6 C
Athens
Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Ημίφως

Της Μαρίας Γεωργαντά

Η βόλτα καθιερωμένη εντελώς, πάντα αυτή την ώρα που ο ήλιος δίνει σκυτάλη στο φεγγάρι και ο ουρανός ακροβατεί στις αποχρώσεις και των δύο. Η διαδρομή η ίδια από το σπίτι στο γραφικό bistrot της γειτονιάς με τη μυρωδιά του γιασεμιού σε κάθε βήμα σαν να θέλει, να εξωραΐσει τη συνήθεια σε ευλάβεια -ίσως, ό, τι έχει θέση στο χρόνο, να μην είναι μια συνήθεια απλώς. Φτάνοντας, όλα είναι στη θέση τους. Τα χαμογελαστά πρόσωπα των υπαλλήλων -σχεδόν οικεία πια- το ζεστό περιβάλλον με τα χρωματιστά τραπέζια και τα κεράκια, η απαλή μουσική μιας ρετρό εποχής, και άνθρωποι απομονωμένοι γύρω σε παρέες ή χωρίς- όλα στη θέση τους.

«Τσάι μήλου με κανέλα, αγαπητή μας δεσποινίς;» ο γνωστός τύπος -κάποιοι τον λένε «ατραξιόν του μαγαζιού»- με το τριαντάφυλλο tattoo στο ξυρισμένο κεφάλι του, το βελούδινο μπορντό γιλέκο του και με όλα τα χαρακτηριστικά του τραβηγμένα από το γέλιο -σαν να μην καταδέχεται άλλη έκφραση, να δεσπόσει στο πρόσωπό του- στεκόταν στο τραπέζι μου. «Ακριβώς! Ευχαριστώ πολύ!» χαμογέλασα στον Κομπέρ της καθημερινότητάς μου. Βγάζοντας τα μπεζ χαρτιά από τη τσάντα μου, συνειδητοποίησα ότι ήμουν έτοιμη για το τελευταίο βήμα. Πάει καιρός, που το βασανίζω μέσα μου- αν δεν το κάνω τώρα, δεν θα το κάνω ποτέ. «Ορίστε, αγαπητή! Με έξτρα ξυλάκι κανέλας! Επιτρέψτε μου την προσθήκη! Νιώθω, ότι το έχετε ανάγκη απόψε!» διέκοψε τις σκέψεις μου ο Κομπέρ, αφήνοντας το αχνιστό τσάι μπροστά μου, με το κορμί του να λικνίζεται διακριτικά στους ρυθμούς μιας jazz μελωδίας. «Εκτός και αν θέλετε ευγενικά, να βάλετε φρένο στην προβλεψιμότητά μου!» είπα με μια διάθεση αυτοσαρκασμού – κατά βάθος, ήθελα, να ξορκίσω όλα τα “αναμενόμενα” της ζωής μου. «Κανένας άνθρωπος δεν είναι προβλέψιμος, αγαπητή! Καλή απόλαυση!» μου ψιθύρισε ο Κομπέρ και με ένα κλείσιμο του ματιού ξεμάκραινε, για να επιστρέψει στη θέση του, σαν να ήταν ώρα η αυλαία να ανοίξει. Πίνοντας την πρώτη γουλιά από το τσάι μου, με συνεπήρε η μυρωδιά της κανέλας και κατά έναν περίεργο τρόπο με γέμισε αυτοπεποίθηση μπροστά στο άψυχο χαρτί, που σε λίγο θα «κλείδωνε» τις λέξεις μου. Πρώτη φορά δεν ήξερα πώς να ξεκινήσω, το στυλό τρεμόπαιζε αμήχανο ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Ξαφνικά ακούγεται το «Sous le ciel de Paris» στην ορχηστρική εκδοχή του και όλα αναβάλλονται για λίγο με ένα κλείσιμο των βλεφάρων – αποφεύγω, είναι φανερό. «Ημίφως! Εδώ έχετε εξαιρετικό ημίφως!» μια μπάσα φωνή γεμάτη ενθουσιασμό με γείωσε στην πραγματικότητα. Στο γωνιακό τραπέζι δίπλα μου ετοιμαζόταν να καθίσει ένας ψηλόλιγνος άνδρας, βγάζοντας την καμπαρντίνα του με κινήσεις ταχυδακτυλουργού. «Θα μου φέρετε και ένα ποτήρι ζεστό κόκκινο κρασί και θα είμαι ευχαριστημένος!» είπε και κάθισε, αφήνοντας το καπέλο στο κεφάλι του -σαν να μην ήθελε, να αποκαλυφθεί αμέσως. «Άλλος ένας επιτηδευμένα μυστηριώδης τύπος!» σκέφτηκα μέσα μου, προσπαθώντας να ξεχάσω το “ημίφως”, που με εντυπωσίασε και να αφοσιωθώ σε αυτό, που με περίμενε. Ακόμα μια γουλιά τσάι, αλλά οι λέξεις δεν ακολουθούν – γράφω, σβήνω μανιωδώς! «Μυστικά, δεσποινίς;» η φωνή με το “ημίφως” με διαπέρασε, όμως δεν έβγαλα μιλιά – ελπίζοντας ότι η σιωπή μου θα τον επηρεάσει. «Μόνο τα μυστικά έχουν τέτοια ένταση! Ένα είναι ή πολλά;» η επιμονή του με έκανε να στρέψω το βλέμμα μου πάνω του. Ίσα που σκιαγράφονταν τα χαρακτηριστικά του κάτω από το καπέλο, με το γαλάζιο των ματιών του και μια “διακριτική” γενειάδα, να κυριαρχούν. «Δεν είναι μυστικά, εξομολογήσεις είναι! Είστε πάντα τόσο αδιάκριτος, κύριε;» η ενόχλησή μου εκτονώθηκε στο μουντζουρωμένο χαρτί, που μόλις έγινε μπάλα στα χέρια μου.

Το ηχηρό γέλιο εκείνου με αιφνιδίασε «Πλάκα έχετε, δεσποινίς!» και η ειρωνεία ξεχείλιζε από παντού – ο ειρμός μου είχε χαθεί τώρα για τα καλά! «Ξέρετε, δεσποινίς, τα μυστικά είναι “εν δυνάμει’” εξομολογήσεις! Τα κρυφά εξομολογούνται πάντα, τα φανερά φλυαρούν!» είπε, πίνοντας μια γουλιά από το ζεστό κόκκινο κρασί του σαν να μεταλάμβανε Θεία Κοινωνία. «Πλάκα έχετε, κύριε!» προσπάθησα απέλπιδα, να τον μιμηθώ, για να μην του αφεθώ- πώς γίνεται, να μου περνάει από το μυαλό, να του αφεθώ; «Μιλάτε για κρυφά, που εξομολογούνται, ενώ εσείς προτιμάτε, να είστε στο ημίφως!» είχα κερδίσει το μειδίαμά του και μαζί με αυτό και τον χαμένο -προς στιγμήν- αυτοέλεγχό μου. «Στο ημίφως στέκονται οι δειλοί!» συμπλήρωσα, παίρνοντας τη ρεβάνς – δεν θα του αφεθώ!

Εκείνος απτόητος και με την μπάσα φωνή του γεμάτη σιγουριά αποκρίθηκε «Ενώ στο σκοτάδι και στο φως;». Με ρωτούσε σαν να μου έστηνε παγίδα, οφείλω, να φανώ αγέρωχη «Μόνο φως υπάρχει! Και εκεί στέκονται οι γενναίοι! Το σκοτάδι είναι επιλογή και τώρα δεν μιλάμε για επιλογές!» – υπερβολικός ο στόμφος μου, το ξέρω, αλλά έτσι έχω τα ηνία. Τώρα μειδιάζω εγώ. Η σιωπή του με ξάφνιασε, ήχησε σαν κρότος στα αυτιά μου – πόση αίσθηση κάνουν τα ανέλπιστα! Ξαναγύρισα ανακουφισμένη στα γραπτά μου – μάλλον σε αυτά που φιλοδοξώ, να γίνουν τα άδεια μπεζ φύλλα στο τραπέζι μου. Επικεντρώνομαι εκεί, νιώθοντας όμως το βλέμμα του να ακουμπάει σε κάθε ίνα του κορμιού μου σαν ακτίνες λέιζερ, που κέντρο έχουν τα μύχια του νου και της ψυχής μου – όχι, δεν θα αφεθώ! Από αμηχανία αρχίζω, να γράφω, σαν κάποιος άλλος να μου υπαγορεύει – με εκείνον να διασκεδάζει σίγουρα αυτή την αλλόκοτη «κυριαρχία» του πάνω μου. «Εξομολογήσεις, λοιπόν, δεσποινίς;» μοιάζει σαν το παιχνίδι, να γυρνάει στην αρχή του «Και γιατί επιλέγετε, να τις γράφετε στο χαρτί, αν επιτρέπεται;». Χαμογέλασα σαν μαθήτρια, που ξέρει τη σωστή απάντηση. «Scripta manent» του λέω, τραβώντας γραμμή σε όσα είχα ήδη γράψει – θα με περνούσε ή για εξαιρετικά “ευφυή” ή για “παρανοϊκή”! Τώρα σίγουρα δεν ενδιαφέρεται και ο ίδιος, να του αφεθώ! Τον παρακολουθώ με την άκρη του ματιού μου, να “βυθίζει” το γαλάζιο των ματιών του στο κόκκινο κρασί – έτσι να “βαθαίνει”, όταν ερωτεύεται, άραγε; Άκυρη σκέψη, σταμάτα! «Τώρα με απογοητεύετε, δεσποινίς! Αυτά τα λένε οι δειλοί! Τα γραπτά όσο και να μένουν, δεν ζωντανεύουν!» και πίνοντας και άλλο κρασί, αιφνιδιάζοντάς με προτού προλάβω, να πάρω ανάσα καν «Λογικό βέβαια! Αφού στέκεστε στο φως! Θέλετε, να έρθετε στο ημίφως;» τώρα τα γαλάζια μάτια του “καρφώνονται” επίτηδες στα δικά μου – θέλει, να κερδίσει, μοιάζει αδιαπραγμάτευτο! «Με καλείτε στο τραπέζι σας;» μαζί με την ερώτησή μου “έσκασαν” και όλες οι πιθανές δικαιολογίες στο μυαλό μου, που θα έλεγα, για να αντισταθώ – μα γιατί ανησυχώ τόσο; Εκείνος, κάνοντας ένα νεύμα, να του φέρουν ένα δεύτερο ποτήρι ζεστό κόκκινο κρασί, με “καρφώνει” ξανά «Σας βοηθάω! Στην εξομολόγησή σας! Βλέπετε, στο φως φαίνεται η επιφάνεια! Το εκτυφλωτικό αποπροσανατολίζει! Δεν ξέρω πόση γενναιότητα έχει! Εσείς τώρα είστε στο φως, σας κοιτάζω και βλέπω ό, τι σας περιβάλλει – δεν μπορώ, να εστιάσω πουθενά, πόσω μάλλον στα ενδότερα!» τον κοιτούσα έτσι, δίνοντάς του την ώθηση, να συνεχίσει «Εγώ είμαι εδώ, στο ημίφως! Κοιτάξτε με! Μπορείτε, να επικεντρωθείτε σε σημεία πάνω μου, να δείτε τις γοητείες και τις ατέλειές μου! Το φως είναι τόσο όσο δεν ενοχλείται η αλήθεια – δεν γίνεται πλάνη! Η γενναιότητα κρύβεται στην αλήθεια! Τι επιδιώκετε με τις εξομολογήσεις σας στο χαρτί;» η ερώτησή του γύρευε απάντηση, έπρεπε να απαντήσω – όσο και αν με είχε συνεπάρει «Αποσκοπώ στο να μάθει! Να γνωρίσει, να ξέρει! Να με θυμάται, να κερδίσω!» και εκείνος χτυπώντας τα δάχτυλά του στο τραπέζι ρυθμικά «Α, είναι θέμα υστεροφημίας, λοιπόν; Να σε θυμάται δοξαστικά; Καλά, κάθεσαι στο φως τότε! Ταιριάζει στην αλαζονεία!». Αφήνοντας το τσάι μου κάτω και βάζοντας τα πράγματά μου στην τσάντα, φανερά ενοχλημένη «Σας ευχαριστώ για το μάθημα, Αλαζονικέ κύριε!» και αποφασίζοντας, να τον κοιτάξω εγώ κατάματα αυτή τη φορά «Είναι θέμα έρωτα, να ξέρετε! Αν ξέρετε δηλαδή…». Εκείνος πιάνοντας μου το χέρι σε μια κίνηση ματ, με καθήλωσε «Δεν χρειάζονται γραπτά στον έρωτα! Η καρδιά είναι το χαρτί! Δίνει φως εκείνη, δεν θέλουν προβολείς τα συναισθήματα!». Το χέρι μου “γλύκανε” σε χειραψία, με εκείνον να χαμογελάει συνωμοτικά, λέγοντάς μου «Τώρα ξέρετε..». Τα δάχτυλά μας είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους σφιχτά, σαν να προσπαθούσαν, να “ξεκλειδώσουν” κρυφές σκέψεις, πόθους, μυστικά. Με το άλλο μου χέρι -ελεύθερο από τη “δυναστεία” του, καθώς είναι- βγάζω το στυλό από την τσάντα μου και χωρίς να τον κοιτάξω -τα βλέμματα είναι ανασταλτικά στις μοιραίες αποφάσεις- γράφω στη χαρτοπετσέτα του το όνομα και το τηλέφωνό μου. Το «Sous le ciel de Paris» πλημμυρίζει ξανά το χώρο, μου αρκεί, να το πάρω ως “σημάδι” για την τελευταία μου ατάκα- τώρα που μοιάζουν όλα με σεκάνς κινηματογραφικής ταινίας, τώρα είναι η ώρα! Αφήνω το χέρι μου, να “απασφαλιστεί” από το δικό του και σηκώνοντας τη χαρτοπετσέτα με τα στοιχεία μου αποφασιστικά μπροστά του, παίρνω ανάσα και «ΖΩΝΤΑΝΕΨΕ ΤΟ!» του λέω «στο ΗΜΙΦΩΣ!». Αφήνοντάς τον πίσω μου και αποχαιρετώντας τον Κομπέρ μου, που μου έδειχνε το ζωγραφισμένο τριαντάφυλλο στο κεφάλι του, στέλνοντάς μου φιλί από μακριά, νιώθω ήδη μέσα μου, πως κάτι έχει αλλάξει… Πως έπειτα από μια νύχτα στο “ημίφως” τίποτα δεν θα είναι το ίδιο…

  • Φωτογραφία: Saint-Germain-des-Prés, Paris, 1952, photo by Ed van der Elsken

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -