Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Όσες φορές και να έχει δει κάποιος ή να έχει διαβάσει ένα κλασικό κείμενο όπως αυτό του Νικολάι Γκόγκολ «Το παλτό» ποτέ δεν είναι αρκετό.
Κάθε φορά ανακαλύπτει μια άλλη διάσταση ή αυτός που τον ερμηνεύει θεατρικά του προσδίδει μια άλλη διάσταση όπως γίνεται στην προκειμένη παράσταση. Ο Ντοστογιέφσκι ή ο Τουργκένιεφ, αδιάφορο ποιος το ’πε, δήλωσε ότι «Όλοι μας ξεπροβάλαμε κάτω από το παλτό του Γκόγκολ».
Οποία αναγνώριση για τον ουκρανό αυτόν συγγραφέα, που έφυγε μισότρελος και από ασιτία στα 43 του χρόνια. Ο Γκόγκολ, παρ’ όλη την ψυχική του ασθένεια, είναι μοναδικός στο να παραδίδει μαθήματα καταδείξεως των κακώς κειμένων της ρωσικής ζωής, της ζωής στην Πετρούπολη και εν γένει της ρωσικής κουλτούρας.
Ο κόσμος που περιγράφει ο Γκόγκολ, ο κόσμος της Ρωσίας της εποχής του, ο κόσμος του Τσάρου και του ορθοδόξου χριστιανικού πνεύματος δεν δικαιώνεται πουθενά, ούτε στην ουράνια μετά θάνατον ζωή, ούτε στην επίγεια.
Είναι καταδικασμένος σε έναν φαύλο κύκλο γύρω από τον εαυτό του, μέχρι την τελική του πτώση και την καταστροφή του αυτό σημαίνει ότι όλοι μας ξεπροβάλαμε από το παλτό του Γκόγκολ.
Στο «Παλτό» βρίσκουμε όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής και των ιδεών του Γκόγκολ. Τον ρεαλισμό, την ειρωνεία, την απαξίωση του συστήματος μέσω της γραφειοκρατίας, κατ’ επέκταση και του τσαρικού καθεστώτος με ό,τι πρέσβευε αυτό, άρα και του ορθόδοξου χριστιανισμού, καίτοι η στάση του αφηγητή απέναντι στον ήρωά του, τον Ακάκιο, είναι άκρως συμπονετική, καθαρά χριστιανική, ένας καθρέφτης της κοινωνίας της εποχής του.
Ο Γκόγκολ σαν «αλογόμυγα» προσπαθεί να αφυπνίσει τους συμπολίτες του μέσα από την παρουσίαση της λιτής, στερημένης και καταπιεσμένης ζωής του Ακάκιου. Ο θάνατος του Ακάκη Ακάκιεβιτς από κρύωμα, μετά την κλοπή του παλτού του και η επανεμφάνισή του ως φάντασμα που κλέβει τα παλτά των περαστικών, με αποκορύφωμα την κλοπή του παλτού του Εξέχοντος Προσώπου, που ευθυνόταν για την αρρώστια του, που τον οδήγησε στον θάνατο, παραπέμπει στο γεγονός ότι τίποτα δεν δείχνει να αλλάζει επί γης. Ποιες οι ευθύνες της κοινωνίας, που αφήνει να εξελίσσονται ζωές, που καταπατούνται και συνθλίβονται από τύπους σαν το Εξέχον Πρόσωπο;
Ένας υπαλληλάκος, ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς Μπασμάτσνικοφ, που εργάζεται σε κάποιο τμήμα, είναι ο ήρωας στο κορυφαίο διήγημα του Γκόγκολ, που δημοσιεύτηκε το 1842.
Το μάθημά του είναι «να δαγκώνεις αυτούς που δεν μπορούνε να δαγκώσουν».
Αυτό βέβαια συνέβη στον ίδιο. Ζει σε ένα δωμάτιο φτωχικό, από την αρχή φαίνεται η γεμάτη στερήσεις ζωή του. Τα ρούχα του και τα παπούτσια του είναι φθαρμένα. Ως υπάλληλο δεν τον σέβεται κανείς. Είναι σαν να φορά στολή αγγαρείας. Στη δουλειά τον κοροϊδεύουν ότι τα έχει με την σπιτονοικοκυρά του, τον ρωτούν για πότε ο γάμος και τον ραίνουν με χαρτάκια. Εκείνος εργάζεται με αγάπη και ζήλο. Θα ήταν καλά αν και ο μισθός του ήταν αντάξιος του ζήλου του, όμως εκείνος εργάζεται σαν άλογο σε μαγγάνι.
Αντιγράφει διαρκώς ό,τι του αναθέτουν. Ενώ άλλοι διασκεδάζουν αυτός αντιγράφει χαμογελώντας στη σκέψη της επερχόμενης μέρας. Είναι ευχαριστημένος και εύχεται να συνεχιζόταν έτσι η ζωή του κι ας έπαιρνε 400 ρούβλια το χρόνο. Εχθρός του είναι μόνο το κρύο του Βορρά. Το πρωί που πάει για δουλειά το κρύο δαγκώνει όλες τις μύτες και αυτοί, οι υπάλληλοι, οι επίτιμοι σύμβουλοι, είναι εντελώς ανυπεράσπιστοι.
Με ρεαλιστικό τρόπο ο ηθοποιός παρουσιάζει πόσο βιάζεται να χωθεί στον χώρο εργασίας του και να τινάξει τα παπούτσια του από το χιόνι. Κρύωνε πολύ και άρχισε να αναρωτιέται μήπως έφταιγε το παλτό του που είχε φθαρεί τραγικά. Το κρατά και βλέπει πόσο σακουλιασμένο και κακοποιημένο ήταν.
Σκέφτεται να πάει στον ράφτη, τον Πέτροβιτς, που είναι μονόφθαλμος, να του ζητήσει επιδιόρθωση. Ο Πέτροβιτς με σταθερή, κάθετη φωνή του το αποκλείει γιατί το ρούχο είναι τόσο φθαρμένο που δεν έχει πού να μπαλώσει.
«Το παλτό δεν επιδιορθώνεται, χρειάζεστε καινούργιο παλτό. Αυτό κάντε το γκέτες». Είναι εκπληκτικό πώς ο ηθοποιός ερμηνεύει και τους δύο ρόλους, με τον Πέτροβιτς πλάτη στο κοινό και διαφορετική φωνή.
Ο Ακάκης ικετεύει, αλλά ο Πέτροβιτς του το ξεκόβει. Πάρτε καινούργιο παλτό, να σας ράψω ένα καινούργιο. Μα πού να βρει τα λεφτά; Προβληματίζεται, ανασκάπτει το κουτί των αποταμιεύσεων, έχει τα μισά λεφτά και θα βρει τα υπόλοιπα με στερήσεις, αν τρώει λιγότερο, αν περπατά ανάλαφρα να μη χαλάσει τα παπούτσια του, δεν θα βάλει στο γιακά γούνα από νυφίτσα, αλλά γάτας.
Όταν ο Πέτροβιτς πρωί πρωί του έφερε το παλτό το καμάρωναν και οι δύο. Ήταν ζεστό και όμορφο. Στη δουλειά τον συνεχάρησαν, αλλά συνέχισαν να τον κοροϊδεύουν, ότι έπρεπε να το βαφτίσει και να του αφιερώσει ένα βράδυ. Ο ανθυποπροϊστάμενος τα ανέλαβε όλα.
Οργάνωσε στο σπίτι του γιορτή για την ονομαστική του εορτή. Πέρασε από πολλές κακόφημες γειτονιές για να φτάσει στο σπίτι του ανθυποπροϊστάμενου, όπου υπήρχε πολύς κόσμος, άλλοι έπαιζαν χαρτιά, η οχλαγωγία ενόχλησε τον Ακάκη, που ήθελε να φύγει, όμως δεν τον άφηναν αν δεν έπινε πρώτα σαμπάνια. Όταν κατάφερε να φύγει πήγε στον προθάλαμο και βρήκε το παλτό του πεταμένο κάτω. Μια τρομερή προοικονομία. Καταπληκτικό πώς ο Γκόγκολ στήνει τη σκηνή, παρουσιάζει ή προμηνύει το δυσάρεστο τέλος.
Επιστρέφοντας μέσα από έρημους δρόμους, γεμάτους χιόνι, μέσα σε πηχτό σκοτάδι και ενώ η καρδιά του Ακάκη ήταν ανήσυχη, σαν να τον προειδοποιεί για κάτι δυσάρεστο, αλήτες τον ρίχνουν κάτω, αφού πρώτα τον χτυπήσουν και τον κλέψουν. Η σκηνή είναι πολύ δυνατή, η ερμηνεία του Θοδωρή Γκόγκου συγκλονιστική, και φέρνει στο μυαλό το λυρικό ποίημα του Θεοδόση Άθα «Τζακ Ο’ Χάρα».
«Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ
και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί,
και βρήκαν μες στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο»
Η μουσική (Βασίλης Κονταξής) λυπητερή. Φτωχός και γδαρμένος, απελπισμένος και άρρωστος πια οδηγείται στο μοιραίο τέλος. Ένα ολόκληρο σύστημα γραφειοκρατίας τον εμπαίζει, τον λοιδορεί, τον καταδικάζει σε αφανισμό και εκείνος αδύναμος να αντιδράσει.
Ο κόσμος του «Παλτού» είναι ο αιώνιος κόσμος των υπαλλήλων, που υπηρετούν έναν μηχανισμό, επινοημένο και φτιαγμένο να υποτάσσει, να αποβλακώνει. Δεν είναι απαραίτητα μόνο ο κρατικός μηχανισμός, αλλά η ίδια η εργασία δούλου που εμπνέει στον άνθρωπο το γνωστό «η εργασία απελευθερώνει».
Ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς, εμπνευσμένος από την προσωπική εμπειρία του Γκόγκολ στο Υπουργείο δημόσιας οικονομίας και δημοσίων κτηρίων, όπου εργάστηκε ως γραφιάς, δεν είναι καθόλου γελοίος. Απλώς, όλα μέσα και έξω του είναι τραβηγμένα στα άκρα. Ακραία, αλλά όχι φανταστική είναι η ικανότητά του να κάνει μία και μοναδική δουλειά, να αντιγράφει τα επίσημα έγγραφα, δεξιότητα την οποία απέκτησε έπειτα από δεκαετίες μονότονης και ανούσιας εργασίας, που τον μετέτρεψε σε «γραφομηχανή». Οι σχέσεις του Ακάκιου Ακάκιεβιτς με τους συναδέλφους και τους ανωτέρους είναι επίσης διαχρονικές και διαπολιτισμικές.
Ο Γκόγκολ είναι ποιητής, είναι ένας ποιητής της πραγματικής ζωής! Στάθηκε ο πατέρας της ρωσικής πεζογραφίας, σίγουρα πρώτος αυτός αντίκρισε με τόλμη και ειλικρίνεια τη ρωσική πραγματικότητα, λίγοι συγγραφείς έχουν για το λαό τους τόση σημασία όσο εκείνος για την αφυπνιζόμενη Ρωσία.
Η παράσταση σε σκηνοθεσία και διασκευή του Θοδωρή Γκόγκου ανέδειξε αυτό ακριβώς, την εκμετάλλευση του ανθρώπου από ένα απρόσωπο σύστημα, που δεν δίνει καμία αξία, ούτε στην αξιοπρέπεια, ούτε στη ζωή του άλλου.
Η παγίδα είναι τέτοια που δεν μπορεί να αντιδράσει. Αργότερα η απώλεια θα τον στοιχειώσει και μαζί και την πόλη. Η σκιά του θα πλανάται στους δρόμους, υπενθυμίζοντας τον άκαρπο αγώνα του. Τώρα θα κλέβει παλτά και προξενεί φόβο. Γίνεται θρύλος, μετά θάνατον. Η μουσική προσαρμόζεται στις ανάγκες της παράστασης , πέρα από λύπη, δημιουργεί κλίμα αγωνίας και φόβου.
Έρχονται στο μυαλό τα λόγια του ποιητή Κώστα Βάρναλη από το σατιρικό ποίημα «Η μπαλάντα του Κυρ Μέντιου», «Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άντε σύμβολο αιώνιο».
Διαχρονικός ο Γκόγκολ και διαπολιτισμικός. Σαν να μην άλλαξαν και πολλά παρ’ όλους τους αγώνες.
Μια παράσταση που πρέπει να δει κανείς για να απολαύσει την ερμηνεία του Θοδωρή Γκόγκου και μια καταπληκτική γκογκολική ατμόσφαιρα [σκηνικά – σχεδιασμός φωτισμών του Θοδωρή Γκόγκου] που συνοδεύει τον προβληματισμό.
***