Ο Μυτιληνιός ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης υπηρέτησε πιστά τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Τα θέματά του, παρότι ζωντανά και γεμάτα ελληνικό φως, διακατέχονται από την θεατρικότητα και την αυστηρότητα που επέβαλε ο ακαδημαϊσμός.
***
Ο Συριανός Δημήτρης Βικέλας -πεζογράφος, διανοητής, μεταφραστής και εκ των ηγετών της προσπάθειας για την ανασύσταση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων- μας κληροδότησε ορισμένα αλλά εξαιρετικά διηγήματα, ένα από τα οποία «Η άσχημη αδελφή».
Η “Άσχημη αδελφή” είναι χαρακτηριστικό δείγμα της διηγηματογραφίας του Δημητρίου Βικέλα (1835-1908). Η ιστορία εκτυλίσσεται στη γενέτειρά του Σύρο του περασμένου αιώνα και οι ήρωές του είναι τυπικά δείγματα της μεσοαστικής κοινωνίας της.
Η πλοκή είναι απλή και προσδόκιμη, χωρίς ανατροπές ή εκπλήξεις. Παρά ταύτα, οι διακυμάνσεις της ψυχολογίας των χαρακτήρων σκιαγραφούνται με ευαισθησία και δεξιοτεχνία, ενώ τα κοινωνικά ήθη αποτυπώνονται με χάρη, λεπτότητα και αδιόρατη ειρωνεία. Η γλώσσα του απλή, μετριοπαθής καθαρεύουσα χωρίς αρχαϊσμούς.
***
Ο Ιακωβίδης δέχτηκε την πρόταση του Βικέλα να εικονογραφήσει τα διηγήματά του.
***
***
Ο πρωτοδίκης κύριος Πλατέας ερωτευμένος με μία νεαρή και όμορφη κοπέλα…
Η υπόθεση του διηγήματος έχει ως εξής: Ο ιδιόρρυθμος καθηγητής των ελληνικών κύριος Πλατέας, υπέρβαρος και αλλόκοτος, βιώνει τη ζωή του μέσα από φαντασιώσεις των Ομηρικών επών (πιθανότατα ο ήρωας να είναι πραγματικός αφού ο Βικέλας μαζί με τον Ροΐδη αποφοίτησαν από το Λύκειο Ευαγγελίδη στη Σύρο). Ο κύριος Πλατέας σώζεται από βέβαιο πνιγμό από έναν νεαρό πρωτοδίκη και του αφοσιώνεται δια βίου. Ο πρωτοδίκης, ερωτευμένος με μία νεαρή και όμορφη κοπέλα δεν μπορεί να ολοκληρώσει την ευτυχία του, αφού η μεγαλύτερη και άσχημη αδελφή της δεν μπορεί να παντρευτεί πρώτη όπως είναι το έθος της εποχής. Την άσχημη αδελφή προσφέρεται να παντρευτεί ο Πλατέας για να ανοίξει ο δρόμος για την ευτυχία του σωτήρα του.
Η Φλουρού καταλυτική ηρωίδα, νταντά του Πλατέα και ιδιόρρυθμη πολιτικάντης του νησιού, εμπλέκεται και εμπλέκει την υπόθεση σε σημείο ώστε να αναστατωθεί η τάξη, η κοινωνική και η πολιτική ζωή της Ερμούπολης του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Εξωφρενικές, κωμικές συνθήκες χαρακτηρίζουν το διήγημα μέχρι να επιτευχθεί το αίσιο τέλος.
***
- Στην αρχική εικόνα, μια χαρακτηριστική σκηνή: Ο κύριος Λιάκος χαιρετά τον κύριο Μητροφάνη και τις θυγατέρες του. Οι φίλοι Λιάκος και Πλατέας συνομιλούν μεταξύ τους, καθισμένοι αντικριστά, κάτι αποσπά την προσοχή του πρώτου, οπότε παύει να παρακολουθεί το συνομιλητή του. Όταν ο Πλατέας το αντιλαμβάνεται και δοκιμάζει να στραφεί προς το σημείο που είναι σταθερά προσηλωμένο το βλέμμα του φίλου του, εκείνος τον εμποδίζει, ζητώντας του επιτακτικά μάλιστα να εξακολουθήσει τη συζήτηση. Όσο η περιέργεια του Πλατέα παραμένει ανικανοποίητη τόσο οξύνεται και η αναγνωστική περιέργεια, η οποία ικανοποιείται μόνο κατά τη στιγμή που τα πρόσωπα τα οποία κοιτάζει ο Λιάκος, τους προσπερνούν, οπότε έχει και ο Πλατέας τη δυνατότητα να τα δει. Πρόκειται για τις κόρες του κυρίου Μητροφάνους, με τις οποίες θα γίνουν τελικά ζευγάρια οι δύο φίλοι.
Ο Δημήτρης Βικέλας από την Ερμούπολη…
Συγγραφέας, έμπορος και αθλητικός παράγων, ο Δημήτρης Βικέλας υπηρέτησε με επιτυχία, τόσο τον «Κερδώο», όσο και τον «Λόγιο Ερμή».
Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 15 Φεβρουαρίου 1835. Ο πατέρας του ήταν έμπορος με καταγωγή από τη Βέροια και ονομαζόταν Εμμανουήλ Μπικέλας ή Μπεκέλας, μέχρις ότου μετέτρεψε το επίθετό του σε Βικέλας. Η μητέρα του Σµαράγδα ανήκε στη μεγάλη ηπειρώτικη οικογένεια των Μελάδων, με δράση στο εμπόριο και τα γράμματα. Θείος του ήταν ο συγγραφέας Λέων Μελάς, ο οποίος με το μυθιστόρημά του «Ο Γεροστάθης» γαλούχησε γενεές ελληνοπαίδων.
Λόγω των συχνών μετακινήσεων του πατέρα του, αλλά και δικών του προβλημάτων υγείας, η φοίτησή του στα σχολεία δεν ήταν τακτική. Η μητέρα του, όμως, ήταν πολύ καλλιεργημένη και του προσέφερε αρκετά μαθήματα κατ’ οίκον. Ο ίδιος αργότερα ομολόγησε ότι σ’ αυτήν όφειλε την κλίση του προς τη λογοτεχνία. Σε κάποια από τις πολλές μετακινήσεις της οικογένειάς του ξαναβρέθηκε στη Σύρο, όπου και φοίτησε στο Λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη. Εκεί, αυτός και ο συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδης, εξέδιδαν χειρόγραφη εφημερίδα. Στα γράμματα εμφανίσθηκε το 1851, όταν σε ηλικία 16 ετών μετάφρασε από τα γαλλικά το θεατρικό έργο του Ρακίνα «Εσθήρ».
Σε ηλικία 17 ετών ο Βικέλας εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, στην αρχή ως λογιστής στην εμπορική επιχείρηση των θείων του «Αφοί Μελά» και στη συνέχεια ως συνεταίρος. Από τους εμπορικούς κύκλους του Λονδίνου εκτιμήθηκε η εργατικότητα, η μεθοδικότητα, η εντιμότητα και η ευρύτητα του πνεύματός του. Ανέπτυξε φιλία με τον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο Σπυρίδωνα Τρικούπη και τον γιο του Χαρίλαο, μετέπειτα πρωθυπουργό, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάληψη και τη διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896.
Τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες, ο νεαρός Βικέλας παρακολουθούσε μαθήματα Βοτανικής και Αρχιτεκτονικής στο University College, ενώ εξασκούσε το ταλέντο του στις ξένες γλώσσες. Παράλληλα, έγραφε διηγήματα, ποιήματα και μετέφραζε στα ελληνικά τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και τις τραγωδίες του Σαίξπηρ.
Το 1876 η εταιρεία Μελά διαλύθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και ο Δημήτριος Βικέλας, έχοντας κάνει μια σεβαστή περιουσία, σε ηλικία 41 ετών αποφάσισε να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις και να στραφεί αποκλειστικά προς τα γράμματα και την κοινωνική δράση. Το 1877, εξαιτίας της ασθενείας της συζύγου του, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανέπτυξε έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών.
Το καλοκαίρι του 1894 διεξήχθη στη γαλλική πρωτεύουσα το Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο και ο Δημήτριος Βικέλας παρακολουθεί τις εργασίες του, ως αντιπρόσωπος του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου. Στις 23 Ιουνίου, ημέρα λήξης των εργασιών του Συνεδρίου, αποφασίστηκε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, µε την τέλεση της πρώτης διοργάνωσης το 1896 στην Αθήνα. Η συμβολή του Δημητρίου Βικέλα υπήρξε καθοριστική, ενεργώντας αυτοβούλως και χωρίς να έχει την εξουσιοδότηση του Πανελληνίου για να χειριστεί ένα τόσο σοβαρό θέμα.
Η αρχική σκέψη του Βαρόνου Ντε Κουμπερτέν ήταν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες να γίνουν το 1900 στο Παρίσι, αλλά ο εμπνευσμένος λόγος του Βικέλα ανέτρεψε την κατάσταση. «…Στην Αθήνα, ασφαλώς δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε μεγαλοπρεπείς γιορτές, αλλά τις πολλές ελλείψεις μας θα αναπληρώσει η εγκαρδιότητα της υποδοχής μας. Δεν θα προσφέρουμε στους επισκέπτες μας διασκεδάσεις άξιες προς την περίσταση, αλλά έχουμε να δείξουμε τα µνημεία και τα ερείπια της αρχαιότητος και να τους οδηγήσουμε στους τόπους όπου τελούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους αγώνες τους…» είπε, σε μια αποστροφή της ομιλίας του και συνεπήρε τους συνέδρους, οι οποίοι ψήφισαν ομόφωνα την Αθήνα.
Η τολμηρή πρωτοβουλία του Βικέλα προκάλεσε ενθουσιασμό στην κοινή γνώμη και τον Τύπο στην Ελλάδα και ήταν η αιτία που συνέβαλε στην απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων τότε, αλλά και στην παγίωση του θεσμού τα επόμενα χρόνια. Ο Δημήτριος Βικέλας εξελέγη το 1894 πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 1896, οπότε τον διαδέχθηκε ο βαρόνος Ντε Κουμπερτέν. Πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, όπου πέθανε στις 7 Ιουλίου 1908, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Ο Δημήτριος Βικέλας θεωρείται, μαζί με τον Γεώργιο Βιζυηνό, ο εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος στην Ελλάδα. Ο «Λουκής Λάρας» είναι το πιο γνωστό του έργο, με ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Πεζογράφημα με ρεαλιστικό και κοινωνικό περιεχόμενο, γράφτηκε το 1879 και αναφέρεται στις επιπτώσεις τις επανάστασης του 1821 στους απλούς ανθρώπους. Άλλα σημαντικά διηγήματά του είναι «Ο Παπα-Νάρκισσος», «Ο Λυσσασμένος», «Η άσχημη αδελφή», «Φίλιππος Μάρθας» και «Γιατί έγινα Δικηγόρος».
Ο Δημήτριος Βικέλας ανέπτυξε σημαντικό κοινωφελές έργο. Ίδρυσε τον «Οίκο Τυφλών», τη «Σεβαστοπούλειο Σχολή» και το 1899 τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» για την έκδοση βιβλίων σε φθηνή τιμή. Μετά το θάνατό του κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στο δήμο Ηρακλείου Κρήτης, τη γνωστή και σήμερα «Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη».
Εργογραφία
«Άπαντα» (εκδ. Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων)
«Διηγήματα» (εκδ. Εστία)
«Λουκής Λάρας» (εκδ. Εστία)
«Η ζωή μου» (εκδ. Εκάτη)
«Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν» (εκδ. Εκάτη)
***
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης από τα Χίδηρα της Λέσβου
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου1853 στα Χίδηρα της Λέσβου. Σε ηλικία 13 ετών πήγε στη Σμύρνη, για να ζήσει με τον θείο του, πρακτικό αρχιτέκτονα, και να φοιτήσει στην Ευαγγελική Σχολή, ενώ παράλληλα εργαζόταν. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη και κυρίως για την ξυλογλυπτική. Το 1868, ακολούθησε το θείο του στη Μενεμένη για δύο έτη και το 1870 με την προτροπή και την οικονομική βοήθεια του Μιχαήλ Χατζηλουκά, ξυλέμπορου, συνεργάτη του θείου του, αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική στην Αθήνα.
Το 1870, εγγράφηκε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας (τη μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Δάσκαλοί του στην Αθήνα ήταν ο ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας και ο γλύπτης Λεωνίδας Δρόσης. Από το Σχολείο των Τεχνών αποφοίτησε με άριστα τον Μάρτιο του 1877, ενώ είχε ήδη αρχίσει να διακρίνεται για το ζωγραφικό του ταλέντο.
Τον Νοέμβριο του 1877 έλαβε υποτροφία από το ελληνικό κράτος και αναχώρησε για το Μόναχο με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης. Δάσκαλοί του εκεί ήταν ο Λούντβιχ φον Λεφτς (Ludwig νοn Löfftz), ο Βίλχελμ φον Λίντενσμιτ (Wilhelm νοn Lindenschmidt) και ο Γκάμπριελ φον Μαξ (Gabriel νοn Max). Το 1883, αποφοίτησε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και για τα επόμενα δεκαεφτά χρόνια συνέχισε να εργάζεται στην ίδια πόλη.
Το 1878, δημιούργησε στο Μόναχο δικό του εργαστήριο και σχολή ζωγραφικής θηλέων που λειτούργησε μέχρι το 1898. Με το ταλέντο και την εργατικότητά του, έγινε ευρύτατα γνωστός και αγαπητός. Οι διακρίσεις άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη: «Χρυσούν μετάλλιον» στην Αθήνα το 1888, ιδιαίτερο βραβείο των Παρισίων 1889, «Βραβείο τιμής» στην Βρέμη το 1890, «Χρυσούν μετάλλιον» του Βερολίνου το 1891, «Χρυσούν μετάλλιον» του Μονάχου το 1893, το «Οικονόμειον βραβείον» στην Τεργέστη το 1895, το βραβείο Βαρκελώνης το 1898 και το χρυσό μετάλλιο στο Παρίσι το 1900.
Το 1889 πέθανε η σύζυγός του, Αγλαΐα. Το γεγονός αυτό σημάδεψε τη ζωή του και λέγεται πως κατόπιν σταμάτησε να ζωγραφίζει χαρούμενα παιδικά θέματα.
Το 1900, ιδρύθηκε η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας και ο Ιακωβίδης κλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να επιστρέψει στην Ελλάδα και διορίστηκε πρώτος της έφορος. Μετά τον θάνατο του δασκάλου του Νικηφόρου Λύτρα το 1904, διορίστηκε ως άμισθος καθηγητής ελαιογραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών. Για την προσφορά του αυτή, του απονεμήθηκε ο «Χρυσούς Σταυρός των Ιπποτών». Κατά την ίδια περίοδο, ο Ιακωβίδης, ως ο αγαπημένος προσωπογράφος της βασιλικής οικογένειας (υπήρξε προσωπικός φίλος του φιλότεχνου πρίγκιπα Νικολάου) και της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας, ήταν ήδη ένας από τους λίγους ευκατάστατους Έλληνες ζωγράφους.
Το 1910, με τον διαχωρισμό της Σχολής Καλών Τεχνών από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με βασιλικό διάταγμα του ανατέθηκε η διεύθυνση του Σχολείου των Καλών Τεχνών. Το 1914, ο Ιακωβίδης τιμάται με το «Αριστείον των Γραμμάτων και Τεχνών» και το 1918, τη θέση του στη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης αναλαμβάνει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1926, ορίζεται ως ένα από τα τριάντα οκτώ αριστίνδην μέλη της νεοσυσταθείσας Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1930, αποχωρεί από τη διεύθυνση της Ανωτάτης, πλέον -μετά την αναδιοργάνωσή της- Σχολής Καλών Τεχνών, με τον τίτλο του «επιτίμου διευθυντού». Πέθανε στην Αθήνα, στις 13 Δεκεμβρίου 1932, λίγο καιρό πριν κλείσει τα ογδόντα του.
Η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση τον Νοέμβριο του 2005.
Ο Ιακωβίδης υπηρέτησε πιστά τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Τα θέματά του, παρότι ζωντανά και γεμάτα ελληνικό φως, διακατέχονται από την θεατρικότητα και την αυστηρότητα που επέβαλε ο ακαδημαϊσμός.
Η στάση του απέναντι στον γαλλόφερτο ιμπρεσιονισμό ήταν ιδιαιτέρως επικριτική. Γι’ αυτό κατηγορήθηκε ότι έβαλε τροχοπέδη στην εισαγωγή νεωτεριστικών καλλιτεχνικών ρευμάτων στην Ελλάδα. Εντούτοις, νεότεροι τεχνοκριτικοί βρίσκουν ότι ο συντηρητικός Iακωβίδης δεν στάθηκε εμπόδιο σε νεωτεριστές μαθητές του, έστω κι αν δεν συμμεριζόταν τους δρόμους που ακολουθούσαν.
Στα χρόνια της παραμονής του στη Γερμανία, τα θέματά του ήταν κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής, ιδίως συνθέσεις με παιδιά, εσωτερικά σπιτιών, νεκρές φύσεις, λουλούδια και άλλα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα στράφηκε προς τη δημιουργία πορτρέτων και υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες προσωπογράφους.
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης έχει αφήσει μεγάλο ζωγραφικό έργο, περί τους 200 ελαιογραφικούς πίνακες που σώζονται στα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης και Αμερικής, στην Πινακοθήκη Αθηνών και σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Διακρίθηκε ως ζωγράφος παιδικών σκηνών, προσωπογραφίας και ανθογραφίας. Από τα έργα του τα πλέον γνωστά είναι: η «Παιδική συναυλία» (Πινακοθήκη Αθηνών), ο «Παιδικός καβγάς», ο «Κακός εγγονός», το «Σκουλαρίκι», ο «Πάππος και εγγονός», τα «Πρώτα βήματα», η «Μητρική στοργή», το «Κτένισμα της εγγονής», η «Κρέουσα» κ.ά.
Οι παιδικές σκηνές των έργων του χαρακτηρίστηκαν δείγματα νατουραλιστικής ειλικρίνειας.
Το προσωπικό ημερολόγιο του καλλιτέχνη, όπου αναγράφονται τα έργα του χρονολογικά από το 1878 έως το 1919, δωρήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη από τον γιο του ζωγράφου τον γνωστό ηθοποιό Μιχάλη Ιακωβίδη το 1951.
- Tα έργα χρονολογούνται πριν από το 1897. Το υλικό είναι αραιωμένο μελάνι σε χαρτί. Κληροδότημα Αλέξανδρου Οικονόμου στην Εθνική Πανακοθήκη.