Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Μπροστά μου μια ψηλόλιγνη έφηβη. Την ακολουθώ στο διάδρομο που οδηγεί στον κήπο του θεάτρου «Επί Κολωνώ». Βρέχει σιγανά και έχω αργήσει στο ραντεβού μας. Είναι ήρεμη, φιλική και καθησυχαστική μέσα στο ολόλευκο ατσαλάκωτο πουκάμισό της και το άνετο τζιν της. Την κοιτώ ανάμεσα στα λουλούδια και άθελά μου αναλογίζομαι τα λόγια του Σολωμού: «μάγεμα η φύση κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη».
Σκέπτομαι ότι αυτή η εκπάγλου καλλονής γυναίκα μάς έχει κάνει –θεατρικά και τηλεοπτικά− να αγαπήσουμε, να σκιρτήσουμε, να γελάσουμε, να πονέσουμε, να ενώσουμε τις καρδιές μας. Συναισθήματα ανθρώπινα, καθημερινά. Αληθινά και πολύτιμα.
Είναι από τους καλλιτέχνες που ψάχνουν για μαργαριτάρια, άρα ξέρει πως κάθε φορά πρέπει να βουτήξει στα βαθιά. Όπως φέτος που με την Ομάδα Νάμα ανεβάζουν στο Επί Κολωνώ και για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το έργο «Linda» της Βρετανίδας συγγραφέως Penelope Skinner, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη.
Η «Linda» πρωτοπαρουσιάστηκε το 2015 στο Royal Court Theater του Λονδίνου και απέσπασε το βραβείο Berwin Lee ενώ επιλέχθηκε και ως υποψήφια παράσταση για το βραβείο Susan Smith Blackburn. Επαναλήφθηκε θριαμβευτικά στη Νέα Υόρκη και σε πολλές άλλες θεατρικές σκηνές της Ευρώπης και της Αμερικής.
Η Λίντα Γουάιλντ είναι μία πετυχημένη γυναίκα, βραβευμένη για τις δράσεις της στην επιχείρηση χωρίς καν να έχει βγάλει πανεπιστήμιο. Μητέρα δύο παιδιών. Με έναν υπέροχο σύζυγο. Που ξέρει να αλλάζει λάστιχο, που έχει δικό της σπίτι, που όλοι επαινούν τη μαγειρική της και που μπορεί να φοράει το ίδιο νούμερο ρούχα όπως πριν από 15 χρόνια.
«Τα κατάφερα!», λέει. Πιστεύει ότι έχει κατακτήσει την κορυφή και ότι αυτή θα της ανήκει στο διηνεκές. Παρ’ όλα αυτά το έργο της Skinner δεν αποτελεί ένα ακόμα success story. Πρόκειται για την ιστορία της εκκωφαντικής πτώσης μιας σύγχρονης τραγικής ηρωίδας.
Η Skinner με γραφή αιχμηρή, με σατιρικό βρετανικό χιούμορ και με μια πλοκή με χαρακτηριστικά θρίλερ, δεν εστιάζει μόνο στις δυσκολίες μίας γυναίκας να πετύχει και να επιβιώσει. Στις δυσκολίες δηλαδή που ορθώνουν ο σεξισμός, τα ταμπού της ηλικίας, της ομορφιάς, της οικονομικής ανεξαρτησίας.
Συνέθεσε ένα έργο που αφορά όλους όσοι προσπαθούν να ανταποκριθούν στις κοινωνικές επιταγές και να βρουν την «ευτυχία» μέσα σε μια αμείλικτη πραγματικότητα. Ένα σύμπαν όπου οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν εξαρτήματα μιας απάνθρωπης παραγωγικής διαδικασίας και όπου θα αντικατασταθούν όταν αρχίσουν να «παλιώνουν».
Είναι μια κραυγή αγωνίας για τους ανθρώπους που μεγαλώνοντας γίνονται αόρατοι, χάνουν τη δύναμη της φωνής τους και συνειδητοποιούν τον χαμένο χρόνο αλλά και τη ματαιότητα της διαδρομής τους.
Η Κατερίνα Λέχου μάς μιλά διεξοδικά για τη «Linda», την ηρωίδα που υποδύεται, και χαρίζει στο catisart.gr μια συζήτηση αποκαλυπτική, υπέροχα πνευματική που κύριο στοιχείο της είναι η ανθρώπινη επικοινωνία. Χαρίζει εικόνες που μας ταξιδεύουν γεμάτες ευαισθησία, οπτικές κι ακουστικές. Αναστοχασμός και ξύπνημα του παρελθόντος.
«Όταν υπάρχει κοινός στόχος, τα εμπόδια αμβλύνονται. Εδώ λοιπόν είχαμε κοινό στόχο και ομαδικό πνεύμα. Έτσι οι όποιες διαφορές, δυσαρμονίες, διαφωνίες εξομαλύνθηκαν. Εξάλλου ιδανικό δεν υπάρχει. Τι να πεις; Ότι θα είναι ο ιδανικός παρτενέρ στον ιδανικό χώρο, με το ιδανικό ρούχο, τον ιδανικό σκηνοθέτη; Δεν υπάρχουν αυτά. Αυτά είναι ουτοπίες», υποστηρίζει.
«Αυτός που είναι τελείως γυμνός μπροστά στο κοινό είναι ο εαυτός μας», λέει απλά, γιατί η γλώσσα της αλήθειας είναι απλή.
«Είναι πολύ πιο όμορφο μέσα από μια δυσκολία και μια αντιξοότητα να συναντιέσαι με τον άλλον σε ένα κοινό μονοπάτι. Νομίζω ότι αυτό έχει αξία. Στη δουλειά μας έτσι είναι. Εμείς, επειδή αλλάζουμε πολύ συχνά περιβάλλοντα και συνεργάτες, δεν έχουμε τίποτα σταθερό», προσθέτει.
Θέλω να σας ρωτήσω, κυρία Λέχου, η «Λίντα» τι γυναίκα είναι;
*Η Λίντα είναι μια γυναίκα πολύ σημερινή, θα έλεγα. Μια γυναίκα που έχει επωμιστεί να φέρνει λεφτά, να είναι επιτυχημένη στην καριέρα της, αλλά και ταυτόχρονα να είναι σύζυγος, μητέρα… Έχει επωμιστεί όλα τα πράγματα, κάτι που για μένα είναι ουτοπικό, δεν είναι εφικτό.
Αυτό είναι εφικτό μόνο όταν για κάποιες περιόδους λες θα αφήσω λίγο πίσω τη δουλειά μου, θα ασχοληθώ με την οικογένειά μου και το αντίθετο. Όμως είναι ανέφικτο όταν ταυτόχρονα πρέπει να είσαι 100% παρούσα σε όλους αυτούς τους τομείς της ζωής σου. Βέβαια, η ζωή, οι ρυθμοί και οι απαιτήσεις πια το έχουν σχεδόν επιβάλλει. Οι μανάδες μας όμως δεν ήταν έτσι…
Νομίζω λοιπόν ότι πολλές γυναίκες θα καθρεφτιστούν στο πρόσωπο της Λίντα η οποία είναι μια γυναίκα 55 ετών. Άρα έχει περάσει σε μια άλλη ηλικιακή ομάδα που θεωρείται αναλώσιμη.
Όλοι είναι έτοιμοι να την πετάξουν με τις κλωτσιές. Και από τη δουλειά της, και τα παιδιά της, και ο άντρας της. Θέλω να πω ότι αυτά ισχύουν για τις γυναίκες από κάποια ηλικία και μετά. Είναι ένα είδος ρατσισμού κι αυτό. Ένα είδος φασισμού. Ηλικιακού και εμφανισιακού.
Ενώ τα ίδια δεν ισχύουν για τους άντρες. Έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό μερικές φορές σκέφτεσαι ποιο είναι το ωραίο φύλο. Γιατί η γυναίκα για να χτίσει αυτό το ωραίο φύλο και να κάνει και καριέρα σηκώνει ένα μεγάλο βάρος. Ένα φορτίο.
*Απίστευτο φορτίο. Εγώ από πάρα πολύ νωρίς ένιωσα ότι θα είμαι ανεπαρκής αν θελήσω να κάνω μια κανονική οικογένεια και ταυτόχρονα να κυνηγάω την καριέρα μου με αυτό το ρυθμό. Φυσικά είναι εφικτό όπως το κάνουν και πολλοί συνάδελφοί μου που όμως έχουν σχεδόν το 50% της βοήθειας από τους συζύγους τους. Και από άλλους ανθρώπους γύρω τους. Είτε είναι μια κοπέλα, είτε είναι η οικογένεια. Σημασία πάντως έχει αν για το θέμα αυτό πάρεις μια συνειδητή απόφαση. Επίσης όλα μπορούν να είναι πιο εύκολα αν έχεις μια καλή σχέση ακόμα και όταν ο χρόνος έχει αρχίσει να δουλεύει αντίστροφα.
Βέβαια δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι ανεξάρτητα από ηλικία η γυναίκα δεν παύει να είναι ερωτική και ερωτεύσιμη.
*Ασφαλώς, αυτό που είπατε πριν για τον ρατσισμό σε σχέση με τις γυναίκες – σε αντίστιξη με τους άντρες – όπου οι ρυτίδες και τα λευκά μαλλιά είναι μεγάλη αμαρτία. Ενώ για τους άντρες τα λευκά μαλλιά, οι γκρίζοι κρόταφοι μέχρι και … η κοιλίτσα είναι μεγάλη γοητεία.
Είναι μεγάλο το βάρος που έχουν οι γυναίκες αν και τώρα γίνονται κινήσεις και στη διαφήμιση και στις ταινίες για να ανατραπεί αυτό το καθεστώς το οποίο είναι βαθιά ριζωμένο και θέλει χρόνια να ξεριζωθεί ώσπου να πούμε ότι είμαστε ίσοι πια σε αυτή την παλέτα της ζωής.
Για σας τι σημαίνει αξιοπρέπεια και τι σημαίνει σεβασμός;
*Σεβασμός σημαίνει πρώτα απ’ όλα σεβασμός στον εαυτό μου. Άργησα να το μάθω, γιατί δεν μας τα μαθαίνουν αυτά. Δυστυχώς στο σπίτι μας – παρόλο που προέρχομαι από ένα καλό σπίτι, δεν έχω παράπονο – ήταν αυτά τα ανείπωτα πράγματα, που δεν τα λένε στις οικογένειες. Σου λένε μόνο ότι πρέπει να είσαι ευγενής με τον τάδε και να σέβεσαι τον δείνα.
Μα πρώτα απ’ όλα πρέπει να σεβαστείς τον εαυτό σου για τα κάνεις όλα αυτά, αλλιώς γίνονται ένα βαρίδι στη ζωή σου. Και με την ίδια έννοια θα σας έλεγα ότι πρέπει πρώτα να σέβομαι το σώμα μου, τη σκέψη μου, να το προστατεύω και μετά θα κάνω το ίδιο και για τους υπόλοιπους. Το ίδιο θα έλεγα ότι ισχύει και για την αξιοπρέπεια.
Στο θέατρο μπορώ να πω ότι υπάρχουν πολλοί και σημαντικοί ρόλοι σε αυτές τις ηλικίες.
*Ασφαλώς υπάρχει ευρύ πεδίο για να δράσει η γυναίκα ανεξάρτητα από ηλικία. Υπάρχουν ρόλοι και σπουδαίοι. Όπως επίσης στο θέατρο – ποιητική αδεία – μια μεγαλύτερη γυναίκα μπορεί να υποδυθεί μια νεότερη και να το υποστηρίξει άνετα ενώ στην τηλεόραση και στο σινεμά είναι σχεδόν απαγορευτικό.
Πείτε μου πώς ξεκίνησε η συνεργασία σας με την Ομάδα Νάμα;
*Με προσέγγισε η Ομάδα. Αυτοί έχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι. Βέβαια ήξερα τη δουλειά που γίνεται από την Ομάδα από το ξεκίνημά της με την «Αγαπητή Ελένα». Παρακολουθώ σταθερά όσα παρουσιάζονται στο «Επί Κολωνώ».
Τώρα μου δώσανε το κείμενο το αγγλικό. Το διάβασα – γιατί δεν είχε γίνει ακόμα μετάφραση – και είδα ότι είναι ένα έργο που με αφορά πολύ. Μετά το ένα έφερε το άλλο και συνεχίσαμε. Βέβαια καταφέραμε να προσαρμοστούμε στον τρόπο δουλειάς. Η συνεργασία των ανθρώπων είναι δύσκολο πράγμα, γιατί είμαστε όλοι διαφορετικοί. Εδώ δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε με τον σύζυγό μας, με τον έναν. Πόσω μάλλον να συνεργαστούμε με άλλους 10 διαφορετικούς και καινούργιους.
Όμως, όταν υπάρχει κοινός στόχος, τα εμπόδια αμβλύνονται. Εδώ λοιπόν είχαμε κοινό στόχο και ομαδικό πνεύμα. Έτσι οι όποιες διαφορές, δυσαρμονίες, διαφωνίες εξομαλύνθηκαν. Εξάλλου ιδανικό δεν υπάρχει. Τι να πεις; Ότι θα είναι ο ιδανικός παρτενέρ στον ιδανικό χώρο, με το ιδανικό ρούχο, τον ιδανικό σκηνοθέτη; Δεν υπάρχουν αυτά. Αυτά είναι ουτοπίες.
Είναι πολύ πιο όμορφο μέσα από μια δυσκολία και μια αντιξοότητα να συναντιέσαι με τον άλλον σε ένα κοινό μονοπάτι. Νομίζω ότι αυτό έχει αξία. Στη δουλειά μας έτσι είναι. Εμείς, επειδή αλλάζουμε πολύ συχνά περιβάλλοντα και συνεργάτες, δεν έχουμε τίποτα σταθερό.
Κάθε χρόνο ή δύο φορές το χρόνο πολλές φορές, αλλάζεις τα πάντα. Από τον τόπο εργασίας σου μέχρι …όλα. Πρέπει λοιπόν να προσαρμοζόμαστε εύκολα και αυτό είναι ωραίο. Νομίζω ότι και αυτός είναι ένας λόγος που διάλεξα να κάνω αυτή τη δουλειά. Αυτός ο συγκερασμός με διαφορετικούς ανθρώπους και η εναλλαγή και η πρόκληση. Είναι πρόκληση.
Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας;
*Μπορώ με γενναιότητα να πω σήμερα ότι είμαι λιγότερο φοβισμένη και πιο επιεικής. Επίσης εξακολουθώ να είμαι θλιμμένη για αυτό που συμβαίνει γύρω μου, αυτό όμως δεν αλλάζει, είναι εγγενές νομίζω.Είναι σύμφυτο εννοώ με τη φύση μου, αυτό το ‘χω μέσα μου, το κουβαλάω. Αλλά δεν το βάζω και κάτω.
Πώς πιστεύετε ότι θα σας χαρακτήριζαν οι άλλοι, οι συνεργάτες σας, οι συνάδελφοί σας;
*Είμαι δυναμική. Θα έλεγαν ότι είμαι δυναμική έως …γλωσσού. Σαρωτική μερικές φορές. Σίγουρα νοιάζομαι για τους γύρω μου. Θέλω να τους φροντίζω, να είμαι …φροντιστική. Αλλά νομίζω ότι αυτά είναι τα πρώτα στοιχεία που θα διακρίνει κάποιος σ’ εμένα. Βεβαίως, αν με γνωρίσει βαθιά, έχει κι άλλα να βρει, φαντάζομαι.
Είπατε φροντιστική. Είστε λίγο «μαμά» με τους συνεργάτες σας;
*Ναι, επειδή όλοι είναι μικρότεροί μου. Είμαι πλέον η μεγαλύτερη. Έφτασε κι αυτή η ώρα.
Όμως όταν κάποιος σας δει από κοντά, θα σας θεωρήσει οπωσδήποτε έφηβη… Αλήθεια, έχετε μαγειρέψει ποτέ για τον θίασο;
*Όχι! Μόνο μελομακάρονα έφτιαξα μια φορά όταν ήμουν στο Εθνικό Θέατρο. Κάτι μελομακάρονα πολύ μικρά, τόσα δα, σαν μπουκίτσες. Και ήταν τότε μαζί μας και ο αξέχαστος Μηνάς Χατζησάββας. Εγώ λοιπόν είχα υπολογίσει ότι θα φάει μόνο ένα ο καθένας, όχι δεύτερο. Ο Μηνάς όμως ήταν μέγας γλυκατζής. Παίρνει ένα, παίρνει δύο, παίρνει τρία. Του λέω, ρε Μηνά, θα τα φας όλα και μετά δεν θα έχει για τους άλλους… Μα μου λέει, και εσύ τι τσιγκούνα που είσαι! Έφτιαξες τόσα; Του λέω είναι έτσι το …concept. Κι εκείνος μου απάντησε: Μεγάλη βλακεία αυτό το concept. Αυτά με τα μελομακάρονα. Γενικά πάντως δεν φτιάχνω καθόλου γλυκά.
Ας επανέλθουμε στο «Επί Κολωνώ». Πείτε μου για τη συνεργασία σας με την Ελένη Σκότη. Πώς θα τη χαρακτηρίζατε;
*Καταρχάς την εκτιμώ πολύ. Είναι πολύ σημαντικό να εκτιμάς αυτόν με τον οποίο συνεργάζεσαι. Εκτιμώ την αντίληψή της και το αισθητήριό της. Έχει καλή αίσθηση για τα πράγματα. Εκτιμώ τη φαντασία της. Έχει κάτι «κουλές» ιδέες. Ξαφνικά πετάγεται σαν κοριτσάκι στην πρόβα και λέει μου ήρθε μια τρελή ιδέα. Και τη δείχνει. Αυτό εμένα μου δίνει ενέργεια. Αυτό εμπεριέχει την έννοια του παιχνιδιού που κάνουμε.
Είναι επίμονη. Αυτό στη δουλειά μας είναι πολύ καλό. Χρειάζεται και επιμονή και επανάληψη, αλλά μερικές φορές πρέπει να το σταματάς την κατάλληλη στιγμή.
Η Ελένη ξέρει να το σταματάει ώστε να μην εξαντλεί τον άλλον την ώρα που δεν μπορεί και δεν έχει να δώσει άλλο.
Αλλά ξέρετε, τα χαρίσματά μας, τα προτερήματά μας είναι και μειονεκτήματα. Πρέπει να κρατάς τη σωστή δοσολογία γιατί μερικές φορές μπορεί να χάσεις, λόγω της επιμονής, το καλό της ιστορίας, του χαρίσματος αυτού.
Η Ελένη Σκότη ακούει πολύ, που επίσης είναι πολύ σημαντικό στη δουλειά μας. Ακούει αυτό που της λες. Το λαμβάνει υπόψη της, όχι απλώς το ακούει. Το ακούει κυριολεκτικά εννοώ, με τα αυτιά, με το μυαλό και την καρδιά, που είναι πολύ σημαντικό. Νομίζω ότι αυτά αρκούν για να συνεργαστείς με έναν άνθρωπο.
Βέβαια έχει τη φήμη της αυστηρής. Η επιμονή της μπορεί να την οδηγήσει ώστε στις 11 παρά 5 το βράδυ ύστερα από 6 ώρες πρόβα να σου λέει ξανά και ξανά. Και της λες, βρε Ελένη έχω λιώσει. Όμως αυτή η επιμονή είναι το καλό του πράγματος. Είναι απαραίτητη. Εξάλλου αυτός είναι ο τρόπος που δουλεύει. Κάθε σκηνοθέτης έχει τον δικό του.
Άλλοι έχουν έναν πολύ μαλακό τρόπο, άλλοι έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο που θέλουν ακριβώς αυτό που σου λένε αυτοί. Δηλαδή υπάρχει μια ποικιλία και εκεί βλέπουμε το τι μας ταιριάζει σε κάθε στιγμή της ζωής μας και τι αντέχει η ψυχή μας.
Γιατί να σας πω κάτι; Παίζουμε με το νευρικό μας σύστημα. Το νευρικό σύστημα έχει σημασία και σε τι φάση είναι. Είναι τεζαρισμένο; Έχεις περάσει ας πούμε «του Χριστού τα πάθη» και ξεκινάς μια δουλειά; Είσαι ήρεμος και ξεκινάς μια δουλειά; Όλα παίζουν ρόλο. Αλλά ακριβώς επειδή παίζουμε με το νευρικό μας σύστημα, νομίζω ότι αυτό πρέπει να το λαμβάνει υπόψη ένας καλός σκηνοθέτης. Σε κάθε στιγμή. Αυτό για μένα είναι που κάνει τη διαφορά σε έναν καλό σκηνοθέτη ή σε έναν που δεν νοιάζεται για τον ανθρώπινο παράγοντα.
Θα σας πείραζε να γυρίσουμε λίγο πίσω και να πούμε πώς μπήκατε στο θέατρο, πώς αποφασίσατε ότι αυτή θα είναι η δουλειά που θα κάνετε;
*Ενστικτωδώς, σαν κουτάβι. Πώς πας να υιοθετήσεις από τα αδέσποτα ένα ζώο και ένα από αυτά σε πλησιάζει; Δεν ξέρει γιατί σε πλησιάζει, ούτε εσύ ξέρεις γιατί αυτό σε πλησιάζει ενώ το άλλο όχι… Κάπως έτσι.
Υπήρχε ένα έναυσμα. Ένας συμμαθητής μου είχε μόλις μπει στο Εθνικό και μου λέει έχεις διαβάσει ποτέ θεατρικό έργο; Του λέω ποτέ, ενώ διάβαζα πολλή λογοτεχνία. Και του λέω δεν μου δίνεις να διαβάσω κάτι, να δούμε πώς είναι ας πούμε αυτό το κείμενο.
Αυτό συνέβη σε ηλικία 17 ετών. Αυτός ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός μου. Ήμουνα στην τελευταία τάξη του Λυκείου και μου δίνει τη «Μήδεια» του Ανούιγ. Και καταγοητεύτηκα.
Σκέφτηκα ότι αυτός είναι ένας τρόπος έμμεσος, για να μιλήσεις στον κόσμο, χωρίς να εκτίθεσαι προσωπικά.
Όμως τελικά δεν είναι έμμεσος. Είναι πολύ άμεσος. Γιατί είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτά που διαλέγουμε να υποδυθούμε και εννοείται ότι αυτός που είναι τελείως γυμνός μπροστά στο κοινό είναι ο εαυτός μας, η Κατερίνα είναι πρώτα απ’ όλα.
Όπως τώρα μέσα από τη «Λίντα». Αλλά τελικά εκεί είναι η Κατερίνα.
Τέλος πάντων, έτσι ξεκίνησε μια τέτοια σχέση. Πήγα, έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό και στου Καρόλου Κουν, γιατί φανταστείτε δεν είχα ιδέα αν υπάρχουν άλλες σχολές, δεν έψαξα καν. Μου είπανε, αυτές οι δύο είναι, σ’ αυτές να πας, και πήγα.
Και έδωσα και στις δύο. Μπήκα και στις δύο, αλλά πάλι από ένστικτο, ποια διάλεξα; Του Κουν. Θα έλεγε κανείς ότι εγώ δεν ταιριάζω, είμαι μια ψηλή κοπέλα, ξέρετε, ήμουνα πιο μοντέρνα ντυμένη, δεν είχα έτσι αυτό το πιο σοβαρό, ας πούμε, πιο έντεχνο που είχε η Σχολή του Κουν. Και παρ’ όλα αυτά πήγα στου Κουν. Και δεν το μετάνιωσα βέβαια, εννοείται, καθόλου. Έδωσα εξετάσεις, ο Κουν ήταν παρών και εγώ ήμουν εκεί όσο ζούσε.
Δεν δίδασκε τότε αλλά ήτανε παρών και στις εισαγωγικές και στις εξετάσεις του κάθε έτους και στις τελικές. Ήμουν στο τρίτο έτος της Σχολής όταν έγινε ο «Ήχος του όπλου» με τη Ρένη Πιττακή και τον Στράτο Τζώρτζογλου. Μια υπέροχη παράσταση.
Δεν ξεχνιούνται αυτές οι παραστάσεις. Ο Κουν είχε χάρισμα και μάλιστα σύστησε στο ελληνικό κοινό σπουδαίους συγγραφείς. Αυτό είναι μια παρακαταθήκη.
Φυσικά σύστησε και Έλληνες συγγραφείς. Ανάμεσά τους και τη Λούλα Αναγνωστάκη που φέτος βλέπουμε την «Κασέτα» της από τον Μάνο Καρατζογιάννη. Ένα ψηφιδωτό της Ελλάδας. Όλη η Ελλάδα μέσα σε ένα έργο.
*Αυτά τα διδασκόμασταν βέβαια και στη Σχολή γιατί ήταν επιλογές. Δηλαδή, ενώ ας πούμε Σαίξπηρ, σε αντίθεση με το Εθνικό, εμείς δεν κάναμε πολύ. Κάναμε όμως πιο πολύ Τσέχωφ και Ίψεν. Επίσης Πίντερ και Θόρντον Ουάιλντερ.
Ποιους είχατε δασκάλους; Τι θυμάστε;
*Όλους. Τον Γιώργο Λαζάνη, τον Γιώργο Αρμένη, τον Μίμη Κουγιουμτζή, τον Γιάννη Δεγαΐτη, τη Ρένη Πιττακή. Αυτή που δεν είχαμε ήταν η Μάγια Λυμπεροπούλου. Είχαμε τον Πέτρο Μάρκαρη στην Ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου και την Άννυ Κολτσιδοπούλου, στη Δραματολογία και στην Ιστορία του Θεάτρου.
Είχαμε καλούς καθηγητές, ήτανε καλή χρονιά. Ήτανε μια καλή τριετία.
Ας πάμε πάλι πιο πίσω. Τι θυμάστε από την παιδική και εφηβική σας ηλικία;
*Γενικά ήμουνα μοναχική. Επειδή ήμασταν τρεις κόρες. Τρεις αδελφές. Εγώ είμαι η μεσαία. Με τη μεγάλη μου αδελφή ήμασταν πιο κοντά ηλικιακά. Η άλλη ήρθε λίγο μεταγενέστερα. Εγώ πάντα ήθελα να δημιουργώ. Μέναμε σε ένα μικρό σπίτι, όπως οι περισσότερες οικογένειες στην Ελλάδα, κι εγώ ήθελα να έχω μια γωνιά δική μου, που ήταν η καταφυγή μου, το καταφύγιό μου, η φωλιά μου.
Για να κάνω οτιδήποτε, για να παίξω, για να διαβάσω, για να ησυχάσω. Η εμπλοκή μου με την τέχνη άρχισε όταν κάποια στιγμή ξεκίνησα να κάνω πιάνο και ιδιαίτερα μάλιστα, ούτε καν στο Ωδείο.
Μόνη μου διάβαζα, μόνη μου έπαιζα, μόνη μου τα άκουγα, όλα μόνη μου τα έκανα.
Όμως όταν μπήκα στο θέατρο, με γοήτευσε αυτή η αίσθηση της ομαδικότητας, αυτή η αίσθηση ότι είμαι εκεί με έναν άλλον μαζί και παίζουμε μαζί, κάνουμε κάτι μαζί, είτε είναι ένα κομμάτι, είτε οτιδήποτε.
Άρα υπήρχε και αυτή η πλευρά μου αλλά ίσως δεν είχε αναπτυχθεί αρκετά.
Βέβαια κατά βάση είμαι μοναχική. Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου και αυτό δεν με πειράζει καθόλου. Είμαι εντάξει και όταν είμαι μόνη μου. Μερικές φορές είναι ωραία η μοναξιά.
Ναι, μ’ αρέσει να διαβάσω, να δω κάτι που μ’ ενδιαφέρει, να κάνω δουλίτσες, να ακούω μουσική, να περνάω καλά. Δηλαδή δεν είναι ότι θέλω σώνει και καλά να έχω κάποιον για να περάσω καλά. Υπάρχουν τα μύρια όσα πράγματα να κάνει κανείς μόνος του. Μάλιστα κάποιοι βλέποντας τη συμπεριφορά μου νόμιζαν ότι είμαι μοναχοπαίδι.
Όταν ήσασταν μικρή πηγαίνατε στο θέατρο;
*Μας πήγαινε η μαμά. Είχαμε κοντά μας… Έχω μεγαλώσει στα Ιλίσια και είχα δει πάρα πολλά έργα στο θέατρο «Έρευνας» του Δημήτρη Ποταμίτη, όπου εκεί έκανε και καλό παιδικό.
Και μετά πήγαινα και στη «Στοά» του Θανάση Παπαγεωργίου. Και αυτό σε κοντινή απόσταση από το σπίτι μας.
Σε αυτά τα θέατρα έχω δει πολύ ωραίες παραστάσεις, όμως μέχρι τα 18 μου δεν είχα πάει στην Επίδαυρο και γενικά δεν είχα δει τέτοια μεγάλα θεάματα. Δεν θα έλεγα λοιπόν ότι είχα καμία τρομερή θεατρική παιδεία.
Το σπίτι, η οικογένεια, πώς αντέδρασε όταν είπατε ότι θα γίνατε ηθοποιός;
*Ήμουν ένα σοβαρό παιδί και πολύ καλή μαθήτρια έτσι ο μπαμπάς μου – ώ του θαύματος – ήταν πολύ υπέρ. Μου είπε: «Σου έχω εμπιστοσύνη, για να το λες κάτι καταλαβαίνεις». Αντιθέτως η μαμά μου, ως γυναίκα, ένιωσε λίγο ανασφάλεια. Σου λέει, τώρα τι επάγγελμα είναι αυτό για ένα κορίτσι, πού θα εμπλακεί, σε τι κύκλους, με τι ανθρώπους.
Βέβαια τότε είχα πετύχει και στην Κοινωνιολογία, στην οποία δεν γράφτηκα ποτέ, γιατί ταυτόχρονα μπήκα και στις Δραματικές Σχολές και επέλεξα να πάω εκεί.
Γενικά δεν μου πήγαν κόντρα. Δεν είχα ούτε κόντρα, ούτε επιβολή. Θα έλεγα ότι γενικά με πιστεύανε. Έδειχναν εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου.
Αν σήμερα ερχόταν ένα νέο παιδί 18 χρονών και σας έλεγε ότι εγώ θέλω να γίνω ηθοποιός, τι θα το συμβουλεύατε;
*Ήρθε ήδη ο ανιψιός μου. Ένα από τα οκτώ ανίψια που έχω από τις αδελφές μου. Ήρθε και μου το είπε. Του λέω, αγόρι μου κάνε ό,τι θέλει η καρδιά σου. Βέβαια δεν του χρύσωσα καθόλου το χάπι. Το αντίθετο. Ήμουν θα έλεγα, υπέρ το δέον αυστηρή.
Του είπα επίσης ότι πρέπει να βάλεις το κεφάλι κάτω. Θέλει πολύ διάβασμα, πολλή αφοσίωση. Δεν γίνονται έτσι εύκολα τα πράγματα.
Εκτός από τον ανιψιό μου έχει τύχει να με προσεγγίσουν πολλές φορές παιδιά νεότερης γενιάς, που μου λένε: «Θέλω να γίνω ηθοποιός στην τηλεόραση». Και λέω, ώπα! Αυτό είναι λίγο παγίδα.
Δεν ξεκινάς καλά έτσι. Αν ήμασταν στην Αμερική, όπου είναι και λίγο ξέχωρα τα πράγματα, ίσως μπορείς να το σπουδάσεις, αλλά εδώ η βάση και η σπουδή είναι αμιγώς θεατρική. Εδώ δεν έχεις άλλου είδους σπουδή να κάνεις. Δεν μπορείς να λες θέλω να παίξω στην τηλεόραση… Άρα δεν ξέρεις ακριβώς τι θέλεις.
Δεν μπορείς με όχημα την τηλεόραση να καταφέρεις εύκολη και γρήγορη ανέλιξη. Αυτή η δουλειά θέλει και πολλή πειθαρχία, αφοσίωση και καλό χαρακτήρα. Θέλει δηλαδή να μην ξεχνάς ποτέ τη δουλειά με τον εαυτό σου, που την κάνει ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Και θυμίζω ότι στο θέατρο παίζουμε και με το νευρικό μας σύστημα…
Θυμάμαι μάλιστα ότι ο αείμνηστος ψυχαναλυτής Ματθαίος Γιωσαφάτ στα νιάτα του ήταν ψυχίατρος στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας. Φανταστείτε σε έναν τέτοιο μεγάλο οργανισμό πόσο θεωρούσαν ότι ήταν χρήσιμη η παρουσία ενός ψυχιάτρου. Αυτό σημαίνει πολλά.
Άρα την ψυχή μας πρέπει να τη φροντίσουμε με κάποιον τρόπο. Μπορεί να είναι μέσω της θρησκείας, μπορεί να είναι μέσω της ψυχοθεραπείας, μπορεί να είναι με τη βοήθεια κάποιου άλλου μέσου. Εγώ δεν θα πω στον καθένα πώς και τι, αλλά σίγουρα θέλει φροντίδα γιατί υποβάλλεται σε μεγάλες δοκιμασίες, λόγω αυτής της δουλειάς.
Όταν την κάνεις επιφανειακά ίσως να μη χρειάζεται τόσο. Αν και πάλι εκτίθεσαι τόσο πολύ που έχεις ανάγκη από μια φροντίδα.
Αυτό πιστεύω. Εγώ άργησα να το κάνω αυτό και δεν επαίρομαι. Πήγα και έκανα ψυχοθεραπεία στα 35 μου.Γιατί έφτασα σε ένα σημείο που το σύστημα δεν δούλευε. Αλλά το έκανα αυτό το δώρο στον εαυτό μου και από τη στιγμή αυτή και μετά, μετά τα έξι χρόνια που έκανα ψυχοθεραπεία, είδα μεγάλες διαφορές στη διαδρομή μου ως ηθοποιός. Άρα με βοήθησε, πέρα από την προσωπική μου ζωή και στην επαγγελματική. Είναι το είδος της δουλειάς μας που το χρειάζεται αυτό πολύ.
Είναι δύσκολο να μπαίνει κανείς από τον έναν άνθρωπο στον άλλον, από τον έναν χαρακτήρα στον άλλον. Μέσα σε μία σεζόν να μπεις σε τρεις χαρακτήρες;
*Καλείσαι να κάνεις έντονα πράγματα. Εγώ πήγαινα στη «Μάγισσα» ας πούμε το πρωί στο γύρισμα και με ένα μαχαίρι σκότωνα κάποιον δέκα φορές. Ε, είναι φυσιολογικό; Ξυπνάει ο κάθε άνθρωπος να πάει στη δουλειά του για να μαχαιρώνει τον άλλον; Θέλω να πω ότι μπαίνεις σε καταστάσεις οι οποίες είναι ακραίες πολλές φορές. Αλλά σου ζητείται και αυτό πολλές φορές. Οπότε κάπως πρέπει να προστατεύσεις τον εαυτό σου από αυτή τη δόνηση.
Είπατε προηγουμένως ότι συχνά στενοχωριόσαστε. Με τι στενοχωριέστε και μάλιστα στην εποχή μας;
*Μια θλίψη μού γεννά αυτή η εποχή. Και δεν είμαι η μόνη, φαντάζομαι. Ο περισσότερος κόσμος είναι έτσι είναι αν είναι σκεπτόμενος.
Αλήθεια, ποιο θεωρείτε το πιο σοβαρό πρόβλημα της εποχής μας;
*Την απληστία. Θεωρώ ότι είναι το δηλητήριο σε όλους τους τομείς. Απληστία εννοώ για την εξουσία, είτε για το χρήμα, είτε για τη δόξα. Η απληστία οδηγεί τους ανθρώπους σε απονενοημένα πράγματα, δηλαδή κάνουν ακρότητες, φρικτά πράγματα.
Αυτό θα έλεγα ότι είναι στην κορωνίδα. Φυσικά υπάρχουν κι άλλα. ‘Όπως για παράδειγμα σχετικά με τη θέση της γυναίκας. Βλέπουμε συνεχώς να συμβαίνουν αυτά τα απαράδεκτα γεγονότα. Δεν είμαστε ίσοι. Είναι σαν οι γυναίκες να είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Παράλληλα υπάρχει και μια έκρηξη βίας η οποία είναι ένα σύνθετο πρόβλημα και προέρχεται από πολλά. Αρχής γενομένης από το διαδίκτυο, από τις εικόνες που παίρνουμε, από την εμπλοκή μας με όλα αυτά, τα social media και οτιδήποτε βλέπουμε. Γιατί η εικόνα είναι πολύ ισχυρή, είναι κινητήριος δύναμη.
Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή ότι παρακαλούσα τη μαμά μου να με αφήσει να δω το «Χριστός Ξανασταυρώνεται», που ήταν μόνο μία φορά την εβδομάδα. Και όμως, εκείνη δεν με άφηνε επειδή η προβολή ήταν πολύ αργά.
Φανταστείτε δηλαδή πόσο λίγο ήταν ανοικτή η τηλεόραση στο σπίτι. Ελάχιστα.
Και ήτανε για να δεις μία ώρα την εβδομάδα ένα επεισόδιο στην τηλεόραση…
Ήταν μια ολόκληρη ιστορία. Θα μου πεις, μα δεν είμαστε σε αυτή την εποχή. Φυσικά δεν είμαστε. Τα πράγματα προχωράνε. Απλώς θέλει μια επιλογή. Θέλει έλεγχο και να είσαι σε συνεχή σχέση με το παιδί σου και να ακολουθείς τα βήματά του.
Μετά τη «Λίντα» υπάρχει κάτι άλλο;
*Σχεδόν ποτέ δεν κάνω σχέδια. Λέω σχεδόν γιατί μια φορά έκανα και έτυχε να πέσουν δύο δουλειές ταυτόχρονα. Οπότε αναγκάστηκα να επιλέξω μία από τις δύο. Δεν μπορούσα να αναλάβω και τις δύο, δεν θα τα κατάφερνα.
Έχετε σκεφθεί την αρχαία τραγωδία;
*Όλα είναι στο τραπέζι αν και δεν έχω εκπαιδευτεί σε αυτό το είδος όπως άλλοι συνάδελφοί μου. Θα μπορούσα να το κάνω με μια ειδική συνθήκη και με πολλή προετοιμασία και δουλειά. Το ζητούμενο δεν είναι η αρχαία τραγωδία. Το ζητούμενο είναι τι και ποιος και γιατί. Όπως σε όλα τα πράγματα. Δηλαδή γιατί το κάνει ένας σκηνοθέτης; Ποιος είναι αυτός ο σκηνοθέτης και τι είναι το ζητούμενο σε ένα έργο;
Αν στη δεδομένη στιγμή με ακουμπάει και εμένα κάπου. Έχω κάνει μόνο την Ωραία Ελένη στις «Τρωάδες» μία φορά στην Αρχαία Επίδαυρο, με το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Διαγόρα Χρονόπουλου, το 1994. Την ίδια παράσταση την ανεβάσαμε τότε και στο αρχαίο θέατρο της Τροίας. Αυτό μόνο έχω κάνει. Τίποτα άλλο, ούτε Χορό…
Βέβαια τώρα σιγά σιγά έχει μπει και το μικρόφωνο σε όλες αυτές τις παραστάσεις. Κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό όταν γίνεται σωστή χρήση. Ήδη πολλοί σκηνοθέτες το υποστηρίζουν και αυτό δημιουργεί και άλλες θερμοκρασίες.
Το καλοκαίρι ο Θόδωρος Τερζόπουλος είχε πει ότι δεν θα έχει μικρόφωνα και όντως δεν είχε. Αντιθέτως ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν είχε στην «Ιφιγένεια». Οι ξένοι θίασοι συνήθως έχουν.
∗Σας λέω και πάλι ότι δεν είναι απαραίτητα κακό. Έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζει η ενέργεια που καταθέτεις σε έναν τέτοιο χώρο. Η δύναμη έρχεται από τα ακροδάχτυλά σου και βγαίνει για να ταξιδέψει.
Βέβαια πολλές φορές επηρεάζουν και οι συνθήκες. Ο καιρός είναι ο αστάθμητος παράγοντας, η υγρασία, η ζέστη, το κρύο. Ιδρώνεις, κρυώνεις, η φωνή είναι πολύ ευαίσθητο όργανο.
Σκέπτεστε κάποιον από τους σκηνοθέτες της νέας γενιάς, που θα θέλατε να σας σκηνοθετήσει;
*Δεν προσεγγίζω τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο. Αλλά γενικά μ’ αρέσουν οι προκλήσεις και οι νέοι άνθρωποι και το ρίσκο που παίρνεις. Τώρα για παράδειγμα που είχα την πρόταση από την κυρία Σκότη ήξερα τη διαδρομή και το έργο της. Ήξερα πού πάω. Ενώ αν έρθει ένα νέο παιδί, αναλαμβάνεις ένα ρίσκο μαζί του και τότε σκέπτεσαι εντελώς διαφορετικά. Εκτός αν με έπειθε και αν είχαμε μεταξύ μας χημεία. Σίγουρα όμως στη δουλειά μας η πρόκληση είναι ένα βασικό στοιχείο πριν πάρεις μια απόφαση.
Πώς είναι η καθημερινότητά σας;
*Απλή θα έλεγα και – σε εισαγωγικά – λίγο στρατιωτική όταν εργάζομαι. Ξεκινάει από το τι θα φάω, πόσο θα φάω, αν θα γυμναστώ, αν κάνω κάποιες ασκήσεις λίγο για τη φωνή μου. Ποιες ώρες θα διαβάσω και μία ώρα που μπορεί να χαζέψω, να δω κάτι. Ας πούμε το βράδυ όταν τελειώνω από την πρόβα δεν μπορώ να διαβάσω, θα δω κάτι. Μια σειρά, συνήθως βλέπω με τον άντρα μου μια σειρά την ώρα που γυρίζω σπίτι.
Και λέω σειρά, γιατί συνήθως είναι μόνο 45 λεπτά, δεν αντέχω να δω ταινία, νυστάζω. Επίσης, σε καθημερινή βάση μού αρέσει να διαβάζω τουλάχιστον μισή ώρα λογοτεχνία πριν κοιμηθώ. Κάνω μια ήσυχη ζωή. Δεν βγαίνω πολύ αλλά όποτε χρειαστεί θα δω κάποιους φίλους.
Στρατιωτική έως μοναστική ζωή. Μετά όμως, μόλις ανέβει το έργο θα χαλαρώσουμε λίγο.
Κλείνοντας να σας ρωτήσω αν αγαπάτε τα ζώα και αν έχετε κατοικίδιο στο σπίτι;
*Έχουμε τη Φρίντα. Είναι ένα γερμανικό ποιμενικό. Δεν τη λες και ζωάκι. Είναι ήδη 35 κιλά. Χωρίς να είμαι από αυτούς που βάζουνε τα ζώα πάνω από οτιδήποτε άλλο, θεωρώ ότι η σχέση με τα ζώα είναι ο προθάλαμος για οποιαδήποτε άλλη σχέση.
Αναγκαστικά με αυτή τη σχέση πρέπει να κάνεις πέρα τον εγωισμό σου. Το ζώο χωρίς εσένα δεν υπάρχει, δεν υφίσταται. Αν δεν το ταΐσεις, θα πεθάνει. Είναι απαραίτητο να το πας βόλτα. Εξαρτάται από σένα σε τέτοιο βαθμό, που πολλές φορές πρέπει να βάλεις λίγο στην άκρη τον εαυτό σου και να του δώσεις αυτά που χρειάζεται. Οπότε, γι’ αυτό λέω προθάλαμος για οποιαδήποτε άλλη σχέση ή ανάληψη ευθύνης.
Πρέπει να δίνεις προτεραιότητα στο ζωάκι σου και αυτό είναι ωραίο πράγμα, είναι ωραία αίσθηση.
Τη Φρίντα τη γνωρίσαμε από την μέρα που γεννήθηκε. Η μαμά της έκανε εννιά κουτάβια και η Φρίντα προχώρησε προς το μέρος του άντρα μου που παρακολουθούσε τη σκηνή. Αυτή μας …υιοθέτησε. Έτσι έγινε μέλος της οικογένειάς μας.
Ασφαλώς η συναναστροφή μας με τα ζώα μάς κάνει καλύτερους ανθρώπους, αρκεί αυτή η σχέση να είναι ουσιαστική και σε σωστές βάσεις.
Κυρία Λέχου, σας ευχαριστώ πολύ.
*Εγώ σας ευχαριστώ για την ωραία κουβέντα.