Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Εξήντα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση αυτού του έργου του Αισχύλου στην Επίδαυρο από το Εθνικό Θέατρο, ανέβηκαν τώρα οι «Ικέτιδες» σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη από το Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» σε συνεργασία με το Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Στο έργο τίθενται θέματα ασύλου σε διωκόμενες γυναίκες, προστασίας και υποδοχής των προσφύγων, trafficking, συμπερίληψης, σεξισμού και ενδοοικογενειακής βίας. Θέματα που μοιάζουν διαχρονικά και σίγουρα επίκαιρα. Κεντρικός άξονας της ιστορίας τους είναι η εσωγαμία, ο γάμος δηλαδή μιας γυναίκας με συγγενή της. Σύμφωνα με το αττικό δίκαιο αν μια μοναχοκόρη κληρονομούσε περιουσία υποχρεούνταν να παντρευτεί συγγενή της για να παραμείνει η περιουσία στην οικογένεια.
Οι Ικέτιδες (1.073 στίχοι) είναι τίτλος τραγωδίας που έγραψε ο Αισχύλος και εξιστορεί την ικεσία των Δαναΐδων και του πατέρα τους προς την πόλη του Άργους, για να αποφύγουν τον αιμομικτικό γάμο με τους γιους του Αιγύπτου, τα ξαδέλφια τους.
Αποτελεί ύμνο στη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια της γυναίκας. Είναι το πρώτο μέρος τριλογίας ακολουθούμενο από τις τραγωδίες «Αιγύπτιοι και Δαναΐδες» και από το σατυρικό δράμα «Αμυμώνη». Στο παρελθόν, λόγω της απλότητας των στίχων και της σπουδαιότητας που είχε σε αυτήν ο πολυμελής χορός, πιθανολογούνταν ότι ήταν η παλαιότερη τραγωδία που έγραψε ο Αισχύλος (περί το 490 π.Χ.).
Στο έργο – που είναι το μοναδικό που έχει διασωθεί από την τετραλογία του Αισχύλου «Δαναΐδες» – πρωταγωνιστεί ένα συλλογικό γυναικείο πρόσωπο, ο Χορός, οι πενήντα κόρες του Δαναού, με αρχηγό τον πατέρα τους Δαναό (Άκης Σακελλαρίου), που εγκαταλείπουν τη Λιβύη και την Αίγυπτο και καταφεύγουν ικέτιδες στο Άργος και αγκαλιάζουν τους βωμούς.
Επιλέγουν την πόλη του Άργους λόγω της καταγωγής τους από την Αργεία Ιώ, που κυνηγημένη από την Ήρα κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου και γέννησε τον Έπαφο, πρόγονο των Δαναΐδων. Μετά τις συμβουλές του Δαναού, που δείχνει περισσή αυστηρότητα προς τις κόρες του να επιδείξουν σύνεση και να επικαλεστούν τους θεούς, υποδέχονται τον βασιλιά του Άργους, Πελασγό (Λυδία Κονιόρδου), βασιλιά του προελληνικού πελασγικού φύλου – που πιστεύεται ότι υπήρξε μητρογραμμικό, ο οποίος παραξενεμένος από την εξωτική εμφάνιση των νεαρών γυναικών και ζητά εξηγήσεις.
Όταν εκείνες του εξηγούν την κατάστασή τους, ότι προσπαθούν να αποφύγουν το γάμο με τα ξαδέρφια τους, παιδιά του Αιγύπτου και ζητούν προστασία, ο βασιλιάς της «Απίας γης» μπαίνει σε δίλημμα, είναι αναποφάσιστος. Αν τις διώξει, κινδυνεύει από την τιμωρία του Ξένιου Δία, που προστατεύει τους ικέτες αλλά αν τις δεχτεί, κινδυνεύει από ενδεχόμενη επιδρομή των βαρβάρων, οι Αιγύπτιοι θα του κηρύξουν πόλεμο. Πρώτο του μέλημα είναι η ευθύνη του προς την πόλη και ενώ δείχνει να φοβάται την απειλή των Αιγυπτίων, οι Δαναΐδες επεμβαίνουν δραματικά απειλώντας με αυτοχειρία, εφόσον τις διώξει. Απειλούν ότι θα κρεμαστούν από τα αγάλματα, έτσι ώστε να μιάνουν την πόλη του Άργους, πράγμα αυτό που θα επιφέρει αξερίζωτη κατάρα στην πόλη. Είναι έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει θετικά το ζήτημά τους, αλλά το θέτει στη λαϊκή συνέλευση, η απόφαση της οποίας έχει γι’ αυτόν δεσμευτικό χαρακτήρα.
Τελικά πείθεται να τις δεχτεί και συμβουλεύει τον Δαναό να γεμίσει τους ναούς με κλαδιά ελιάς, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η συγκατάθεση των Αργειτών. Έτσι και γίνεται, οπότε οι πολίτες συγκατατίθενται να προσφέρουν άσυλο στις Δαναΐδες και εκείνες εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους. Τη θετική απόφαση της συνέλευσης μεταφέρει ο Δαναός. Ακολουθούν οι ευχαριστίες του χορού και οι ευλογίες του για το Άργος.
Ο Χορός, που απαρτίζεται από μέλη της γυναικείας χορωδίας Chóres, νέες ηθοποιούς- σπουδάστριες της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και χορεύτριες- ακροβάτισσες της ομάδας «Και όμως κινείται», με κορυφαία τη Χριστίνα Σουγιουλτζή, δείχνουν απόλυτη πειθαρχία στις εντολές του πατέρα τους.
Εκπληκτική κίνηση του Χορού, απόλυτα δομημένη, μελετημένη και εκτελεσμένη, όπως την έχουν διδαχθεί. Πειθαρχούν στον πατέρα, εξηγούν στον Πελασγό ότι οι Αιγύπτιοι εξάδελφοί τους είναι γύπες και γι’ αυτό πολύ επικίνδυνοι.
Το σκηνικό της Χριστίνας Κάλμπαρη θύμισε κυψέλη, όπου ακροβατούσαν οι ακροβάτισσες, όπου εισέβαλε σαν βίαιη απειλή με τρομακτική βουή, ο Αιγύπτιος Κήρυκας (Γιάννης Τσορτέκης).
Εντυπωσιακή η αντίδραση του Χορού, όλες μαζί οι Κόρες, σαν ένα σμήνος πειθαρχημένο, την ίδια ώρα απειλούμενο. Οι κεφαλόδεσμοι του Χορού από ψηλά έδιναν την εικόνα εντόμων.
Όμως τα πλοία των Αιγυπτίων κάνουν την εμφάνισή τους. Ακολουθεί σκηνή με τον Κήρυκα των Αιγυπτίων που προσπαθεί ν’ αποσπάσει δια της βίας τις κοπέλες. Ο Κήρυκας σκαρφαλώνει στην σκαλωσιά του σκηνικού, εισβάλλει στο μελίσσι, κατονομάζει τις γυναίκες ανόητα θηλυκά και απειλεί.
«Καλά το λέει ο αρχαίος ποιητής. Όμοια με του ζώου, τον νου κάθε γυναίκας πήρε κι έπλασε ο θεός:
— Απ΄ τη γουρούνα την μακρότριχη τη μια, που μες στο σπίτι της όλα είναι άπλυτα και βρωμερά, και άλουστη η ίδια, στη βρώμα της απάνω κάθεται και παχαίνει.
– Άλλη, από την πονηρή αλεπού ο θεός την έπλασε, γυναίκα που όλα τα σκαρφίζεται, πανούργα, που, από κακό ή καλό, τίποτα αυτής δεν της ξεφεύγει.
— Άλλη, με σκύλα μοιάζει γοργοπόδαρη […]
— Άλλη, μοιάζει με τη γαϊδούρα, τη χιλιοδαρμένη […]
— Άλλη σαν γάτα, ελεεινή, γενιά, τρισάθλια, πας και δεν σου κάθεται, κι αν κάτσει. Με ζάλη και αηδία σε γεμίζει. […]
– Άλλη, φοράδα αβρή, με πλούσια χαίτη, ούτε που αγγίζει το χερόμυλο ή το κόσκινο […] – Άλλη από τη μαϊμού έχει πάρει, γυναίκα τερατόμορφη και κοντολαιμιάρα […] – Μόνο όποια μοιάζει με μέλισσα καλότυχος ο άντρας της, αυτή μονάχα κατηγόρια δεν την πιάνει.»
Έτσι έμοιαζε ο Χορός με μελίσσι, όμως ο σεξισμός του Αιγύπτιου δεν άφηνε περιθώρια.
«Ένα θα πω∙ δυο όλες κι όλες μέρες στη ζωή γυναίκα θα σε κάνει να χαρείς: τη μέρα που την παντρεύεσαι και τη μέρα που πεθαίνει. Μπρος! Στο καράβι! Δρόμο!». Ένας καθαρός γυναικοκτόνος, ένας βίαιος άνθρωπος, που ξεσπά το μένος του στον αδύναμο, αυτόν που νομίζει ότι μπορεί να διαχειριστεί εύκολα σύμφωνα με τις ορέξεις του. Είναι μοχθηρός και μόνο ο δημοκράτης Πελασγός μπορεί να τον αναχαιτίσει και να τον διώξει στα πλοία.
