αυτό το μονοπάτι χωρίς να βρίσκεται μέσα σ’ αυτή την επικοινωνία με τα χρώματα, με τους ήχους, με τα αρώματα. Κάπως έτσι το βλέπω.

– Αλλά το μονοπάτι, μονοπάτι…

* Το μονοπάτι, μονοπάτι ναι, το κρατάμε αυτό.

– Όταν πιάνεις ένα ρόλο πώς τον αρχίζεις;

* Διαβάζω, ξαναδιαβάζω, ξαναδιαβάζω. Έτσι απλά. Προσπαθώ να το διαβάζω όπως διαβάζει κανείς ένα μυθιστόρημα. Έτσι, σαν ιστορία. Σαν ιστορία το διαβάζω. Το διαβάζω και αρχίζει σιγά σιγά η φαντασία μου να λειτουργεί. Αυτό βέβαια έχει πάρα πολύ να κάνει και με τη γλώσσα. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται κάθε φορά –γι’ αυτό είπα πριν ότι για μένα παίζει τεράστιο ρόλο, η Ποίηση. Δηλαδή το πώς είναι γραμμένο κάτι. Η μια λέξη δίπλα στην άλλη, πώς έχει μπει, τι λέξεις χρησιμοποιούνται, αυτό είναι για μένα καθοριστικό για να με «ανοίξει». Δηλαδή να μου κάνει μια «φουπ», να «ανοίξω» και να είμαι ευάλωτη μετά, απέναντι σ’ αυτό το πράγμα που κάνω. Να είμαι «γυμνή». Να μην έχω μια άποψη, ότι δηλαδή τη «Νόρα» τη βλέπω έτσι. Να αφήσω τη «Νόρα» να με επηρεάσει πάρα πολύ, να είμαι ευάλωτη, να επηρεαστώ πολύ απ’ αυτό το υλικό, απ’ αυτό το κείμενο, απ’ αυτές τις λέξεις, απ’ αυτή τη «μουσική» που έχει αυτό το πρόσωπο. Γιατί δεν είναι τυχαίο που ο Τόρβαλντ Χέλμερ -ο άντρας της- τη λέει συνέχεια «γαλιάντρα» και «καρδερίνα», γιατί συνέχεια… «κελαηδάει». Οπότε καταλαβαίνεις πόσο σημαντική είναι η μετάφραση σ’ αυτό το πράγμα, πόσο σημαντικές είναι οι λέξεις που θα πει, πώς θα τις πει, το να σε αγγίξουν αυτές οι λέξεις, για να μπορείς μετά και συ να «κελαηδήσεις».
Άρα, αυτό κάπως κάνω. Δηλαδή πλησιάζω ας πούμε ένα ρόλο πολύ «ντροπαλά». Με μια αιδώ. Σαν να πρόκειται για έναν άγνωστο. Όχι σεμνά. Όχι τολμηρά. Αλλά με αιδώ. Λίγο όπως κοκκινίζουν τα μαγουλάκια, αλλά που είμαστε και τολμηροί. Όπως όταν είσαι με έναν άγνωστο και κάπως θέλεις να τον γνωρίσεις, αλλά δεν μπορείς να πας κατευθείαν.

– Διερευνάς πρώτα…

* Και διερευνάς, και αφουγκράζεσαι έναν άγνωστο που θέλεις πάρα πολύ να τον πλησιάσεις. Όχι έναν άγνωστο αδιάφορο αλλά έναν άγνωστο που σε έλκει πάρα πολύ και θες να τον καταλάβεις και να τον κάνεις να σου μιλήσει. Κάπως έτσι πηγαίνω.

– Μιλώντας για τη «Νόρα» κάποιοι θεωρούσαν κάποτε ότι είναι ξεπερασμένη και ότι αν γραφότανε σήμερα το έργο -με όσα έχουνε συμβεί στην πάροδο των χρόνων- δεν θα είχε την ίδια αίσθηση.

* Αυτό νομίζω ότι το λένε γιατί εννοούν ότι τώρα πια μια γυναίκα είναι πολύ εύκολο να εγκαταλείψει το γάμο της και να φύγει από το σπίτι της, ενώ τότε αυτό ήταν πραγματικά αδιανόητο. Να φανταστείς ότι την τελευταία σκηνή -που η Νόρα φεύγει από το σπίτι και αφήνει τον άντρα της και τα παιδιά της- οι πρώτες ηθοποιοί που εκαλούντο να παίξουν αυτή τη σκηνή (επί Ίμπσεν), δεν την παίζανε. Ηρνούντο, δεν μπορούσαν να την παίξουν, ήταν κάτι σκανδαλώδες. Δηλαδή δεν υπήρχε αυτό, ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Ενώ τώρα, το να φύγει μια γυναίκα από το σπίτι της και από τον άντρα της, είναι κάτι πολύ εύκολο και γίνεται, έτσι, όπως μιλάμε, σαν τον αέρα που αναπνέουμε, τόσο εύκολα γίνεται. Προφανώς αυτό είναι που μπορεί να έκανε τους ανθρώπους να λένε ότι η «Νόρα» είναι ξεπερασμένη. Αλλά αυτό δεν είναι έτσι.

Διαχρονικά πρόσωπα

* Τη Νόρα δεν πρέπει κανείς να τη βλέπει μέσα στο χρονικό πλαίσιο της εποχής της. Διότι αυτός ο δραματουργός είναι πάρα πολύ μεγάλος. Και τα πρόσωπα τα οποία έχει «γεννήσει» εκεί μέσα, είναι πρόσωπα τα οποία φυσικά είναι χρονικά προσδιορισμένα, αλλά συγχρόνως -επειδή είναι μεγάλος δραματουργός- είναι και πρόσωπα που έρχονται από το «πουθενά» και πάνε στο «πουθενά». Είναι διαχρονικά πρόσωπα.

Δηλαδή, βεβαίως και προσδιορίζονται από μια χρονική εποχή, αλλά και συγχρόνως όχι. Όπως και τα πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας. Όπως και όλων των μεγάλων δραματουργών. Με αυτή την έννοια λοιπόν, τη Νόρα δεν τη βλέπουμε σαν τη γυναίκα που εγκαταλείπει το γάμο της –έτσι όπως μια γυναίκα τώρα εγκαταλείπει το γάμο της με πάρα πολύ μεγάλη ευκολία– τη βλέπουμε σαν μια γυναίκα που κάνει μια «έξοδο» από κάπου. Από το «κουκλόσπιτό» της, το οποίο «κουκλόσπιτο» είναι η ασφάλειά της, η θαλπωρή της, αλλά και το ψέμα της.

– Η υποκρισία δηλαδή.

* Ναι. Δηλαδή έχει υποκρισία… Θα πούμε όμως μετά για την υποκρισία.

– Για την υποκρισία στον Ίψεν.

* Ναι. Γιατί είναι πάρα πολύ λεπτό το ζήτημα της υποκρισίας στον Ίψεν. Αλλά να πω πρώτα αυτό, ότι η «Νόρα», η σύγχρονη Νόρα, και ούτε καν σύγχρονη, η διαχρονική Νόρα, είναι η «Νόρα» η οποία κάνει μια έξοδο από τη δική της φυλακή. Δηλαδή αν σκεφτούμε και αν υποθέσουμε ότι η Νόρα στο έργο είναι όλο με «πέπλα» και «πέπλα». Αν σκεφτούμε ότι κρύβεται από δω, κρύβεται από κει, ένα «πέπλο» σ’ αυτόν, ένα άλλο «πέπλο» στον άλλον, ένα τρίο «πέπλο» στον τρίτο. Η Νόρα βγάζει «πέπλα». Βγάζει «πέπλα», βγάζει «πέπλα», βγάζει «πέπλα», βγάζει «πέπλα», βγάζει «πέπλα» και κάποια στιγμή, χωρίς κανένα «πέπλο», βγαίνει έξω «γυμνή» αφήνοντας οτιδήποτε οικείο· και πάει σε ένα χώρο ανοίκειο.

Δεκάδες «κουκλόσπιτα»

* Γιατί, μόνο πηγαίνοντας σε ένα χώρο ανοίκειο μπορεί να ξαναγεννηθεί. Γιατί μέσα στον οικείο της χώρο, έχει σταματήσει να είναι αληθινή. Και νομίζω ότι αυτό το βρίσκουμε παντού στη ζωή. Δηλαδή όχι μόνο σε ένα γάμο. Για αυτό το βγάζω και από το γάμο. Δηλαδή ο καθένας αν κάτσει να σκεφτεί για τον εαυτό του, βρίσκει όχι ένα, αλλά δεκάδες «κουκλόσπιτα» μέσα στη ζωή του, τα οποία έχει καταφέρει να αφήσει. Και άλλα τόσα τον περιμένουν μπροστά, τα οποία πρέπει να μπορέσει να αφήσει. Γιατί πάντοτε ο άνθρωπος ελευθερώνεται από κάτι και μετά ξαναφτιάχνει ένα «κουκλόσπιτο», μέσα στο οποίο θέλει να νιώσει και νιώθει μια ασφάλεια. Και βολεύεται αλλά και πάλι θέλει να απαλλαγεί. Δηλαδή τα «πέπλα» δεν τελειώνουν ποτέ. Λοιπόν, αυτά τα είναι τα «κουκλόσπιτα». Είναι αυτά τα «πέπλα». Έτσι τώρα ο κάθε άνθρωπος ξέρει για τον εαυτό του.

– Επίσης βλέπουμε ότι ο Ίμπσεν στηλιτεύει και τον συντηρητισμό. Στην εποχή μας υπάρχει νέος συντηρητισμός;

* Θα σου απαντήσω με μια ερώτηση: Νομίζεις ότι το γεγονός πως οι γυναίκες μπορούν εύκολα να διαλύσουν το γάμο τους, αυτό τις καθιστά ελεύθερες;

– Όχι, βεβαίως.

* Δηλαδή, είναι σημάδι ελευθερίας το ότι μια γυναίκα μπορεί να διαλύσει το γάμο της; Αυτή είναι η ελευθερία του ανθρώπου; Δεν είναι η εσωτερική ελευθερία; Εγώ νομίζω ότι εκεί είναι το θέμα. Το θέμα της ελευθερίας είναι που θίγει πάρα πολύ βαθιά ο Ίμπσεν. Και για αυτό και είναι τόσο σύγχρονο αυτό το έργο. Τότε η Νόρα, την ανάγκη της για ελευθερία την εξέφρασε μέσα από το να εγκαταλείψει αυτό το «κουκλόσπιτο». Δηλαδή αυτή τη ζωτική ορμή, που κάνει έναν άνθρωπο να μην μπορεί να ζήσει αν δεν είναι ελεύθερος, η Νόρα την εκδήλωσε δια της εγκατάλειψης.
Τώρα όποιος άνθρωπος εξακολουθεί να έχει την ανάγκη για ελευθερία, θα φύγει από κει που είναι να φύγει. Εννοώ δηλαδή από κει που δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Αλλά το τι σημαίνει ελευθερία είναι μια άλλη ιστορία. Γιατί ελευθερία δεν είναι ότι «δεν μου αρέσει αυτό» και επειδή δεν μου αρέσει, αποφασίζω να φύγω. Δεν είναι αυτό ελευθερία, αυτό είναι ασυδοσία. Δεν είναι ελευθερία ότι, αυτό δεν μου αρέσει, το βγάζω. Αυτό μου αρέσει, το βάζω. Ελευθερία, είναι μια αυτογνωσία. Δεν μπορείς δηλαδή χωρίς την αυτογνωσία, να είσαι ούτε τόσο δα ελεύθερος. Και η Νόρα μέσα σε αυτό το έργο, αυτό κάνει ουσιαστικά. Πλησιάζει βήμα βήμα προς μια αυτογνωσία, την οποία όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορούσε να έχει, γιατί προσδιοριζότανε συνέχεια από τους άλλους. Στην αρχή από τον πατέρα και έπειτα από τον σύζυγο. Δεν μπορούσε η Νόρα να δει τον εαυτό της καθαρά, παρά μόνο μέσα από τα μάτια των άλλων. Οπότε εκεί, πραγματικά, είναι παραμορφωτικός ο καθρέφτης. Δεν υπήρχε ένας καθρέφτης που πραγματικά καθρέφτιζε το πρόσωπο και την ψυχή της Νόρας. Πάντα έβλεπε τον εαυτό της μέσα από το πώς τη βλέπουν οι άλλοι. Επομένως αυτό είναι η τεράστια έξοδος της Νόρας. Γιατί ουσιαστικά η Νόρα «αυτοκτονεί» μέσα απ’ αυτή την έξοδο. Δεν είναι ότι βρήκε έναν άλλον και φεύγει. Αφήνει τα παιδιά της! Δεν αφήνει μόνο τον άντρα της. Αφήνει και τα παιδιά της. Και δεν μας έχει δείξει ο Ίμπσεν πουθενά μέσα στο έργο ότι δεν είναι καλή μάνα. Πουθενά δεν το έδειξε.

– Και ασφαλώς δεν ξέρουμε και τι κάνει μετά.

* Τίποτα, ούτε κείνη ξέρει. Μες στο σκοτάδι βγαίνει. Στο βαθύ σκοτάδι, αλλά είναι το σκοτάδι το φυσικό αυτό που βγαίνει. Ενώ το σκοτάδι που υπήρχε μέσα στο «κουκλόσπιτο» δεν είναι το σκοτάδι το φυσικό, είναι το σκοτάδι που φτιάχνουν τα καλύμματα, τα ψέματα, οι ενοχές, ο φόβος, ο μηχανισμός της ενοχής. Είναι ένα άλλο σκοτάδι αυτό το σκοτάδι του «κουκλόσπιτου», το οποίο έχει και τη θαλπωρή του. Γιατί νιώθουμε μια θαλπωρή μες στα «ψεματάκια» μας, εκεί μέσα σ’ αυτόν το μικρόκοσμο.

– Ναι, μια… βολή, ας πούμε…

* Μια θαλπωρή, με τους φόβους μας, με τις ενοχές μας. Η άλλη βγαίνει στο σκοτάδι, στο φυσικό σκοτάδι.

– Στο άγνωστο… Διάβαζα πως υπήρξε μια κοπέλα στο περιβάλλον του Ίμπσεν, που απ’ αυτήν εμπνεύστηκε τα γεγονότα αυτά ο συγγραφέας και μάλιστα κάποια στιγμή τους είχε ζητήσει και βοήθεια. Από αυτόν και τη γυναίκα του.

* Πράγματι υπήρξε και τους είχε ζητήσει βοήθεια. Ήτανε ένα κορίτσι, το οποίο πέρασε έτσι μια τρομερή δοκιμασία. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι είδους, αλλά πάντως τέτοιου είδους, σαν αυτή τη δοκιμασία της Νόρας, η οποία προσπαθεί να αποτρέψει ένα σκάνδαλο οικονομικό – άκου τώρα πόσο σύγχρονο είναι αυτό τώρα.

– Αυτό ήθελα να πω.

* Πόσο σύγχρονο είναι αυτό, γιατί τότε, όταν γράφτηκε το έργο, μόλις είχε βγει η τυπογραφία. Η τυπογραφία ήταν κάτι καινούργιο, οι εφημερίδες. Και τότε υπήρχε πάρα πολύ η «κίτρινη» φυλλάδα, η «κίτρινη» δημοσιογραφία. Και υπήρχαν άρθρα και τότε ανώνυμα τα οποία μπορούσαν να σπιλώσουν τη ζωή ενός ανθρώπου εν μια νυκτί. Ανώνυμα άρθρα. Δηλαδή οι άνθρωποι εστιγματίζοντο κοινωνικά εν ριπή οφθαλμού. Αυτό έπαιζε πάρα πολύ τότε, όπως και παίζει πάρα πολύ τώρα. Αυτό το πράγμα, αυτή η αγριότητα, αυτή η ανθρωποφαγία, αυτό που δεν μπορείς να προστατέψεις τον διπλανό σου, ούτε τον εαυτό σου, δηλαδή την ιδιωτικότητά σου. Δεν υπάρχει το «άβατον» πια. Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή του ανθρώπου, πρέπει όλα να βγουν στη φόρα. Δεν υπάρχουν όρια εκεί πέρα. Και ο άνθρωπος αισθάνεται κιόλας ότι μπορεί μεν να προφυλαχθεί, αλλά αισθάνεται και ένοχος. Αισθάνεται ότι κάτι δεν κάνει καλά.

– Ναι. Είναι σαν να θέλεις να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας.

* Αυτό ακριβώς. Και μετά αισθάνεσαι ένοχος και μόνο επειδή σε ενοχοποίησαν. Δηλαδή αυτός ο μηχανισμός της ενοχής είναι τρομερός. Αυτό υπάρχει πάρα πολύ στο έργο. Και αυτό το κορίτσι είχε υποστεί ακριβώς κάτι τέτοιο. Είχε φτάσει σε σημείο να τρελαθεί. Ναι. Όπως και η «Νόρα» φυσικά, έφτασε σε σημείο να αυτοκτονήσει, να τρελαθεί. Όλα αυτά τα περιλαμβάνει ο Ίμπσεν πάρα πολύ υπαινικτικά. Τα έχει πάρα πολύ κρυμμένα.

– Ναι. Και τα ’χει και σε πολλά έργα του.

* Σε πάρα πολλά.

– Σκεφτόμουνα, δεν ξέρω αν έχω δίκιο βέβαια, ότι η «Νόρα» είναι το αντίθετο της «Έντα Γκάμπλερ», ο αντίποδας. Εκείνη που είναι πολύ κακιά, που καταστρέφει. Ενώ αυτή…

* Ενώ αυτή είναι φως. Η Έντα είναι το σκοτάδι. Ναι, ναι. Η Νόρα είναι φως, τόσο δυνατό φως που για αυτό και πάει στο σκοτάδι. Γιατί έχει φως δικό της. Έχει κάτι παρθενικό δηλαδή. Έχει ένα φως αγνό, το οποίο με όλα τα ψέματα, παρ’ όλα όλα αυτά που πρέπει να κάνει για να σώσει τον άντρα της, για να μην πει, για να μη μαθευτεί και τα λοιπά, έχει μείνει ανέπαφη. Γιατί πιστεύει μέχρι τέλους στο θαύμα. Το λέει συνέχεια: «Θα γίνει το θαύμα». Το θαύμα στο οποίο πιστεύει είναι ότι ο Τόρβαλντ θα τα πάρει όλα πάνω του και θα πει: «Εγώ είμαι δω, εγώ καθαρίζω για σένα». Πράγμα το οποίο δεν το κάνει ο Τόρβαλντ που την ενοχοποιεί αμέσως. Και εκεί γκρεμίζονται όλα. Είναι δηλαδή το ιερό σημείο της αυτό, εκεί. Είναι, νομίζω, το κομμάτι αυτό που είναι για αυτήν ιερό, ο άντρας της τον οποίο τον έχει πάνω απ’ το κεφάλι της. Όλα τα κάνει γι’ αυτόν. Αρρώστησε ο Τόρβαλντ; Να βρει λεφτά για τον Τόρβαλντ και να τον σώσει. Να μην καταλάβει ο Τόρβαλντ ότι είναι άρρωστος. Αυτό είναι πάρα πολύ γυναικείο στοιχείο. Προσπαθεί να τα πάρει όλα πάνω της και να μην τον επιβαρύνει, όπως κάνουν οι περισσότερες γυναίκες που έχουν να φροντίσουν άντρες με πολύ ευάλωτη, ευαίσθητη και επικίνδυνη υγεία.

– Τι σημαντικό θέμα αυτό!

* Μάλιστα αυτό δημιουργεί μια ψυχολογία στη γυναίκα όταν ο άντρας ή ο πατέρας της ή οι άνθρωποι που φροντίζει δεν πρέπει να πάθουν νευρικό κλονισμό και πρέπει να είναι ήρεμοι. Οπότε όλα τα κάνει ώστε να είναι μαλακά, να είναι ωραία, και όλα τακτοποιημένα. Δηλαδή, όλα να γίνονται, όλα, χωρίς να φαίνεται. Γιατί δεν είναι η γυναίκα που προσφέρει και λέει: «Εγώ, που όλα τα έκανα για σένα». Ποτέ δεν θα τα ακούσεις αυτό απ’ τη Νόρα. Όλα όσα κάνει είναι μια αγνή προσφορά.

– Σαν αυτοθυσία.

* Ναι, αλλά είναι σαν ένα τίποτα. Ελαφριά, σαν να μην το έχει κάνει.

– Ελαφριά, ναι με διακριτικότητα.

*Ναι, ναι, απλά. Πολύ απλά…

– Και ενώ της τραβάει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μετά ο άλλος.

* Ναι. Εκεί πια… τι να πεις. Ναι. Είναι το κομβικό σημείο.

– Θα ήθελα να πούμε και για τα θέατρα που έχεις παίξει. Που έχεις ερμηνεύσει πάρα πολλούς μεγάλους ρόλους, σε χώρους ιερούς θα λέγαμε. Έχεις παίξει με την κυρία Γαληνέα στο «Κόβεν Γκάρντεν», έχεις παίξει σ’ όλα τα μεγάλα θέατρα και σε όλα τα αρχαία. Ποιος είναι ο χώρος που αγαπάς περισσότερο, και τι σου έχει μείνει από όλους αυτούς τους χώρους, στους οποίους έχεις δώσει την ψυχή και το ταλέντο σου;

* Καταρχήν, ένας χώρος που αγαπάω πάρα πολύ, και με έχει καθορίσει είναι το «Στούντιο Ιλίσια». Γιατί το Στούντιο Ιλίσια -πριν γίνει «Ιλίσια Βολανάκης»- ήταν το θέατρο στο οποίο ξεκίνησα μαζί με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Εκεί ξεκίνησαν οι παραστάσεις μας, εκεί ξεκίνησε ο «Διπλούς Έρως». Γιατί εγώ ήμουνα χρόνια εκεί. Και για μένα, ενώ δεν ήταν η αρχή της καριέρας μου αυτή, γιατί η αρχή της καριέρας μου ήτανε «Η βεντάλια της λαίδης Γουΐντερμιρ» του Όσκαρ Ουάιλντ, στο θέατρο «Κάππα», παρ’ όλα αυτά, δεν ξέρω γιατί, η αρχή μου αισθάνομαι ότι ήταν τότε με τον Μιχαήλ στο Στούντιο Ιλίσια. Ήταν ακριβώς επειδή εκεί «έγινα», εκεί ενηλικιώθηκα, εκεί νομίζω ότι «γεννήθηκα» στο θέατρο. Ό, τι είχα κάνει μέχρι τότε ήταν απλώς βήματα τα οποία θα με οδηγούσαν εκεί που σου λέω.

Ένα υπόγειο, ο αγαπημένος χώρος

* Το Στούντιο Ιλίσια για μένα ήτανε ο αγαπημένος χώρος και ο καθοριστικός χώρος. Ήταν ένα υπόγειο, αποθηκευτικοί χώροι και γκαράζ, οι αποθήκες του μεγάλου θεάτρου «Ιλίσια». Σε αυτό το υπόγειο μπήκαμε με τον Μιχαήλ, και με τα ίδια μας τα χέρια, και μαζί με άλλους τρεις ανθρώπους –τον Δημήτρη τον Καμαρωτό, τον Νίκο τον Φλέσσα, και τη Σοφία την Κουκά. Ήμασταν δηλαδή πέντε άνθρωποι και αυτή την αποθήκη τη φτιάξαμε θέατρο.

– Ήταν σαν να κάνατε ανασκαφή, δηλαδή.

* Βεβαίως. Μέσα σε μια αποθήκη και σε ένα γκαράζ, μπήκαμε, είδαμε αυτή την τρομερή κολόνα, εκεί που υπάρχει, στη μέση αυτού του χώρου, που τον κρατάει όλο, και δημιουργήθηκε μια εστία εκεί, στην οποία παραμείναμε για πάρα πολλά χρόνια, και κάναμε τις πρώτες μας δουλειές. Και για μένα αυτός ο χώρος ήταν καθοριστικός. Δηλαδή ακόμα θυμάμαι την αφή μου στους τοίχους αυτού του χώρου, το σαγρέ των τοίχων, ακόμα και πώς ήταν η ξύλινη πόρτα. Η σχέση μου, η αφή, η μυρωδιά δεν με έχει εγκαταλείψει από αυτό. Γι’ αυτό λέω ότι νομίζω ότι εκεί μέσα «γεννήθηκα».
Δηλαδή, όπως θυμάμαι το θέατρο, παλιά, όταν με έπαιρνε η μαμά μου στα καμαρίνια, στις κουίντες και σε όλα αυτά τα παλιά τα θέατρα, όπως στο θέατρο «Διονύσια» που μ’ έπαιρνε. Όπως θυμάμαι αυτό που είναι κάτι πολύ παιδικό, και έχω μυρωδιές, έτσι, τόσο έντονα θυμάμαι το Στούντιο Ιλίσια. Και για αυτό δεν έχω ξαναπάει. Δεν μπορώ να κατέβω. Δεν έχω ξαναπάει. Όσες φορές έχω περάσει, περπατάω λίγο, πλησιάζω και ξανανεβαίνω. Επειδή ξέρω ότι θα κατέβω και θα δω κάτι άλλο. Θα το κάνω μια φορά, σίγουρα. Αλλά δεν έχω κατέβει. Δεν έχω… Τόσο πολύ ήταν για μένα αυτό. Ήμασταν και πάρα πολλά χρόνια εκεί, οπότε έτσι τον ξεχωρίζω αυτό τον χώρο γιατί είναι και λίγο μέσα σε ένα μύθο πια για μένα. Έχει περάσει στη μυθολογία μου το Στούντιο Ιλίσια.

Όπως το ονειρευτήκαμε

* Μετά, δέθηκα πάρα πολύ με το «Θησείον», γιατί ήταν ο χώρος μας. Φύγαμε από το χώρο που φτιάξαμε για να κάνουμε επιτέλους το θέατρό μας, έτσι όπως το ονειρευτήκαμε. Και ενώ δεν έπαιξα πολλές παραστάσεις στο «Θησείον». Έπαιξα τον «Άμλετ», την «Οφηλία» και μια πάρα πολύ ωραία παράσταση που ήτανε το έργο «Εργοτάξιον Σλήμαν» σε σκηνοθεσία του Χάινερ Γκέμπελς, με τον Ακύλα Καραζήση και τη Λυδία Κονιόρδου. Ουσιαστικά έκανα εκεί πρόβες στην «Ηλέκτρα» η οποία θα πήγαινε Επίδαυρο. Δηλαδή τόσο τον έζησα αυτό το χώρο. Ήτανε τρία χρόνια περίπου. Έκανα μετά και κάποιες συναυλίες με τον Δημήτρη Καμαρωτό εκεί. Παρ’ όλα αυτά ήμουνα πάρα πολύ δεμένη μ’ αυτό το χώρο. Αισθάνομαι ότι είμαι παντού εκεί, σε κάθε γωνίτσα του. Όταν τελείωσε αυτός ο κύκλος και δεν ήμουνα πια στο «Διπλούς Έρως» άρχισα να περπατάω έξω. Από τότε η σχέση μου με τα θέατρα ήταν πιο κανονική.

– Πιο αποστασιοποιημένη ίσως;

* Ναι, ας πούμε ερχόμουνα τώρα σ’ αυτό το θέατρο ξέροντας ότι του χρόνου θα είμαι σε κάποιο άλλο. Δηλαδή με όλους τους χώρους δενόμουν κάθε φορά, αλλά αυτό που συνέβη με το Στούντιο Ιλίσια και το «Θησείον» δεν το ξαναβρήκα. Όχι, όχι, καμία σχέση…

– Ίσως ήταν και μια άμυνα αυτό…

* Απλά αυτό ήτανε κάτι δικό μας, που το ’χαμε φτιάξει εμείς. Ενώ τα άλλα θέατρα τα βρήκα έτοιμα και ήταν πιο πολύ σαν χώροι που πήγαινα – ερχόμουνα, πήγαινα – ερχόμουνα, αλλά δεν είχαν προκύψει από μένα. Είναι όπως φτιάχνεις ένα σπίτι. Αλλιώς είσαι με το σπίτι το οποίο το έχεις φτιάξει και αλλιώς είσαι με ένα σπίτι στο οποίο πας, ζεις κάποια εποχή, αλλά δεν είναι δικό σου και θα μπούνε άλλοι μετά από σένα.

– Σαν να «ζυμώνεσαι».

* Ναι, ήτανε άλλη η σχέση μου με τα θέατρα. Διαφορετική. Όπως και με τα αρχαία θέατρα είναι κάτι άλλο. Γιατί εντάξει, εδώ μιλάμε και για άλλου είδους θέατρο πια. Έτσι, άλλο οι κλειστοί χώροι, και άλλο οι ανοιχτοί χώροι. Είναι και η ηχώ εκεί. Άλλο τώρα αυτό το πράγμα, η σχέση με το σύμπαν. Μπροστά σε χιλιάδες θεατές. Γενικά η σχέση με το «έξω» είναι άλλη, έχει άλλη δυναμική, είναι πάντα ζωντανή και πάρα πολύ δυνατή. Εκεί μπορώ να πω ότι ξαναβρίσκω αυτό που σου είπα στην αρχή της κουβέντας μας, για το χτήμα μου στη Βάρκιζα. Εκεί, στα αρχαία θέατρα, ξαναβρίσκω αυτή την πρωτογενή μου ύπαρξη, την πρωτόγνωρη δύναμη, εκεί ανακαλώ τη μνήμη που πρωτογεύτηκα τότε στη σχέση μου με τη φύση. Τη βρίσκω καταρχάς πάρα πολύ στην Επίδαυρο, εντάξει, δεν το συζητώ. Αλλά μ’ αρέσει πάρα πολύ το γεγονός ότι στην Επίδαυρο και σ’ όλους αυτούς τους χώρους, νιώθεις τόσο οικεία, νιώθεις κάτι που είναι οικείο και ανοίκειο μαζί. Όπως όταν είσαι στη φύση. Στη φύση δεν νιώθεις ποτέ μόνο οικεία, νιώθεις και ανοίκεια. Γιατί έχει κάτι άγνωστο συγχρόνως, δεν μπορείς να την οικειοποιηθείς τη φύση εντελώς.

– Ναι, έχεις και ένα δέος.

* Υπάρχει κάτι. Η σχέση του ανθρώπου με τον ουρανό, με τα βουνά, με τον αέρα. Υπάρχει κάτι, σε σχέση με τα μεγέθη… Οπότε υπάρχει αυτή η οικειότητα ότι είσαι ένα με αυτό, αλλά υπάρχει και αυτό το ανοίκειο, το οποίο βοηθάει πάρα πολύ στην Τέχνη. Γιατί πας προς το μυστήριο, πας προς κάτι άγνωστο, πας προς κάτι το οποίο είναι πέρα από σένα. Πας προς κάτι θεϊκό. Γιατί η σχέση με τη φύση σου επιτρέπει να πας προς μια άλλη διάσταση, θεϊκή. Και εκεί είναι που η Τέχνη βρίσκει πραγματικά το νόημά της.

– Επίσης παρατηρώ ότι έχεις και μια πάρα πολύ άμεση σχέση με τις αισθήσεις, έχεις γευστικές μνήμες, που δεν τις ξαναβρίσκουμε πια, μιλάς για την αφή, τις μυρωδιές, τους ήχους.

* Ακόμα και το φως. Θυμάμαι πολύ το φως της παιδικής μου ηλικίας. Δηλαδή πώς ήταν ο ήλιος, τα καλοκαίρια πώς ήταν, θυμάμαι ένα φως, το «αττικό φως», γιατί ήταν και το σπίτι στη Βάρκιζα, το χτήμα. Και ήταν τα Μεσόγεια, όλη αυτή η διαδρομή που έκανα με τον πατέρα μου, μέσα από το Κορωπί και το Λιόπεσι, μέσα απ’ όλα αυτά τα λιόδεντρα, υπήρχε ένα φως τότε στην Αττική, που είναι το λεγόμενο «αττικό φως».

– Μια άλλη διαύγεια.

* Μια άλλη διαύγεια την οποία, πού και πού τη βρίσκουμε πάλι τώρα αλλά όχι σε τέτοια συχνότητα. Δεν έχει χαθεί εντελώς. Την έχουμε. Αλλά αυτά -στα αρχαία θέατρα, στην Επίδαυρο, σ’ αυτούς τους χώρους- τα βρίσκεις. Τα βρίσκεις. Άμα πας στους Δελφούς, τα βρίσκεις ξανά. Ξαναβρίσκεις τα πρωταρχικά πράγματα.

– Και στα νησιά.

* Βέβαια. Στα νησιά…

– Έχεις παίξει τόσες ηρωίδες και σπουδαίες ηρωίδες. Με ποια ταυτίστηκες περισσότερο, ποια αγάπησες περισσότερο;

* Την Υζέ από το «Κλήρο του μεσημεριού», στην Πειραιώς 260. Ταυτίστηκα πάρα πολύ με την Υζέ. Ήταν από τους αγαπημένους μου ρόλους. Ήταν βέβαια αγαπημένη αυτή η συνεργασία με αυτόν τον άνθρωπο, τον Γιόσι Βίλερ. Δηλαδή αυτός ο άνθρωπος, μετά από τη σκηνοθεσία μας, με έκανε να διερωτηθώ: «Τι θα κάνω τώρα»! Ήταν σαν να βρήκα το άλτερ έγκο μου με τον Γιόσι. Ήτανε, τόσο πολύ δηλαδή αυτή η σχέση μου μαζί του, πώς κολλήσαμε, δεν μπορώ να σου περιγράψω. Πραγματικά αισθανόμουνα ότι μ’ αυτό τον άνθρωπο θα μπορούσα να δουλέψω όλη την υπόλοιπη ζωή μου.

– Και ήτανε τόσο ωραία παράσταση, τόσο λαμπερή.

* Πάρα πολύ λαμπερή και παράλληλα τόσο απλή, λιτή. Μου ταίριαζε πάρα πολύ. Γιατί ήταν τρομερά απλή, πάρα πολύ βαθιά, και με λεπτότητα. Και είχε το εξαιρετικό κείμενο του Πωλ Κλωντέλ και τη μετάφραση που είχε κάνει ο Στρατής Πασχάλης. Αλλά και ο ρόλος αυτής της γυναίκας, έτσι, που είναι ανάμεσα σ’ αυτούς τους τρεις άντρες, και όλο αυτό το γεγονός του ταξιδιού, και όλο αυτό με τη σχέση έρωτας – θάνατος, με είχε πάρα πολύ συνεπάρει. Αισθάνθηκα δηλαδή ότι ήρθα πάρα πολύ κοντά με την ηρωίδα.

Η πρώτη “Μήδεια”

* Αυτή είναι η πρώτη έτσι που ξεχωρίζω. Μετά θα έλεγα την «Κλυταιμνήστρα», την «Αντιγόνη», την «Ηλέκτρα», τη «Μήδεια». Θα έλεγα την πρώτη μου «Μήδεια» επίσης, που ήτανε με τον Μαρμαρινό στο Στούντιο Ιλίσια, την οποία δεν την έχει δει πολύς κόσμος. Αλλά αυτή η πρώτη μου «Μήδεια», ήταν επίσης ένας ρόλος που συνάντησα και με τον οποίον ήρθα πάρα πολύ κοντά.

