Ο Γιώργος Σεφέρης (Βουρλά, Σμύρνη, 13 Μαρτίου 1900 – Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν διπλωμάτης και ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε το 1963 με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Επιμέλεια: Παναγιώτης Μήλας
Στις 13 Φεβρουαρίου του 1937 δημοσιεύθηκε στα «Νέα Γράμματα» επιστολή του Γιώργου Σεφέρη περί της δημοτικής γλώσσας. Την είχε στείλει από την Κορυτσά όπου υπηρετούσε ως διπλωμάτης.
***
«Στο τεύχος της 23ης Ιανουαρίου 1937 των «Νεοελληνικών Γραμμάτων», ο φίλος Άγγελος Τερζάκης θυμήθηκε μια παλιά μας συνομιλία: Λέγαμε τότες για την ανάγκη, που γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική, να παραμερίσουμε όσο μπορούμε τα τυπικά γλωσσικά εμπόδια που συναντούμε πάντα στο δρόμο μας για μια ουσιαστικότερη προσπάθεια.
Ήμασταν, νομίζω, σύμφωνοι, ότι μια από τις απαιτήσεις της γενεάς μας είναι να μη θυσιαστεί σε γλωσσικές διαμάχες, όπως οι μεγαλύτεροί μας. Και αληθινά, αν αισθανόμαστε κάτι οι νεότεροι, αισθανόμαστε πριν απ’ όλα πως δεν μας μένει πολύς καιρός. Παρατηρούσαμε ακόμα πόσο είναι αστείο να δίνουμε την εντύπωση της αναρχίας, όταν υπάρχουν τόσοι που συμφωνούν και πόσο λίγη προσπάθεια θα χρειαζότανε για να συμβιβάσουμε τις γλωσσικές μας μικροδιαφωνίες.
Ανεξάρτητα από την καλλιέργεια της γλώσσας που είναι δουλειά αποκλειστικά προσωπική του κάθε λογοτέχνη, υπάρχουν δύο ζητήματα «δημοσίας τάξεως» που πρέπει επιτέλους να λυθούν, αν δεν θέλουμε να παρουσιαζόμαστε διαρκώς σαν αρχοντοχωριάτες:
α) Το ζήτημα του τυπικού και της ορθογραφίας. Πάνω σ’ αυτό ο Γιώργος Θεοτοκάς διατύπωσε στο φύλλο των «Νεοελληνικών Γραμμάτων» της 30ής Ιανουαρίου ορισμένες προτάσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν θαυμάσια μια αρχή γενικής συμφωνίας. Δε χρειάζονται πολλές συζητήσεις μιας και οι συμμορφωμένοι και οι ελάχιστοι ασυμμόρφωτοι φαίνουνται από τα βιβλία τους. Θα έφθαναν δυο-τρεις λογοτέχνες, που με τη βοήθεια του κ. Μανόλη Τριανταφυλλίδη, θα φρόντιζαν να διατυπώσουν σ’ ένα προσχέδιο τους άγραφους γραμματικούς κανόνες που τηρούνται ή που χωρίς μεγάλες αντιδράσεις θα μπορούσαν να τηρηθούν. Σας προτείνω να δημοσιευτεί στα «Νεοελληνικά Γράμματα». Όσοι λογοτέχνες ενδιαφέρονται θα σας έστελναν τις παρατηρήσεις τους. Ύστερα από το προπαρασκευαστικό αυτό στάδιο θα γινότανε μια συγκέντρωση για να συζητήσει σύντομα και κυρίως για να ψηφίσει αυτούς τους κανόνες. Η κωδικοποίηση θα δημοσιευότανε και θα την ανέφεραν όλα τα βιβλία που θα ήταν γραμμένα σύμφωνα μ’ αυτή. Έτσι θ’ αποφεύγαμε μια για πάντα και τις διάφορες ορθογραφικές επεξηγήσεις που βλέπουμε κάποτε στα έντυπα μας.
β) Το δεύτερο ζήτημα αφορά τις νέες λέξεις. Υπάρχουν στη ζωή μας ορισμένες έννοιες, απολύτως συγκεκριμένες, που δεν μπορούμε να τις αρθρώσουμε. Για τις έννοιες αυτές, που πρέπει οπωσδήποτε να τις πούμε, χρειαζόμαστε λέξεις ελληνικές, αντίστοιχες προς τις ξένες και ακριβείς. Για την ώρα η δουλειά αυτή γίνεται πρόχειρα, βιαστικά και άσχημα, τις περισσότερες φορές από τις εφημερίδες. Θα μπορούσε, ίσως, η συνάθροιση που ανέφερα παραπάνω να υποδείξει μια επιτροπή από έναν ή δύο γλωσσολόγους και δυο τρεις λογοτέχνες για να συζητά και να προτείνει μια λύση σε κάθε πρόβλημα. Οι γνώμες της επιτροπής θα δημοσιευότανε σ’ ένα από τα γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά. Έτσι θα είχαμε μια μικρή οργάνωση, όπου θα μπορούσαμε ν’ απευθυνθούμε για τις απορίες μας -ή τουλάχιστο θα είχαμε τον τρόπο να μαθαίνουμε ποιες απορίες μένουν εκκρεμείς- και θα ξέραμε επιτέλους με ποια ακριβώς έννοια χρησιμοποιούνται οι καινούργιες λέξεις που μπαίνουν καθημερινά στην κυκλοφορία.