Και τις δυο μορφές πατριαρχικής εξουσίας ενσαρκώνουν με διαφορετικό τρόπο, με αυστηρότητα και επιβολή ο πρώτος ο Δαναός και με βία και τρομοκρατία ο Αιγύπτιος Κήρυκας.
Η γυναικεία φωνή υψώνεται διαχρονικά. Ο Χορός φοβάται, αντιστέκεται, διώκεται, τρέχει σε φυγή, προφυλάσσεται. Η γυναικεία μορφή ανά τους αιώνες και οι διωγμοί της. Ο Χορός κάνει σχηματισμούς. Από ψηλά έδινε την εικόνα σαν γυναικείο γεννητικό όργανο και μετά ακολουθεί ο ξυλοδαρμός – βιασμός της Υπερμνήστρας (Λένα Παπαληγούρα) από τον Αιγύπτιο Κήρυκα ο οποίος τη χτυπά με το μαστίγιο. Εκείνη κυλιέται από τον πόνο. Την αρπάζει. Η απόλυτη βία. Η γυναίκα σκεύος ηδονής και μηχανή παραγωγής παιδιών.
Μέσα από τον χαρακτήρα του Πελασγού διακρίνουμε το ιδεώδες του Αισχύλου για μια αρμονική πολιτεία, την οποία αγαπούν και νοιάζονται οι άρχοντες και οι πολίτες της. Ο Πελασγός αποτελεί υπόδειγμα δημοκρατικού βασιλιά που επιδεικνύει έντονο ενδιαφέρον για την άποψη των πολιτών του Άργους, αφού θεωρεί ότι η απόφαση που πρέπει να ληφθεί πρόκειται να καθορίσει το μέλλον της πόλης του. Η Λυδία Κονιόρδου με το αγέρωχο παρουσιαστικό της, την εκπληκτική, στιβαρή μεστή φωνή της υπηρετεί άριστα τον ρόλο, αποδίδοντας το μεγαλείο που περιμένει ο θεατής.
Οι Δαναΐδες σε πομπή μαζί με τον παραχορό (υπηρέτριες) κατευθύνονται επιτέλους στην πόλη, εγκαταλείποντας τη σκηνή με χαρούμενο τραγούδι, ενώ προηγουμένως τα τραγούδια τους ήταν λυπηρά « Αλί και αλίμονο….», τραγούδια της εξορίας και της παράκλησης, τώρα κάτω από το μεγάλο μανδύα της Χριστίνας Σουγιουλτζή, σκαρφαλωμένης στη σκαλωσιά, μανδύα, που έχει υποψία αίματος, χώνονται διακριτικά από κάτω και προωθούνται στην πίσω μεριά της σκηνής.
Η συνέχεια του μύθου γίνεται με αφήγηση, που ακούγεται στον χώρο της Επιδαύρου. Σύμφωνα με τον μύθο, στο δεύτερο έργο (δηλαδή τους Αιγυπτίους) θεωρείται ότι οι κόρες του Δαναού εξαναγκάστηκαν τελικά – πιθανώς μετά από την ήττα του Άργους και τον θάνατο του βασιλιά – να παντρευτούν τους εξαδέλφους τους.
Επειδή όμως ο Δαναός φοβόταν το χρησμό, που έλεγε ότι θα τον σκοτώσει ένας γιος του αδελφού του, πριν από την πρώτη νύχτα του γάμου μάζεψε τις κόρες του, τους μοίρασε μυτερές βελόνες, που τις έκρυψαν μέσα στα μαλλιά τους, και τις πρόσταξε να σκοτώσει καθεμιά τον άντρα της στον ύπνο του την πρώτη νύχτα του γάμου, όταν θα έχει αποκοιμηθεί, απειλώντας με θάνατο όποια δειλιάσει και παρακούσει την εντολή του. Οι Δαναΐδες υπάκουσαν στην πατρική προσταγή. Έτσι εξυφαίνουν το σχέδιο δολοφονίας των συζύγων τους κατά την πρώτη νύχτα του γάμου και τα μεσάνυχτα, μετά το γαμήλιο γλέντι, καθεμιά κάρφωσε τον εξάδελφο και σύζυγό της στην καρδιά.
Μόνον ένας επέζησε, ο Λυγκέας, που η σύζυγός του η Υπερμνήστρα του έσωσε τη ζωή, είτε γιατί ο σύζυγος και εξάδελφός της είχε σεβαστεί την παρθενιά της, είτε γιατί υπερίσχυσε ο πόθος της μητρότητας, είτε γιατί το ερωτεύτηκε το παλικάρι και από αγάπη και συμπάθεια του χάρισε τη ζωή και δεν τον θανάτωσε.
Στο τρίτο έργο (τις Δαναΐδες) εξιστορούνταν αυτή ακριβώς η ιστορία της Υπερμνήστρας που υποκύπτοντας στον έρωτα για τον σύζυγό της, σώζει τη ζωή του, ερχόμενη σε αντίθεση με την απόφαση των υπολοίπων Δαναΐδων.
Οι δυο θηλυκές μορφές του έργου η Υπερμνήστρα και η Αμυμώνη (Λουκία Μιχαλοπούλου), της οποίας το όνομα σημαίνει «αθώα» και την ταυτίζει ίσως με την Υπερμνήστρα, τη μόνη Δαναΐδα που δεν δολοφόνησε τον σύζυγό της, εναντιώνονται και οι δυο στη βία και ορθώνουν όσο τους επιτρέπεται το ανάστημά τους.
Η ερμηνεία και των δυο είναι συγκλονιστική. Εκπροσωπούν με δυνατό λόγο τον διωκόμενο άνθρωπο – τη γυναίκα, τον άνθρωπο, που ως πρόσφυγας αναζητά πέρα από τον τόπο του απελπισμένα το δίκιο του και ένα καλύτερο αύριο, εκλιπαρούν, απειλούν, διεκδικούν, υψώνουν τη φωνή τους.
Εξαιρετική η παρουσία και η φωνή της Μαρίνας Σάττι. Αυτή η Αφροδίτη, το γενετήσιο ένστικτο, είναι η αιτία όλων αυτών των δεινών. Το κατακόκκινο, με υποψίες ξεραμένου αίματος, φόρεμά της παραπέμπει στον έρωτα, στο πάθος, στη θέληση – ανάγκη για τεκνοποίηση, στο αίμα, στο μίσος, στη βία, στον θάνατο.
Υπέροχη η μουσική σύνθεση του Χαράλαμπου Γωγιού, έδωσε πάτημα στα αντίστοιχα τραγούδια.
Προσεγμένη η χορογραφία της Χριστίνας Σουγιουλτζή με κύριο χαρακτηριστικό την πειθαρχία.
Οι φωτισμοί της Στέλλα Κάλτσου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του έργου και κινήθηκαν πολύ σωστά.
Τη μουσική διδασκαλία – κομβικό σημείο της παράστασης – ανέλαβαν η Ειρήνη Πατσέα και η Σιμέλα Εμμανουηλίδου, ενώ τον ηχητικό σχεδιασμό επιμελήθηκε ο Θέμης Παντελόπουλος.
Επρόκειτο για μια πολυσχιδή παράσταση με σύνθετη σκηνοθεσία από τη Μαριάννα Κάλμπαρη, με εμφανή στόχο και μήνυμα, με ωραίες ερμηνείες, με πολλά ερεθίσματα, όπως χορό, ακροβατικά, εμβόλιμα τραγούδια, μια κινησιολογική φλυαρία, που μπορεί να στόχευε στα πάθη των γυναικών, τις κοινωνικές τους ακροβασίες και την επικινδυνότητα της ζωής τους, όμως απομάκρυνε από το λόγο, από το κείμενο του Αισχύλου.
***
Θα ήθελα να επισημάνω ότι από το Άνω Διάζωμα, Κερκίδα 22, σειρά 10, θέση 3 απ’ όπου παρακολούθησα την παράσταση, ήταν δύσκολο να βλέπω όλα τα στοιχεία της παράστασης, ακόμα και να ακούω σωστά. Άκουγα τη φωνή των ηθοποιών από τα μικρόφωνα και την ηχώ μετά, γεγονός που με αποσυντόνιζε. Φαντάζομαι, όχι μόνο εμένα. Έχουν αλλάξει οι συνθήκες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Μήπως έχουμε κάνει την Επίδαυρο κάπως Κολοσσαίο. Η αθρόα προσέλευση των ανθρώπων στο θέατρο είναι υπέροχο, όμως πρέπει οι θεατές να βλέπουν και να ακούν σωστά και επιπλέον να ξέρουν τι βλέπουν. Το κινητό της κυρίας που με το που αρχίζει η παράσταση αρχίζει να χτυπά και δεν ξέρει να το κλείσει, ενώ τρέχει έντρομη η ταξιθέτρια να τη βοηθήσει, οι ομιλίες, τα πόδια του πίσω θεατή στην πλάτη στην πλάτη του μπροστινού του όχι μόνο δεν ευνοούν, αλλά ταλαιπωρούν κιόλας.
Πώς να συντριβείς μετά με την κακομεταχείριση της γυναίκας δια μέσου των αιώνων; Πώς να ακούσεις τον λόγο του Αισχύλου για αυτοδιάθεση, ελευθερία και σεβασμό του άλλου φύλου, πώς να μιλήσεις για συμπερίληψη;
***
«Ικέτιδες» σε Ηρώδειο, Λυκαβηττό και θέατρα της Αττικής μετά τα δύο sold out στην Επίδαυρο