Στο “Σπίτι των Κοιμισμένων Κοριτσιών” ηλικιωμένοι άνδρες που “δεν μπορούν πλέον να είναι άνδρες” επισκέπτονται ένα μυστικό δωμάτιο για να περάσουν τη νύχτα με μια όμορφη κοπέλα που κοιμάται βαθιά. Από τη στιγμή που οι γέροι φτάνουν ώσπου να φύγουν, τα κοιμισμένα γυμνά κορίτσια δεν ξυπνούν καθόλου. Τα κορίτσια δεν ξέρουν ποιος τα επισκέφθηκε, τι έγινε και τι όχι. Ωστόσο η σεξουαλική επαφή εκεί μέσα, είναι απαγορευμένη, η κυρία του σπιτιού είναι κατηγορηματική: ‘δεν υπάρχουν άσχημα πράγματα σε αυτό το σπίτι’. Ο Καβαμπάτα πραγματεύεται σε αυτό το αριστουργηματικό μυθιστόρημα τη νεότητα και τα γηρατειά, τον χρόνο και τον ερωτισμό, τη μοναξιά των γηρατειών και εν τέλει τον φόβο για τον θάνατο.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
(Η αρχή του βιβλίου)
Η γυναίκα που υποδέχτηκε τον Εγκούτσι στο πανδοχείο τον προειδοποίησε
ότι δεν επιτρεπόταν να κάνει τίποτα που να μην συμφωνεί με τους κανόνες
της αισθητικής. Δεν επιτρεπόταν να βάλει το δάχτυλο του μέσα στο στόμα
της κοιμισμένης κοπέλας ή να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο.
Υπήρχε αυτό το μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο και ένα άλλο δίπλα σε αυτό,
όμως ήταν φανερό ότι δεν υπήρχαν άλλα δωμάτια στον επάνω όροφο: κι
εφόσον ο χώρος στον κάτω όροφο ήταν αρκετά περιορισμένος για να
εξυπηρετήσει πολλά άτομα, το μέρος με δυσκολία θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί πανδοχείο. Δεν υπήρχε καμία πινακίδα πάνω από την
είσοδο, ίσως επειδή το μυστικό που έκρυβε δεν επέτρεπε την ύπαρξή της.
Παντού επικρατούσε σιωπή. Από την ώρα που του είχαν ανοίξει την
κλειδωμένη είσοδο και τον είχαν αφήσει να μπει μέσα, ο γέρο-Εγκούτσι
είχε δει μόνο τη γυναίκα που του μιλούσε τώρα. Ήταν η πρώτη φορά που
πήγαινε εκεί. Δεν ήξερε αν η γυναίκα ήταν η ιδιοκτήτρια ή απλώς κάποια
υπηρέτρια. Καλύτερα να μην ρωτούσε.
Ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα γύρω στα 45, είχε φωνή νεανική και
έδινε την εντύπωση ότι είχε καλλιεργήσει επίτηδες μια ήρεμη σταθερότητα.
Τα λεπτά της χείλη μόλις που άνοιγαν όταν μιλούσε. Απέφευγε να τον
κοιτάζει. Υπήρχε κάτι στα σκούρα μάτια της που εξασθένιζε την άμυνά του.
Η ίδια όμως φαινόταν εντελώς άνετη. Έφτιαξε τσάι στην μεταλική τσαγιέρα
που έβραζε στο μπρούντζινο μαγκάλι. Η ποιότητα του τσαγιού ήταν άριστη,
πράγμα παράξενο για ένα τέτοιο μέρος και μια τέτοια περίσταση,και έτσι ο
γέρο-Εγκούτσι αισθανόταν πιο άνετα. Σε μια εσοχή στον τοίχο κρεμόταν
ένας πίνακας του Καβάι Γκοκούντο, μάλλον αντίγραφο, που απεικόνιζε ένα
χωριό στην πλαγιά ενός βουνού, ζεστό μέσα στα φθινοπωρινά φύλλα. Δεν
υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει πως το δωμάτιο έκρυβε κάποιο
περίεργο μυστικό..
