Το «Κατερινάκι», όπως προσφωνούσαν όλοι στην Αίγινα την πολυβραβευμένη ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, αναπαύεται από την Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020 στο κοιμητήριο Αγίας Ειρήνης, σε απόσταση λίγων μέτρων από τη θάλασσα που τόσο αγαπούσε και δίπλα στον αγαπημένο της Ρόντνεϊ.
Ο αποχαιρετισμός της έγινε στον Ιερό Ναό της Παναγίτσας, την αγαπημένη εκκλησία των παιδικών της χρόνων.
Με δάκρυα, πολλή αγάπη και συγκίνηση την αποχαιρέτησε η Αίγινα και οι καλοί της φίλοι από την Αθήνα.
***
«Αίγινα Ι»
Γυρνώντας απ’ τη θάλασσα με τη μάνα μου
Καθόμαστε να ξαποστάσουμε κάτω απ’ την ίδια πάντα ελιά.
Μου διηγόταν τότε την ιστορία του μέρμηγκα και του τζίτζικα,
Πρώτα μαθήματα εγκράτειας, σωφροσύνης,
μα πάνω απ’ το κεφάλι μας ξεφώνιζε ο ποιητής με πάθος στο λιοπύρι.
Ε, μάνα, για ποιο χειμώνα μου μιλάς,
τι δυστυχίες, τι πάγους και ποια πείνα;
Τούτο είναι το θαύμα εδώ, αρχίζει με την κάψα
Τελειώνει μόλις στα σκούρα μπει η μέρα
Τα σπόρια ζώνονται από παντού, τα βρίσκει το μερμήγκι,
ενώ ο γκρίζος ασυλλόγιστος βουβαίνεται, παγώνει.
Αχ, μάνα μου κακότυχη, που γέννησες μια τζίτζικα,
Δεν ξέρει να μαζώνει!
Μόλις ξημέρωνε το’ σκαγα απ’ το κρεβάτι
Τη νυχτικιά μου έσερνα σε χόρτα, ποτιστάδες,
Ο κήπος μου φαινότανε απέραντη εξουσία
Κι κότες πρόσωπα σημαντικά, προσηλωμένα να τσιμπάνε…
Δεν ήξερα ώρες μες στο θέρος.
Αιωνιότητα το χωράφι, το μαγκάνι γύριζε στον άπειρο χρόνο,
Βουτούσα στα σανά, χωνόμουνα, κυλιόμουνα
Ανάμεσα στη θάλασσα κι εκεί αρχίζαν άλλες.
Είχα από τότε φτιάξει δύο εαυτούς. Ο ένας γαλήνιος
Κούρνιαζε, αγάπαγε τα γύρω του καλά διατεθειμένος,
Τον άλλο τον ερέθιζε ο γλυκός κίνδυνος που κρύβει άγνωστο Σώμα.
Ονόμαζα γαλήνη το χειμώνα, την τρέλα καλοκαίρι
Και μεταμορφωνόμουνα σε άγγελο χειμερινό, σε σατανά της ζέστης.
Η μάνα μου ετρόμαζε μ’ αυτές τις δύο μου φύσεις,
θα φταίνε, έλεγε, οι δύο κόσμοι, η πολυκατοικία και το νησί,
μα όπου να’ ναι χειμωνιάζει,
που θα πάει κι αυτή …θα μαζευτεί.
***
«Αίγινα ΙΙ»
Με φωτοστέφανο τις πρώτες συννεφιές
Ο άγιος ο Σεπτέμβριος ερχόταν κι έλαμπε
Με την ωραία ισορροπία του ανάμεσα στη σοφία
Της σοδειάς και στην τρελή καλοκαιριά της θάλασσας ακόμα.
Απ’ τα χαράματα ήμαστε στα δέντρα
Και τ’ απόγεμα καθαρίζαμε ό,τι φιστίκι είχαμε μαζέψει το πρωί,
Η Αργυρώ, η Βαγγελιώ κι η θεία Γιωάννα.
Γύρω απ’ το μακρύ τραπέζι ιστορίες
γι’ αρραβωνιάσματα, προίκες κι αβασκαμούς…
Οι άντρες κάθονταν καμιά φορά μαζί μας,
Ο Γιώργος ο Μήτσος, ο Νεκτάριος.
Κι άρχιζαν τα αστεία και τα υπονοούμενα, που τα κατάλαβα μετά.
Η γεροντοκόρη έλεγε: Τι τη θέλω τη σκοτούρα του άντρα,
την παντρειά;
Έχω τώρα το κεφάλι μου ήσυχο.
Και μια νιόπαντρη με μάτια που γελούσαν:
Δίκιο, τι δίκιο που’ χεις, Άννα!
Σουρούπωνε, μύριζε ρετσίνι κι ο ουρανός.
Αλλάζαμε και κατεβαίναμε στο λιμάνι για λουκουμάδες.
Με κλαρωτά τσιτάκια η μαμά κι η θείτσα,
«ωραία ώρα», τα ψωνάκια τους και μετά στην Αρτεμίτσα για πρόβα.
Έτριζαν τα σανίδια τα φαρδιά.
Όλο το πάτωμα έκλινε στη μια πάντα,
Η ντουλάπα με τον καθρέφτη σαν να’ πλεε στο κύμα.
Είχε κάποτε η μοδίστρα μας άντρα σφουγγαρά
Κι έπειτα μόνο μια μαυρόασπρη φωτογραφία, το βελόνι της
και δυο κορίτσια «ν’ αναστήσω. αλλά κυρα-Λένη μου,
η μεγάλη μου άριστη, πάντα άριστη!»
Βραδινή επιστροφή, άσπρη η φυλακή κι οι φρουροί
μελαγχολικοί μες στ’ ανοιχτά κλουβιά τους
Να παίζουν νευρικά το κουμπί στο ραδιοφωνάκι τους.
Ακουμπισμένη πάντα στον ίδιο μαντρότοιχο
η Λιλή μιλάει στη νύχτα. τρελάθηκε
σαν ήτανε κορίτσι κι ο αρραβωνιαστικός της
την άφησε μια ώρα πριν το γάμο, γιατί ο πατέρας
άλλη προίκα είχε υποσχεθεί κι άλλη του ’δινε.
Παντρεύτηκε ο καλός της την ίδια μέρα μια φτωχιά
με το πουκάμισο, έτσι από πείσμα, είπαν.
Μικρή μαθητευόμενη της θλίψης, στο μαξιλάρι μου
έλεγα την ιστορία της παραλοϊσμένης καρδιάς
κι έκλαιγα για πάθη που δεν είχα γνωρίσει ακόμη.
***
*Τα ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ ανήκουν στη συλλογή «Επίλογος Αέρας», Εκδόσεις Κέδρος 1990.