Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου
Με αφορμή την επέτειο της γέννησης της αγαπημένης Κατερίνας Γώγου (Σάββατο 1 Ιουνίου 1940) το catisart.gr παραθέτει δύο διαμάντια με την υπογραφή δύο αγαπημένων φίλων.
*Το πρώτο διαμάντι, είναι ο πίνακας – στην αρχή του θέματος – με την υπογραφή του ζωγράφου Δημοσθένη Σκουλάκη. Έχει τον τίτλο «Κατερίνα Γώγου – Τρία κλικ αριστερά», [2008, λάδι σε καμβά, 170 x 130 εκ.]. Ένας πίνακας που δεν πρόλαβε να τον δει η Κατερίνα…
*Το δεύτερο διαμάντι είναι το κείμενο που ακολουθεί με τον τίτλο “Πού πας καραβάκι”; με την υπογραφή της δημοσιογράφου Ελένης Β. Σπανοπούλου.
***
ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΑΡΑΒΑΚΙ;
Της Ελένης Σπανοπούλου
«Αγαπώ να τη θυμάμαι! Την Κατερίνα! Την αταξίδευτη στην πραγματική ζωή. Όχι που τη φοβήθηκε, δηλαδή… Την αγκάλιασε σφιχτά, όπως το παιδί τη Μάνα την ώρα της εγκατάλειψης. Παραδόθηκε στη φλόγα της, όπως προδομένη ερωμένη σε ιδανικό κι ανάξιο εραστή και κάηκε ολάκερη με εφιαλτικά ουρλιαχτά, ποιώντας Ποίηση από τις ίδιες της τις στάχτες! Όνειρα καμωμένα από το ίδιο υλικό που είναι φτιαγμένη η λευκή σκόνη. Ο τρόμος…
«Ήταν ένα μικρό μικρό καράβι που ήταν α, α, αταξίδευτο».
Το Κατερινιώ με τα μαύρα μάτια, σαν κάρβουνα αναμμένα, τα πεισματάρικα θυμωμένα χείλη κι εκείνα τα πληγωμένα χέρια, τα τρυπημένα από την επιθυμία να ταξιδεύει στην απόλυτη ακινησία.
-«Στο θάνατο, μωρέ! Τί δεν καταλαβαίνεις Λενιώ;».
-Με ρώτησε, ψηλά σηκώνοντας το σαγόνι και κλωτσώντας ένα παιχνίδι του γιου μου στο πάτωμα του σπιτιού…
-«Καταλαβαίνω Κατερινιώ, αλλά δεν αποδέχομαι και μην κλωτσάς μέσα στο σπίτι σαν άλογο γιατί θα ξυπνήσει το παιδί».
-Μουλάρι θες να πεις, απάντησε και κάθισε πάλι στο τραπέζι…
*
Ήταν από τις συνεντεύξεις που δεν θα έβγαινε πέρα. Το καταλάβαινα καθώς την παρακολουθούσα να τριγυρνάει στο σπίτι μου σαν πληγωμένο πουλί που δεν μπορεί να πετάξει. Σαν αιχμάλωτη αγριόγατα. Σαν και τα δυο μαζί την ίδια στιγμή στο ίδιο κλουβί. Και τότε κατάλαβα ότι δεν μπορώ να κάνω ερωτήσεις γιατί φοβόμουν τις απαντήσεις! Κατάλαβα ότι είχα μπροστά μου το ιερό δισκοπότηρο του ανθρώπινου πόνου. Άρχισε να χτυπάει το κεφάλι της στο τραπέζι, τρομοκρατώντας με.
-Μπορώ να πεθάνω εδώ τώρα, αν με αναγκάσεις να θυμηθώ. Ρώτα ό,τι θες. Όχι όμως για τη ζωή μου.
-«Και πώς ρε Κατερίνα; Τι διάολο θα πω αύριο στον Λέοντα Καραπαναγιώτη, που έχω φύγει δύο μέρες από τη δουλειά, για να καταφέρω να κάνω αυτή τη συνέντευξη μαζί σου και γυρίζω χωρίς χειρόγραφα;».
-Να του πεις ότι δεν γουστάρει η Γώγου άλλα ταξίδια. Ένα με νοιάζει μόνο, το τελευταίο…
-«Ας μιλήσουμε τότε γι’ αυτό. Ο Θάνατος»…
-Ποιος θάνατος ρε κορίτσι μου! Μουρλάθηκες μωρέ; Για τη ντρόγκα σου λέω… Κάθε ταξίδι μ’ αυτήν είναι σαν τελευταίο. Και δεν θα φάω αυτό που μαγείρεψες! Για τον Κωνσταντίνο σου με πέρασες; Και δεν μου λες; Tι του είπες του παιδιού για μένα;
-«Ότι ζαλίστηκες, έπεσες… Ότι θα δουλέψουμε μια συνέντευξή σου κι ότι θα μείνεις απόψε μαζί μας γιατί είναι αργά».
-Καλά κάτσε να φας εσύ. Εγώ θα πιώ μόνο. Βάλε!..
(Με πρόσταξε κι ύστερα άρχισε μόνη της να μιλάει):
-Για το πώς γίνεται το μητρικό γάλα δηλητήριο, το χέρι του πατέρα βούρδουλας, το ταγκό του εραστή θηλιά στο λαιμό, η γέννα θάνατος, η τέχνη ζωή και η ζωή ποίηση. Για το πώς βάζει κραγιόν η Βουγιουκλάκη και πώς κοιμάται ο γέρος κι η γριά, για την αρκούδα του τρόμου που την κυνηγάει μέρα νύχτα, για τα άνυδρα ιδρωμένα σεντόνια των ανάξιων εραστών και τις χαίνουσες πληγές αδιέξοδων ερώτων, για τους αφέντες που σε κάνουν κομματάκια και σε τρώνε σιγά σιγά απολαμβάνοντας να πίνουν τα δάκρυα της αναπόδραστης δουλείας σου, για τους λυγμούς των ηθελημένων αλλά και των αδόκητων αποχωρισμών, για τα καρφιά και τα λύτρα της προδοσίας και για τα στέκια τα εξαρχειώτικα που παγώνουν τις φλέβες σου ίσαμε τη λατρεμένη ακινησία του Τίποτε.. Του Δεν Υπάρχω, Δεν Νοιώθω, Δεν Θέλω, Δεν Είμαι…
*
Ξημερώσαμε κλαίγοντας. Όλο το πρωινό κοιμόταν κι εγώ έγραφα τη… Μη Συνέντευξη με την Κατερίνα Γώγου, για «Τα Νέα».
Το μεσημέρι έφαγε όλο το φαγητό της. Έπαιξε με τον Κωνσταντίνο και έφυγε λέγοντάς μου: -Κοίτα με στα μάτια Λενιώ. Εσύ κάνε ό,τι θες. Χωρίς όρους!
Στη σύσκεψη, το επόμενο πρωί, ανακοίνωσα: Έχω το θέμα της Κατερίνας Γώγου, 1.200 λέξεις, και ζήτησα να μιλήσω με τον Λέοντα Καραπαναγιώτη ιδιαιτέρως.
-Κύριε διευθυντά έχω το θέμα έτοιμο, αλλά να σας εξηγήσω γιατί δεν είναι στη μορφή συνέντευξης. Αν διαφωνείτε, δηλώνω ότι απέτυχα…
-Δεν χρειάζεται κυρία μου. Δώστε τα χειρόγραφα στον συντάκτη Ύλης να προχωρήσουν. Μου τηλεφώνησε πρωί πρωί η κυρία Γώγου. Όλα καλά, κάντε τη δουλειά σας.
*
Δεν έμαθα ποτέ τι του είπε… Από τότε όποτε βλέπω καραβάκι στη θάλασσα το ονομάζω Κατερίνα και του γνέφω με μια γλυκιά αγάπη, σαν αυτή που τόσο της έλειψε. Όπου κι αν ταξιδεύεις τώρα, μακριά από αυτής της ζωής «το όξος, την πρέζα και τη χολή», αγαπώ να σε θυμάμαι Κατερίνα μου. Και σου γνέφω…
***
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ. ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ
Η Κατερίνα Γώγου μέσα από συνεντεύξεις, κείμενα και ντοκουμέντα. Σε αυτό το βιβλίο με τον τίτλο: «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του» [Εκδόσεις Καστανιώτη] συγκεντρώνονται συνεντεύξεις και κείμενα της Κατερίνας Γώγου, καθώς και αρχειακό υλικό (χειρόγραφα, φωτογραφίες κ.ά.) σε επιμέλεια της Ευτυχίας Παναγιώτου. Μικρό σχήμα, 288 σελίδες.
***
Κατερίνα Γώγου (1 Ιουνίου 1940 – 3 Οκτωβρίου 1993).