Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Ο Κέννυ και ο Φενού είναι στρατιώτες σε έναν περίεργο πόλεμο, που κρατάει για μέρες, μήνες, ή και χρόνια. Ο χρόνος έχει καταλυθεί.
Ο Κέννυ είναι με τους κόκκινους και ο Φενού με τους μπλε και είναι αντίπαλοι. Πάντα μια «ηλίθια» διπολικότητα, που διχάζει τους ανθρώπους, τους αποδυναμώνει ως ότου καταλάβουν ότι ο ένας υπάρχει για τον άλλο και ότι όλοι έχουν την ίδια μοίρα.
Και οι δυο φυλούν σκοπιά σε ένα έρημο τοπίο που χωρίζεται από έναν σωλήνα όπου ρέει διαρκώς νερό. Αυτό θεωρείται το ποτάμι το φυσικό σύνορο, που διατρέχει όλη τη σκηνή.
Το έργο θυμίζει το L’ ennemi των Davide Cali και Serge Bloch, όπου πάλι γίνεται λόγος για μια έρημο με δυο τρύπες μέσα στις οποίες υπάρχουν δυο στρατιώτες, που είναι εχθροί. Ο πόλεμος διδάσκεται, καλλιεργείται, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πόσα πράγματα ενώνουν τους ανθρώπους, γιατί η πολιτική και οι παρατάξεις καλλιεργούν τη διχόνοια.
Έτσι και ο Κέννυ και ο Φενού είναι εχθροί χωρίς να ξέρουν το γιατί. Πολλές φορές ο Φενού αυθόρμητα κάνει να τον πλησιάσει αλλά τον αποτρέπει ο Κέννυ γιατί είναι εχθροί.
Και οι δυο είναι από τις παρατάξεις τους σε δυσμένεια γι’ αυτό βρίσκονται σε αυτό το δυστοπικό τοπίο. Κανείς δεν τους ειδοποιεί αν ο πόλεμος έχει τελειώσει.
Το μέρος του Κέννυ δεν έχει βλάστηση και είναι καθαρό, ενώ το μέρος του Φενού αναφέρεται ότι έχει πολλά φυτά, αλλά είναι βρώμικο με αποτέλεσμα να μαζεύει πολλά κουνούπια, που κάνουν επέλαση το βράδυ και τον ταλαιπωρούν, δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί και του πίνουν το αίμα. Επαναλαμβάνει συνεχώς το θέμα με τα κουνούπια. Δεν θυμάται ότι το έχει πει κι άλλες φορές. Αυτή η απομόνωση αρχίζει να διαβρώνει τη σκέψη του.
Ο Κέννυ μιλά για τον ποταμό που ξέρει από πού ξεκινά, όμως δεν ξέρει πού θα καταλήξει, ούτε τι θα βρει στο δρόμο του, τι θα παρασύρει, ούτε πού θα εκβάλει και από ποια λίμνη θα περάσει. Κάθε φθινόπωρο η λίμνη περιμένει καρτερικά τον ποταμό να την εξερευνήσει. Μια μέρα η λίμνη αποφάσισε να σκοτώσει έναν άνθρωπο.
Μοιραία ο ένας μιλά με τον άλλο και με τον καιρό ο ένας φροντίζει τον άλλον.
Ο Φενού είναι αγαθός στο μυαλό και διασκεδάζει με την αφέλειά του τον Κέννυ, που τον αποκαλεί «Πετρομπερέ, χοντροκέφαλο, ξερόλα, φοβιτσιάρη και φαφλατά».
Από την άλλη όμως παρόλα όσα λέει τραγουδά στο Φενού ή του λέει παραμύθια για να κοιμηθεί. Είναι φανερό ότι έχει δημιουργηθεί μια στοργική σχέση μεταξύ τους.
Ενώ κατά διαστήματα υπάρχει δυσπιστία του ενός για τον άλλον και γενικά ο ένας δεν πλησιάζει τον άλλον, υπάρχει η ανάγκη για επικοινωνία και επαφή.
Ο Φενού μοιάζει καθυστερημένος, υπερβολικά αφελής. Η συνομιλία τους παραπέμπει σε εκείνη των Βλαντιμίρ και Εστραγκόν στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ.
Ο χρόνος στο έργο, όπως άλλωστε και ο τόπος, είναι ασαφής. Μοιάζει να μην έχει σημασία πόσο χρονών είναι οι ήρωες, πόσο καιρό περιμένουν στη μέση του πουθενά ή τι μέρα είναι.
Ο ήλιος πότε έρχεται, πότε όχι και μια μέρα δεν ξανάρχεται πια. Κατά διαστήματα ακούγεται ο ήχος μιας χορδής, κάτι υπερβατικό, κάτι απρόβλεπτο. Η ζωντανή μουσική του Βασίλη Υφαντή, έχει κομβική θέση στην παράσταση όχι μόνο με τους ήχους που παράγει, αλλά κυρίως με την πρωτότυπη μουσική και τα τραγούδια που παίζουν τον ρόλο τους την κατάλληλη στιγμή.
Ο Κέννυ πλέκει ένα κόκκινο μάλλινο κασκόλ για τον Φενού, ώστε να προφυλάσσει το λαιμό του από τα κουνούπια. Ο Φενού, της μπλε παράταξης, υποψιάζεται ότι του στήνει παγίδα για να νομίζουν οι δικοί του ότι αυτός είναι κατάσκοπος των κόκκινων και να τον στείλουν στην κρεμάλα.
Απειλή θεωρεί ο Φενού τον ήχο, την απουσία του ήλιου και την παρουσία των κουμπιών στη μεριά του, που δείχνουν να αυξάνονται, σημείο ότι ο πόλεμος συνεχίζεται. Θαυμάζει τον Κέννυ, πιστεύει ότι ήταν δημοφιλής πριν τον πόλεμο και σιγά σιγά θυμήθηκε ότι και εκείνος στις παρέες έκανε τους άλλους να γελούν.
Στις 2 Νοεμβρίου, κάποιου έτους, την Ημέρα των Νεκρών συνηθιζόταν να κατασκευάζουν χάρτινα καραβάκια, να γράφουν πάνω τους τα ονόματα των πεθαμένων τους και να τα αφήνουν στη λίμνη.
Τότε παραλίγο να πνιγεί ένας μικρός. Ο ποταμός ωστόσο προσπάθησε και τον έσωσε. Έκτοτε κάθε τέτοια μέρα τα νερά της λίμνης ταράζονται όπως τότε. Αυτό τρομάζει τον Φενού.
Οραματίζεται ότι θα πάει μετά τον πόλεμο στο Μικρό Χωριό, που έχει όλα τα χρώματα και ο αρχηγός εκεί είναι ο Μαύρος και δεν τον έχει δει κανείς. Όλα τα χρώματα μπορούν να γίνουν Μαύρος.
Όταν κάποιος συνειδητοποιήσει το τέλος και αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει θεός, γιατί έχει πάει διακοπές, όταν καταλάβει ότι ο πόλεμος και οι διχόνοιες είναι «φουσκωτές, τετράπαχες, χαζομάρες», όταν δούμε ότι μετά τον πόλεμο υπάρχουν όχι vaincus (ηττημένοι) και vainquers (νικητές), αλλά vingt culs (είκοσι οπίσθια) και vingt coeurs (είκοσι καρδιές) η αντίδραση όλων θα είναι όπως αυτών των εχθρών – φίλων, που αποφάσισαν και έβαλαν δραστικό τέλος στην κοροϊδία.
Εξαιρετικές ερμηνείες και των δύο ηθοποιών. Ο Κέννυ (Θύμιος Διαμάντης), πιο ορθολογιστής, μεθοδικός και χειριστικός, ενώ ο Φενού (Δημήτρης Μπούρας), εντελώς στη ζώνη του Παραλόγου, ως την ανατροπή της τελευταίας στιγμής, δίνει μιαν άλλη ώθηση στο έργο συνοδευόμενος πάντα από το μπλε του μαξιλάρι.
Ένα έξυπνο κείμενο της Αφροδίτης Φλώρου και του Θύμιου Διαμάντη, που χάρηκε μιαν λειτουργική σκηνογραφία του Βασίλη Παπαγεωργίου με σωλήνες, σύνορα και μια εντελώς οργανική σκηνοθεσία της Αφροδίτης Φλώρου.
Μια παράσταση που μάς βάζει σε σκέψεις για το πόσο ο άνθρωπος ποδηγετείται από την εξουσία και τα περιθώρια των αντιδράσεών του. Μια παράσταση που δίνει απαντήσεις…
***
«Κέννυ & Φενού» στο studio Μαυρομιχάλη από την Αφροδίτη Φλώρου και τον Θύμιο Διαμάντη