Επιμέλεια: Παναγιώτης Μήλας
Αργά το απόγευμα της Δευτέρας 8 Ιουλίου 2019 άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα ο Κάρολος Φιξ, απόγονος της γνωστής οικογενείας.
Ο Κάρολος Ιωάννου Φιξ τα τελευταία χρόνια ζούσε στην Ελβετία, στο Γκστάαντ. Πριν από λίγο καιρό ήρθε για το καλοκαίρι στην Αθήνα στο σπίτι του, ένα ρετιρέ στην οδό Ηρώδου Αττικού, δίπλα από το Μέγαρο Μαξίμου. Όμως δύο ατυχήματα στα πόδια και στο ισχίο στάθηκαν μοιραία για τον 92χρονο επιχειρηματία.
***
Όταν ο δεκαεπτάχρονος Βαυαρός Όθωνας, ήρθε στην Ελλάδα το 1833 ως ο πρώτος βασιλιάς της χώρας, διορισμένος από τις Μεγάλες Δυνάμεις συνοδευόταν από τρεις αντιβασιλείς για να τον αντικαθιστούν όσο ήταν ανήλικος. Μαζί του ήρθαν στην Αθήνα 4.200 στρατιώτες και περίπου 100 Βαυαροί τεχνίτες και βιοτέχνες.
Ανάμεσά τους ήταν και κάποιος Κάρολος Φιξ που πήρε άδεια από το παλάτι να πραγματοποιήσει την πρώτη παραγωγή μπίρας στη χώρα. Ο Κάρολος Φιξ και οι απόγονοί του έγραψαν μια πραγματική επιχειρηματική εποποιία στην Ελλάδα που τότε δεν γνώριζε την μπίρα.
Οι Βαυαροί όμως, ως γνήσιοι Γερμανοί την έπιναν με μανία. Το παλάτι λοιπόν και οι Βαυαροί φαντάροι και σύμβουλοι επέβαλαν τη νέα μόδα που άρχισε να διαδίδεται στα καφενεία και τα εστιατόρια της εποχής. Στην αρχή οι Έλληνες την περιφρονούσαν προτιμώντας τη ρετσίνα. Σιγά σιγά ο μιμητισμός έκανε τα θαύμα του ειδικά στην καλοκαιρινή περίοδο όπου η παγωμένη μπίρα κέρδισε τους κατοίκους της πρωτεύουσας.
***
Ο Κάρολος Φιξ εγκαταστάθηκε στο Νέο Ηράκλειο όπου επί Όθωνα έμεναν όλοι οι Βαυαροί, εκεί άλλωστε υπάρχει ως σήμερα και η μεγάλη βίλα της οικογένειας, εγκαταλελειμμένη.
Ο επιχειρηματίας είχε φτιάξει δύο βιοτεχνίες παραγωγής μπίρας, αλλά η μεγάλη επέκταση της ζυθοποιίας έγινε από τον γιο του Ιωάννη. Ο Γιάννης γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1832 στο Mϋhldorf της Βαυαρίας, όπου και σπούδασε την επιστήμη της ζυθοποιίας. Σε ταξίδι του από το Μόναχο στην Ελλάδα για να δει τον πατέρα του, που ήταν μηχανικός μεταλλείων στα λιγνιτωρυχεία της Κύμης και του Λαυρίου, φτάνει στον Πειραιά, όπου και αντικρίζει μία εικόνα που τον θλίβει.
Η πρώτη εντύπωση από το επίνειο των Αθηνών ήταν πολύ φτωχή, σε σχέση με το Μόναχο: τις μεταφορές επιτελούσαν ζώα, καθώς την εποχή εκείνη τα αυτοκίνητα, ακόμα και τα ιππήλατα, ήταν άγνωστα.
Ο 18χρονος Γιάννης, από τον Πειραιά ξεκίνησε για το πατρικό του σπίτι, που βρισκόταν στα περίχωρα της Αθήνας, στην περιοχή που σήμερα αποτελεί το Νέο Ηράκλειο και που τότε λεγόταν Μαγκουφάνα.
Η μοίρα, όμως, έμελλε να τον στιγματίσει για όλη του τη ζωή. Έτσι, καθώς πλησίαζε προς τη Μαγκουφάνα, άκουσε πυροβολισμούς στο δρόμο. Στην περιοχή, κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι ληστές. Παρατήρησε τότε ότι στο δρόμο βρισκόταν πεσμένος νεκρός ένας άντρας. Πλησιάζοντας, αναγνώρισε αμέσως τον πατέρα του.
Το σοκ ήταν τεράστιο. Μετά τον αδόκητο θάνατο του πατέρα του, παίρνει τη μεγάλη και καθοριστική απόφαση να μείνει στην Ελλάδα και να δραστηριοποιηθεί σε διάφορες επιχειρήσεις.
Ο Γιάννης Φιξ, παρά την οικονομική κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα, καθώς και την κρισιμότητα της εποχής, αναλαμβάνει το ρίσκο να προχωρήσει με ένα άγνωστο προϊόν, σε μία χώρα που λίγα χρόνια μετά, το 1893, επί Χαριλάου Τρικούπη, έφτασε στη χρεοκοπία.
Έτσι, η ζυθοποιία FIX ιδρύεται το 1864 από τον Ιωάννη Φιξ, του οποίου ο πατέρας, Κάρολος, είχε ξεκινήσει την ενασχόληση με τη ζυθοποίηση 30 χρόνια πριν, με αποτέλεσμα να αποτελεί την πρώτη μεγαλοζυθοποιία στην Ελλάδα την εποχή εκείνη. Μάλιστα, καθώς ήταν και επίσημος προμηθευτής της βασιλικής αυλής, θεωρούνταν ότι κατείχε μονοπωλιακή θέση στην αγορά και αναγνωρίστηκε από τις υπόλοιπες, που δραστηριοποιούνταν, τότε, στη νεοσύστατη αθηναϊκή αγορά.
Αυτός δημιούργησε τεράστιες για την εποχή εγκαταστάσεις στο μακρινό τότε Κολωνάκι, το 1863. Δίπλα στο εργοστάσιο έφτιαξε και τις κατοικίες της οικογένειας, αν και πολλοί Αθηναίοι τον έλεγαν τρελό που πήγε και εγκαταστάθηκε -πλούσιος άνθρωπος- σε κείνη την ερημιά.
Επειδή κάποια από τα υλικά παρασκευής της μπίρας ήθελαν χαμηλές θερμοκρασίες και δεν υπήρχαν ψυκτικά μηχανήματα, ο Ιωάννης Φιξ τα αποθήκευε στην Πάρνηθα και οι χωρικοί απ’ το Μενίδι έβγαζαν μεροκάματο κουβαλώντας τα τυλιγμένα με τσουβάλια ως το Κολωνάκι. Η μπίρα Φιξ είχε πια αποκτήσει πολλούς οπαδούς και μεγάλο δίκτυο διανομής σ’ όλη τη χώρα.
Το 1870 ο Φιξ ανοίγει την πρώτη του μεγάλη μπιραρία στις πλαγιές του Αρδηττού που έμεινε ανοιχτή μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Από το όνομα της μπιραρίας, «Μετς» πήρε στη συνέχεια το όνομά της η περιοχή και το κρατάει μέχρι και σήμερα.
Μετά το θάνατο του Γιάννη Φιξ, ο Κάρολος αποφασίζει να μεταφέρει τη ζυθοβιοτεχνία, λόγω ανεπάρκειας χώρου, στην εξοχική, τότε, λεωφόρο Συγγρού, όπου η μικρή χειροκίνητη βιοτεχνία, το 1893, μετατρέπεται σε ατμοκίνητο εργοστάσιο, με πρωτοπόρα για την εποχή εκείνη συστήματα ψυκτικών μηχανημάτων, που ήταν απαραίτητα για την παραγωγή της μπίρας.
Το 1900 η μπίρα της βραβεύτηκε στην έκθεση του Μιλάνου με το «Χρυσούν Βραβείον».
Εκείνη την περίοδο στη ζυθοποιία δούλευαν 5.000 εργάτες. Ο μόνος σοβαρός ανταγωνιστής που αντιμετώπισε ήταν η ζυθοποιία Κλωναρίδη το 1903, που επεκτάθηκε μεν αλλά κατέρρευσε από ένα σκάνδαλο λίγα χρόνια αργότερα.
Το 1920 ο Κάρολος Φιξ πληροφορείται ότι στην Ευρώπη αρχίζει η παραγωγή τεχνητού ψύχους. Χωρίς καθυστέρηση, συγκεντρώνει τις οικονομίες του και εφοδιάζει το μικρό του εργοστάσιο με ψυκτικά μηχανήματα. Έτσι, φέρνει στην Ελλάδα, για πρώτη φορά, τον τεχνητό πάγο.
Το 1922, χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής, φεύγει από τη ζωή ο Κάρολος Φιξ, αφήνοντας το εργοστάσιο στους δύο γιους του, Γιάννη και Αντώνη. Τα δύο αδέλφια εργάστηκαν σκληρά για την ανέλιξη της επιχείρησης που τους κληροδότησε ο πατέρας τους, με πραγματικά πρωτοπόρες ενέργειες, που έθεσαν και τις βάσεις για τη νεότερη βιομηχανική ανασυγκρότηση της χώρας.
Ως το 1950, τίποτα δεν την απειλούσε εκτός από την ίδια την κόπωση που φέρνει ενός ολόκληρου αιώνα επιτυχία. Στα τέλη του ’50, ένα μέλος την οικογένειας, ο Αντώνιος Φιξ αποσπάστηκε και παρήγαγε την μπίρα «Άλφα».
Η αρχή του τέλους ήταν όταν καταργήθηκε το μονοπώλιο και επετράπη και σε άλλες ζυθοποιίες να λειτουργήσουν στη χώρα. Η Χάινεκεν με την Άμστελ εκτόπισαν τη Φιξ μέσα σε λίγα χρόνια.
Ακολούθησε μια τρομακτική κατηφόρα που οδήγησε σε στάση της παραγωγής και σε πτώχευση του 1982. Άφησε πίσω της το πιο διάσημο βιομηχανικό κουφάρι της Αθήνας, το κτήριο Φιξ στη Συγγρού. Σήμερα και η Φιξ και η Άλφα ξανακυκλοφορούν…
***
Το 1984 ο Κάρολος Ιωάννου Φιξ δημιούργησε την εταιρεία επενδύσεων Fix Asset Management (FAM) με στόχο να δραστηριοποιηθεί στη διαχείριση κεφαλαίων στο εξωτερικό.
Όταν μάλιστα ο Κάρολος Ι. Φιξ αποφάσισε να προωθήσει και πάλι μπίρα με το όνομά του το 1997 (παρότι το όνομα το διεκδικούσαν η οινοποιία Κουρτάκης και ο εξάδελφός του Κάρολος Αντωνίου Φιξ), αυτό έγινε αποκλειστικά και μόνο μέσω του δικτύου των σουπερμάρκετ που ανήκουν στον όμιλο Μαρινοπούλου. Ήταν μάλιστα εισαγόμενη μπίρα, που παρασκευαζόταν στην Ολλανδία.
***
Όπως σε αρκετές οικογενειακές επιχειρήσεις έτσι και στους Φιξ οι έριδες και τα πάθη δεν έλειψαν. Πήραν μάλιστα διαστάσεις όταν ο Ιωάννης Καρόλου Φιξ πέθανε τον Αύγουστο του 1943.
Η σύζυγός του Μαριάνθη λίγο αργότερα παντρεύτηκε τον Πέτρο Γαρουφαλιά, γνωστό νομικό της Αθήνας και άριστο γνώστη του Εμπορικού Δικαίου. Κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των άλλων μετόχων και να τοποθετήσει περί το 1951 στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου τον Κάρολο Ιωάννου Φιξ.
Ο αδελφός του θανόντος, Αντώνης Καρόλου Φιξ, αντέδρασε και φυσικά διέρρηξε τις σχέσεις του με τη νύφη του και τον Γαρουφαλιά, αποχωρώντας από την εταιρεία. Αλλά και άλλοι μέτοχοι της εταιρείας, οι αδελφοί Γεωργιάδη, ο Γεώργιος Φιξ και ο Ε. Δρακούλης, δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι με τη διοίκηση του νεαρού Καρόλου. Γρήγορα όμως κατευνάστηκαν οι αντιδράσεις.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Αντώνης Φιξ δημιούργησε εργοστάσιο παγοποιίας και αποθήκες ψυγείων στην οδό Πέτρου Ράλλη. Και λίγο αργότερα άρχισε να συζητεί με τον εφοπλιστή Αντώνη Χανδρή τη δημιουργία νέας ζυθοποιίας.
Αυτό κατέστη δυνατόν μόλις το 1961 και έτσι κυκλοφόρησε η μπίρα Άλφα – εμπορικό σήμα που κατέχει σήμερα η Αθηναϊκή Ζυθοποιία. Τότε ξεκίνησε ο επιχειρηματικός «πόλεμος» με τον Κάρολο. Δεν κράτησε όμως πολύ, διότι το 1962 ο Αντώνης Φιξ πέθανε. Η εταιρεία πέρασε στον όμιλο Μποδοσάκη και σύντομα στα χέρια του ανιψιού του, Καρόλου.