Γιώργος Σεφέρης, «Η μορφή της μοίρας»
Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού, γύροι των άστρων κι ο άνεμος μια σκοτεινή βραδιά του Φλεβάρη, γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που τρίζουν και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην αυλή.
Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας μαυρομαντιλούσας
χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα χαμηλωμένα και στήθος άσπρο σαν το γάλα
κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης θαλασσοδαρμένος πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο σκουφί του.
χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα χαμηλωμένα και στήθος άσπρο σαν το γάλα
κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης θαλασσοδαρμένος πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο σκουφί του.
Αυτά τα πρόσωπα κι αυτά τα περιστατικά σ’ ακολουθούσαν καθώς ξετύλιγες το νήμα στην ακρογιαλιά για τα δίχτυα κι όταν ακόμη αρμενίζοντας δευτερόπριμα κοίταζες το λάκκο των κυμάτων
σ’ όλες τις θάλασσες, σ’ όλους τους κόρφους
ήταν μαζί σου, κι ήταν η δύσκολη ζωή κι ήταν η χαρά.
σ’ όλες τις θάλασσες, σ’ όλους τους κόρφους
ήταν μαζί σου, κι ήταν η δύσκολη ζωή κι ήταν η χαρά.
Τώρα δεν ξέρω να διαβάσω παρακάτω,
γιατί σε δέσαν με τις αλυσίδες, γιατί σε τρύπησαν με τη λόγχη, γιατί σε χώρισαν μια νύχτα μέσα στο δάσος από τη γυναίκα που κοίταζε στυλώνοντας τα μάτια και δεν ήξερε καθόλου να μιλήσει,
γιατί σου στέρησαν το φως το πέλαγο το ψωμί.
γιατί σε δέσαν με τις αλυσίδες, γιατί σε τρύπησαν με τη λόγχη, γιατί σε χώρισαν μια νύχτα μέσα στο δάσος από τη γυναίκα που κοίταζε στυλώνοντας τα μάτια και δεν ήξερε καθόλου να μιλήσει,
γιατί σου στέρησαν το φως το πέλαγο το ψωμί.
Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα, ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια⋅ ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα, ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια⋅ ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;
Άφησε μη ρωτάς⋅ τρία κόκκινα άλογα στ’ αλώνιγυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα κι έχουν τα μάτια δεμένα,
άφησε μη ρωτάς, περίμενε⋅ το αίμα, το αίμα
ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Άι-Γιώργη τον καβαλάρη
για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το δράκοντα.
άφησε μη ρωτάς, περίμενε⋅ το αίμα, το αίμα
ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Άι-Γιώργη τον καβαλάρη
για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το δράκοντα.
1η Οχτώβρη ’41