13.4 C
Athens
Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Γιώργος Ψυχογυιός: Είναι πολύ μεγάλη ιστορία και να παίρνεις και να δίνεις… Είναι ένα μάθημα ζωής…

Του Παναγιώτη Μήλα

Πράγματι οι ηθοποιοί είναι και απρόβλεπτοι αλλά και με πολλές δυνατότητες και επιδεξιότητες. Μπορούν να κάνουν τα πάντα με τόση ευκολία που σε κάνουν να λες: «Αυτό μπορώ να το κάνω κι εγώ»…

Το παρατήρησα άλλη μια φορά όταν συναντήθηκα με τον Γιώργο Ψυχογυιό. Έναν ηθοποιό ο οποίος από το ξεκίνημά του στο θέατρο έχει τα χαρακτηριστικά του βασικού στυλοβάτη σε έργα συνόλου.

Τον θυμάμαι στο μοναδικό «Θέατρο Καισαριανής» όταν το 1985 ο συμμαθητής μου στο ΣΤ’ Γυμνάσιο Αρρένων της Αθήνας, Γιάννης Διαμαντόπουλος, σκηνοθέτησε την επιθεώρηση «H Kρυστάλλω ήταν άντρας», σε κείμενα του Γιώργου Μανιώτη, μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, χορογραφίες της Ρεγγίνας Καπετανάκη και σκηνικά – κοστούμια της Έρσης Δρίνη. Έπαιζαν οι ηθοποιοί: Γιάννης Χριστογιάννης, Μελίνα Σαουσοπούλου, Θανάσης Θεολόγης, Έφη Καλογεροπούλου, Ηλιάνα Παναγιωτούνη, Σωτήρης Χατζάκης και Γιώργος Ψυχογυιός. Για αυτή την επιθεώρηση γράφτηκαν πολλά. Και άσχημα και καλά. Για μένα όλοι οι συντελεστές ήταν ξεχωριστοί. Πάντα θα τους θυμάμαι…

 

***

 

 

Όπως δεν θα ξεχάσω και τον Γιώργο Ψυχογυιό σε έναν ιδιαίτερο μονόλογο που μου έδωσε την ευκαιρία να απολαύσω. Αυτό δεν έγινε σε κάποια θεατρική σκηνή αλλά σε ένα φασαριόζικο καφέ στην περιοχή των Ιλισίων όταν συναντηθήκαμε για τη συνέντευξη…

Αξίζει να παρακολουθήσετε κι εσείς αυτόν τον μονόλογο:

 

***

 

 

 

ΣΥΝΔΕΩ

 

«Γεννήθηκα σε λαϊκό προάστιο του Πειραιά, στην Παλιά Κοκκινιά, με μπαμπά οικοδόμο που ήταν ο κλασικός πάτερ-φαμίλιας. Δούλευε όλη μέρα και τίποτε άλλο. Διασκέδαση μηδέν, για να προσφέρει στην οικογένεια, γιατί τότε οι εποχές ήταν δύσκολες γύρω στο ’60 και στο ’70 που ήμουν μικρός ακόμη. Μισός από τη Μονεμβασιά και μισός Πειραιά, μεγάλωσα σε γειτονιά με μνήμες πολύ όμορφες αλλά και δύσκολες συνθήκες ζωής. Οι γονείς μου δεν είχαν κάποια σχέση με τις τέχνες. Όμως μία γειτονοπούλα όταν είχα αρχίσει να ψάχνομαι, μου έδωσε τα πρώτα βιβλία. Ήταν θεατρικά έργα του Μολιέρου που τα διάβαζα κρυφά. Έτσι κάπως ξεκίνησε όλο αυτό, χωρίς να το πολυλέω στους δικούς μου.

Στο γυμνάσιο και στο λύκειο οι καθηγητές μου καταλάβανε και από τις εκθέσεις μου, και από τη συμμετοχή μου στις σχολικές γιορτές ότι έχω μία ιδιαίτερη έφεση στο να απαγγείλω ένα ποίημα ή να κάνω κάποιο σκετς.
Εκεί στο Επαγγελματικό Λύκειο που ήταν στον Λόφο του Βώκου, στα Μανιάτικα που λένε, είχα μία φιλόλογο πολύ σπουδαία γυναίκα. Μας ενέπνεε πάντοτε με το μάθημά της και μας έδινε ελπίδα για το αύριο. Μας δυνάμωνε με όσα μας έλεγε.

Το ίδιο πετύχαινε και ο παπάς της ενορίας μας. Ο εκκλησιασμός κάθε Σάββατο ήταν υποχρεωτικός και πηγαίναμε βαρετά. Εκείνος όμως είχε έναν τρόπο να μας κερδίσει. Περνούσε με ένα δισκάκι και ρίχναμε μέσα ερωτήσεις χωρίς όνομα. Εκείνος με κλήρο τραβούσε στην τύχη κάποια από αυτά τα χαρτάκια και έτσι κάναμε συζήτηση. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Βοηθούσε τη σκέψη. Βοηθούσε στη συζήτηση.

Έτσι, παρά την πολύ μεγάλη προσωπική μου συστολή, διαπίστωσα ότι έχω μία κλίση προς το θέατρο. Ήρθαν όλα πολύ πολύ ήσυχα και ομαλά. Κρυφά βέβαια επειδή αυτό ήταν το πρώτο μου μέλημα. Δεν σπούδασα κάτι. Τελείωσα το γυμνάσιο και μετά το επαγγελματικό λύκειο. Στη συνέχεια πήγα στον στρατό κατευθείαν έχοντας υπόψη μου να κερδίσω χρόνο και τελικά 20 χρονών μπήκα στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. Ήθελα τόσο πολύ να συνδέσω την υπόλοιπη ζωή μου με αυτό το επάγγελμα και γι’ αυτό δεν περίμενα το Εθνικό Θέατρο για επαναληπτικές ή το Θέατρο Τέχνης».

 

 

ΣΥΝΑΝΤΩ

 

«Στον Πειραϊκό Σύνδεσμο είχα εξαιρετική τύχη αφού εκεί συνάντησα υπέροχους καθηγητές: Την Πίτσα Καπιτσινέα, τον Νίκο Φιλιππόπουλο, τον Κοράη Δαμάτη, τον Θόδωρο Σαρρή. Ήταν μία εξαιρετική σχολή και οι άνθρωποι υπέροχοι. Ήταν αμέσως μετά την εκκαθάριση του «Εθνικού» το ’81, που ήταν και λίγο πικραμένοι. Η Πίτσα Καπιτσινέα με τον Γκίκα Μπινιάρη είχαν ιδρύσει τη Σχολή πολύ νωρίτερα. Ήξερα ότι εκεί πάω στα σίγουρα. Ήξερα ότι θα βρω ανθρώπους που είναι ταγμένοι, που θα μάθω πράγματα. Ήταν μία Σχολή που δούλευε λίγο έξω από τα φώτα της δημοσιότητας και ίσως αυτή ήταν και η δυσκολία στα πρώτα χρόνια για να προχωρήσω, αλλά δόξα τω Θεώ δεν το μετάνιωσα.

Ένα μόνο παράπονο εκφράζω στον Νίκο Φιλιππόπουλο όταν τον συναντώ: «Νίκο μου, ποτέ δεν μας είπατε πόσο δύσκολη είναι η δουλειά και πόσο δύσκολος είναι ο χώρος» κι εκείνος απαντά: «Μα, αυτό σας το λέγαμε από την αρχή και δεν το είχατε καταλάβει».

Όμως όλους αυτούς τους δασκάλους μου δεν παύω να τους ευγνωμονώ. Ήταν πολύ σπουδαίοι δάσκαλοι και σπουδαίοι άνθρωποι. Τους χρωστάω πολλά.

Έτσι ήρθαν οι δουλειές και μάλιστα από το 2ο έτος μπορούσα να δουλεύω με πολύ σημαντικούς ανθρώπους. Θυμάμαι τότε, το 1984, έκανα αντικατάσταση στον Στάθη Λιβαθινό που ήταν σε μία παράσταση του Κοραή Δαμάτη, στον «Δον Ζουάν».

Την ίδια χρονιά ζητούσε κομπάρσους ο Αλέξης Σολομός για το «Κούρος ή Θησέας» του Νίκου Καζαντζάκη με τον Νίκο Τζόγια, τον Χρήστο Πάρλα, τον Δημήτρη Τσούτση και τη Βέρα Κρούσκα στο Ηρώδειο. Τότε βέβαια ήμασταν τόσο νεοσσοί. Στην πρόβα του ήμασταν άγγελοι. Ήταν εμπειρία το να είσαι δίπλα σε αυτούς τους ηθοποιούς, νομίζαμε ότι ζούμε σε άλλη σφαίρα.

Στη συνέχεια είχα συμμετοχή στην παράσταση «Δον Κιχώτης: ο ιππότης της ελεεινής μορφής» που σκηνοθέτησε ο Ανδρέας Βουτσινάς συνεργαζόμενος τότε με το Θέατρο Καισαριανής. Σε ένα καλοκαίρι λοιπόν αυτά, χωρίς να έχω τελειώσει τη Σχολή. Ήμουν πάρα πολύ τυχερός στο ξεκίνημά μου, αν και όποτε μπορούσα δούλευα παράλληλα στα «Μπισκότα Παπαδοπούλου» για τα προς το ζην…

Εν τω μεταξύ στο σπίτι έμαθαν ότι σπούδαζα στη Δραματική Σχολή, αν και υπήρχε συμφωνία να γίνω ψυκτικός ή υδραυλικός για να μπορώ να ζω. Τελικά η μητέρα μου, μου έδωσε τα εύσημα μόνο το 1998 όταν με είδε στην τηλεόραση, στη σειρά «Βίος ανθόσπαρτος» της Κάκιας Ιγερινού με τους Γιάννη Φέρτη, Γιάννη Μπέζο, Ναταλία Τσαλίκη, Τίτο Βανδή, Γρηγόρη Βαλτινό και πάρα πολλούς συναδέλφους. Βέβαια μέχρι τότε με παρακολουθούσαν όποτε έπαιζα στο θέατρο και καμάρωναν πολύ γι’ αυτό, όμως στα μάτια τους με καθιέρωσε η τηλεόραση, όταν κάθε Πέμπτη στις 9 η ώρα το βράδυ είχε σύναξη στο σπίτι όλη η γειτονιά.

Ο πατέρας μου καμάρωνε και αυτός χωρίς να το εκδηλώνει. Ήταν ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος με πολύ βαθιές αξίες. Τον θυμάμαι με πολλή αγάπη, ήταν αριστερός και γι’ αυτό δεν τρώγαμε γλυκό ψωμί. Εκείνα τα χρόνια που ήμουν παιδί ήταν δύσκολα»…

 

 

ΣΥΝΘΕΤΩ

 

«Όσο περνούν τα χρόνια όλες οι εμπειρίες της ζωής και της σκηνής παντρεύονται. Αυτό το θεωρώ σύνθεση και σύνθεση στον ρόλο. Μπορεί να παίζεις από τον μεγαλύτερο έως και τον πιο ασήμαντο ρόλο σε μία παράσταση, όμως και στις δύο περιπτώσεις γίνεται σύνθεση. Ας πούμε τώρα στη «Μαντάμ Σουσού» παίζουμε και ρόλους βωβούς. Δεν έχουμε κείμενο, το πώς θα βγεις στη σκηνή, πώς να κάνεις έναν ήρωα του ’50 ο οποίος είναι από το πρωί μεθυσμένος μέχρι το βράδυ χωρίς αυτό να είναι σχήμα μόνο. Αυτό θεωρώ ότι είναι σύνθεση.