Δε φαντάζομαι να είναι εξαιρετικά δύσκολα πράγματα όλα αυτά, που δεν υπαγορεύονται από σχολαστικισμό, αλλά από την επιθυμία να ξεπεράσουμε το σχολαστικισμό μια ώρα αρχήτερα.
Με το σεβασμό μου και τη φιλία μου
Γιώργος Σεφέρης
Κορυτσά, 3 Φεβρουαρίου 1937
***
Έπειτα από 9 χρόνια, το 1946 ο Σεφέρης επανέρχεται. Αυτή τη φορά στο περιοδικό «Νέα Εστία», τον Σεπτέμβριο του 1946 στο τεύχος 460. Εκείνο το τεύχος ήταν αφιερωμένο στο φιλόλογο και γλωσσολόγο Αχιλλέα Τζάρτζανο ο οποίος είχε πεθάνει πριν από τρεις μήνες, τον Ιούνιο του 1946.
«Δεν είμαι ειδικός για να αναλύσω τεχνικά την εργασία του Αχιλλέα Τζάρτζανου. Αλλά πως εχάσαμε έναν από τους λίγους εκλεκτούς φιλολόγους που πρόσφεραν μια μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα τους, αυτό μπορώ να το βεβαιώσω.
Θα έλεγα ακόμη ότι ο Τζάρτζανος έχει έναν ιδιαίτερο δεσμό με τη λογοτεχνική γενιά που ωρίμασε και άρχισε να γράφει στα χρόνια του μεσοπολέμου. Η επιστημονική του εργασία συγγενεύει, καθώς νομίζω, χαρακτηριστικά με τις γλωσσικές αναζητήσεις ορισμένων λογοτεχνών της γενιάς εκείνης.
Από την αρχή του γλωσσικού αγώνα ως τα χρόνια του μεσοπολέμου η καλλιέργεια της κοινής δημοτικής στρέφεται, κατά πρώτο λόγο, προς τη γραμματική και το τυπικό. Το πρώτο ζήτημα ήταν ποιες λέξεις θα γράφουμε και με ποια φθογγολογική μορφή θα παρουσιάζουμε αυτές τις λέξεις. Η προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση ήταν τόσο μεγάλη, που τα ζητήματα του μηχανισμού της ελληνικής φράσης (χρησιμοποιώ σκόπιμα έναν όρο γενικό) δε μοιάζουν να απασχολούν πάρα πολύ τους λογίους. Στην ηρωική περίοδο του δημοτικισμού (ως τα τελευταία χρόνια του Ψυχάρη περίπου) οι άνθρωποι που ασχολούνται με την ελληνική έκφραση, μοιάζουν μαγνητισμένοι από το χρώμα και τη ζωηράδα της λαϊκής γλώσσας. Ήτανε φυσικό, αφού μόλις είχαν αφήσει τα άχρωμα δωμάτια της καθαρεύουσας. Σαν τον άρρωστο, που ύστερα από χρόνια βγαίνει για πρώτη φορά στο ύπαιθρο, έβλεπαν παντού τη γραφικότητα. Στα χρόνια του μεσοπολέμου αρχίζουν να γίνουνται αισθητές άλλες ανάγκες. Πολύ συνειδητά κάποτε, και κάποτε μισοσυνείδητα, παρουσιάζεται η ανάγκη της ακρίβειας. Σ’ αυτή την ανάγκη ήρθε νομίζω να ανταποκριθεί, με τον τρόπο του, ο Αχιλλέας Τζάρτζανος. Μολονότι άλλης ηλικίας, ήταν, αισθάνομαι, ένας από τους δικούς μας ο άνθρωπος που έγραψε το πρώτο Συντακτικό της δημοτικής. Και συλλογίζομαι με αρκετή πίκρα πως αν δεν είχε την τύχη να γίνει φθισικός από υπερκόπωση και πως αν δε βρίσκονταν οι συγγενείς που τον έστειλαν να περάσει τις υποχρεωτικές διακοπές της θεραπείας του στην Ελβετία, ίσως να μην είχε πραγματοποιηθεί κι αυτή η ανεκτίμητη εργασία.
Έχω κάπου διαβάσει πως οι κάτοικοι, δε θυμούμαι ποιας χώρας, μισούν τόσο πολύ τη βλάστηση, που μόλις ξεμυτίσει το παραμικρό πράσινο φύλλο, τρέχουν αμέσως να το ξολοθρέψουν. Θυμούμαι πάντα αυτή την εικόνα όταν συλλογίζομαι τη σημερινή γλωσσική μας κατάσταση ή την αφοσίωση ανθρώπων σαν τον Αχιλλέα Τζάρτζανο. Γιατί όλα γίνουνται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο που μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει. Ίσως, ποιος ξέρει, οι “απωθήσεις” που προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις. Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο, σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας.
Ποια είναι η γλώσσα ενός τόπου; Η ζωντανή γλώσσα που μιλά ο λαός, όπως τη διαμορφώνουν οι καλύτεροι συγγραφείς του. Από την εποχή του Αγίου Παύλου ως το Διονύσιο Σολωμό, ο ελληνικός λαός, μέσα από συνθήκες, που εύκολα θα καταντούσαν άγλωσσο οποιονδήποτε άλλο λαό, έσωσε τη γλώσσα του για να την παραδώσει στους μορφωμένους της απελευθερωμένης Ελλάδας. Μια γλώσσα ανόθευτη, που συνεχίζει πιστά και χωρίς διακοπές τη χιλιόχρονη ελληνική παράδοση, με πρωτοφανή ευλυγισία, με άπειρες δυνατότητες να αναπτυχθεί. Από το Σολωμό ως τις μέρες μας, τα καλύτερα πνεύματα που μπόρεσε ν’ αναδείξει η Ελλάδα, είναι μια πλειάδα συγγραφέων που μπορούν να αντιπαραβληθούν αδίσταχτα με τους καλύτερους ξένους της ίδιας εποχής. Κι’ όμως αυτή τη γλώσσα, σήμερα ακόμη, στα 1946, τη μαθαίνουμε όχι από διδασκαλία, αλλά μπορεί να πει κανείς από μύηση. Την έχουμε αφήσει χωρίς πυξίδα και χωρίς χάρτη. Ο νέος που θέλει να τη μάθει πρέπει να καταφύγει σε φιλολογικές έρευνες που μόνο ειδικοί θα έκαναν σε τόπους πολύ πιο προοδευτικούς από το δικό μας. Δεν έχει λεξικό – το λεξικό της Ακαδημίας βρίσκεται ακόμη στο Α –εννοώ: το στοιχείο Α. Τα πνευματικά μας ιδρύματα την καταφρονούν. Φτάνει να παρατηρήσει κανείς –για να μην απαριθμεί ατέλειωτα θλιβερά δείγματα της νοοτροπίας μας– πως η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να αποκλείει μοιραία έναν επιστήμονα της ολκής και του ήθους του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας αφέθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις καθημερινές εφημερίδες. Ύστερα από τόσα χρόνια ελεύθερης ζωής, και σε καιρούς που στις πολιτισμένες χώρες οι πνευματικοί διδάσκαλοι κοιτάζουν πώς να ανυψώσουν την παράδοσή τους, αυτό μονάχα βρήκε η παιδεία μας για να ανταμείψει το έθνος που έσωσε τη γλώσσα του Σολωμού και του Παλαμά μέσα από τα σκοτάδια αιώνων. Το αποτέλεσμα είναι το εσπεράντο. Ηχεί σαν τα ακόλουθα παραδείγματα που έτυχε να προσέξω αυτές τις μέρες. Στο δρόμο ένας μικροαστός λέει στο φίλο του: «Ολιγουδί να μη σε βρω». Μια υπηρεσιακή πινακίδα στην ακτή του Παλιού Φαλήρου (την αντιγράφω κατά λέξη) ειδοποιεί: «Όστις ευρεθή αναμιγνυόμενος με ιδιοκτησίαν επί της ακτής ταύτης θέλει διωχθεί αυστηρώς». Το «ολίγου δειν» μπόρεσα να το καταλάβω, αλλά το «αναμιγνυόμενος»;
Αυτή είναι η κατάστασή μας, και δε μας μένει καιρός. Χωρίς μια φούχτα ανθρώπους σαν τον Αχιλλέα Τζάρτζανο, θα μιλούσαμε και θα γράφαμε όλοι μας έτσι».
Γιώργος Σεφέρης
Αύγουστος 1946.
***
Τα δύο παραπάνω κείμενα τα διδαχθήκαμε από τον φιλόλογό μας Γεώργιο Παπανδρεόπουλο, στην Ε’ και στην ΣΤ΄ Τάξη Κλασικού, του 6ου Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών στις χρονιές 1963 και 1964.