11.2 C
Athens
Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Κωνσταντίνος Καβάφης, «Αθανάσιος»

Κωνσταντίνος Καβάφης, «Αθανάσιος»

Μέσα σε βάρκα επάνω στον μεγάλο Νείλο,
με δυο πιστούς συντρόφους μοναχούς,
φυγάς και ταλαιπωρημένος ο Αθανάσιος
– ο ενάρετος, ο ευσεβής, ο την ορθή πίστην τηρών –
Προσευχόταν. Τον καταδίωκαν οι εχθροί
και λίγη ελπίς υπήρχε να σωθεί,
Ήταν άνεμος ενάντιος˙
και δύσκολα η σαθρή βάρκα τους προχώρει.

Σαν ετέλειωσε την προσευχή,
έστρεψε το θλιμμένο βλέμμα του
προς τους συντρόφους του – κι απόρησε
βλέποντας το παράξενο μειδίαμά τους.
Οι μοναχοί, ενώ προσεύχονταν εκείνος,
είχαν συναισθανθεί τι εγίνονταν
στην Μεσοποταμία˙ οι μοναχοί
εγνώρισαν που εκείνη τη στιγμή
το κάθαρμα ο Ιουλιανός είχεν εκπνεύσει.

Κ. Π. Καβάφης, Ατελή Ποιήματα 1918-1932, Φιλολογική έκδοση: Renata Lavagnini

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης παρουσιάζει στο ποίημα αυτό τη φυγή του Μέγα Αθανάσιου στον Νείλο, όπως αυτή καταγράφεται στο βιβλίο της ELButcherThe Story of the Church of Egypt (Vol. 1, pages: 184-185). Ο ποιητής αντλεί το υλικό του ποιήματος από ένα βιβλίο ιστορίας, όπως συχνά συμβαίνει στο έργο του, αλλά η πρόθεσή του δεν εξαντλείται στο να δώσει ποιητική μορφή σ’ ένα στιγμιότυπο από την πολυτάραχη ζωή του Μέγα Αθανάσιου. Την προσοχή του ποιητή έλκει η αναφορά στη δυνατότητα των δύο μοναχών να γνωρίζουν διαισθητικά πως ο αυτοκράτορας Ιουλιανός έχει σκοτωθεί. Πρόκειται για μια πεποίθηση -πως ορισμένοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν κατά τρόπο διαισθητικό γεγονότα που συμβαίνουν σε άλλα μέρη-, η οποία εμφανίζεται όχι μόνο στη χριστιανική σκέψη, αλλά και σε αυτή των εθνικών, όπως το αναδεικνύει ο Καβάφης στο ίδιου θέματος ποίημα «Περί τα των ξυστών άλση», όπου ο φιλόσοφος Απολλώνιος ο Τυανεύς, ενώ βρίσκεται στην Έφεσο, «βλέπει» τη δολοφονία του αυτοκράτορα Δομιτιανού, που συμβαίνει στη Ρώμη.
Η διαχρονική ανάγκη των ανθρώπων -ήδη από την αρχαιότητα- να αποδίδουν σε ορισμένα πρόσωπα υπερφυσικές ιδιότητες, αμβλύνοντας ίσως την αίσθηση της αδυναμίας που διατρέχει τον ανθρώπινο βίο, αποτελεί πιθανώς το γενεσιουργό αίτιο των θρησκειών, εφόσον η ύπαρξη κάποιας ανώτερης αγαθής δύναμης λειτουργεί παραμυθητικά και κατευνάζει τους ανθρώπινους φόβους.

«Μέσα σε βάρκα επάνω στον μεγάλο Νείλο,
με δυο πιστούς συντρόφους μοναχούς,
φυγάς και ταλαιπωρημένος ο Αθανάσιος
– ο ενάρετος, ο ευσεβής, ο την ορθή πίστην τηρών –»

Η αφήγηση του περιστατικού ξεκινά χωρίς αναφορές σε όσα έχουν προηγηθεί, μήτε παρέχει πληροφορίες σχετικά με το γιατί βρίσκεται σε διαδικασία φυγής ο Μέγας Αθανάσιος. Ο ποιητής ενδιαφέρεται, άλλωστε, περισσότερο να αποδώσει την κρισιμότητα της κατάστασης για τη ζωή του Αθανάσιου, παρά για το ιστορικό πλαίσιο, το οποίο αποσαφηνίζεται στην πορεία με την αναφορά στον Ιουλιανό.
Αξίζει να προσεχθεί πως ο Καβάφης δεν χρησιμοποιεί τους όρους «Μέγας» ή «Άγιος», όταν αναφέρεται στον Αθανάσιο, καθώς οι τίτλοι αυτοί τού αποδόθηκαν μεταθανάτια. Ο Αθανάσιος παρουσιάζεται εδώ σε μια δύσκολη στιγμή, χωρίς την αίγλη της αγιοσύνης και της μεγαλοσύνης. Είναι ένας απλός άνθρωπος που βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο και φοβάται για τη ζωή του. Ο ποιητής, πάντως, δεν έχει καμία πρόθεση να φανεί ασεβής απέναντι σε μια τόσο σημαντική προσωπικότητα της χριστιανικής θρησκείας, γι’ αυτό και στον παρένθετο στίχο αναφέρει συνοπτικά τα κύρια θετικά χαρακτηριστικά του Μέγα Αθανάσιου. Η αναφορά ιδίως στο γεγονός ότι τηρούσε την ορθή πίστη, αποκαλύπτει τον βασικό λόγο για τον οποίο ο Αθανάσιος γνώρισε συνεχείς διώξεις και ταλαιπωρήθηκε τόσο πολύ κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Η επιμονή προσπάθεια του Μέγα Αθανάσιου να προφυλάξει το δόγμα της Ορθοδοξίας και να μην επιτρέψει καμία παρέκκλιση από αυτό, τον έφερε αντιμέτωπο με τέσσερις αυτοκράτορες και είχε ως αποτέλεσμα να περάσει συνολικά 18 χρόνια εξόριστος.

«Προσευχόταν. Τον καταδίωκαν οι εχθροί
και λίγη ελπίς υπήρχε να σωθεί,
Ήταν άνεμος ενάντιος˙
και δύσκολα η σαθρή βάρκα τους προχώρει.»

Ο ποιητής αποδίδει με λιτό, αλλά εναργή τρόπο τον άμεσο κίνδυνο στον οποίο βρίσκεται ο Μέγας Αθανάσιος. Διωγμένος από τη στεριά, διότι έχει δοθεί εντολή για τον εντοπισμό του, σπεύδει στα νερά του Νείλου, αλλά με τον άνεμο να πνέει αντίθετα η «σαθρή» βάρκα μετακινείται με δυσκολία, καθιστώντας την προσπάθεια φυγής του αμφίβολη. Ο Αθανάσιος προσεύχεται, ζητώντας τη βοήθεια του Θεού, διότι γνωρίζει πως αν δεν κατορθώσει να απομακρυνθεί και τον συλλάβουν, είναι πολύ πιθανό να τον εκτελέσουν.

«Σαν ετέλειωσε την προσευχή,
έστρεψε το θλιμμένο βλέμμα του
προς τους συντρόφους του – κι απόρησε
βλέποντας το παράξενο μειδίαμά τους.»

Η αφηγηματική απόδοση του περιστατικού εμπεριέχει έντονο το στοιχείο της αγωνίας, αλλά και των απροσδόκητων ανατροπών. Ο Μέγας Αθανάσιος, απορροφημένος στην προσευχή του, δεν αντιλαμβάνεται εγκαίρως τη μεγάλη αλλαγή στη συναισθηματική κατάσταση των μοναχών που τον συνοδεύουν. Έτσι, ενώ ο ίδιος συνεχίζει να διακατέχεται από έντονα συναισθήματα φόβου και στεναχώριας, εκπλήσσεται εύλογα όταν βλέπει τους συντρόφους του να χαμογελούν.

«Οι μοναχοί, ενώ προσεύχονταν εκείνος,
είχαν συναισθανθεί τι εγίνονταν
στην Μεσοποταμία˙ οι μοναχοί
εγνώρισαν που εκείνη τη στιγμή
το κάθαρμα ο Ιουλιανός είχεν εκπνεύσει.»

Η προσευχή του Αθανάσιου για θεϊκή συνδρομή εισακούγεται με τον πλέον απρόσμενο τρόπο, καθώς τη στιγμή που εκείνος είναι δοσμένος στην εσωτερική διαδικασία της παράκλησης, οι μοναχοί συναισθάνονται -κατά τρόπο θαυματουργό- τα όσα συμβαίνουν στη Μεσοποταμία. Εκεί, στις 26 Ιουνίου 363, ο Ιουλιανός, ενώ εμπλέκεται σε δευτερεύουσας σημασίας αψιμαχίες με τις διασκορπισμένες δυνάμεις των ηττημένων πια Περσών, πληγώνεται από δόρυ αγνώστου -όχι κατ’ ανάγκη κάποιου Πέρση- και εκπνέει λίγες ώρες μετά.
Το πώς οι μοναχοί έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τι συμβαίνει στη Μεσοποταμία, ο ποιητής δεν το σχολιάζει. Σκοπός του, άλλωστε, δεν είναι να κρίνει το συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά να αναδείξει τη γενικότερη τάση των ανθρώπων να πιστεύουν πως μια τέτοιου είδους διαισθητική ικανότητα είναι υπαρκτή σε ορισμένους ανθρώπους της θρησκείας ή του πνεύματος γενικότερα.
Ο Καβάφης παραθέτει το γεγονός αυτό χωρίς δικά του σχόλια σχετικά με το πώς ή το αν όντως είναι αληθές. Πρόθεσή του, προφανώς, δεν είναι να δώσει μια δική του απάντηση σε αυτό -κάθε αναγνώστης είναι ελεύθερος να κρίνει μόνος του. Ο ποιητής, ωστόσο, εντάσσει ένα δικό του σχόλιο στον τελευταίο στίχο, χαρακτηρίζοντας τον Ιουλιανό «κάθαρμα» και εκφράζει, έτσι, τη συλλογική αντιπάθεια των χριστιανών απέναντι στον αυτοκράτορα αυτόν που τους υπέβαλε τόσο αναίτια σε ποικίλες δοκιμασίες, προσπαθώντας μάταια να επαναφέρει την ήδη τότε ξεπερασμένη ειδωλολατρική θρησκεία.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -