Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Στο Θέατρο «104» είδα ένα έργο βασισμένο στο «Χρονικό» του Γιάννη Ρίτσου από τη Ομάδα Θεάτρου ÇaVa σε σκηνοθεσία Βασίλη Καλφάκη.
Το «Χρονικό» περιλαμβάνεται στον τόμο «Τέταρτη διάσταση» του ποιητή.
Αποτελεί τη συγκλονιστικότερη παρακαταθήκη του ποιητή, είναι η σύνοψη όλων των έργων του – σύμφωνα με τον ίδιο. Είναι ποίηση και θέατρο ιδεών και γλώσσας. Η ανθρώπινη περιπέτεια, η αναγνώριση και το πάθος της, καθορίζονται από υπέρτερες δυνάμεις, ανεξάρτητα από τη γυναικεία ή την ανδρική φύση. Τα πρόσωπά της είναι παιδιά της ιστορίας που ανταμώνουν και με την προϊστορία και τη μεθιστορία. Ο ποιητής πραγματεύεται την αόρατη δύναμη του χρόνου, που διαπνέει την ανθρώπινη ύπαρξη.
Η ομάδα ÇaVa στην οποία συμμετέχει και η Γιώτα Φέστα που μαζί με τη Σάντρα Λειβαδάρα, τον Γιώργο Σύρμα και τον ίδιο τον σκηνοθέτη Βασίλη Καλφάκη δίνουν μια σκηνική υπόσταση στους στίχους του Ρίτσου, αναλύουν τη σκέψη του μεγάλου μας ποιητή και την προσφέρουν στο κοινό μέσα από ένα άρτιο εικαστικό και πλήρως καλλιτεχνικό θέαμα.
Ο τίτλος της συλλογής «Τέταρτη Διάσταση» σημαίνει τον χρόνο, όχι τον βιολογικό, αλλά τον ιστορικό χρόνο που ταλανίζει τον πρωταγωνιστή. Ο Ρίτσος μιλάει για τη φθορά και την ανάμνηση, την τρέλα και τη γενναιότητα, το φύλο και τον έρωτα, τον άνθρωπο στον πραγματικό, αλλά και τον ιστορικό χρόνο.
Η «Τέταρτη Διάσταση» υπονοεί έναν χωροχρονικό ορίζοντα πέρα από τις γνωστές διαστάσεις, δημιουργώντας μια αίσθηση της αόρατης δύναμης του χρόνου, που διαπνέει την ανθρώπινη ύπαρξη. Η αίσθηση του χρόνου και ο ρόλος του στη ζωή του ανθρώπου είναι συνεχώς παρόν στην παράσταση.
Απέναντι στον χρόνο πρέπει ο άνθρωπος να έχει το νου του, να είναι σε επιφυλακή. Όταν κανείς κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, βλέπει αυτό που ήταν πριν από ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και όταν κοιτάζει τον έναστρο ουρανό, κοιτάζει δισεκατομμύρια χρόνια πίσω στην ιστορία του σύμπαντος. Και τούτο, γιατί το φως ταξιδεύει με πεπερασμένη ταχύτητα και γι’ αυτό τον λόγο και το είδωλο στον καθρέφτη και η θέα της έναστρης νύχτας, φθάνουν στο οπτικό κέντρο του εγκεφάλου ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αφότου άφησαν την πηγή τους.
Η παράσταση με διακριτικό και ευχάριστο τρόπο ξεκινά από την επικαιρότητα, από το οδυνηρό παρόν που μπαίνει στη σκηνή και καταλήγει στην Ποίηση και την αποστολή του ποιητή. Το προνόμιο της τέχνης, της υψηλής ποίησης είναι ότι σε ξεβολεύει. Σε κάνει να ταυτίζεσαι με τους «ήρωες» που βασανίζονται για το αληθές και το νόημα της ύπαρξης, ψάχνοντάς το στον μέσα και τον έξω κόσμο τους, μαζί τους και ο θεατής, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητεί εκείνους που το βρίσκουν και βέβαια τον εαυτό του.
Από τον στρατό άκουγε τον Λοχαγό να του λέει «θα το πείτε κι εσείς το ποίημά σας!». Και το είπαν όπως το λένε όλοι. Το ποίημα έχει δόντια σαν εργαλεία, οι στίχοι είναι σαν όπλα, όπλα που είναι εκεί και πρέπει να τα πάρει κάποιος. Είναι ποιήματα σαν μαύρες πόρτες, μαύρες από πυρκαγιά ή από έκρηξη, πόρτες που μεταφέρουν επάνω τους έναν σκοτωμένο. Υπάρχουν ποιήματα καβαλάρηδες, μα και ποιήματα εργάτες. Όμως ένα σωστό ποίημα δεν είναι καθρέφτης μόνο της κοινωνίας, είναι και ένας στρατιώτης που δηλώνει παρών.
Ο σκηνοθέτης Βασίλης Καλφάκης δηλώνει ότι ο χρόνος, το παρόν προβάλλει την εποχή του στα ποιήματα. Τα ποιήματα δεν πρέπει να μένουν θαμμένα, να είναι όμορφα πλην όμως ταριχευμένα. Ο ποιητής είναι ένας φιλόσοφος, όπως ο Πυθαγόρας που περιπλανιέται.
Ο Γιώργος Σύρμας διηγείται ότι ο ίδιος ο θεός είπε στον Πυθαγόρα να διαλέξει να του δώσει ό,τι θέλει, εκτός από την αθανασία και εκείνος διάλεξε να μπορεί να διατηρεί στη μνήμη του ό,τι ζούσε. Έτσι θα θυμόταν τα πάντα και ως ζωντανός και ως νεκρός. Καθώς περιπλανιόταν αφουγκραζόταν και ό,τι συνέβαινε και στις άλλες ψυχές, στους άλλους γύρω του.
Ο φωτισμός του Βασίλη Γιαννακόπουλου εστιάζει στα πρόσωπα όταν μιλούν, κρατώντας ένα μυσταγωγικό σκοτάδι στην υπόλοιπη σκηνή. Καθώς μετακινείται ο Γιώργος Σύρμας, αποκαλύπτει πίσω καθισμένη στην καρέκλα τη Γιώτα Φέστα που τραγουδά το μεταπολεμικό ρεμπέτικο, ζεϊμπέκικο «Απόψε μ’ εγκατέλειψες πώς βάσταξε η καρδιά σου και μες στη νύχτα χάνονται αργά τα βήματά σου…».
Εισάγει και εκείνη το φευγαλέο της ζωής. Ο Χειμώνας είναι σταχτής, το σταχτί είναι παντού στον ουρανό, στα μέρη γύρω. Εισάγεται στη σκηνή ένα χάρτινο καραβάκι. Πλέει ήσυχα στη σκηνή, γιατί τι είναι η ζωή του ανθρώπου, παρά ένα ταξίδι με ένα καράβι.
Η λυρική παρουσία της Σάντρας Λειβαδάρα με μια υπέροχη χορευτική κίνηση, που δηλώνει ότι «τα πάντα ρει» και που στη συνέχεια ακολουθείται και από όλους τους άλλους ηθοποιούς, δίνει τη ρομαντική, εικαστική, αναπόφευκτη πορεία του χρόνου και μοιραία της ζωής.
Η κίνηση και των τεσσάρων ηθοποιών είναι ευρεία, πολύ εκφραστική και πλαστική. «Ο αέρας βασανίζει τα ράσα του παπά», μεταφέρει μνήμες και μυρωδιές. Ταράζει τις αισθήσεις.
Ο Ρίτσος είναι ο ποιητής που αξιοποιεί το υλικό που αντλεί από την αρχαία τραγωδία, προκειμένου να κατασκευάσει και να ανασυνθέσει το κατάλληλο πλαίσιο στο οποίο θα εκτυλιχθεί η δράση των ηρώων μέσα από τη διαπλοκή του παρελθόντος με το παρόν. Εκεί εξιστορείται το χρονικό της πολιτείας που εν δυνάμει προσωπογραφεί την Ελλάδα ως πραγματικότητα μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
Η χώρα αιμορραγεί, κάθε χρόνο 100.000 άνθρωποι μεταναστεύουν αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, είναι ευρέως γνωστό εξάλλου ότι «Η Ελλάδα πνίγει τα παιδιά της και τα δαγκώνει στο λαιμό».
Το μόνο που φαίνεται να πηγαίνει καλά είναι ο τουρισμός. Η παραγωγή σταμάτησε, η επαρχία εγκαταλείφθηκε και όπως πάντα κέρδισε ο Πλούτος ή ο Χρόνος, που εξάλλου αυτός και μόνο πάντοτε νικούσε.
Οι μοίρες των ανθρώπων είναι πολύ διαφορετικές. Άλλοι ευτυχούν σε μικρή ηλικία και δυστυχούν σε μεγαλύτερη ή και το ανάποδο. Το μόνο που μένει είναι «να εργάζεσαι να ελπίζεις και να κάνεις το χρέος σου». Ξεχάστηκαν οι υποσχέσεις και οι άνθρωποι βρέθηκαν έρμαια των συνθηκών.
Πώς αντιμετωπίζουμε όσους ξενιτεύτηκαν, όσους έριξαν «μαύρη πέτρα πίσω τους», όσους μπαρκάρισαν στα καράβια; Όσους γνώρισαν εκστρατείες και ναυμαχίες, όσους μόχθησαν και ίδρωσαν;
Τι έχουμε να θυμόμαστε, τι είναι δικά μας, τι ξένα; Γιατί έκλεισαν τα μονοπάτια, γιατί κι όταν ακόμα υπήρχαν δειλιάσαμε να τα διαβούμε; Τι αφήσαμε στη μέση, στην τύχη; Κι έγιναν όλα χωρίς εμάς.
«Λίγο λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν και τα λόγια-πάντοτε κούφια- σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των εμπόρων;» (Γ. Ρίτσου, «Ελένη»)
Τώρα λοιπόν που στα ερείπια του καιρού, προστέθηκαν και τα ερείπια του πολέμου. Ο Ρίτσος στοχεύει στον κατακερματισμένο άνθρωπο, αυτόν που υποφέρει και κάμπτεται. Τα πρόσωπα της «Τέταρτης διάστασης» είναι πιο πολύ αντι-ήρωες, ούτε τολμηροί, ούτε φιλόδοξοι, ανυπεράσπιστοι, χαμηλόφωνοι, εξομολογητικοί, μοναχικοί, σχεδόν στάσιμοι και αναποφάσιστοι.
Το καραβάκι, που μεταμορφώνεται σε φόρεμα αγάλματος, που λεηλατείται και εμπορεύεται κι αυτό είναι μια πολύ επιτυχημένη έμπνευση, του φευγαλέου και του παροδικού, της σκηνογράφου Ηλιάνας Μπαφέρου.
Με την οργανωμένη κίνηση, που επιμελήθηκε η Νατάσσα Σιέτου, το υπέροχο μελαγχολικό τραγούδι, την πρωτότυπη μουσική του Ανρί Κεργκομάρ, τον εστιασμένο φωτισμό και τις εναρμονισμένες ερμηνείες αυτό γίνεται θεατρική πράξη που συγκινεί και συνεπαίρνει.
Η Ποίηση υπάρχει στο Μνημονικό μας ως Χρέος. Και είναι η έννοια του Χρέους που επιστρέφει συνεχώς στο Χρονικό, μια σύνθεση μοναδική μέσα στην περιβόητη «Τέταρτη Διάσταση».
Μείζονος σημασίας μορφή μέσα στο έργο αναδύεται ο Ταμίας του σωματείου για τον Πολιτισμό, ο «Πυθαγόρας», που κουβαλά τα χρέη των μελών του σωματείου και που αποφάσισε κιόλας να το κλείσει, καθώς όταν κανείς δεν πληρώνει το σωματείο δεν είναι βιώσιμο.
Αυτός «που κοιτούσε τόσο οικεία τα απόμακρα κ’ εξοφλούσε με το χρυσάφι των άστρων, που άλλωστε δεν ήταν και δικό του, τα άγνωστα ακόμη χρέη ανθρώπων και αιώνων».
Η μορφή του Ταμία-Ποιητή, αποτελεί το νήμα που μας ενώνει μέσα στο χρόνο, με τα χρέη που κουβαλάμε και τα σέρνουμε μέσα στο χρόνο. Ο Ταμίας έλεγε ότι χρωστά το χρέος όλων και διαπνεόμενος από υψηλές ιδέες, ήθελε να εξοφλήσει κι ας το ήξερε ο ίδιος τα ανεξόφλητα.
Άντε να βρεις άκρη με τη φτώχεια και απέναντι σε ξένους εξουσιαστές. Γλιτώνει κάποιος μόνο με την έγνοια του ψωμιού και του θανάτου. Ναι, την έγνοια του θανάτου. Ο λόγος χορεύεται, γίνεται κίνηση και αποτυπώνεται στο βλέμμα του θεατή.
Οι σκηνές, του γύφτου με τη μαϊμού ή την αρκούδα, που κάνει το αλητάκι, κάνει τον λεβέντη ή ο κοριτσάκι που βάζει λιπγκλός και περιφέρεται στις πλατείες και τις γειτονιές, είναι η εικόνα της λεηλατημένης και υποτιμημένης Ελλάδας, που γέμισε από γεροντοκόρες, ζωντοχήρες και ξεπεσμένες αρχόντισσες. Ακόμα και τα αγάλματα, κυρίως αυτά, σημεία του μεγάλου πολιτισμού, λεηλατήθηκαν.
Διαφωτιστικά τα αποσπάσματα από τον Αγαμέμνονα «Δώσε την προσταγή σου, σε ικετεύω, να σωπάσουν. Τι φωνάζουν ακόμη; Για ποιον χειροκροτούν; Τι επευφημούν; Τους δημίους τους τάχα; τους νεκρούς τους; ή μήπως για να βεβαιωθούν πως έχουν χέρια και μπορούν να τα χτυπάνε, πως έχουν φωνή και μπορούν να φωνάζουν και ν’ ακούν τη φωνή τους;
Κάνε τους να σωπάσουν. Κοίτα, ένα μερμήγκι κατεβαίνει τον τοίχο —τι σίγουρα και απλά που περπατάει σ’ αυτή την κάθετο, χωρίς καθόλου αλαζονεία πως τάχα επιτελεί έναν άθλο — ίσως γιατί ’ναι μόνο, ίσως γιατί ’ναι ασήμαντο, αβαρές, σχεδόν ανύπαρκτο· — το ζηλεύω.» […] και πιο πέρα η συγκλονιστική αναμέτρηση με τον εαυτό «Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων. Ούτε ένα δικό μας δευτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα — μια μικρή τριήρης σε μια πάγχρυση θάλασσα· — μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζαμε για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες. Δεν αρμενίσαμε».
Ο ποιητής και μαζί οι ερμηνευτές της παράστασης, προσπαθώντας να κατανοήσουν τις αντιφάσεις του κόσμου και της ύπαρξής τους θέτουν την ποίηση ως μια μορφή αντίστασης απέναντι στις αδικίες, τον πόνο και την αβεβαιότητα, προσφέροντας παράλληλα ένα νέο τρόπο κατανόησης της πραγματικότητας.
Συνολικά, η “Τετάρτη Διάσταση” του Ρίτσου είναι ένα ποίημα που συνδυάζει φιλοσοφικές αναζητήσεις με συναισθηματικές εκφράσεις, διερευνώντας την ανθρώπινη φύση, τον χρόνο και την ιστορία.
Η σκηνή του τέλους με την πρόταξη του σακακιού του Ταμία, με το δόσιμο της σκυτάλης από τον Ταμία- Ποιητή στους θεατές, κάνει φανερό ότι ο ρόλος πια ανήκει στο κοινό, στους θεατές, στον καθένα ατομικά, αλλά και συλλογικά και πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη του Χρέους, που τους αποδίδει ούτως ή άλλως η Ιστορία και ο ανελέητος Χρόνος.
Μια παράσταση ποιητική, στρατευμένη όπως ο Ρίτσος, επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε.
***
Το «Χρονικό» του Γιάννη Ρίτσου από την Ομάδα Θεάτρου ÇaVa στο «104» με την Γιώτα Φέστα