Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Το “Καθώς ψυχορραγώ” ο Ουίλιαμ Φώκνερ το έγραψε νέος (το 1929), δουλεύοντας νυχτοφύλακας, ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις τέσσερις το πρωί, μέσα σε 6 βδομάδες. Σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Αυτό το έργο ανεβάζει φέτος η Σοφία Φιλιππίδου, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, σε μια ανθρώπινη και ψυχογραφική παράσταση.
Η Σοφία Φιλιππίδου έχει προσφέρει πολλά στο κοινό, έχει μοχθήσει, έχει αγωνιστεί και γι’ αυτό έχει αγαπηθεί πολύ. Φύση ανήσυχη όμως, ποτέ δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες της. Πάντα είχε τη βαθιά επιθυμία για κάτι προσωπικό, αυτό έψαχνε, να το κάνει πράξη και θέατρο. Στις αναζητήσεις της συναντήθηκε με τον Μένη Κουμανταρέα και τη μετάφρασή του στο «Μπάρτλεμπι, ο γραφιάς» του Χέρμαν Μέλβιλ. Το σκηνοθέτησε το 2013 παρουσιάζοντας μια εξαιρετική παράσταση με πολύ ιδιαίτερη σκηνοθεσία. Ήταν μια προσωπική ανάγκη να μας ξανασυστηθεί. Το 2016 μας χάρισε θεατρικά δύο σουρεαλιστικά μονόπρακτα της Ρούλας Γεωργακοπούλου σε μία καλοδουλεμένη παράσταση με τίτλο «Καρφίτσες στα γόνατα». Φέτος, η αξιαγάπητη Σοφία μεταμορφώνεται σε Άντι Μπάντρεν στο «Καθώς ψυχορραγώ». Υποδύεται μια γυναίκα μέσα στο κιβούρι που μιλά για τη ζωή της μετά θάνατον. Δύο χρόνια μελέτησε τον Φώκνερ με αφοσίωση και πολύ κόπο ώστε μέσω του έργου του να επικοινωνήσει με το κοινό.
Μαστορεύοντας το κιβούρι
Ένας πατέρας και τα πέντε παιδιά του -τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι- μαστορεύουν το κιβούρι της πεθαμένης γυναίκας του και της μητέρας τους για να το μεταφέρουν από τη μια άκρη στην άλλη της επαρχίας Γιοκναπατάουφα του αμερικανικού Νότου, με χίλιες περιπέτειες, κινδύνους και κωμικοτραγικά περιστατικά, μέσα από τα οποία η βρομιά και η απανθρωπιά που συγκλόνιζαν το Νότο δίνονται ανάγλυφα.
Η γυναίκα αυτή δεν είναι ένα υπερφυσικό, άυλο ον. Γι’ αυτό και απευθύνεται στο κοινό έξω από το κιβούρι. Σε ένα κεφάλαιο μάλιστα στο μέσον του έργου, που θυμίζει ιντερμέδιο, αφηγείται τη ζωή της, μιλάει για τον μεγάλο έρωτά της, αποκαλύπτει το μυστικό της και την αμαρτία της, την αδιαπραγμάτευτη αλήθεια για το εξώγαμο παιδί της, που ήταν καρπός του έρωτά της με τον πάστορα.
Το «Καθώς ψυχορραγώ» είναι μια ακριβής μικρογραφία του ρημαγμένου από τον Εμφύλιο και δέσμιου των συντηρητικών ηθών αμερικανικού Νότου. Ο ρωμαλέος πεζογράφος με την παράφορη πρόζα του, μοιάζει να προσπαθεί να συμπεριλάβει όλο τον κόσμο και όλη την πραγματικότητα σε μία πρόταση. Είναι η εκπλήρωση μιας ύστατης επιθυμίας.
Όπως και σε κάθε του βιβλίο, ο Φώκνερ δημιουργεί ένα συγκλονιστικό γλυπτό του αμερικανικού Νότου, ενός Νότου υποκριτικού και πολυπολιτισμικού. Μέσα από τις σχέσεις της οικογένειας της νεκρής, μέσα από τους γείτονες, μέσα από τους τόπους της μεγάλης τους διαδρομής, ταυτόχρονα με την εσωτερική ταραχή της ύπαρξης, ο θάνατος πλησιάζει δηλώνοντας την απώλεια ενός συγγενικού προσώπου. Με φόντο έναν τόπο που σφύζει από ζωή και διαφθορά, έρχεται να μας θυμίσει με έντονη γλαφυρότητα και μέσα από σκληρές περιγραφές αλλά και αμεσότητα που θρυμματίζει τη σκέψη πως κανείς δεν είναι άτρωτος και όλοι είναι αναλώσιμοι μπροστά στο θαύμα που ονομάζουμε ζωή.
Πρόκειται για ένα σπουδαίο κείμενο, σύνθετο και απαιτητικό, όπου συνυπάρχουν λαϊκοί γλωσσικοί ιδιωματισμοί και γλαφυρή ρητορεία, πρωτοποριακή γραφή και παραδοσιακός τρόπος αφήγησης, χρονικές ανακολουθίες και πυκνή συντακτική δομή. Ο έμπειρος στη μετάφραση και ευσυνείδητος συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας είχε αναλάβει την απόδοση στα ελληνικά αυτού του τόσο ιδιόρρυθμου και αριστουργηματικού έργου. Στο «Καθώς Ψυχορραγώ» (Κέδρος, 1970, 1983), η κατάληξη δεν μπορεί παρά να είναι συναρπαστική. Είναι το περιπετειώδες οδοιπορικό μιας αγροτικής οικογένειας, που παλεύει με τα στοιχεία της φύσης και του ασυνείδητου, για να φθάσει στον οικογενειακό τάφο και να θάψει τη μάνα. Η απληστία και η αθωότητα, η απομάκρυνση από τις ρίζες, η εισβολή του πολιτισμού στην απομακρυσμένη επαρχία, όλα εμπλέκονται σε αυτό το ταξίδι, που είναι «επικό, τραγικό και συνάμα γελοίο». Η νατουραλιστική γραφή εναλλάσσεται με τα πρωτοποριακά στοιχεία, το λογικό με το άλογο και οι αφηγήσεις των ηρώων με εσωτερικούς μονολόγους. «Ηδονικές» οι δυσκολίες ενός τέτοιου κειμένου, όπως είχε επισημαίνει πρώτος ο Κουμανταρέας στον πρόλογό του, και η Σοφία Φιλιππίδου, ως σκηνοθέτις και πρωταγωνίστρια, γίνεται μέτοχος των προβλημάτων και των αποφάσεων της κεντρικής ηρωίδας και της οικογένειας.
Η οικογένεια Μπάντρεν
Ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας Μπάντρεν, ο ξυλουργός, μαστορεύει το κιβούρι τής, ετοιμοθάνατης ακόμα, μητέρας του Άντι Μπάντρεν και η οικογένεια -πατέρας, τέσσερα αγόρια και μια κόρη- ετοιμάζονται να το μεταφέρουν με την άμαξα και τα μουλάρια τους, από το βαμβακόσπιτο στην άλλη άκρη της φανταστικής επαρχίας Γιοκναπατάουφα του αμερικανικού Νότου μέσα στο κατακαλόκαιρο… Μια άγρια καταιγίδα θα ανατρέψει τα σχέδιά τους αφού πλημμυρίζει το ποτάμι, καταρρέει η γέφυρα και τα κοράκια φέρνουν απειλητικές γυροβολιές πάνω από τα κεφάλια τους και από τις σκέψεις τους…
Οι ήρωες καταλήγουν ρημαγμένοι στον προορισμό τους και εκπληρώνουν την υπόσχεση που έδωσε ο πατέρας στη μάνα: να τη θάψει στον τόπο και στα χώματα που εκείνη γεννήθηκε…
Μας μιλούν διαδοχικά περίπου 15 αφηγητές, ο καθένας από το δικό του μετερίζι. Μέσα στη ροή της αφήγησης και στην άποψη του καθενός για τον άλλο αλλά και την Ιστορία ξετυλίγεται η πλοκή. Από αυτές τις απλοϊκές σχεδόν, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις προκύπτει ένα ολόκληρο ψηφιδωτό ανθρώπων της αγροτικής Αμερικής, που ο καθένας για προσωπικούς λόγους θέλει να γίνει η τελετουργία της ταφής όπως πρόσταξε η μάνα. Η αθλιότητα, η μιζέρια της ανθρώπινης φύσης, η υστεροβουλία, τα πάθη σε χτυπάνε εκεί που πονάει και η γελοιότητα ή και όχι της κατάστασης είναι αυτό που ανυψώνει το έργο, σχεδόν το απογειώνει.
Η Σοφία Φιλιππίδου έστησε μια χειροποίητη και χειρωνακτική παράσταση, που παρασύρεται από τη διαίσθηση, αφήνεται στην ανάγκη, είναι λυτρωτική με συναισθήματα εκρηκτικά, όπως η απόλυτη μελαγχολία αλλά και η υπέρμετρη χαρά. Οι αφηγηματικοί μονόλογοι των ηρώων και οι υποσυνείδητες διαδρομές τους, ο ημερολογιακός χρόνος των εννέα ημερών του μύθου που συμβολίζει τον πυθαγόρειο αριθμό ολοκλήρωσης, καθώς και ένας άλλος άχρονος λογοτεχνικός τόπος, αυτός της ιδιοφυΐας του Φώκνερ, έδωσαν δημιουργική ελευθερία στους συντελεστές και τη σκηνοθέτιδα. Δανείστηκαν από όλα τα ήδη θεάτρου, ακόμη και από τους περιοδεύοντες θιάσους τσίρκου που φαίνεται πως είχαν γοητεύσει τον Φώκνερ. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως η αμερικανική λογοτεχνία υπήρξε ένα τεράστιο χωνευτήρι και σε αυτό βασίζεται η μαγεία της, που την κάνει να υπερβαίνει τόσο ανέμελα και αθώα τον εαυτό της, τον σκοπό της, την αιτία ύπαρξής της.
Η παράσταση του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων μοιάζει με τα από μνήμης ζωντανά και ρυθμικά χορευτικά μπλουζ του Δέλτα του Μισισιπή, με μια αφηγηματική μπαλάντα, το ιδίωμα που έχει σαφείς αφροαμερικανικές επιρροές, αλλά και πολλά στοιχεία τόσο από την ευρωπαϊκή φολκ όσο και την εκκλησιαστική μουσική.
Οι χαρακτήρες παρατηρούνται εκτενώς από διάφορες όψεις ταυτόχρονα, και η σκηνοθέτις δείχνει να μετακινείται ολόγυρα από τους ήρωες ενδοσκοπώντας ψυχικές λειτουργίες και φαινόμενα που συμβαίνουν στη συνείδησή τους και τα οποία συγχωνεύει σε εικόνα.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από έναν θάνατο και μια ταφή, μια εκδίκηση και μια υπόσχεση. Αναφέρεται στο ανυπότακτο αίμα που κάποτε ξεσπά, στον έρωτα και τις επιθυμίες, στη μητρικότητα, στην είσοδο του καινούργιου που σαρώνει καθετί παλιό και αναμοχλεύει έριδες.
Οι συντελεστές
Συλλογική και προσεγμένη παράσταση. Με την εμπειρία της Σοφίας Φιλιππίδου, την πολύτιμη συμβολή του Κώστα Βασαρδάνη και του Μιχάλη Καλιότσου, καθώς και τη δροσιά των νεότερων Έλενας Μεγγρέλη, Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου, Μιχαήλ Ταμπακάκη και Μορφέα Παπουτσάκη.
Θαύμασα τον πάντα ξεχωριστό Κώστα Βασαρδάνη, που για άλλη μια φορά δίνει υποκριτικό ρεσιτάλ σε ένα ρόλο, τούτη τη φορά στον απαιτητικό ρόλο του Νταρλ. Εκτός αυτού κάνει και άψογες μεταμορφώσεις. Ηθοποιός με σωστό ένστικτο και προπαντός αίσθηση του μέτρου. Αξίζει να δείτε την ερμηνεία του.
Άμεσος, εύστοχος, με δυνατές στιγμές και συγκινητική εκφραστικότητα ο πολύ καλός ηθοποιός Μιχάλης Καλιότσος.
Η Έλενα Μεγγρέλη, στο ρόλο της κόρης, νεαρή αλλά αρκετά έμπειρη, έδειξε την έμφυτη ευαισθησία της, την εσωτερική της ευγένεια, τη σκηνική της γοητεία και τη γλυκύτητά της.
Με κινητική πληθωρικότητα και υποκριτική ένταση ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος. Συμπαθέστατος και αμεσότατος ο Μιχαήλ Ταμπακάκης. Με στέρεα εκφραστικά μέσα ο Μορφέας Παπουτσάκης, υπερνίκησε την απειρία του και εναρμονίστηκε τέλεια με το σύνολο. Πολύ ταλαντούχοι και οι τρεις.
Η Σοφία Φιλιππίδου αποδεικνύει ότι όταν υπάρχει ταλέντο και θέληση, ακόμα και τα ελάχιστα είναι αρκετά. Στο ρόλο της Άντι, της διάτρητα ευαίσθητης μητέρας που εξομολογείται όνειρα, καταστροφές, απολαύσεις και απέραντες ερήμους επικοινωνίας, δημιούργησε έναν ύμνο στην αβίαστη και ανεπιτήδευτη υποκριτική.
Γοητευτικά, λιτά και ευφάνταστα τα σκηνικά της Κυριακής Μαυρογεώργη.
Διακριτικά «αμερικανικά» ηχοχρώματα και ποιητική ατμοσφαιρικότητα στα ηχητικά και μουσικά τοπία της Γεωργίας Σπυροπούλου.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου ανέδειξαν τις ονειρικές πτυχές του έργου και απέδωσαν τις συγκινησιακές φορτίσεις.
Καταπληκτική η ελεύθερη απόδοση – διασκευή της Χλόης Κολύρη. Αποδίδει τέλεια το ύφος του συγγραφέα.
Ο Φόκνερ εισάγει αριστοτεχνικά, υπόγεια, τη φροϊδική διάσταση. Η Σοφία Φιλιππίδου εντόπισε τις επιρροές του συγγραφέα από τους εικαστικούς του κυβισμού, παρατηρώντας και η ίδια το θέμα της από διάφορες πλευρές ταυτόχρονα και αναλύοντάς το.
Κατόπιν τούτου δημιούργησε μια παράσταση ποιητική και ονειρική, μια παράσταση για την πτώση και τη λύτρωση. Με όρους που καθορίζονται από το στερνό φιλί και την οδύνη των ατέλειωτων αποχωρισμών.
* Ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας, το “Καθώς ψυχορραγώ” του Ουίλιαμ Φώκνερ, που στην Ελλάδα γνωρίσαμε από τη συναρπαστική μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα (1970), στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων έκανε πρεμιέρα στις 20 Φεβρουαρίου του 2017.
* Η παράσταση είναι αφιερωμένη στον Λευτέρη Βογιατζή και στον Μένη Κουμανταρέα, εσαεί πρόεδρο του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Μένης Κουμανταρέας
Ελεύθερη απόδοση – διασκευή: Χλόη Κολύρη
Σκηνοθεσία: Σοφία Φιλιππίδου
Σκηνογραφική επιμέλεια: Κυριακή Μαυρογεώργη
Επιμέλεια κοστουμιών – τραγουδιών – κίνησης: Σοφία Φιλιππίδου
Βοηθός ενδυματολογικού: Μάγδα Καλορίτη
Ηχητικά και μουσικά τοπία: Γεωργία Σπυροπούλου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Πολυχρόνη, Μιχαήλ Ταμπακάκης
Βοηθός παραγωγής – βίντεο: Μορφέας Παπουτσάκης
Φωτογράφιση: Narkiss Holingberry
Παίζουν: Σοφία Φιλιππίδου, Κώστας Βασαρδάνης, Μιχάλης Καλιότσος, Έλενα Μεγγρέλη, Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης και Μορφέας Παπουτσάκης
Πληροφορίες
Το μυθιστόρημα στη νέα ΣΚΗΝΗ/2
“Καθώς ψυχορραγώ” του Ουίλλιαμ Φώκνερ
Πρεμιέρα: Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017
Παραστάσεις: κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Τοποθεσία: Θέατρο της οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, Κεφαλληνίας & Κυκλάδων 11, Κυψέλη
Πρεμιέρα: Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017, στις 21.00.
Τηλέφωνο: 210-82.17.877
Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ, 10 ευρώ μειωμένο
Προπώληση: Στο ταμείο του Θεάτρου και Ticket Services
* Ο Ουίλιαμ Φώκνερ γεννήθηκε -ως William Cuthbert Falkner- στο New Albany κοντά στην Οξφόρδη της Πολιτείας του Μισισιπή το 1897. Παρόλο που ο προπάππος του ήταν συνταγματάρχης και σπουδαία φυσιογνωμία του αμερικανικού Νότου, ο Φώκνερ δεν έγινε δεκτός στο στρατό όταν η Αμερική μπήκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγο αργότερα, κατάφερε να καταταγεί στην καναδική και, στη συνέχεια, στη βρετανική βασιλική αεροπορία, και μετά τον πόλεμο φοίτησε για ένα διάστημα στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή. Εγκατέλειψε τις σπουδές του -ήταν, εξάλλου, μετριότατος φοιτητής- και ασχολήθηκε με δουλειές του ποδαριού, ανάμεσά τους ένα βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη και μια μικρή εφημερίδα στη Νέα Ορλεάνη, όπου το 1924 ο φίλος του Φιλ Στόουν φρόντισε να εκδοθεί σε 1.000 αντίτυπα η συλλογή ποιημάτων του “The Marble Faun” (“Ο μαρμάρινος φαύνος”). Στη Νέα Ορλεάνη γνωρίστηκε με έναν κύκλο λογοτεχνών στον οποίο συμμετείχε ο Σέργουντ Άντερσον, που τον ενθάρρυνε να στραφεί στην πεζογραφία, κι έτσι γεννήθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, “Soldiers’ Pay” (“Η πληρωμή του στρατιώτη”), που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Boni and Liveright το 1926. Το 1929 παντρεύτηκε κι έπιασε δουλειά, νυχτερινή βάρδια, στην τροφοδοσία ενός τοπικού ηλεκτρικού σταθμού. Εκείνο το διάστημα, μέσα σε έξι βδομάδες του καλοκαιριού, από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις το πρωί, γεννήθηκε το “As I Lay Dying” (“Καθώς ψυχορραγώ”), που κυκλοφόρησε την αμέσως επόμενη χρονιά (1930). Ακολούθησε το “Sanctuary” (“Άδυτο”, 1931) και κάποια σενάρια για το Χόλιγουντ (μεταξύ των οποίων το “Today we Live” του Χάουαρντ Χωκς, 1933, πάνω σ’ ένα δικό του διήγημα, και αργότερα οι διασκευές του “Μεγάλου ύπνου” του Ρ. Τσάντλερ, στην ομότιτλη μεταφορά με πρωταγωνιστές τον Χ. Μπόγκαρτ και τη Λ. Μπακόλ, καθώς και του “Να έχεις και να μην έχεις” του Χέμινγουεϊ), μια και οι πωλήσεις των βιβλίων του ήταν ασήμαντες. Αν και αναγνωρισμένος συγγραφέας, ο Φώκνερ πέρασε βασανισμένη ζωή βυθισμένος στον αλκοολισμό και την κατάθλιψη. Στον κόσμο του, παρά την επικέντρωση στον αμερικανικό νότο, η αφήγηση προσλαμβάνει οικουμενική σημασία ως στάση απέναντι στο ανθρώπινο πεπρωμένο και σε προβλήματα όπως οι φυλετικές διακρίσεις. Στα σημαντικότερα έργα του, που συχνά χαρακτηρίζονται από πειραματική γραφή, επηρεασμένη από την ευρωπαϊκή πρωτοπορία, συγκαταλέγονται και τα μυθιστορήματα “Mosquitos” (“Κουνούπια”), 1927, “Sartoris” (“Σαρτόρις”, με αρχικό τίτλο “Flags in the Dust”), 1929, “The Sound and the Fury” (“Η βουή και η μανία”), 1929, “Light in August” (“Φως τον Αύγουστο”), 1932, “Absalom, Absalom!” (“Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!”), 1936, “The Wild Palms” (“Άγρια Φοινικόδενδρα”), 1939, “The Hamlet” (“Το χωριουδάκι” -πρώτο μέρος της τριλογίας των Snope), 1940, “Requiem for a Nun” (“Ρέκβιεμ για μια μοναχή”), 1951, “The Town” (“Η πόλη”), 1957 και “The Mansion” (“Το Μέγαρο”), 1959 -δεύτερο και τρίτο μέρος της τριλογίας των Snope-, “The Reivers” (“Οι κλέφτες”), 1961, καθώς και περισσότερες από 80 συλλογές διηγημάτων. Το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1955 με το National Book Award και με το Pulitzer Prize for fiction (για το μυθιστόρημα “A Fable”), το 1962 με το Χρυσό Μετάλλιο Λογοτεχνίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων και -μετά θάνατον- για δεύτερη φορά με το Pulitzer Prize (για το μυθιστόρημα “The Reivers”). Το 1957 έγινε δεκτός από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια ως συγγραφέας διαμονής (writer-in-residence). Στο ίδιο Πανεπιστήμιο δώρισε το 1961 το προσωπικό του αρχείο για τη δημιουργία του William Faulkner Foundation. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στη Byhalia της Βιρτζίνια, το 1962, και τάφηκε στο κοιμητήριο της Οξφόρδης του Μισισιπή, Πολιτείας την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ στη ζωή του.