Ακόμη κι αν κάποιος δεν συμμετέχει στη σκηνή με λόγια, συμμετέχει με την έκφρασή του, με τη στάση του σώματος, με την γκριμάτσα και με τη συνέπειά του στο ρόλο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες που κάνουν πολύ ωραία σύνολα. Κάνουν σύνθεση μιας σκηνής. Υπάρχουν οι ρόλοι. Π.χ. υπάρχει μία σκηνή στη «Σουσού» που «μιλάει» ο συγγραφέας της, ο Δημήτρης Ψαθάς και λέει: «Δεν άλλαξε τίποτα στον Μπίθουλα, όλα έμειναν ίδια»… Τη στιγμή εκείνη όλο το σύνολο των ανθρώπων της γειτονιάς βρίσκεται σε μία στάση παγωμένη μέσα σε σκέψη και ξεπαγώνοντας αυτή η εικόνα, ο Ψαθάς μου λέει: «Γιώργο ρίξε μία ματιά κι εσύ φεύγοντας»… Είμαι σχεδόν πλάτη προς το κοινό, φεύγω από τη σκηνή και κοιτάω τον Δημήτρη Ψαθά που λέει: «Τι είναι αυτός τώρα που μιλάει;». Κάνω πολύ κέφι αυτή την ασυνήθιστη σκηνή έτσι όπως την έστησε ο σκηνοθέτης μας, ο Γιάννης Κακλέας.

Πρόκειται για ένα σχόλιο που ακόμα και ο μη μυημένος θεατής θα το καταλάβει»…

 

 

 

ΣΥΝΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ

 

«Μέσα στο παιχνίδι της δουλειάς μας είναι και ο συναγωνισμός. Ο υγιής συναγωνισμός. Αξίζει κανείς να το κάνει. Φυσικά είναι θέμα εμπειρίας, είναι θέμα αισθητικής αλλά και καλής διάθεσης. Η συνεργασία είναι το άπαν, ιδίως σε μας που κάνουμε μία δουλειά συνόλου. Ό,τι και να φέρει κανείς, όποιους εγωισμούς και υπέρ-εγώ να μεταφέρει, που τα έχει αυτά η δουλειά μας στο έπακρο, αν δεν αφεθείς και δεν συνεργαστείς με τον άλλον που έχεις απέναντί σου, δεν θα συμβεί τίποτα».

 

ΣΥΝΕΙΣΦΕΡΩ

 

«Αυτό το ρήμα το έμαθα τα τελευταία 11 χρόνια. Από το 2009 το ένιωσα αυτό. Χάσαμε τους φίλους μας. Μπορεί κάποιοι να κλειδώθηκαν στα σπίτια τους, κάποιοι άλλοι όμως συνεισφέρουμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Και με ένα απλό τηλεφώνημα συμπαράστασης αλλά και με τα μάτια της κουζίνας που ανάβουμε για φίλους. Είναι αυτό που έμεινε τελικά. Το λέω τώρα για κάποιους συναδέλφους που περνάνε δύσκολα. Η κατάσταση είναι δύσκολη και έχω υποστεί τις συνέπειες. Βρέθηκα και από τις δύο πλευρές. Και έδωσα και πήρα. Η συνεισφορά λοιπόν σε αυτά τα χρόνια είναι το μοναδικό φάρμακο.
Από τη στιγμή που απλώνεις το χέρι και προσφέρεις κερδίζεις και εσύ. Γιατί και να παίρνεις και να δίνεις είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Είναι μάθημα ζωής».

 

 

ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΑΙ

 

«Η συνεργασία στο χώρο μας δεν είναι και κάτι πάντοτε εύκολο. Πάντα τη «συνταγή» τη φτιάχνει ο σκηνοθέτης. Υπάρχουν άνθρωποι πολλοί ταλαντούχοι σ’ αυτό. Τον τελευταίο καιρό συνεργάζομαι με τον Γιάννη Κακλέα που ξέρει από ομάδες γιατί είχε πάντα ομάδες. Εκεί λοιπόν μπορεί να δουλεύεις ιδρυματικά για 7 μήνες και να μην ανοίξει μύτη. Γιατί; Γιατί η πάστα των ανθρώπων είναι τέτοια και η πίστη για τη δουλειά οπότε η συνεργασία είναι προστατευμένη, είναι δεδομένη. Αν παρόλα αυτά κάτι άλλο συμβεί ή το αντίθετο, τότε πρέπει εγώ να εφεύρω τρόπους να μπορώ να συνεργαστώ με κάποιον άνθρωπο που ίσως να μην είναι της αρεσκείας μου, ή εγώ να μην είμαι της δικής του και αυτό πάντα η εμπειρία το… διορθώνει. Η σκηνή είναι κάτι πάρα πολύ σκληρό, δεν το ξέρει ο κόσμος και νομίζει ότι είναι ένα επάγγελμα πολύ ελαφρύ. Όμως το επάγγελμά μας είναι πολύ βαρύ. Πρέπει να τ’ αφήσω όλα στην πάντα τα δικά μου προσωπικά, τις δικές μου αγωνίες, να φύγω από τον εαυτό μου ώστε να μπορώ να συνεισφέρω στη διασκέδαση και στην ψυχαγωγία του ανθρώπου που έχει πληρώσει. Παράλληλα πρέπει να είμαι ανοιχτός στον συνάδελφο που θα έχω απέναντί μου, είτε μου είναι αρεστός, είτε όχι. Και αυτό είναι δύσκολο, αλλά λέω και πάλι, δεν θυμάμαι να έχω υποφέρει.

Μπορεί να υπάρχουν μικρότητες που μπορεί κάποιος να σου τις πει στο τέλος της παράστασης, τη στιγμή της υπόκλισης, όμως ό,τι και να συμβεί μεταξύ των συναδέλφων δεν επηρεάζει την κρίση των θεατών που ξέρουν να εκτιμούν και να τιμούν κάθε τι καλό που βλέπουν.

Πάνω απ’ όλα βάζω τον θεατή. Οι μικρότητες της δουλειάς δεν με πτοούν, ξέρω να τις αντιμετωπίζω άμεσα και αποτελεσματικά γιατί η δουλειά είναι πολύ μεγαλύτερη από τα εγώ μας».

 

 

 

ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΩ

 

«Θα ήθελα να συνοδοιπορούσα με μαθητές μιας Δραματικής Σχολής. Θα το ήθελα πάρα πολύ. Θα μπορούσα να είμαι ένας καλός αγωγός συναισθημάτων. Πολύ θα μου άρεσε. Αν δεν ήμουν ηθοποιός, θα μπορούσα να ήμουν δάσκαλος. Θα μπορούσα πραγματικά να βρεθώ με νέους ανθρώπους και να τους εμφύτευα «το ταλέντο να ζεις». Αυτό θα μπορούσα να το κάνω με μεγάλη ευκολία. Γι’ αυτό λέμε ότι όλα είναι αποστάγματα εμπειρίας και βαθέων συναισθημάτων. Είναι πολύ σημαντικό να μπορεί να μεταδίδει κάποιος την εμπειρία του σε αυτόν που έρχεται και ο άλλος να έχει τη διάθεση να το αποδεχθεί. Μόνο αν υπάρχει καλή διάθεση αυτό θα μπορεί να συμβαίνει αυτόματα, να συμβαίνει ίσως άμα τη εμφανίσει. Όμως δεν ξέρω αν διδάσκεται αυτό.

Ξέρω όμως πως ένιωσα τη συγκίνηση της δημιουργίας όταν είχαμε ένα αυτοσχεδιαστικό μάθημα με τη χορογράφο Νάτασα Ζούκα. Χωρίς ενδοιασμούς μας έλεγε: «Σήκω να μας πεις μία ιστορία από τη ζωή σου, χορεύοντας, ή ανέβα πάνω στο τραπέζι και πες μας κάτι, ή μην πεις τίποτα». Αυτό ήταν κάτι που εμένα κάθε φορά με συγκλόνιζε, για κάποιους όμως ήταν σοκαριστικό.

Με τον ίδιο σεβασμό και αυτοσυγκέντρωση πήρα μέρος σε σεμινάρια χορού. Έκανα άσκηση για το σώμα μου από μικρό παιδί, από 16 χρονών. Ο χορός είναι ένα απαραίτητο εργαλείο στη δουλειά μας. Πάντα κρατούσα το σώμα μου σε μία εγρήγορση, σε μία φόρμα. Πάντα το φρόντιζα και με την άσκηση και με τη διατροφή. Το σώμα μου είναι το εργαλείο της δουλειάς μου και πρέπει να το σέβομαι. Ξέρω πως αν δεν το προσέξω μετά θα χάσω την μπάλα. Δεν ξέρω τι συμβαίνει με τα βοηθήματα διατροφής και όλα αυτά τα σχετικά αλλά προτιμώ να είναι μακριά από μένα τέτοιες λύσεις. Έριξα τη χοληστερίνη μου με μοναστηριακή διατροφή και τώρα, δόξα τω Θεώ, μπορώ να συνυπάρχω με 20χρονους ανθρώπους στο χορό και σε κάποιο μπαλέτο και τα καταφέρνω ακόμα στα 55 μου».

 

 

 

ΣΥΝΕΧΙΖΩ

 

«Πολλοί εγκατέλειψαν τον αγώνα. Τον εγκατέλειψαν γιατί δεν άντεχαν ούτε το να μην είναι πρώτοι, ούτε να μην είναι σε καλές δουλειές. Εγώ όμως συνεχίζω. Συνεχίζω συνειδητά. Συνεχίζω με πολύ μεγάλη δυσκολία πια αλλά κάνοντας παράλληλα πράγματα, όπως έκανα και στα 21 μου. Δηλαδή είμαι και σε μία σούπερ εμπορική δουλειά, αλλά παράλληλα δεν ξεχνάω τον ομφάλιο λώρο που είναι τα μεγάλα κείμενα. Ελπίζω αυτό να μη με καταβάλει. Αντίθετα νιώθω αυτή η παράλληλη ενασχόλησή μου να μου δίνει τεράστια δύναμη. Βέβαια μπερδεύεται ο κόσμος πάρα πολύ και διερωτάται: «Πού ανήκει αυτός ο άνθρωπος»;

Αλλά δεν θέλω να ανήκω πουθενά. Θέλω να είμαι ελεύθερος. Ξέρω ότι πολλούς τους προβληματίζει αυτό και τους θυμώνει. Σου λέει, αυτός τι θέλει και εδώ και εκεί; Μας έχει μπερδέψει, αλλά μ’ αρέσει αυτό να «αμολάω μελάνι». Μου δίνει μεγάλη δύναμη. Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούω φίλους να απορούν: «Μα τι θέλεις τώρα εκεί πέρα, απλήρωτες δουλειές κ.λπ. και με κόπο και εξάωρες πρόβες;». Λέω: «Άσε, κάτι θα βγάλει αυτό και πάντα κάτι φέρνει. Ίσως όχι αμοιβή, αλλά ανταμοιβή, όπως λέει και ο Βασίλης Παπαβασιλείου», ο άνθρωπος που με βοήθησε να ανοίξουν οι ορίζοντές μου. Όποιος δεν έχει δουλέψει με τον άνθρωπο αυτό είναι όντως τυφλός»…

 

 

 

ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΩ

 

«Ο απαραίτητός μου άνθρωπος είναι ο Ρούντι. Συγκατοικώ μαζί του. Είναι ένα βελγικό λυκόσκυλο που μένουμε μαζί τα τελευταία 7 χρόνια. Ήταν ορφανό και από μαμά και από μπαμπά. Είναι ένα υπέροχο πλάσμα, όπως ήταν υπέροχα όλα τα σκυλιά που είχα. Πάντα αδέσποτα που τα μάζευα. Όταν έχω περιοδεία τον αφήνω για λίγες μέρες στην αδελφή μου, στην οικογένειά μου. Τον αγαπούν, γιατί αυτός είναι αγαπητός ιδιαίτερα, τους έχει μάθει κιόλας, αγαπάει τα ανίψια μου πολύ. Περνάει ώρες προσαρμογής και εκεί, αλλά και όταν γυρίζω στο σπίτι περνούν μία – δύο μέρες για να συνηθίσουμε ξανά τη συμβίωση. Μου είναι απαραίτητος. Είναι πολύ μεγάλη παρηγοριά να είσαι με ένα σκυλί, ή με μία γάτα. Εγώ ήμουν πάντα σκυλο-μπαμπάς οπότε τα λάτρεψα αυτά τα ζώα, μπορούν να σου μιλήσουν, να συναισθανθούν, μπορεί να κλάψουν. Έχει κλάψει σκύλος δίπλα μου. Ειδικά το βλέμμα των σκύλων είναι κάτι το ασύλληπτο. Με τον τρόπο που σε κοιτάει καταλαβαίνεις χίλια πράγματα».

***

Άλλα χίλια πράγματα καταλάβαμε κι εμείς παρακολουθώντας τον μονόλογο του Γιώργου Ψυχογυιού. Ήταν ένας μονόλογος – όαση  και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε που μας έδωσε την ευκαιρία να τον παρακολουθήσουμε…

 

***

 

ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΨΥΧΟΓΥΙΟ

 

***

 

 

Δυο φίλοι και συνάδελφοι από τα παλιά: Γιώργος Κιμούλης και Γιώργος Ψυχογυιός.

 

ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Από την Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

*

«ΘΕΙΟΣ ΒΑΝΙΑΣ»
Του Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ
Σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη

*

Ένα τρυφερό ποίημα για το γελοίο της ανθρώπινης παραίτησης. Για πολλά χρόνια ο Βάνιας και η ανιψιά του Σόνια ζουν ήρεμα και αρμονικά στην επαρχία συντηρώντας τα χτήματα και την περιουσία της οικογένειας. Όταν όμως ένα καλοκαίρι ο πατέρας της Σόνιας έρχεται από την πρωτεύουσα μαζί με τη νέα του γυναίκα, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και οι κρυφές αντιπαλότητες της οικογένειας έρχονται στην επιφάνεια και καταστρέφουν κάθε ηρεμία. Η κρίση της μέσης ηλικίας, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, τα οικονομικά συμφέροντα του καθενός, οι ενδοοικογενειακοί ανταγωνισμοί οδηγούν σε μία αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας. Είναι ο θυμός που δημιουργείται στον κάθε άνθρωπο, απ’ τη στιγμή που άλλο ήθελε να γίνει κι άλλο έγινε. Μία ιδιαίτερα ανθρώπινη ιστορία του Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ, όπου η ψευδαίσθηση και η απόγνωση ανταγωνίζονται το χιούμορ και την ελπίδα. Πώς ζούμε; Ζούμε όπως θα θέλαμε; Ή όπως θέλουν οι άλλοι; Ένα τρυφερό ποίημα για το γελοίο της ανθρώπινης παραίτησης.

*
Μετάφραση – σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης
Σκηνικά: Χριστίνα Κωστέα
Κοστούμια: Σοφία Νικολαΐδη
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου

*

 

Στα παρασκήνια του Θείου Βάνια. Αριστερά: Σερεμπριάκωφ, ο Γιώργος Ψυχογυιός, στο κέντρο Σόνια, η Χαρά Μάτα Γιαννάτου και δεξιά Τελέγκιν, ο Κώστας Κοράκης.

 

Παίζουν

Βάνιας: Γιώργος Κιμούλης
Αστρωβ: Τάσος Νούσιας
Έλενα: Στέλλα Καζάζη
Σερεμπριάκωφ: Γιώργος Ψυχογυιός
Μαρίνα: Χριστίνα Κουτσουδάκη
Σόνια: Χαρά Μάτα Γιαννάτου
Μαρία: Μαίρη Νάνου
Τελέγκιν: Κώστας Κοράκης

*

Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή 20:30
Σάββατο 18:00 και 21:00
Κυριακή 19:00
Εισιτήρια
Διακεκριμένη: 30 ευρώ – Φοιτητικό-Ανέργων: 25 ευρώ
Α’ Ζώνη: 25 ευρώ – Φοιτητικό-Ανέργων: 20 ευρώ
B’ Ζώνη: 20 ευρώ – Φοιτητικό-Ανέργων: 15 ευρώ
Γ’ Ζώνη: 15 ευρώ – Φοιτητικό-Ανέργων: 10 ευρώ

*

ΕΔΩ ΜΕ ΕΝΑ ΚΛΙΚ ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΣΑΣ

*

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου 32
Πειραιάς 185 35
Ταμείο Θεάτρου:210- 414.33.10
Ώρες: Δευτέρα έως Παρασκευή: 10.00 – 14.00

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -