Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Μια πολύ δυνατή οπτικά και θεατρικά παράσταση υπογράφει η ομάδα CARTEL στον πολυχώρο της. Με το καλλιτεχνικό βλέμμα τους τα μέλη της ομάδας μάς ξεναγούν στον αλληγορικό κόσμο του Σάμιουελ Μπέκετ και σε κάδρα που ξεχειλίζουν από το ξεχωριστό άγγιγμα του παραλόγου. Ταξιδεύουν δε τον θεατή σε συμβολικούς κόσμους, σε κόσμους αβέβαιους και ακίνητους. Πρόκειται για μια «κωμικοτραγωδία», χαρακτηριστική του Μπέκετ, το «Περιμένοντας τον Γκοντό». Ένα έργο που στερείται πλοκής -ακόμη πιο απόλυτα απ’ τα υπόλοιπα έργα του Θεάτρου του Παραλόγου- και που επιδοκιμάστηκε από κορυφαίους, μα και ανόμοιους, θεατρικούς συγγραφείς της γενιάς του, όπως ο Ζαν Ανούιγ και ο Θόρντον Ουάιλντερ, οι οποίοι αισθάνθηκαν με την εμφάνισή του, πως το πεδίο της θεατρικής γραφής δεν έχει πλέον σύνορα.
Παρά την έκπληξη που προκάλεσαν οι ήρωές του και ο τρόπος που μιλούσαν, παρά τη δυσκολία της κριτικής να κατανοήσει το έργο του, ο «Γκοντό» (παραφθορά του Θεού = God-ot) δεν άργησε να γίνει συνώνυμο του δημιουργού του και συνώνυμο της αναγέννησης της θεατρικής γραφής. Ο Σάμιουελ Μπέκετ πέρασε στη σφαίρα των μεγάλων κλασικών και το έργο του έγινε σημείο αναφοράς.
Τους συντελεστές της παράστασης τους ενδιέφεραν περισσότερο τα διαχρονικά ζητήματα, παρά να ανακαλύψουν μέσα από τον Μπέκετ τη σημερινή πραγματικότητα και σε σχέση με το παρελθόν προσέγγισαν κυρίως το τι είναι αιώνιο και τι είναι οικουμενικό.
Ο Μπέκετ απαιτεί να πάψουμε επιτέλους να τον βασανίζουμε με τον καταραμένο τον χρόνο μας! Τον θεωρεί απάνθρωπο! Μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκε, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή. Δεν σας φτάνει αυτό; μας φωνάζει! «Ξεγεννάνε καβάλα σ’ έναν τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι».
Η απελπισία του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο, η αναμονή της σωτηρίας που ποτέ δεν έρχεται, το τίποτα και η έλλειψη επαφής, ο πόνος και το παράλογο της ύπαρξης εκφράζονται μέσα από τον Βλαντίμιρ και τον Εστραγκόν, τον Λάκι και τον Πότζο, τους τέσσερις ήρωες του «Γκοντό».
Η παράσταση ξετυλίγεται χάρη στο βάρος των χαρακτήρων της. Με χιουμοριστικό τρόπο. Με διαδραστικότητα. Σε επικοινωνία με το κοινό και το περιβάλλον. Η κίνηση του δρόμου και η ζωή του γύρω μικρόκοσμου συμμετέχουν. Οι θεατές συμμετέχουν, εφόσον το επιθυμούν. Φορτηγάκια από γειτονικά εργοτάξια περνούν και κορνάρουν σε χαιρετισμό, οι οδηγοί τους δείχνουν με φυσικότητα την οικειότητά τους με τους καλλιτέχνες.
Τι συμβαίνει; Δύο περιπλανώμενοι αλήτες δίνουν ραντεβού στη βιομηχανική περιοχή του Βοτανικού. Σ’ έναν έρημο δρόμο. Θέατρο δρόμου. Θέατρο ζωής. Θέατρο απρόσμενο και γενναιόδωρο.
Τα σύνδρομα καταδιώκουν τους ήρωες. Είναι κυνηγοί μιας κάποιας εγκόσμιας δόξας. Από την αυτοεπιβεβαίωση που ελλοχεύει η κατάκτηση τού απέναντι έως τον ναρκισσισμό τους και την ανασφάλεια που δηλώνει η δίψα για τον ερχομό του Γκοντό. Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτούς τους ρακένδυτους κουρσάρους μιας αμφίβολα χειροπιαστής επιτυχίας; Δύο παιδιά χλευαστικά και αποστομωτικά. Δύο άνθρωποι που κουβαλάνε τα κατάλοιπα της παιδικής τους ηλικίας, βαριά τραυματισμένοι από το μητρικό σύνδρομο.
Γύρω από το μοναδικό δέντρο που διακόπτει τη μονοτονία του τοπίου, περιμένουν κάποιον να έρθει.
«Τίποτα δε γίνεται. Κανείς δεν έρχεται. Κανείς δε φεύγει. Είναι τρομερό!».
Ο Εστραγκόν έχει την τάση να ξεχνά κάτι αμέσως μόλις συμβεί, είναι ευμετάβολος, συχνά σκεπτικός και κάπως ανυπεράσπιστος, ενίοτε βλέπει όνειρα, βρωμάνε τα πόδια του, κάποτε -λέει- ήταν ποιητής και πιστεύει ακράδαντα πως «οι άνθρωποι είναι για τα πανηγύρια». Ο Βλαδίμηρος είναι πιο πρακτικός τύπος, κάπως επίμονος, ούτε θέλει να ακούει για όνειρα, θυμάται λεπτομερώς καθετί που συμβαίνει, έχει βαθιά ελπίδα πως ο Γκοντό θα έρθει, είναι προστατευτικός, ξέρει νανουρίσματα, αλλά μυρίζει το στόμα του.
Κι οι δύο έχουν στις αποσκευές τους τις οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος τους.
Ο κόσμος είναι το οινόπνευμα που καίει τις πληγές.
Καβγαδίζουν, βαριούνται, επαναλαμβάνονται.
Μοναδική άμυνα η φυγή και η δημιουργία ενός νέου κόσμου. Η προστατευτική αγκαλιά του μη-κόσμου.
Οι μαγικοί βυθοί του μυαλού πληρούν όλες τις ανάγκες τους. Ίσως εκεί έρθει ο Γκοντό που περιμένουν. Ίσως εκεί βρουν την ακυρωμένη ευτυχία τους. Εκεί νιώθουν αποδεκτοί, ελεύθεροι, παραδομένοι. Χωρίς κανένα κίνητρο για τον κόσμο των “άλλων”.
Απειλούν ότι θα αυτοκτονήσουν. Κάνουν ασκήσεις γυναστικής. Παίζουν θέατρο. Και διαρκώς μιλούν για κάποιο σημαντικό ραντεβού.
Αρκούν αυτά για να ξεφύγουν από την ανία και την πλήξη της ύπαρξης; Αρκεί να περιμένεις κάτι; Ή κάποιον; Περιμένοντας τον κύριο Γκοντό.
Με την ελπίδα ένα γεγονός (ή πράγμα ή πρόσωπο ή θάνατος) να αλλάξει με τρόπο θαυματουργό την κατάσταση, να παρακαμφθεί το αδιέξοδο. Να σταματήσει αυτή την κατάσταση αναμονής, κατά την οποία η ροή του χρόνου παίρνει την πιο καθαρή, φανερή, δραστική και αδυσώπητή της μορφή. Να πάψει τις στιγμές που μας φέρνουν αντιμέτωπους με το βασικό πρόβλημα της ζωής.
Και δίχως ίχνος αναστολής, δίχως ίχνος αμφιβολίας θα εξακολουθήσουν ως το τέλος να περιμένουν.
Μη αποδεχόμενο κάθε δεσμό με τις παραδοσιακές τεχνικές, το δραματικό έργο του Μπέκετ τοποθετείται στη σφαίρα του αντιθεάτρου.
Με ελάχιστα σκηνικά στοιχεία να χρησιμοποιούνται στην παράσταση σε ένα παλιό μηχανουργείο στο Βοτανικό ανάμεσα σε αποθήκες και μάντρες υλικών ανακύκλωσης, οι ήρωες του έργου κινούνται έξω από ψυχολογικές καταστάσεις, εκφράζονται με ελάχιστες κινήσεις και αναπτύσσουν διαλόγους με μικρές φράσεις, αναζητούν τις λέξεις για να υπάρξουν και ψάχνουν τρόπους για να δικαιολογούν την ύπαρξή τους. Έχει ενδιαφέρον να γνωρίζουμε πως ο συγγραφέας είχε δώσει αναλυτικές οδηγίες ο ίδιος για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει τα έργα του να ανεβαίνουν στη σκηνή.
Στον Μπέκετ όλα τελειώνουν και όλα ξαναρχίζουν: οι άνθρωποι ζουν χωρίς να καταλαβαίνουν το γιατί, περιφρονούν τους εαυτούς τους και πλήττουν αφόρητα. Η μεταφυσική αγωνία σε όλο της το μεγαλείο, με την απόλυτη λιτότητα να κυριαρχεί.
Δόθηκε μεγάλη βαρύτητα στις παύσεις και κυρίως στο οπτικό κομμάτι του θεάτρου. Η παράσταση ξεκίνησε με ένα δισταγμό, με μία πεισματώδη άρνηση έναρξης της δράσης, υποστηρίζοντας βέβαια την «μπεκετική πειθαρχία». Βαθμιαία όμως βρεθήκαμε εμβρόντητοι μπροστά σε μία πυρετώδη εξέλιξη των πραγμάτων, με ξέφρενη ταχύτητα εν μέσω του θραυσματώδους και παραληρηματικού λόγου για να καταλήξουμε στο τέλος πάλι κοντά στην πλήρη ακινησία. Βαρύνουσα σημασία δίνεται στην ακεραιότητα της φωνής των ηθοποιών, που ήταν όλοι τους σπουδαίοι, και στο ηχόχρωμά της, επιτυγχάνοντας την αρμονική συνύπαρξη με τις παρατεταμένες σιωπές.
Αξίζει πρόχειρα να παρατηρήσουμε ότι τα καρότα που φέρει ο Εστραγκόν και η συζήτηση που διεξάγεται γύρω από αυτά πιθανόν να σχετίζεται με το σκληρό χειμώνα του 1940 – 41, όπου ο ίδιος και η σύντροφός του τρέφονταν αποκλειστικά με λαχανικά. Επιπρόσθετα, το αγόρι – πληροφοριοδότης – μαντατοφόρος – απεσταλμένος που δίνει ασαφείς και αναξιόπιστες πληροφορίες για την άφιξη του Godot, μας παραπέμπει στη Γαλλική Αντίσταση, όταν και ο Μπέκετ δουλεύοντας ως μεταφραστής, κλήθηκε να επεξεργαστεί πολλές συγκεχυμένες και ανακριβείς πληροφορίες των Γάλλων πρακτόρων. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν κοιμούνται σε χαντάκια σε έναν άθλιο δρόμο, επειδή το ίδιο συνέβαινε εκείνη την περίοδο και στο δημιουργό τους. Αυτή η τραυματική εμπειρία του πολέμου ήταν που άσκησε καταλυτική επιρροή στον Μπέκετ και εμφανίζεται διαρκώς στα έργα του.
Το θραύσμα, το ημιτελές, το ανολοκλήρωτο, το τμηματοειδές, το κατακερματισμένο στο έργο συγκρούονται μετωπικά με τα ιδεολογικά προτάγματα της «απολυτότητας» του φασισμού στη σφαίρα πάντα της αισθητικής. Η έκφρασή του λειτουργεί ως απάντηση στην τελειότητα, που ευαγγελιζόταν ο φασισμός.
Το «Περιμένοντας τον Γκοντό», όπως και άλλα θεατρικά του Μπέκετ, συνιστά μία παραβολή. Οι ήρωες δεν προβαίνουν σε καμία πράξη, γιατί ακριβώς ο στόχος είναι να αποδοθεί μια ζωή απραξίας, νωχέλειας και νωθρότητας. Μια ατμόσφαιρα άχρηστης αναμονής.
Συντελεστές
Ο μεταφραστής και σκηνοθέτης Νίκος Καραγέωργος δημιουργεί, σύμφωνα με το μπεκετικό πρότυπο, μία ζώνη ζωής στάσιμης, που δεν κινείται μπροστά, κοινώς μιας ζωής δίχως νόημα, σκηνοθετεί μία παραβολή για τη ζωή αυτή.
Ο Παναγιώτης Σούλης στο ρόλο του Εστραγκόν φέρει επιτυχημένα το ευάλωτο ανθρώπινο στοιχείο, το φευγαλέο, το προσωρινό, την παρόρμηση, το συναίσθημα, την κίνηση του σώματος. Είναι ηθοποιός ευσυνείδητος, σοβαρός, ώριμος, ιδιαίτερα αξιόλογος.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης είναι ο Βλαδίμηρος, ο ήρωας που φέρει το πιο σταθερό και θεϊκό στοιχείο, το πνευματικό, τη λογική, την εσωτερική περιπλάνηση, τα βασικά ένστικτα. Στιβαρός ηθοποιός και σε διαρκή εγρήγορση, παίζει θαυμάσια και δυναμικά.
Εντυπωσιακή είναι και η επικοινωνία μεταξύ των δύο ηθοποιών που προσφέρει στο έργο φρεσκάδα, αλήθεια και ρεαλισμό.
Το δίδυμο Πότζο – Λάκυ μεταφέρει την αδιαίρετη συνύπαρξη αφέντη – δούλου, εκμεταλλευτή – εκμεταλλευόμενου, μέσα από την κάθε μορφής βία, που είναι το προαπαιτούμενο για την επικράτηση της εξουσίας.
Ο Γιώργος Γεροντιδάκης ήταν ο Πότζο, ένας Πότζο αρκετά καλός και με αίσθηση του χιούμορ.
Ο Στέλιος Τυριακίδης ως Λάκι ήταν εξαιρετικός. Έδωσε την προσήκουσα αξία στο ρόλο και το θετικό του πρόσημο.
Βρήκα έξοχη την Κατερίνα Σιώζου στο ρόλο του παιδιού. Όσο έπρεπε λιτή, όσο έπρεπε ψυχρή, όσο έπρεπε αποστασιοποιημένη και απέριττα ποιητική.
Αφοπλιστική παράσταση, σαφώς ερευνητική, με ανατρεπτική σκηνοθετική ματιά. Όλα και όλοι συμμετέχουν σε μια παράξενη θεατρική συνεύρεση. Σημασία δεν έχει ο Γκοντό, όσο η προσμονή. Σημασία δεν έχει η Ιθάκη, όσο το ταξίδι.
* Ο Σάμιουελ Μπέκετ γεννήθηκε μια Μεγάλη Παρασκευή, 13 Απριλίου 1906, στο Δουβλίνο από αστική οικογένεια προτεσταντών. Είχε προηγηθεί, κατά τέσσερα χρόνια, ο αδελφός του, ο Φρανκ. Μεγάλωσε μαθαίνοντας πιάνο, κρίκετ και ράγκμπι. Φοίτησε στο Κολέγιο Τrinity και δεν άργησε να ξεχωρίσει ανάμεσα στους συμφοιτητές του. Στο Παρίσι, όπου πρωτοπήγε στα μέσα της δεκαετίας του ’20, γνώρισε τον Τζέιμς Τζόις και την οικογένειά του, συνδέθηκε με την κόρη του και άρχισε να δημοσιεύει κείμενά του. «Είναι κυρίαρχος της φόρμας του, ενώ μερικές φορές είναι αυτή η ίδια η φόρμα του που τον δεσμεύει» ήταν από τις πρώτες κριτικές που γράφτηκαν για εκείνον. Όταν επέστρεψε στην Ιρλανδία, δίδαξε για λίγο στο Κολέγιο και στη συνέχεια άρχισε να ταξιδεύει και να γράφει. Μετά τον θάνατο του πατέρα του έκανε ψυχανάλυση στο Λονδίνο, επισκέφθηκε τη Γερμανία για να μάθει τη γλώσσα και συνέχισε να γράφει. Στα μέσα του ’30 δέχθηκε μια επίθεση από έναν τυχαίο, στον δρόμο, γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Σούζαν (ο γάμος τους έγινε το 1961 – εκείνη πέθανε λίγους μήνες πριν από τον Μπέκετ) και αποφάσισε να εγκατασταθεί για τα καλά στο Παρίσι. Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μαζί συμμετείχαν στην Αντίσταση.
Ο Σάμιουελ Μπέκετ συνήθιζε να λέει ότι προτιμά να ασχολούνται με το έργο του παρά με τη ζωή του, γι’ αυτό και απέφευγε να μιλάει για τον εαυτό του. Κι όμως λίγο προτού πεθάνει έδωσε την άδεια στον Τζέιμς Νόλσον να γράψει τη βιογραφία του, υπό τον όρο να τη δημοσιεύσει μετά τον θάνατό του. Ευτυχώς. Γιατί έτσι στην εικόνα του ιδιόρρυθμου και μοναχικού Ιρλανδού συγγραφέα προστέθηκε η προσωπογραφία ενός ανθρώπου με χιούμορ και κέφι για ζωή, ενός άνδρα που αγαπούσε τις γυναίκες και το ουίσκι (πώς αλλιώς;), ενός ερασιτέχνη της ζωγραφικής και της μουσικής, μιας προσωπικότητας που ζούσε την εποχή του. Γνήσιος Ιρλανδός ο Μπέκετ παρέμεινε ως τέλος της ζωής του, κι ας αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε οριστικά τη δεκαετία του ’40. Επέστρεφε όμως συχνά στην πατρίδα του και κρατούσε επαφή με τους δικούς του ανθρώπους. Από την άλλη, το Παρίσι ήταν η πόλη της τέχνης του: από εκεί ήρθαν η αμφισβήτηση και η αναγνώριση, η δόξα και η επιτυχία. Εκεί άλλωστε δόθηκε και η πρεμιέρα του θεατρικού έργου που έμελλε να σηματοδοτήσει τον 20ό αιώνα. Ήταν το 1953 όταν πρωτοανέβηκε το «Περιμένοντας τον Γκοντό», σε σκηνοθεσία Ροζέ Μπλεν. Το έργο, γραμμένο το 1948, είχε δημοσιευθεί το 1952.
Το 1969 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ανήκει στη γενιά των δραματουργών (Μπέκετ, Ιονέσκο, Ζενέ, Αντάμωφ, Πίντερ, Άλμπυ) που, μακριά ο ένας από τον άλλο, αρνούνται συγχρόνως τους παραδοσιακούς κανόνες που επί αιώνες δέσμευσαν τη θεατρική έκφραση και που με πλήθος κοινών στοιχείων, αποκρυσταλλώνουν ένα ολοκαίνουριο είδος σκηνικής γραφής. Ο Ιρλανδός συγγραφέας προτίμησε να γράψει τα αριστουργήματά του στα Γαλλικά, σε μια επίκτητη γι’ αυτόν γλώσσα, προκειμένου να απαλλαγεί από οποιοδήποτε ύφος και να διοχετεύσει την ευφυΐα του, όχι σε στολίδια, αλλά σε μια απόλυτη σαφήνεια και οικονομία έκφρασης, ως αποτέλεσμα μιας οδυνηρής πάλης με το ίδιο του το εκφραστικό μέσο.
Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», την «ιλαροτραγωδία» που περιγράφει τη ζωή δύο ημερών δύο ηρώων και στο οποίο το ζήτημα της αβεβαιότητας αποτελεί ουσία, δεν υπάρχουν κλειδιά που βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση. Πρόκειται για ένα έργο – ερώτηση, που αναζητά επίμονα απάντηση στα «Ποιος είμαι;» και «Τι σημαίνει όταν εγώ λέω “εγώ”;» και που διαισθητικά παρουσιάζει την αντίληψη του συγγραφέα σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη. Η προστάτις της τέχνης και διάσημη συλλέκτρια έργων τέχνης, Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, είχε πει για τον Μπέκετ πως «είχε διατηρήσει μια τρομερή ανάμνηση της ζωής μέσα στη μήτρα της μητέρας του, απ’ την οποία ποτέ δε λυτρώθηκε». Ο Μπέκετ, που ένιωθε τη ρουτίνα σαν «καρκίνο του χρόνου» και την κοινωνική συναναστροφή ως «σκέτη πλάνη», αποτύπωσε στον «Γκοντό» την τρομακτική σταθερότητα του κόσμου. Όταν ο Alan Schneider, ο πρώτος Αμερικανός σκηνοθέτης του έργου, ρώτησε τον Μπέκετ τι θέλησε να πει με το έργο, έλαβε την απάντηση: «Αν το ήξερα, θα το έλεγα στο έργο». Όταν ο Άγγλος ηθοποιός, που έπαιξε τον Εστραγκόν, Peter Woodthorpe, τον ρώτησε, επίσης, μια μέρα σ’ ένα ταξί, ποιο είναι το θέμα του έργου: «Όλο το θέμα είναι η συμβίωση, Πήτερ, η συμβίωση είναι», απάντησε ο Μπέκετ.
Η Σουζάν πέθανε στις 17 Ιουλίου 1989, ενώ ο Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Έπασχε από εμφύσημα και πιθανότατα από τη νόσο του Πάρκινσον.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Νίκος Καραγέωργος
Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Σιώζου
Σχεδιασμός αφίσας: Παναγιώτης Μητσομπόνος
Επιμέλεια προγράμματος: Στεφανία Βλάχου
Φωτογραφίες – βίντεο: Αθηνά Λιάσκου
Trailer παράστασης: Νίκος Τσάχαλος, Κατριάννα Παντέλη
Βοηθός παραγωγής: Φαίη Τζήμα
Προβολή – επικοινωνία: BrainCo AE
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Γιώργος Γεροντιδάκης, Βασίλης Μπισμπίκης, Κατερίνα Σιώζου, Παναγιώτης Σούλης, Στέλιος Τυριακίδης
Ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί έχουν επιμεληθεί τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς ως μέρος της διαδικασίας των δοκιμών.
Πληροφορίες
«Περιμένοντας τον Γκοντό»
Του Σάμιουελ Μπέκετ
Ομάδα CARTEL
Μέχρι 27 Σεπτεμβρίου 2015
Κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 9.00 μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων:
12€, 8€ (φοιτητικό), 5€ (ατέλειες, ανέργων)
Κάθε Παρασκευή γενική είσοδος 8€, 5€ (ατέλειες, ανέργων)
Διάρκεια: 90 λεπτά
Τηλέφωνο κρατήσεων: 693 9898258 (ώρες επικοινωνίας 14:00 – 21:00)
Τεχνοχώρος CARTEL
Αγ. Άννης και Μικέλη 4, Βοτανικός (Στάση μετρό Ελαιώνας)
Facebook page: https://www.facebook.com/CartelTexnoxoros
Website: http://www.carteltexnoxoros.com