“Και σας παρακαλώ μην προσπαθήσετε να την ξυπνήσετε. Όχι ότι θα
μπορούσατε να το κάνετε, με όποιον τρόπο κι αν δοκιμάζατε. Κοιμάται
βαθιά και δεν ξέρει τίποτα”. Η γυναίκα είπε πάλι: “Θα συνεχίσει να
κοιμάται και δεν θα ξέρει τίποτε από την αρχή μέχρι το τέλος. Ούτε καν
ποιος ήταν μαζί της. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε..”
Ο Εγκούτσι δεν είπε τίποτα για τις αμφιβολίες που είχαν αρχίσει να τον
κυριεύουν.
“Είναι μια πολύ όμορφη κοπέλα. Δέχομαι μόνο επισκέπτες που ξέρω ότι
μπορώ να εμπιστεύομαι απόλυτα”.
[…]
[…]
Ήταν ένα σπίτι όπου πήγαιναν γέροι άντρες που δεν μπορούσαν πια να
χρησιμοποιήσουν τις γυναίκες σαν γυναίκες. Όμως ο Εγκούτσι στην τρίτη
του επίσκεψη, ήξερε ότι το να κοιμηθεί με μια τέτοια κοπέλα ήταν μια
φευγαλέα παρηγοριά, το κυνήγι της χαμένης χαράς της ζωής. Άραγε
υπήρχαν ανάμεσά τους γέροι που επιθυμούσαν κρυφά να κοιμηθούν για
πάντα δίπλα σε μια κοπέλα που είχε ναρκωθεί; Του φαινόταν ότι υπήρχε
κάποια θλίψη στο κορμί μιας νέας κοπέλας που ξυπνούσε σ’ ένα γέρο την
επιθυμία για θάνατο. Ίσως όμως ο Εγκούτσι να ήταν από τους λίγους
πελάτες του σπιτιού που είχε τέτοιες ευαισθησίες. Ίσως οι περισσότεροι
το μόνο που ήθελαν να γευτούν τη νιότη των κοιμισμένων κοριτσιών, να
γλεντήσουν τα κορίτσια που δεν θα ξυπνούσαν με τίποτα […]
[…]
Καθώς τραβούσε το χέρι που είχε κάτω από το λαιμό της, ήταν τόσο
προσεκτικός, σαν να φοβόταν μη σπάσει ένα εύθραυστο αντικείμενο. Όμως
η παρόρμηση να την ξυπνήσει βίαια δεν του είχε φύγει ακόμα. Καθώς
τράβηξε το χέρι του, το κεφάλι της γύρισε απαλά και μαζί μ’ αυτό και ο
ώμος της, έτσι ώστε βρέθηκε ανάσκελα. Αυτός τραβήχτηκε και
αναρωτήθηκε αν θα άνοιγε τα μάτια της. Η μύτη της και τα χείλη της
έλαμπαν γεμάτα νιότη στο φως που έπεφτε από το ταβάνι. Έφερε το
αριστερό της χέρι στο στόμα της. Φαινόταν έτοιμη να βάλει το μεσαίο της
δάχτυλο ανάμεσα στα δόντια της και ο Εγκούτσι αναρωτήθηκε αν αυτή
ήταν κάποια συνήθειά της όταν αυτή κοιμόταν, αυτή όμως το έφερε απαλά
μέχρι τα χείλη της και όχι πιο μέσα. Τα χείλη της τραβήχτηκαν ελαφρά και
φάνηκαν τα δόντια της. Όλη αυτή την ώρα ανέπνεε με τη μύτη, τώρα όμως
ανέπνεε και με το στόμα. Του φάνηκε πως η αναπνοή της έγινε λίγο πιο
γρήγορη. Αναρωτήθηκε αν πονούσε κάπου και τελικά αποφάσισε ότι δεν
πονούσε. Επειδή τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα, ένα ελαφρό χαμόγελο
σχηματιζόταν στα μάγουλά της. Ο ήχος των κυμάτων που έσπαγαν στον
ψηλό βράχο του φάνηκε κοντινότερος. Ο ήχος του νερού που έτρεχε κάθε
φορά που έσπαγε το κύμα έδειχνε ότι υπήρχαν μεγάλες πέτρες στη βάση
του βράχου. Το νερό αιχμαλωτιζόταν πίσω τους, φαινόταν να ακολουθεί το
κύμα που έσκαγε. Το άρωμα της αναπνοής της κοπέλας ήταν δυνατότερο
όταν έβγαινε από το στόμα παρά από τη μύτη. Δεν ήταν όμως μυρωδιά από
γάλα. Ήταν ίσως μια μυρωδιά που τον έκανε να νιώσει την ύπαρξη της
γυναίκας στην κοπέλα…».
***
ΓΙΑΣΟΥΝΑΡΙ ΚΑΒΑΜΠΑΤΑ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 1995
Μτφ. ΕΦΗ ΚΟΥΚΟΥΜΠΑΝΗ-ΠΟΛΥΤΙΜΟΥ
Αναδημοσίευση από το Διαδίκτυο
***
Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών του Καβαμπάτα αποτελείται από τρία διηγήματα. Το ομότιτλο είναι μεγάλης έκτασης – γύρω στις ενενήντα σελίδες και παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα τρία. Κι αυτό γιατί ίσως λόγω μεγέθους τονίζει ακόμα περισσότερο τον ερωτισμό που επικρατεί σαν θέμα και στα υπόλοιπα.
Ο γερο-Εγκούτσι είναι ένας 67χρονος Ιάπωνας που επισκέπτεται ύστερα από παρότρυνση ενός φίλου ένα σπίτι στο οποίο καταφεύγουν ηλικιωμένοι για να κοιμηθούν με νεαρές κοπέλες που έχουν ναρκωθεί. Οι επισκέπτες δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν έρωτα ούτε να βιαιοπραγήσουν. Ο Εγκούτσι επαναλαμβάνει την επίσκεψή του και κάθε φορά κοιμάται με διαφορετική κοπέλα. Οι περιγραφές είναι εξαιρετικές όπως και στα υπόλοιπα κείμενα και οι σκέψεις του Εγκούτσι παλινδρομούν ανάμεσα στο παρελθόν και τις σχέσεις του με γυναίκες και στο παρόν ενός άντρα που βρίσκεται κοντά στο τέλος της ερωτικής του δραστηριότητας.
Στο ‘Μπράτσο’, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σουρεαλιστικό ξεκίνημα όπου ο ήρωας παίρνει μαζί του το αριστερό μπράτσο που του δανείζει μια γυναίκα. Αυτό το εύρημα του Καβαμπάτα λειτουργεί σαν στη θέση του να υπήρχε η ίδια η ιδιοκτήτρια του αποκομμένου μέλους και εκείνος μοιάζει σαν να συνομιλεί με την ίδια.
Τέλος, στο ‘Περί ζώων και πουλιών’, ένας άντρας που ζει σε ένα σπίτι γεμάτο με πουλιά και ζώα και την υπηρέτριά του, αναπολεί τη μοναδική ερωτική σχέση που τον είχε σημαδέψει.
Ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο που θα διαβαστεί μέσα σε δύο απογεύματα και θα μείνει στη μνήμη για πολύ καιρό.
***
Ο Γιασουνάρι Καβαμπάτα γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1899, στην Οσάκα και πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στις 16 Απριλίου 1972, στο Ζούσι, της επαρχίας Καναγκάβα στην Ιαπωνία. Σπούδασε Αγγλική και Ιαπωνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο και ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα το 1923, παράλληλα με τη συνεργασία του στο λογοτεχνικό περιοδικό Εποχή της Τέχνης. Η γραφή του είναι έντονα επηρεασμένη από τα μεσοπολεμικά λογοτεχνικά ρεύματα της Γαλλίας και ξεφεύγει από τις ως τότε καθιερωμένες λογοτεχνικές σχολές της πατρίδας του. Παρ’ όλα αυτά, στα τελευταία έργα του εμφανίζονται έντονα στοιχεία της ιαπωνικής λογοτεχνίας του 15ου και 17ου αιώνα, αρμονικά δεμένα με το σύγχρονο τρόπο λογοτεχνικής έκφρασης. Μερικά από τα πιο σημαντικά έργα του είναι: Η χορεύτρια του Ιζού (1925), Η χώρα του χιονιού (1935-1947), Ο ήχος του βουνού (1949-1954), Χιλιάδες γερανοί (1959) κ.ά.
Ο Καβαμπάτα είναι ο πρώτος Ιάπωνας που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1968.
- Αρχική εικόνα: Kajita Hanko, Sleeping woman