Κρατική υπηρεσία της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επόπτευε τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας για τα «ανεπιθύμητα» πρόσωπα του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Γκουλάγκ ονομαζόταν η κρατική υπηρεσία της Σοβιετικής Ένωσης που επόπτευε τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη χώρα και στα οποία εγκλείονταν τα «ανεπιθύμητα» πρόσωπα του κομμουνιστικού καθεστώτος. Πρόκειται για τη Γενική Διεύθυνση Αναμορφωτικών Στρατοπέδων Εργασίας (ГУЛАГ τα αρχικά της στα ρωσικά). Η λέξη ήταν άγνωστη στη Δύση έως το 1973, οπότε δημοσιεύτηκε το έργο του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», που με τον τίτλο αυτό παρομοίασε τα διασκορπισμένα σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση στρατόπεδα εργασίας με αλυσίδα νησιών.
Τα στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας ιδρύθηκαν με σοβιετικό διάταγμα στις 15 Απριλίου 1919, συνεχίζοντας την τσαρική παράδοση. Υπέστησαν αλλεπάλληλες διοικητικές και οργανωτικές μεταβολές στη δεκαετία του 1920 από τον Στάλιν μέχρι την ίδρυση της Γκουλάγκ στις 25 Απριλίου 1930. Δημιουργήθηκαν βάσει του άρθρου 58 του Ποινικού Κώδικα και αποτέλεσαν το βασικό εργαλείο για την πολιτική καταπίεση των διαφωνούντων του καθεστώτος. Τα στρατόπεδα αυτά βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της μυστικής αστυνομίας της Σοβιετικής Ένωσης (κατά χρονολογική σειρά GPU, OGPU, NKVD, MVD).
Οι πρώτοι «ένοικοι» των στρατοπέδων αυτών ήταν οι χωρικοί που είχαν συλληφθεί κατά την εποχή της κολεκτιβοποίησης. Ακολούθησαν οι διαφωνούντες διανοούμενοι, μέλη εθνοτικών ομάδων, ύποπτα για έλλειψη νομιμοφροσύνης στελέχη του ΚΚΣΕ, πολίτες κατηγορούμενοι για συνωμοσία με ξένες κυβερνήσεις όσο βρίσκονταν στο εξωτερικό, ύποπτοι για σαμποτάζ, κοινοί εγκληματίες και πολλοί άλλοι.
Οι κρατούμενοι γέμισαν το Γκουλάγκ σε τρία κύρια κύματα: τα πρώτα χρόνια του πρώτου Πενταετούς Προγράμματος (1929-1932), στην έξαρση των σταλινικών εκκαθαρίσεων (1936-1938) και τα πρώτα χρόνια αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον Μάρτιο του 1940 υπήρχαν τουλάχιστον 456 στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη σοβιετική επικράτεια.
Ο Σολτζενίτσιν υποστηρίζει ότι μεταξύ 1928 και 1953 «περίπου σαράντα με πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι κλείστηκαν στο Αρχιπέλαγος με βαριές ποινές». Σύμφωνα με πιο εμπεριστατωμένες εκτιμήσεις, ο αριθμός αυτός υπολογίζεται σε 6.000.000 με 15.000.000 για την περίοδο 1934-1953. Την ίδια περίοδο 1.053.829 πέθαναν στα στρατόπεδα του Γκουλάγκ, σύμφωνα με τα σοβιετικά αρχεία, που μελετήθηκαν από ερευνητές τη δεκαετία του ‘90.
Κατά τη μετασταλινική περίοδο της «φιλελευθεροποίησης», το Γκουλάγκ διαλύθηκε επίσημα στις 13 Ιανουαρίου 1960. Οι αρμοδιότητές του απορροφήθηκαν από διάφορες οικονομικές υπηρεσίες και όσα στρατόπεδα απέμειναν συγκεντρώθηκαν σ’ έναν καινούργιο οργανισμό, το GUITK (Γενική Διεύθυνση Αναμορφωτικών Κέντρων Εργασίας).
Πολλοί Σοβιετικοί διανοούμενοι υπήρξαν «τρόφιμοι» στρατοπέδων συγκέντρωσης και αποτύπωσαν σε έργα τους τη φρίκη του Γκουλάγκ. Ξεχωρίζουν δύο βιβλία που κυκλοφορούν και στα ελληνικά: το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν (1918-2008) και η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες από την Κολιμά» του Βαρλάμ Σαλάμοφ (1907-1982).
Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ
Χρονικό των στρατοπέδων συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας για πολιτικούς κρατούμενους στη Σοβιετική Ένωση, γραμμένο από τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν.
Χρονικό των στρατοπέδων συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας για πολιτικούς κρατούμενους (Γκουλάγκ) στη Σοβιετική Ένωση, γραμμένο από τον νομπελίστα Ρώσο συγγραφέα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν (γεν. 1918). Αποτέλεσε ένα από τα κύρια όπλα της Δύσης στην ιδεολογική της αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Για τους Σοβιετικούς και τους συνοδοιπόρους τους, το βιβλίο εντασσόταν στη «φθηνή αντικομμουνιστική προπαγάνδα».
Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» γράφτηκε μεταξύ 1958 και 1968, κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ο Σολζενίτσιν, με μακρόχρονη θητεία και ο ίδιος σε «Γκουλάγκ» (ρώσικο αρκτικόλεξο για την «Ανώτατη Διοίκηση των Επανορθωτικών Στρατοπέδων Εργασίας»), βρισκόταν υπό τη διαρκή παρακολούθηση της KGB και αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο κατοικίας. Το μεγαλύτερο μέρος του γράφτηκε στην ασφαλή ντάτσα του τσελίστα Μτσίσλαβ Ροστροπόβιτς, που λόγω της διασημότητάς του βρισκόταν στο απυρόβλητο.
Το βιβλίο αποτελεί ένα δημιουργικό μείγμα δημοσιογραφίας και ιστορίας. Ο Σολζενίτσιν μετέφερε στο χαρτί τη δική του εμπειρία στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας (1945-1953) και τις μαρτυρίες 227 συγκρατουμένων του. Τα χειρόγραφα του βιβλίου αποτυπώθηκαν σε μικροφίλμ και διοχετεύθηκαν στη Δύση, όπου κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία στις 28 Δεκεμβρίου 1973. Στη Σοβιετική Ένωση διανεμήθηκε από χέρι σε χέρι σε αυτοσχέδιες εκδόσεις («σαμιζντάτ») και επισήμως 16 χρόνια αργότερα, την εποχή της «περεστρόικα» του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Ο Σολζενίτσιν, ένας από τους σημαντικότερους και πιο γνωστούς Σοβιετικούς διαφωνούντες, θεωρεί ότι η απαρχή των Γκουλάγκ βρίσκεται στο διάταγμα που εξέδωσε ο Λένιν λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Από αυτό το σημείο ξεκινά την αφήγησή του ο συγγραφέας και την ολοκληρώνει το 1956, με την αποκήρυξη και την αποκαθήλωση του Στάλιν από τον νέο ισχυρό άνδρα Νικήτα Χρουστσόφ και το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Ο Σολζενίτσιν υποστηρίζει ότι το Γκουλάγκ είναι σύμφυτο με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και δεν είναι μια σταλινική παρένθεση, όπως πιστευόταν μέχρι τότε από πολλούς αριστερούς στη Δύση. Χωρίς την απειλή της φυλάκισης, η Σοβιετική Ένωση δεν θα μπορούσε να κυβερνηθεί και χωρίς την καταναγκαστική εργασία εκατομμυρίων διαφωνούντων δεν μπορούσε να αναπτυχθεί οικονομικά, κυρίως στους τομείς των έργων υποδομής. Άλλωστε, το διάταγμα που προέβλεπε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας παρέμεινε ενεργό έως το 1989, οπότε και καταργήθηκε. Υπολογίζεται ότι 20 εκατομμύρια «ζεκ» (πολιτικοί κρατούμενοι) πέρασαν από τα σοβιετικά Γκουλάγκ και γύρω στα 8-10 εκατομμύρια άφησαν σ’ αυτά την τελευταία τους πνοή.
Ένα από τα βασικά στοιχεία του βιβλίου είναι το χιούμορ του συγγραφέα, συχνά σαρκαστικό και ειρωνικό, που μετριάζει την αβάσταχτη σκληρότητα των περιγραφών του. Στα ελληνικά το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» κυκλοφόρησε το 1974 από τις εκδόσεις «Πάπυρος».
Πηγή: © SanSimera.gr