Κωνσταντίνος Καβάφης, «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»
Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν⋅ ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται⋅
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά⋅
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.
***
Ανάλυση
Με το ποίημα «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» ο Καβάφης σατιρίζει την τάση ορισμένων ανθρώπων να παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως κάτι που προφανώς δεν είναι, υποκρινόμενοι ανυπόστατες ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Η υποκρισία αυτή ενοχλεί τον ποιητή ο οποίος θεωρεί ότι είναι ανόητο κάποιος να επιχειρεί να παρουσιάσει τον εαυτό του καλύτερο ή διαφορετικό απ’ ότι στην πραγματικότητα είναι.
Το ποίημα αυτό είναι ψευδοϊστορικό καθώς ο πρωταγωνιστής του, ο Αριστομένης ο υιός του Μενελάου, δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ο Καβάφης συνηθίζει να δημιουργεί πλαστά ιστορικά πρόσωπα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ποιητικής του ιδέας. Σε πολλά του ποιήματα αναπαριστά μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή και εντάσσει σε αυτή πρόσωπα που τα έχει εμπνευστεί ο ίδιος -δημιουργώντας έτσι μια μυθιστορηματική ποιητική σύνθεση- προκειμένου να ανασυνθέσει ένα κλίμα κατάλληλο για τη μετουσίωση των σκέψεών του σε ποίηση. Η βασική επιδίωξη του ποιητή, άλλωστε, είναι να εκφράσει τις σκέψεις του και να περάσει τα μηνύματα που θέλει και όχι να καταγράψει γεγονότα με την ακρίβεια και την εγκυρότητα ενός ιστορικού.
Η καταγωγή του Αριστομένη από τη Δυτική Λιβύη, δηλαδή από τις περιοχές κοντά στην Τυνησία και την Αλγερία, καθιστά ακόμη πιο έντονη την προσποίηση του ήρωα, καθώς ενώ στην Ανατολική Λιβύη, κοντά δηλαδή στην Αίγυπτο, υπήρχαν αρκετοί Έλληνες, στη Δυτική Λιβύη το ελληνικό στοιχείο ήταν μάλλον ελάχιστο. Αν μάλιστα λάβουμε τη λέξη Λιβύη ως συνώνυμο της Αφρικής εν γένει τότε η προέλευση του ήρωα τοποθετείται στο Μαρόκο, καθιστώντας ακόμη πιο απίθανο το γεγονός της ελληνικής καταγωγής.
Ο Αριστομένης με το ελληνικό πατρώνυμο παρουσιάζεται λιγομίλητος, μετριόφρων, με ενδυμασία ελληνική και με αγάπη για τα ελληνικά βιβλία. Όλα τα στοιχεία αυτά θεωρούνται σημαντικά προτερήματα για τους Αλεξανδρινούς, υπό την έννοια ότι στην Αλεξάνδρεια οι Έλληνες έχαιραν μεγάλης εκτίμησης, κι αυτό ακριβώς επιχειρεί να εκμεταλλευτεί ο ήρωας του ποιήματος, ο οποίος αισθάνεται την ανάγκη να θεωρηθεί σημαντικός και αξιοσέβαστος από τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας.
Ο ποιητής σχολιάζει ότι άρεσε «γενικώς» ο Αριστομένης τις δέκα ημέρες που έμεινε στην Αλεξάνδρεια, θέλοντας έτσι να περιορίσει εξαρχής τη θετική εντύπωση που προκάλεσε ο ήρωας του ποιήματος, χωρίς όμως να την αναιρεί, μιας και απ’ ό,τι φαίνεται αρκετοί εντυπωσιάστηκαν μαζί του και μάλιστα επιχειρούσαν να εξηγήσουν το γεγονός ότι μιλούσε ελάχιστα ως στοιχείο της προσωπικότητας των ανθρώπων που μελετούν πολύ και έχουν σημαντικές σκέψεις.
Το κλίμα όμως του ποιήματος αλλάζει άρδην στη δεύτερη ενότητα όπου ο ποιητής αποκαλύπτει την απάτη του Αριστομένη, που δεν ήταν παρά ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος που υποκρινόταν ότι έχει ελληνική καταγωγή. Είχε παρουσιαστεί με ψεύτικο όνομα και είχε υιοθετήσει ελληνικούς τρόπους, ενώ την ίδια στιγμή έτρεμε μήπως κάνει κάποιο λάθος όταν μιλούσε και καταλάβουν οι Αλεξανδρινοί ότι δεν είναι πραγματικός Έλληνας και αρχίσουν να τον κοροϊδεύουν. Ο χαρακτηρισμός «οι απαίσιοι» που αποδίδεται στους Αλεξανδρινούς, εκφράζει τον τρόπο που ο Αριστομένης έβλεπε τους Αλεξανδρινούς κι αποτελεί στοιχείο ειρωνείας από μέρους του ποιητή, ο οποίος έτσι τονίζει τον αληθινό χαρακτήρα του ήρωά του.
Στο κλείσιμο του ποιήματος ο ποιητής μας εξηγεί ότι ο φόβος του Αριστομένη μήπως κάνει κάποιο λάθος την ώρα που μιλούσε ήταν ο λόγος της λακωνικότητάς του και παράλληλα μας επισημαίνει ότι πέρα από το φόβο του μήπως αποκαλυφθεί, ο ήρωας ένιωθε να καταπιέζεται και να πλήττει καθώς είχε πολλά πράγματα να πει και να σχολιάσει αλλά τα κρατούσε αναγκαστικά για τον εαυτό του.
***
Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης γεννήθηκε το 1863 και έφυγε από τη ζωή το 1933. Και οι δυο στιγμές του, την 29η Απριλίου… Το παραπάνω ποίημα το έγραψε το 1928.