Γράφει η Θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης (Σμύρνη 1903 – Αθήνα 1984), ήταν συνθέτης, πιανίστας και μαέστρος, από τις πιο διακεκριμένες προσωπικότητες της Ελληνικής Μουσικής του 20ου αιώνα, τόσο της «κλασικής» όσο και της «ελαφράς, στην οποία διέπρεψε με το ψευδώνυμο «Κώστας Γιαννίδης».
Λοιπόν: Ένας συνθέτης, δύο ονόματα, μια… μουσική;
Πολλές μεταμορφώσεις, εξ ου και το drag ορατόριο.
Το ταλέντο του είναι τόσο τεράστιο, που τον ξεπερνά. Γεννιέται και ζει βέβαια μέσα σε μια άκρως συντηρητική, πατριαρχική κοινωνία με αποτέλεσμα να βιώνει ακραία όσα τον απασχολούν, όσα ταράζουν δημιουργικά πάντα τη φύση του.
Θα λέγαμε ότι βιώνει άτυπα μια σχιζοφρενική ψυχική διαταραχή, που κυμαίνεται από τη φυσιολογική κοινωνική συμπεριφορά μέχρι τη μάχη του με αυτό το κτήνος που κρύβει μέσα του, το άκρατο πάθος, που όμως τον κάνει τόσο μοναδικό.
Το drag show που επιλέγει ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης είναι μια εικαστική μορφή τέχνης, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη τόσο με την performance και λειτουργεί «εξπρεσιονιστικά» και άκρως αποκαλυπτικά για την προσωπικότητα αυτού του μεγάλου μουσικού.
Ο Γιώργος Ζιάβρας, πιανίστας, φορώντας ένα κοστούμι που ακριβώς ερμηνεύει την πολυπλοκότητα της μορφής του μουσικού αυτού, ερμηνεύει τον συνθέτη που θυμάται τα παιδικά του χρόνια στη Σμύρνη, όπου είδε την πρώτη του παράσταση σε ηλικία 4 ετών στο θέατρο Σπόρτινγκ της Σμύρνης, που ήταν το καλύτερο θέατρο της εποχής εκείνης. Τότε ακόμα μπέρδευε την έννοια του θεάτρου με το τσίρκο, αν όχι και με το θηριοτροφείο.
Εκεί πήγε με τη νονά του και ανυπομονούσε να βγουν τα θηρία στη σκηνή. Ανυπομονούσε και εκείνη προκειμένου να τον ησυχάζει, τον ξεγελούσε ότι δήθεν ακόμα τα ταΐζουν, μη δουν τους θεατές και τους φάνε. Βέβαια χωρίς θηρία απογοητεύτηκε, όμως αργότερα έμαθε ότι η πρωταγωνίστρια στο έργο που είδαν ήταν η μεγάλη Κυβέλη Ανδριανού, στην πρώτη οπερέτα με το θίασο του Γιάννη Παπαϊωάννου με τον τίτλο «Μάνα με κακοπάντρεψες».
Το 1909 βλέπει οπερέτα και το θέατρο γίνεται στα μάτια του πιο ελκυστικό γιατί υπάρχει μέσα και η μουσική. Η οπερέτα «Παραμπόλα» και οι Επιθεωρήσεις που βλέπει στη συνέχεια έγιναν αληθινό σεμινάριο για τον αυριανό συνθέτη.
Θυμάται και παίζει μοναδικά τις μουσικές του Γιάννη Κωνσταντινίδη και του Κώστα Γιαννίδη και «η μνήμη γίνεται το μνήμα του».
Τρεις μήνες πριν από την καταστροφή της Σμύρνης το 1922 έφυγε στη Γερμανία για να σπουδάσει μουσική, αρχικά στη Δρέσδη και στη συνέχεια στο Βερολίνο, όπου γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με τον Νίκο Σκαλκώτα, που τον βοήθησε πολλαπλά.
Το Βερολίνο άσκησε άλλη γοητεία για εκείνον. Παράλληλα άρχισε να παίζει πιάνο σε καμπαρέ, θέατρα, κινηματογράφους και στο ραδιόφωνο. Ως συνθέτης πρωτοεμφανίστηκε στο Θέατρο του Στράλσουντ με την οπερέτα «Το μικρόβιο της αγάπης», έχοντας αλλάξει το όνομά του σε Kosta Dores. Τα θηρία αρχίζουν να εμφανίζονται πια τις νύχτες του.
Το 1931 έρχεται στην Ελλάδα για διακοπές, όμως η γνωριμία του με τον Δημήτρη Γιαννουκάκη και η άνοδος του Ναζισμού στη Γερμανία τον κάνουν να αποφασίσει να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα, όπου και ξεκινά τη διπλή του καριέρα, ως «Κώστας Γιαννίδης», στο χώρο της ελαφράς μουσικής, γράφοντας οπερέτες, μουσικές κωμωδίες, επιθεωρήσεις, μουσική για ταινίες και ως «Γιάννης Κωνσταντινίδης» που συνεχίζει να γράφει συμφωνικά έργα, κομμάτια για πιάνο, μουσική δωματίου και πολλά τραγούδια. Συνδύαζε αρμονικά τα στοιχεία της ελληνικής δημοτικής μουσικής με την κλασική μουσική.
Παράλληλα, το 1954, μαζί με τον μουσικοσυνθέτη Άκη Σμυρναίο (Γαληνό Κιουσόγλου), ίδρυσαν την «Eλαφρά Ορχήστρα του ΕΙΡ», ενώ υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και της Ένωσης Μουσουργών Ελλάδας.
Κατάφερε να κάνει διπλή καριέρα, ως Κώστας Γιαννίδης στο χώρο του ελαφρού τραγουδιού και ως Γιάννης Κωνσταντινίδης– που ήταν και το πραγματικό του όνομα- στο χώρο της «σοβαρής», όπως την αποκαλεί, ελληνικής μουσικής.
Παρομοιάζει την καριέρα του σαν έναν κήπο γεμάτο τριαντάφυλλα, με ισάριθμα αγκάθια.
Αυτή τη δυαδικότητα υπηρέτησαν με συνέπεια και με αποτελεσματικότητα όλοι οι συντελεστές της παράστασης «Τραγούδια του ελληνικού λαού – Drag ορατόριο» που παρουσιάστηκε στην «Πειραιώς 260», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024: Ο σκηνοθέτης και εμπνευστής της Γιάννης Σκουρλέτης, ο σολίστ και υπέροχος ερμηνευτής Γιώργος Ζιάβρας, η Νίνα Νάη (βαρύτονος in drag) και η Daglara (περφόρμερ).
Μέσα σ’ ένα αλλόκοτο τοπίο, σχεδιασμένο από τον σκηνογράφο Κωνσταντίνο Σκουρλέτη, μιλούν για το ανοιχτό τραύμα της πατριαρχίας και την παρέκκλιση. Αφηγούνται μια άλλη, αθέατη πολλές φορές Ελλάδα. Είδωλα ενός καλά κρυμμένου προσωπικού βιώματος, εξιστορούν τα πάθη της ετερότητας σ’ έναν δυστοπικό κόσμο.
O βαρύτονος Γιώργος Ιατρού και η drag queen Νίνα Νάη είναι το ίδιο πρόσωπο και η ερμηνεία του είναι έξοχη. Η κίνηση της μεγάλης ντίβας πάνω στο χωμάτινο διάδρομο, την κακοτράχαλη ζωή και την καταπιεσμένη ευαισθησία.
Ο βαθύς πόνος της, εντείνεται με την παρουσία και κίνηση του θηρίου της περφόρμερ Daglara, μέσα σε σκηνή τσίρκο. Οι δυο τους απέδωσαν τέλεια αυτό το πέρασμα από την ποίηση στη λάσπη, από την αρετή στο πάθος. Είναι οι δύο εκδοχές, του ίδιου προσώπου.
Η περφόρμερ Daglara δεν έπαψε ποτέ να κινείται και να ερμηνεύει όσα διηγούνταν η μουσική και το τραγούδι. Το θεριό, το ανήμερο που διαθέτει ο καθένας μέσα του και που για τον Κωνσταντινίδη ή Γιαννίδη ήταν η έμπνευση, το κινητήριο ένστικτο της δημιουργίας του, δυστυχώς όμως βασισμένο στις πληγές μιας κοινωνίας που δεν συμπεριλαμβάνει τα ιδιαίτερα άτομα.
Η παράσταση των bijoux de kant αντλεί έμπνευση από τον σπουδαίο Μικρασιάτη συνθέτη, μαέστρο και πιανίστα Γιάννη Κωνσταντινίδη. Έχοντας διαπρέψει στον χώρο του ελαφρού τραγουδιού («Ξύπνα αγάπη μου», «Θα ξανάρθεις», «Τα νέα της Αλεξάνδρας», «Πόσο λυπάμαι» κ.ά.) με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης, με τον κύκλο «Είκοσι τραγούδια του ελληνικού λαού» ο Κωνσταντινίδης δημιούργησε ένα υπερκείμενο, μια μουσική σύνθεση αντίστοιχη της δισυπόστατης καλλιτεχνικής του πορείας.
Με αφετηρία τον γοητευτικό αυτό κύκλο τραγουδιών και τα κείμενα του καλλιτέχνη και ερευνητή Αλέξανδρου Παπαδόπουλου, η drag βαρύτονος Νίνα Νάη, η περφόρμερ Daglara και ο πιανίστας Γιώργος Ζιάβρας αφηγούνται εκ βαθέων μια ιστορία που θα μπορούσε να αποτελέσει σενάριο για ελληνικό horror show.
Σε όλα υπάρχει ένα τέλος, έτσι και στη ζωή. Ο θάνατος είναι η ολοκλήρωση μιας πορείας. Το ένστικτο, το ορμέμφυτο πεθαίνει, μαζί με τον άνθρωπο, έτσι πέφτει επί σκηνής το θεριό και συμπονετικά τον σηκώνουν με τρυφερότητα, με αγάπη, ο πρώτος γιατί είναι η αρχή της έμπνευσής του και η άλλη γιατί είναι η ερμηνεία, η σαγήνη, η πνοή που διαχέεται στο κοινό.
Το φως, αυτό το θαμπό, η σκηνή του τσίρκου από όπου ξεπρόβαλε το ορμέμφυτο, το χώμα, το κακοτράχαλο της πορείας της ζωής, αλλά και το γήινο και περαιωμένο της ζωής, όλα, τα στοιχεία που δομούν αυτή την πολυσχιδή προσωπικότητα του Κώστα Γιαννίδη ή Γιάννη Κωνσταντινίδη στην παράσταση του Γιάννη Σκουρλέτη και των bijoux de kant που γοητεύει το κοινό και λειτουργεί διαδραστικά με το κοινό.
Ταυτότητα της παράστασης
«Τραγούδια του ελληνικού λαού – Drag ορατόριο»
Σύλληψη – Σκηνοθεσία Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική Γιάννης Κωνσταντινίδης / Κώστας Γιαννίδης
Σκηνικά Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια: Daglara
Φωτισμοί bijoux de kant
Live camera Γιώργος Αποστολόπουλος
Κείμενο – Μετάφραση Αλέξανδρος Παπαδόπουλος
Δραματολόγος – Καλλιτεχνικός συντονισμός Γιώργος Παπαδάκης
Ερμηνεύουν Νίνα Νάη (βαρύτονος in drag), Γιώργος Ζιάβρας (πιάνο), Daglara (περφόρμερ)
Οργάνωση παραγωγής Ασημένια Ευθυμίου
Εκτέλεση παραγωγής bijoux de kant
Στην «Πειραιώς 260», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024.