– Μερικές φορές κάποιες συναντήσεις και συμπτώσεις μπορεί να αλλάξουν την πορεία της ζωής ή τη σταδιοδρομία ενός ανθρώπου. Εσύ ήσουνα στο Θέατρο Τέχνης αλλά δεν έμεινες…

* Δεν έμεινα, ενώ ήθελα, αλλά δεν με κρατήσανε.

– Όμως, αυτό ήταν το πεπρωμένο αφού σε αναζήτησαν κάπου αλλού. Αναζήτησες εσύ κάτι άλλο, συνάντησες τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και όλα αυτά οδήγησαν κάπου αλλού την πορεία σου.

* Ναι. Σίγουρα. Πάρα πολύ αλλού. Γιατί, εγώ ουσιαστικά τελείωσα τη σχολή και μετά έπαιξα στη «Η βεντάλια της λαίδης Γουΐντερμιρ» του Όσκαρ Ουάιλντ σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, με τη Νόνικα (τη μαμά), τον Αλέκο και άλλους πολλούς και εκλεκτούς.

– Ήταν τότε που σου έκανε το μακιγιάζ και σε χτένιζε η μαμά σου;

* Μου έκανε το μακιγιάζ, αλλά άμα θύμωνε δεν με χτένιζε, και με άφηνε αχτένιστη. Και έπρεπε να τα χτενίσω μόνη μου, όταν έκανα τα δικά μου. Γιατί μου έλεγε διάφορα, «να δώσουμε εκεί μια συνέντευξη» και τα λοιπά, και εγώ δεν ήθελα και δεν εμφανιζόμουνα. Και μετά μου έλεγε: «Δεν εμφανίζεσαι; Εντάξει. Κι εγώ δεν θα σου κάνω τα μαλλιά σου»…

– Καταπληκτική σχέση!

* Αλλά σίγουρα η σχέση μου με τον Μαρμαρινό ήταν, νομίζω, το πιο καθοριστικό πράγμα που θα μπορούσε να μου συμβεί. Η σχέση μου με τον Μιχαήλ και το πώς πήγα προς τα κει.

– Σου τον γνώρισε η Άντζελα Μπρούσκου;

* Έπαιζα τότε στην παράσταση του Θεάτρου της Άνοιξης, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη, στο θέατρο «Κάππα» πάλι, την Άννια στον «Βυσσινόκηπο». Τότε η Μπρούσκου, η οποία ήταν συμμαθήτριά μου στο Θέατρο Τέχνης, έφερε τον Μαρμαρινό στην παράσταση να με δει. Και ήρθε ο Μιχαήλ, είδε την παράσταση, με γνώρισε εκείνο το βράδυ μετά την παράσταση και από τότε ήμασταν μαζί. Δεν ξαναχωρίσαμε, από κείνη την πρώτη μέρα.

Καινούργιος κόσμος

* Οπότε, μπήκα ουσιαστικά σε έναν κόσμο που ήταν για μένα, τελείως αδιανόητος. Για μένα αυτά τα πράγματα που έκανε τότε ο Μιχαήλ, ήτανε πολύ καινούργια και πολύ άγνωστα. Αυτό με γοήτευσε βέβαια πάρα πολύ. Και επειδή εγώ κάπως το θέατρο το είχα μέσα στο μυαλό μου έτσι όπως το ήξερα από τη μαμά μου, και ήταν αυτό το θέατρο το εμπορικό που έβλεπα… Δεν είχα άλλη εικόνα για το θέατρο.
Όταν βρέθηκα στον κόσμο του Μιχαήλ, άνοιξαν οι ουρανοί. Πραγματικά άρχισα να μπαίνω σε κάτι το οποίο είχε άλλη ομορφιά, άλλο μυστήριο, άλλο πράγμα, άλλο περιεχόμενο. Και εκεί άρχισαν να βγαίνουν πράγματα δικά μου τα οποία δεν ήξερα ότι τα έχω. Δηλαδή κομμάτια, πτυχές του εαυτού μου άγνωστα για μένα. Γι’ αυτό εγώ θεωρώ ότι από το Στούντιο Ιλίσια ουσιαστικά άρχισα να διαμορφώνομαι ως ηθοποιός. Διαμορφώνεσαι σαν ηθοποιός επειδή διαμορφώνεσαι σαν άνθρωπος, σαν πρόσωπο. Επειδή η δουλειά σου είναι αυτή που σε τροφοδοτεί. Το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Δεν πίστεψα ποτέ, ούτε είναι ποτέ δυνατόν αυτά τα δύο να είναι ξεχωριστά.

– Σήμερα, ύστερα απ’ αυτή την πορεία που έχεις, τους σημαντικούς ρόλους που έχεις παίξει, πώς αισθάνεσαι με τον εαυτό σου; Αισθάνεσαι πλήρης, αισθάνεσαι ικανοποιημένη ή είσαι αυστηρή μαζί του;

* Αισθάνομαι ότι η ζωή μου στο θέατρο κάνει συνέχεια κύκλους. Δηλαδή κύκλους που ολοκληρώνονται, αλλά που μετά ξεκινάει ένας άλλος κύκλος, και ένας άλλος κύκλος. Κάπως έτσι νιώθω. Δεν νιώθω ποτέ μια πορεία γραμμική, ας πούμε τώρα έφτασα εδώ και νιώθω μια ολοκλήρωση. Δεν το βλέπω κάπως σε μια ευθεία. Το νιώθω συνέχεια σαν μια συνεχόμενη αέναη κίνηση, κυκλική, όπου γίνονται ο ένας κύκλος, και μετά ένας άλλος, πιο μέσα, και πιο μέσα, και πιο μέσα, και πιο μέσα, και πιο έξω, και πιο μέσα…

Μια παύση

* Τώρα, είμαι σε μια στιγμή που χρειάζομαι περισσότερο απ’ όλα μία παύση για να μπορώ να κάνω έναν εσωτερικό απολογισμό. Χρειάζομαι μια απόσταση. Είμαι για πάρα πολλά χρόνια, για πολύ καιρό και ασταμάτητα μέσα σ’ αυτό που λέγεται θέατρο. Και δεν μπορώ, όντας συνέχεια μέσα να δω τι γίνεται. Πρέπει λίγο να βγάλω έξω το κεφάλι μου, για να μπορώ να απαντήσω και να πω: «Εγώ τώρα νιώθω ότι από δω και πέρα θέλω αυτό. Ή νιώθω να χόρτασα με έναν τρόπο αυτό και να λαχταράω κάτι άλλο». Όμως αυτό δεν μπορώ να το πω τώρα. Τώρα είμαι μέσα σε κάτι. Το κεφάλι μου είναι μέσα στο «νερό» και όταν με το καλό τελειώσει αυτή η παράσταση, δεν σκοπεύω να δουλέψω το καλοκαίρι, θέλω να μείνω έτσι κάπως να αφουγκραστώ λίγο τα πράγματα και να περιμένω λίγο να μου δείξουν τα ίδια τα πράγματα πού έχω έρθει, πού είμαι, ποιες είναι οι επόμενες ανάγκες μου.

– Να σου δείξει το ένστικτό σου;

* Και το ένστικτό μου, και το μυαλό μου, και η καρδιά μου, και η ψυχή μου.

– Παρόλο που όλοι εμείς που σε παρακολουθούμε, και εγώ ειδικότερα, σου έχουμε έναν απέραντο σεβασμό και βαθιά εκτίμηση, προσωπικά σε θεωρώ και ένα «μεγάλο παιδί». Έχει αλήθεια αυτό; Και το παιχνίδι τι σχέση έχει με το παίξιμο του ηθοποιού;

* Μόνον αυτό έχει σχέση. Αυτό δεν πρέπει να χάνεται ποτέ. Αλλά το άγριο παιχνίδι, η άγρια χαρά. Γιατί, απλά το παιχνίδι έχω την αίσθηση ότι, αυτό το παιχνίδι δηλαδή δεν είναι κάτι απλό, να πούμε «παίζω». Το παιχνίδι είναι σοβαρό πράγμα. Βλέπεις τα παιδιά πώς παίζουν; Βλέπεις τα παιδιά πόσο σοβαρά παίρνουν ένα παιχνίδι, και πώς ανά πάσα στιγμή βγαίνουν απ’ αυτό και μπαίνουν σ’ αυτό, αλλά με τι σοβαρότητα το κάνουν, με τι προσήλωση; Νομίζω ότι πρέπει ο καθένας να πλησιάζει αυτή τη δουλειά μέσα απ’ το δικό του ψυχισμό. Μέσα από τη δική του λαχτάρα και απ’ τη δική του ψυχή. Για μένα όμως τώρα λέω, και για τη δική μου ανάγκη. Θέλω να ξαναβρώ -πάντα το θέλω αυτό, με αφορμή αυτή τη δουλειά και μέσα απ’ αυτή τη δουλειά- θέλω να ξαναβρώ κάτι πρωταρχικό δικό μου. Κάτι πολύ παιδικό, πολύ πρώτο, το οποίο θάφτηκε με τα χρόνια και με την ωριμότητα και με το πώς -ξέρω ’γω- μετά έγινα αυτό που έγινα, και πέτυχα, και αναγνωρίστηκα. Αυτό που κάνει ο κάθε άνθρωπος που κάνει μια πορεία μέσα σ’ αυτό το χώρο. Και θα ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη αν θα μπορούσα κάθε φορά που δουλεύω στο θέατρο και με ένα ρόλο, να τα πετάω αυτά από πάνω μου, να ξεκουράζομαι, βαθιά να ξεκουράζομαι μέσα από το παιχνίδι, και να ξαναγυρίζω σ’ αυτή τη χαρά την πρωταρχική που είχα όταν πρωτογεννήθηκα, τότε που υπήρχε αυτή η έννοια του θαύματος. Τότε που έβλεπα τα πράγματα για πρώτη φορά. Αυτό το πράγμα μ’ αρέσει πάρα πολύ. Δεν το καταφέρνω βέβαια, γιατί δεν είναι κι απλό, αλλά θα το ’θελα πάρα πολύ. Αυτό ψάχνω, κάθε φορά.

– Ήθελα να ρωτήσω τη γνώμη σου για τη νεότητα. Η νεότητα είναι πάντοτε συνυφασμένη με την ηλικία;

* Δεν νομίζω ότι είναι έτσι, καθόλου. Γιατί καταρχήν δεν είναι συνυφασμένη η νεότητα με την ηλικία. Διότι υπάρχουν πάρα πολλά νέα παιδιά, τα οποία δεν είναι νέα, καθόλου. Και υπάρχουν πάρα πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι, που είναι τόσο «νέοι». Πολύ «νέοι». Σε άλλους το μυαλό γερνάει από νωρίς, και σε άλλους δεν γερνάει ποτέ. Ποτέ, όσο και να μεγαλώσουμε σε ηλικία. Μ’ αρέσει αυτό το πράγμα πολύ να το βλέπω στους ανθρώπους. Να βλέπω έτσι τους ανθρώπους να μεγαλώνουν και από μέσα να βγαίνει αυτό το φως, το οποίο είναι τόσο πηγαίο, και το οποίο αισθάνεσαι κιόλας ότι, και που θα πεθάνουν αυτοί οι άνθρωποι, αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει. Κι αυτό είναι και πέρα από το σώμα τους. Είναι κάτι…

– Μια ενέργεια.

* Ναι, ναι.

– Ήθελα τώρα πριν φτάσω στην τελευταία ερώτηση να μου σχολιάσεις τη λέξη «σεβασμός», πώς θα τον όριζες;

* Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι, έναν άνθρωπο άμα τον δω μπροστά μου και αποπνέει σεβασμό για τα πράγματα, για τους συνανθρώπους του, αμέσως θα τον ξεχωρίσω. Δηλαδή ο άνθρωπος ο οποίος έχει σεβασμό είτε είναι γέρος, είτε είναι νέος, είτε είναι άσχημος, είτε είναι ωραίος, είτε είναι πετυχημένος, είτε αποτυχημένος, είτε είναι γνωστός, είτε είναι άγνωστος, τίποτα δεν χρειάζεται να είναι, εάν έχει σεβασμό θα τον ξεχωρίσω αμέσως. Αυτό έτσι μου ’ρχεται να πω για το σεβασμό.

– Και το τελευταίο, που ρωτάω πάντοτε σταθερά όταν κάνω συνέντευξη για το www.catisart.gr, είναι τα «τα ζώα στη ζωή μας».

* Έχω μεγαλώσει με ζώα, από μικρό παιδάκι. Δεν θα μπορούσα δηλαδή να μην έχω ζώα. Εντάξει. Είχα φυσικά τον Ρέμο, τον σκύλο, τον είχαμε με τον άντρα μου 16 χρόνια. Αλλά από μικρό κοριτσάκι είχα σκυλιά, και γατιά. Ο πρώτος μου γάτος ήταν ο Κανέλλος, τον οποίο τον βρήκα σχεδόν πνιγμένο σε μια στέρνα. Ήτανε το λατρεμένο μου γατάκι όταν ήμουνα παιδάκι.
Από μικρή εκτός από τα γατιά μου και τα σκυλιά μου είχα και άλλα ζώα. Και τώρα έχω. Καλά, έχω γάτες πάρα πολλές στο σπίτι, έχω την Τέτα και έχω και τα παιδιά της, και τα παιδιά των παιδιών της, και ένας χαμός γίνεται εκεί από γατιά. Απλά η Τέτα είναι η βασική του σπιτιού. Όλα τα άλλα τα ταΐζω στον κήπο. Αλλά είμαστε γεμάτοι γατιά. Και με τον θάνατο φυσικά των ζώων έχω εξοικειωθεί, γιατί μου πεθαίνουν εύκολα, γεννάνε πολλά, άλλα πεθαίνουν, άλλα ζουν. Έχω χελώνες τρεις, τον Παναγή, την Εσταυρωμένη και το Μωρό, που είναι το πιο μικρό χελωνάκι. Είναι οι χελώνες μου.
Σκυλί τώρα δεν θέλω.

– Επειδί «έφυγε» ο Ρέμος…

* Ναι. Δεν θέλω, δεν θέλω πάλι. Από πολύ μικρή είχα τη Μάγια, ήταν το πρώτο μου λυκόσκυλο. Ο Κανέλλος το πρώτο μου γατί. Ποτέ δε σταμάτησα να έχω ζώα. Ποτέ, ποτέ, πάντα είχαμε. Την Ίρμα. Τον Βαγγέλη που ήταν ο σκύλος μου πριν από τον Ρέμο. Όταν ήμουνα πολύ μικρή αγαπούσα τρομερά τα άλογα, και ήθελα πολύ να μάθω ιππασία. Και με πήγαινε ο μπαμπάς μου και έκανα ιππασία για μερικά χρόνια, αλλά μετά τα παράτησα.

– Επικοινωνούν πολύ με τον άνθρωπο τα άλογα.

* Ναι, τα αγαπάω πάρα πολύ τα άλογα. Πάντα ονειρεύομαι ότι είμαι σε ένα χτήμα, όπως αυτό της παιδικής μου ηλικίας, και ότι έχω άλογα. Και πάντα έτσι μια φαντασίωσή μου, και όταν οδηγώ ή όταν είμαι μέσα σε ένα λεωφορείο που πηγαίνει ευθεία και είμαι σε δρόμους της φύσης, πάντα μια φαντασίωσή μου είναι να βλέπω ότι τρέχω πάνω σε ένα άλογο. Πάντοτε. Και στο όνειρό μου το βλέπω πολύ συχνά, δηλαδή ότι είμαι πάνω σ’ ένα άλογο!

Το νησί

* Στη Φολέγανδρο υπάρχουν όλα αυτά τα ζώα, τα κατσίκια, τα πρόβατα, τα βόδια, οι αγελάδες. Είναι γεμάτο εκεί. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ να είμαι σ’ αυτό το χώρο, σ’ αυτό τον τόπο, σ’ αυτό το νησί, χωρίς αυτές τις ψυχές εκεί. Δεν μπορώ να το φανταστώ. Δεν συζητώ για τα γαϊδούρια. Εντάξει, δεν συζητώ. Τα αγαπάω πάρα πολύ τα ζώα. Ναι, ναι. Και σε ξεκουράζουνε τα ζώα, πάρα πολύ. Και σου παίρνουν όλη την ένταση, την κακή ενέργεια. Είναι μια θαλπωρή τα ζώα. Και σου δείχνουν και την αγάπη τους. Δηλαδή άμα θες να μάθεις από αγάπη, κοίτα τα. Υπάρχει, το βλέπεις μπροστά σου, είναι εκεί.

– Σου δίνουν το αυθόρμητο χαμόγελο…

* Όλα, όλα…

– Αμαλία μου σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ.

* Εγώ σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ. Ελπίζω κάτι να σου είπα, γιατί εγώ σου μίλησα έτσι πολύ χαλαρά. Πολύ μου άρεσε αυτή η κουβέντα έτσι όπως την κάναμε και μπορώ να σου πω τώρα ότι μετά την πρόβα, ξεκουράστηκα. Δεν ένιωσα ότι έκανα μια συνέντευξη…

– Μα δεν είναι. Αγαπάω μερικούς ανθρώπους και θέλω έτσι να γίνεται. Και για αυτό σε ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου, γιατί με τίμησες.

* Κι εγώ σε ευχαριστώ πάρα πολύ.

“Κουκλόσπιτο (Νόρα)”

* Το 2016 συμπληρώνονται τρία χρόνια από τον θάνατο του Λευτέρη Βογιατζή και το θέατρο της Οδού Κυκλάδων τιμά τη μνήμη του με μία σειρά από παραστάσεις – εκδηλώσεις. Από τις πρώτες είναι και «Το κουκλόσπιτο» του Χένρικ Ίμπσεν. Μία από τις αγαπημένες ηθοποιούς και συνεργάτιδες του Λευτέρη Βογιατζή επιστρέφει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων για να υποδυθεί τη Νόρα σε αυτό το κλασικό αριστούργημα του πατέρα του ψυχολογικού και ρεαλιστικού θεάτρου. Αρκούν οι λέξεις «Μουτούση» και «Νόρα» για να βάλεις την εν λόγω παράσταση κατευθείαν στη θεατρική σου ατζέντα. Τη σκηνοθεσία θα υπογράφει ο Γιώργος Σκεύας.

* Το “Κουκλόσπιτο (Νόρα)” του Χένρικ Ίμπσεν παρουσιάζεται από τον Φεβρουάριο του 2016 στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα με την Αμαλία Μουτούση στον εμβληματικό ρόλο της Νόρας.
Εκατόν σαράντα χρόνια σχεδόν, μετά την πρώτη του εμφάνιση στην ευρωπαϊκή θεατρική σκηνή, το αριστούργημα του Χένρικ Ίμπσεν διατηρεί αναλλοίωτη τη δύναμή του, χάρη στην ανατρεπτική του φύση και την εκρηκτική του ένταση. Ο ήχος της πόρτας που κλείνει πίσω της η Νόρα, αφήνοντας σύζυγο και παιδιά, φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Γραμμένο το 1879, το έργο του μεγάλου Νορβηγού συγγραφέα, συντάραξε την εποχή του και υπήρξε καταλυτικό για την εξέλιξη της θεατρικής τέχνης. Η Νόρα -πρόσωπο μυθικό για τη σύγχρονη δραματουργία- γίνεται στην εποχή μας, ένα σύμβολο όχι μόνο για τη γυναίκα, αλλά γενικότερα για τον άνθρωπο.
Μέσα από την ποιητική διάσταση του λόγου, ο Ίμπσεν μας καλεί σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Η Νόρα αναζητά και προσμένει το «θαύμα» κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οκτώ γωνιές των ανέμων γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου.

Ταυτότητα της παράστασης

Χένρικ Ίμπσεν
Το Κουκλόσπιτο
(Νόρα)
Θέατρο Οδού Κυκλάδων
“Λευτέρης Βογιατζής”
Πρεμιέρα 6 Φεβρουαρίου 2016
ΔΙΑΝΟΜΗ:
Αμαλία Μουτούση – Νόρα
Άρης Λεμπεσόπουλος – Τόρβαλντ Χέλμερ
Μαρία Ζορμπά – Κριστίνα Λίντε
Γιώργος Συμεωνίδης – Νιλς Κρόγκσταντ
Νικόλας Παπαγιάννης – Γιατρός Ρανκ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Γιώργος Σκεύας
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Σκεύας
ΣΚΗΝΙΚΑ: Εύα Μανιδάκη
ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ: Άγγελος Μέντης
ΜΟΥΣΙΚΗ – ΣΥΝΘΕΣΗ ΗΧΩΝ: Σήμη Τσιλαλή
ΦΩΤΙΣΜΟΙ: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: Σύλβια Λιούλιου
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΥ: Φιλάνθη Μπουγάτσου
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΧΤΕΝΙΣΜΑΤΩΝ: Αλέξανδρος Μπαλαμπάνης
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Κώστας Ορδόλης
ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΑ: Γιώργος Ρυμενίδης
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Λυκόφως – Γ. Λυκιαρδόπουλος
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: Κατερίνα Μπερδέκα
Θέατρο Οδού Κυκλάδων “Λευτέρης Βογιατζής”
Κυκλάδων 11 και Κεφαλληνίας, Κυψέλη
Τηλ. 210 8217877

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -