ΜΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΟΥΤΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΟΥ
Σῶμα, φταῖς. Καὶ μάταια ἡ φθορά σου
μηνύει τώρα τὴν ψυχὴ γιὰ δολιοφθορές.
Σὲ προειδοποίησα πὼς ἦρθε
πρόσφυγας ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς ἀνυπαρξίας
καὶ πὼς τὸ ὄνομα ψυχὴ δὲν εἶναι δικὸ της
ἀνῆκε σὲ μιὰ ἔννοια πεθαμένη
πρὸ τῶν ἐγκοσμίων.
Τὸ ἔμαθα εἰσχωρώντας
στὰ μυστικὰ τοῦ προαισθήματος ἀρχεῖα
– ληξίαρχος ἀρχέγονος τὸ προαίσθημα.
Μιλῶ γιὰ τότε ποὺ ἡ ἄγνωστη
ὑπὸ τὸ πλαστὸ ὄνομα ψυχὴ
ξεβράστηκε μισοπνιγμένη ἄπνους
στὶς ἔρημες ἀκτὲς τῆς σαρκός μας.
Ἐκεῖ τὴ βρῆκε πεσμένη μπούμυτα τὸ σῶμα
καθὼς περιπατοῦσε
κατὰ μῆκος τῆς μελαγχολικῆς ἐκτάσεώς του.
Ἀναστατώθηκε γονάτισε δὲν ἤξερε
περὶ φιλιοῦ ἰδέαν δὲν εἶχε
ἄνοιξε τὶς ὁδηγίες τῶν ἐνστίκτων
βλέπε φιλὶ ζωῆς
τὸ βρῆκε τῆς τὸ ἔδωσε τοῦ ἄρεσε
τὴ φίλησε ξανὰ
ἄρχισε νὰ συνέρχεται ἐκείνη.
Τὸ σῶμα θαμπωμένο
ἀπ᾿ τὴ σεμνὴ ἀοριστία τῆς μορφῆς της
ἀπ᾿ τὸ λιτὸ ὀλιγαρκὲς περίγραμμά της
ἀπνευστὶ τὴν προσέλαβε
οἰκιακὴ βοηθό του.
Σατανική ἐκείνη
μελιστάλαχτα τὸ κυρίευε.
Τοῦ ἔπλενε τὰ κουρασμένα πόδια
μιὰ τὰ σκούπιζε μὲ τὴ χνουδάτη ὑποταγή της
– χωρὶς ἐσένα τί θὰ ἤμουν –
καὶ μιὰ τοῦ πούλαγε ἀπόσταση, μυστήριο
ἐκβιαστικὸ γιὰ νὰ τῆς χορηγήσει
τῆς ὑπαρκτῆς τὴν ἰθαγένεια.
Ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἔρως πλατωνικὸς
ἐτράφη ἐντὸς τοῦ σώματος
γιὰ τὴν ὡραία ἀφανέρωτη.
Ἔτρεμε μὴν τοῦ φύγει ἡ ψυχή.
Γιὰ νὰ τὴ δέσει
ἔσφαλε νὰ τὴν κάνει συνεταῖρο.
Ἂ τὸ ἀνόητο, ἔβαλε τὸ κεφάλαιο
κι ἐκείνη ὅλο κι ὅλο τὸν ἐξωραϊσμὸ
σιγὰ σιγὰ γινόμενη τοῦ ψεύδους της κυρία.
Ἀρωματισμένη αίσχυντηλὰ
σὲ σπηλαιῶδες σαλονάκι ἀποσυρόταν
τάχα θαυματουργὴ εἰκόνα ποὺ δακρύζει
μὲ τὸ παραμικρὸ
κι ἐκεῖ δεχόταν ἄπιστους πιστοὺς
περίεργους μὰ πιὸ πολὺ ἀναγκεμένους
τὸ σῶμα ἐκτοπίζοντας
ἀποδιωγμένο στὴν κουζίνα
νὰ πλένει τὰ κεράσματα
νὰ κλέβει απ᾿ τὰ τασάκια τὰ φιλιὰ
ποὺ ἄφηναν οἱ γόπες
κρυφὰ νὰ τὶς καπνίζει σὰν κλοπὴ
λὲς καὶ δὲν ἤτανε αὐτὸ τῆς ἡδονῆς ὁ ἐφευρέτης.
Σῶμα δὲ μὲ ἄκουσες
σ᾿ τὸ εἶπα πρόσεχέ την, ὅπως βλέπω
αὐτὴ τὸ πάει γιὰ ἀθανασία.
Ἄχ ποὺ νά ῾κοβε τὴ γλώσσα της
ἡ γρουσούζα πρόβλεψή μου
ἰδοὺ ἐσὺ κλουβάκι χωματένιο
καὶ ἡ ψυχή μας πουλὶ πετούμενο
στὸν ἄπιαστο οὐρανό.
Ἀνώνυμο τελείως
λαθραῖο δηλαδὴ τὸ πῶς νὰ αἰσθανθῶ.

Η Κική Δημουλά πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα», την οποία αποκήρυξε μετά από λίγο και την απέσυρε από την κυκλοφορία. Από τότε εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές:
- Έρεβος (1956)
- Ερήμην (1958)
- Επί τα ίχνη (1963)
- Το λίγο του κόσμου (1971)
- Το τελευταίο σώμα μου (1981)
- Χαίρε ποτέ (1988)
- Η εφηβεία της λήθης (1994)
- Ενός λεπτού μαζί (1998)
- Ποιήματα (συγκεντρωτική έκδοση 1998)
- Ήχος απομακρύνσεων (2001)
- Χλόη θερμοκηπίου (2005)
- Συνάντηση (Ανθολογία με εβδομήντα τρία ζωγραφικά έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη, 2007)
- Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007)
- Τα εύρετρα ( 2010)
Το 1972 τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Χαίρε Ποτέ», το 1996 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης» και το 2001 με το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της. Τον ίδιο χρόνο της απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, μόλις η τρίτη γυναίκα που έτυχε αυτής της τιμής, από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Ελλάδας. Οι βραβεύσεις για την Κική Δημουλά συνεχίστηκαν το 2009 με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της και το 2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, επίσης, για το σύνολο του έργου της. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου (Αγγλικά Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Πολωνικά, Βουλγαρικά, Γερμανικά, Σουηδικά κ.ά.).
Η Κική Δημουλά έχει να επιδείξει κι ένα μικρό σε έκταση αφηγηματικό έργο, μία επιλογή του οποίου περιέχεται στο βιβλίο «Εκτός Σχεδίου» (2005). Κυκλοφορούν, επίσης, η ομιλία που εκφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών κατά την τελετή υποδοχής της με τίτλο «Ο Φιλοπαίγμων Μύθος» (2004) και η ομιλία της στην Αρχαιολογική Εταιρεία με τίτλο «Έρανος σκέψεων» (2009).
Ο ποιητικός λόγος της Κικής Δημουλά ακολούθησε μία εξελικτική πορεία, με επιδράσεις από την καβαφική ποίηση στο ξεκίνημά του και με βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία τη λογοπλαστική τάση και την εικονοπλαστική ενάργεια. Ο προβληματισμός της Δημουλά, σαφώς υπαρξιακός, εκφράζει την αγωνιώδη αναζήτησή της για το νόημα της φθαρτής ανθρώπινης ζωής. Τα θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Στοιχεία της γραφής της είναι ο γοργός και αιχμηρός στίχος, ο ειρωνικός τόνος με τη χρήση των λέξεων της καθαρεύουσας, της τεχνολογίας, της αργκό ή και νεολογισμών, η φιλοπαίγμων διάθεση με την παράθεση αντίθετων ή ομόηχων λέξεων, η ηθελημένη αμέλεια στη σύνταξη και οι επαναλήψεις.
Η Κική Δημουλά έφυγε από τη ζωή στις 22 Φεβρουαρίου 2020, σε ηλικία 88 ετών. Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν σε ιδιωτικό θεραπευτήριο των Αθηνών, με αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα.