Του Παναγιώτη Μήλα
Αρχές καλοκαιριού του 1990 στο «Έθνος». Ένα απρόσμενο τηλεφώνημα πρωί πρωί στο σπίτι. Έπρεπε το ταχύτερο δυνατόν να πάω στο γραφείο. Ανησύχησα. Ο Αλέκος Φιλιππόπουλος είχε φύγει ένα χρόνο πριν από την εφημερίδα. Η πρόσκληση από τον εκδότη κ. Γιώργο Μπόμπολα για μια σύσκεψη.
Όταν πήγα ήταν εκεί ο διευθυντής της εφημερίδας «Έθνος» Χρήστος Θεοχαράτος, ο Διευθυντής Σύνταξης Νίκος Νικολαΐδης, από το «Έθνος της Κυριακής» ο Διευθυντής του Δημήτρης Βάρος, ο Διευθυντής του περιοδικού «Εικόνες» Ανδρέας Μπόμης κι εγώ που ήμουν τότε Αρχισυντάκτης του Πολιτιστικού στο «Έθνος».
Δεν πρόλαβε να μας εξηγήσει ο «κύριος Γιώργος» το σκοπό της έκτακτης συνάντησης όταν άνοιξε η πόρτα του γραφείου και μπήκε μέσα ένας λαμπερός, ευθυτενής, χαμογελαστός άντρας. Φορούσε μπεζ κοστούμι, φοβερή τσάκιση στο παντελόνι, σκούρα μπεζ γραβάτα, λευκές κάλτσες, δίχρωμα παπούτσια λουστρίνια και μικρό λευκό γαρίφαλο στο πέτο.
Όταν μας πλησίασε, για να προσφέρει σε όλους από ένα μικρό κόκκινο γαρίφαλο, ένα διακριτικό άρωμα απλώθηκε στο τεράστιο γραφείο του εκδότη.
«Του Βοτανικού ο μάγκας» είχε έρθει για να μας ανακοινώσει ότι αποχωρεί από την ενεργό δράση.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης! Ήταν τότε μόλις 68 ετών και με το ζόρι έδειχνε 50χρονος…
Όπως μας είχε πει η απόφασή του για αποχώρηση ήταν αμετάκλητη.
Κι όμως. «Του Βοτανικού ο μάγκας» μας είχε πει εκείνο το πρωινό ένα μεγάλο ψέμα…
Ο «σερ Μπιθί», όπως τον είχε βαφτίσει ο Δημήτρης Ψαθάς σε ένα χρονογράφημά του, έμεινε στο πάλκο για άλλα δώδεκα χρόνια. Έκανε την τελευταία του εμφάνιση στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας τη Δευτέρα 11 Μαρτίου 2002.
***
Σε εκείνη τη συνάντηση στο «Έθνος», του είπα πως τον είχα δει τη Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 1965, στην πρώτη μεγάλη συναυλία που έδωσε ο Σταύρος Ξαρχάκος στο Θέατρο «Κεντρικόν» – που σήμερα δεν υπάρχει – στο τέρμα της οδού Κολοκοτρώνη, πίσω από το κτήριο της Μικρής Βουλής, μέσα στη στοά.
Εκεί ο Ξαρχάκος παρουσίασε τη μέχρι τότε δουλειά του. Εκτός από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τραγούδησε η Βίκυ Μοσχολιού και η Αλέκα Μαβίλη, με σολίστ στα μπουζούκια τους Γιώργο Ζαμπέτα και Στέλιο Ζαφειρίου. Μεταξύ των θεατών ήταν και ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, μιας και τους άλλους δύο μεγάλους, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, τους είχαν «καπαρώσει» -τότε- οι «γαλάζιοι» και οι «κόκκινοι».
Χαρακτηριστικό σε εκείνη τη συναυλία ήταν το τρακ του Μπιθικώτση που είχε μπροστά του το αναλόγιο με την παρτιτούρα όλων των τραγουδιών που θα ερμήνευε. Φανερά μπλοκαρισμένος είπε το πρώτο τραγούδι όμως με το που άρχισαν οι νότες του δεύτερου τραγουδιού ο Μπιθικώτσης παραμέρισε το αναλόγιο. Ο κόσμος χειροκρότησε κι εκείνος – παρά την εμπειρία τόσων χρόνων στο πάλκο – παρακολουθούσε σαν μαθητούδι στα μάτια και στα χέρια τον διαβολεμένα αεικίνητο – 26χρονο τότε – Σταύρο Ξαρχάκο.
***
Ο Μπιθικώτσης θυμήθηκε τη σκηνή που του περιέγραψα και μου διηγήθηκε ένα παρόμοιο περιστατικό με τρακ συνοδεία άγχους που του είχε συμβεί και πάλι στο «Κεντρικόν» τον Μάρτιο του 1961. Τότε μετά την πρώτη στροφή του τραγουδιού «Σε πότισα ροδόσταμο», σταμάτησε, έμεινε άφωνος…
Δεν ήξερα αυτή την ιστορία και ο Μπιθικώτσης συνέχισε: «Η συναυλία ήταν με την ορχήστρα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και μεταδιδόταν ζωντανά στο ραδιόφωνο. Διεύθυνε ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο Μάνος Χατζιδάκις συμμετείχε σε δύο τραγούδια παίζοντας πιάνο και Μανώλης Χιώτης ήταν σολίστ στο μπουζούκι. Τραγουδούσαν ακόμη ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, η Μαίρη Λίντα και σε πρώτη εμφάνιση ο Τέρης Χρυσός. Παρουσίαζε τη συναυλία η Μάρω Κοντού».
Όμως ο Μπιθικώτσης από το τρακ δεν μπορεί να βγει στη σκηνή. Ενημερώνει την Κοντού πως δεν είναι καλά. Εκείνη οργίζεται και προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση και να τον …ξυπνήσει του δίνει ένα ξεγυριστό χαστούκι.
Η δημοσιογραφική παρέα έχει ήδη συγκεντρωθεί γύρω μας και όλοι τον ακούμε να συνεχίζει:
«Ήταν η μοναδική γυναίκα που με χαστούκισε στη ζωή μου»…
***
Βγήκε έτσι στη σκηνή αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το «Ροδόσταμο». Αποχώρησε από τη σκηνή ζητώντας συγγνώμη και ο Θεοδωράκης – παράλληλα με τη διεύθυνση της ορχήστρας – πήρε τη σκυτάλη και στο τραγούδι.
***
Το περιστατικό αυτό το ιστόρησε με τρόπο καταπληκτικό ο Μποστ με την παρακάτω ιστορική γελοιογραφία:
ΟΙ ΣΠΑΣΜΟΙ ΣΤΟΜΑΧΟΥ ΚΕ Η ΠΕΡΙΠΤΟΣΙΣ ΜΠΙΘΙΚΟΤΣΗ
Ανωμαλίε εις τας συναβλίε
Τι έπαθε Γρηγόρη μου, τι έχεις που μ’ αφίνης;
θέλης να φέρω το γιατρό ή θες νερό της κρήνης;
Ήσουν γλικός, ίσουν καλώς, είχες τις χάρες όλες,
ανοίχτε τη γραβάτα του, τραβάτε του τις σόλες,
βγάλτε του τα παπούτσεια του, αέρα στο αγόρη!
Τι έπαθες αοιδόνη μου κε φίλε μου Γρηγόρη;
Γυιέ μου, εγώ δεν χάθικα, θα κσαπλοθό λιγάκη,
το μεσιμέρη έφαγα ισπανικό λαδάκι,
τραγούδησε στη θέσι μου, διευθύνοντος συνχρόνως,
να κάτσω εν τω μεταξί εντός του «Κεντρικώνος».
Μη μου τραβάς τον ρουχισμόν, μη μου τραβάς τις σόλες,
πες ν’ αρχινήσουν τα βιολιά, να πέξουν κε οι βιόλαις.
Σε λίγο θα γενώ καλλά, σε λίγο θα περάση,
μπήκε στις φλέβες μου πολύ κε μ’ έχη διαπεράση.
***
Αξίζει εδώ να αναφέρω ότι το «ισπανικό λάδι» εκείνη την εποχή πρωταγωνιστούσε σε ένα διεθνές σκάνδαλο διατροφικό και θανατηφόρο.
***
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γεννήθηκε στο Περιστέρι στις 11 Δεκεμβρίου 1922. Ήταν από φτωχή οικογένεια, εργάστηκε αρχικά ως υδραυλικός και παράλληλα έπαιζε κιθάρα. Ήταν το μικρότερο παιδί οκταμελούς οικογένειας.
Στα Δεκεμβριανά κρυβόταν σε πηγάδι στο σπίτι του στο Περιστέρι. Αργότερα πήγε φαντάρος το 1945 μέχρι το 1947 όπου συμμετείχε στην ορχήστρα της Μακρονήσου με σκοπό την ψυχαγωγία των αξιωματικών.
Ως συνοδός στρατιώτης κρατουμένων, σε μεταγωγή αριστερών το 1948 γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη με τον οποίο συνεργάστηκε.
Μπήκε στη δισκογραφία το 1949 σε ηλικία 27 ετών ως συνθέτης με το τραγούδι «Το καντήλι τρεμοσβήνει» σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Συνέθεσε περισσότερα από 200 τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως: «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Σε τούτο το στενό» και «Επίσημη αγαπημένη».
Η συνεργασία του με το Μίκη Θεοδωράκη αλλά και με το Μάνο Χατζιδάκι «γέννησε» τα καλύτερα ίσως τραγούδια του. Με την ερμηνεία του στον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη και του Γιάννη Ρίτσου χάραξε νέους δρόμους στο λαϊκό τραγούδι. Σημαντική ήταν η ερμηνεία του στο «Άξιον Εστί» των Ελύτη – Θεοδωράκη.
Επίσης, ερμήνευσε τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Γιώργου Μητσάκη, του Γιάννη Παπαϊωάννου και του Άκη Πάνου. Στις συνεργασίες του αξίζει επίσης να αναφερθούν αυτές με τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση και τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη.
***
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έφυγε από τη ζωή έπειτα από βραχύχρονη περίοδο νοσηλείας, στις 7 Απριλίου 2005, σε ηλικία 82 ετών.