Οι Γάτες των Φορτηγών
Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι’ αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ’ ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι’ αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ’ το μαύρο θάνατο μ’ αυτό.
Γιατί είναι τ’ άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ’ ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ’ το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού ‘δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ’ στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
Νίκος Καββαδίας
Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας στο ποίημά του «Οι Γάτες των Φορτηγών» μεταφέρει στον αναγνώστη μια περιγραφή για την αρρώστια που πάθαιναν οι γάτες στα φορτηγά από τη συνεχή θέα του σιδήρου. Το ποίημα αυτό είναι μελαγχολικό και εξόχως πικρό, γιατί αναφέρεται στα συναισθήματα των ναυτών όταν αναγκάζονταν να πνίξουν τη γάτα με την οποία είχαν δεθεί στη διάρκεια της καθημερινής τους ζωής.
Οι παλαιοί ναυτικοί έτρεφαν τις γάτες στα φορτηγά πλοία γιατί ένιωθαν ότι οι γάτες είναι σαν τις γυναίκες. Κανένας άντρας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την παρουσία μιας γυναίκας και αφού δεν υπήρχαν γυναίκες πάνω στα φορτηγά, τάιζαν τις γάτες για να μείνουν κοντά τους.
Η γάτα του καραβιού κινδύνευε από τη νόσο της τρέλας, λόγω της συνεχούς θέας του σιδήρου. Οι ναυτικοί της έβαζαν ένα χάλκινο περιλαίμιο για να την προφυλάξουν. Δεν κατάφερναν όμως να την προστατεύσουν. Τελικά η γάτα νοσούσε και την έριχναν στη θάλασσα συνεχίζοντας το ταξίδι τους λυπημένοι. Ο αποχαιρετισμός της συντρόφου τους έφερνε θλίψη και πένθος στους σκληρούς άνδρες των πλοίων.
Το ποίημα έχει οκτώ στροφές και χωρίζεται σε δύο ενότητες.
Στην πρώτη ενότητα (4 πρώτες στροφές) ο ποιητής παρομοιάζει τη γάτα με γυναίκα. Περιγράφει την αγάπη των ναυτικών γι’ αυτήν. Στη δεύτερη ενότητα (4 τελευταίες στροφές) αναφέρεται στη φύση της αρρώστιας και στην οδυνηρή κατάληξη που φέρνει πόνο στους αλύγιστους άνδρες.
Υπάρχει ομοιοκαταληξία στον δεύτερο και στον τέταρτο στίχο, εκτός από την τέταρτη στροφή.
Η γλώσσα είναι απλή δημοτική. Διανθίζεται με διάφορες εκφράσεις της ναυτικής ορολογίας, όπως φορτηγά, λαμαρίνες, καρφιά, πλώρη, ναύτες, αρρώστια του σιδέρου.
***
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας. Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε τη ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών – εξαγωγών. Η μητέρα του, Δωροθέα, ήταν κεφαλονίτικης καταγωγής. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του επέστρεψε στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακόμισε στον Πειραιά. Εκεί τελείωσε το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο. Το 1928 δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί. Για μερικούς μήνες εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία. Τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με την πατρίδα τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Μαραμπού» και εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ. Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού «Ο Κύκλος», με έξοδα του ίδιου.
Το 1939 παίρνει το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ακολουθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πηγαίνει στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής μένει ξέμπαρκος στην Αθήνα. Ξαναμπαρκάρει το 1944 και ταξιδεύει αδιάκοπα ως ασυρματιστής σ’ όλο τον κόσμο. Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του, «Πούσι», κι επανεκδίδεται, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, το εξαντλημένο «Μαραμπού» από τον Θανάση Καραβία, ο οποίος το Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και τη «Βάρδια», το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία. Από το τελευταίο ταξίδι του επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη.
Πέθανε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο», κάτι που δεν έγινε.