Ο θυρωρός της νύχτας (πρωτότυπος τίτλος: Il portiere di notte) είναι ιταλική ερωτική ψυχολογική δραματική ταινία του 1974 σε σκηνοθεσία και σενάριο της Λιλιάνα Καβάνι. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Ντερκ Μπογκάρντ και Σάρλοτ Ράμπλινγκ, με τους Φιλίπ Λερουά, Γκαμπριέλε Φερτσέτι και Ίσα Μιράντα σε δεύτερους ρόλους. Τοποθετημένη στη Βιέννη το 1957, η ταινία επικεντρώνεται στη σαδομαζοχιστική σχέση μεταξύ ενός πρώην αξιωματικού στρατοπέδου συγκέντρωσης (Μπογκάρντ) και μίας από τους κρατούμενούς του (Ράμπλινγκ).
Τα θέματα της σεξουαλικής και σαδομαζοχιστικής εμμονής της ταινίας και η χρήση των εικόνων από το Ολοκαύτωμα, έχουν κάνει την ταινία αμφιλεγόμενη από την αρχική της κυκλοφορία, διχάζοντας τους κριτικούς ως προς την καλλιτεχνική της αξία, αλλά καθιστώντας την παράλληλα καλτ. Τον Ιούλιο του 2018 επιλέχθηκε να προβληθεί στο τμήμα «Venice Classics» στο 75ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Πάνε περίπου 50 χρόνια από τότε που γυρίστηκε η ταινία της Liliana Cavani, Il portiere di Notte, ελληνιστί, Ο Θυρωρός της Νύχτας (1974). Δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε ότι η ταινία δεν γεννήθηκε ex nihilo, δεν ήταν ένας κεραυνός εν αιθρία, αλλά ανήκει σε έναν ευρύτερο προβληματισμό στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και της δεκαετίας του ’70 στον ιταλικό κινηματογράφο (Βισκόντι, Παζολίνι, Μπερτολούτσι και αρκετά αργότερα 〈Λίνα Βερτμίλερ) γύρω από την κληρονομιά του φασισμού στην (ετερο)κανονικότητα των δημοκρατικών κοινωνιών. Αυτό δεν αφαιρεί κάτι από την ταινία, ούτε μειώνει την εξόχως ριζοσπαστική/ ποιητική ματιά της Καβάνι. Μια ματιά σκληρή όσο και τρυφερή.
Αυτή η ταινία, που είναι ίσως μια από τις πιο θαρραλέες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου (το Σαλό του Παζολίνι είναι μια άλλη), σόκαρε το κοινό και τους κριτικούς και συνεχίζει να το κάνει.
Ασχετα με το τι είχε η Καβάνι στο μυαλό της φτιάχνοντας αυτή την ταινία (η ιστορία της τέχνης εξάλλου δεν ανάγεται στις προθέσεις του δημιουργού, είτε αυτός είναι ο Πικάσσο, ο Μπαχ, ο Προύστ, ο Τούς, η Μαργαρίτα Καραπάνου, η Κατερίνα Γώγου, η Σύλβια Πλαθ…), ο θυρωρός της νύχτας μας προ(σ)καλεί να κοιτάξουμε τον «εξευγενισμένο» φασισμό μέσα μας. Αυτόν τον φασισμό που είναι πρόθυμος να παραχωρήσει ίσα δικαιώματα στην γυναίκα, αρκεί αυτή να εκπληρώνει τον ρόλο της ως γυναίκα/μητέρα/ερωμένη.
Η Λουτσία αρνείται να παίξει αυτόν τον ρόλο. Της καλής γυναίκας. Αφήνει τον άντρα της, τον μαέστρο όπερας, για τον Μαξ. Κλείνεται στο διαμέρισμά του με την ελεύθερη βούλησή της (I am here of my own free will, λέει στον Ναζί που προσπαθεί να την πείσει να συμμετάσχει στο καρναβάλι μια εικονικής δίκης κατά του Μαξ), και συμμετέχει ενεργά σε ένα παιχνίδι ηδονής και έρωτα, ένα παιχνίδι πολιτικής αντίστασης στην ετεροκανονικότητα. Ένα επικίνδυνο παιχνίδι που είναι καταδικασμένο στον θάνατο, ή για να είμαστε πιο ακριβείς στη δολοφονία.
Πηγές πληροφοριών: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, Εφ-Συν