Συμφωνώ απολύτως μαζί του. Κι έχω τους λόγους μου. Γιατί τον συνάντησα. «Είμαστε οι συναντήσεις μας», υποστηρίζει. Ακόμα και οι δύο λέξεις που θα σου πει σε μια συνάντηση έχουν δύναμη. Δύναμη να σου δώσουν το κλειδί, την άκρη του νήματος, τη δυνατότητα. Είναι φορές που έπειτα από μια θεατρική παράσταση νιώθεις ένα διαφορετικό και παράξενο συναίσθημα. Ξυπνάς το πρωί και το νιώθεις ακόμη. Το συναίσθημα αυτό δεν εκφράζεται εύκολα με λόγια αλλά με σκέψεις που σε κατακλύζουν και την επόμενη μέρα, και τη μεθεπόμενη… Αυτό ακριβώς βίωσα φέτος και στις δύο σκηνοθεσίες του Γιάννη Καλαβριανού. Τις «Παραλογές ή Μικρές Καθημερινές Τραγωδίες» και «Άουστρας ή η αγριάδα» («Ξένος»). Δεν είναι τυχαία η θεατρικότητα και η ειλικρίνεια των παραστάσεών του. Σε κερδίζει γιατί υπερβαίνει το φαινομενικά μελετημένο παρορμητισμό και αντιπαραθέτει τη φρέσκια, την αμάραντη πνοή της ροής. Αν και σου δίνει την εντύπωση ότι όλα βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό, στην πραγματικότητα όλα είναι αποτέλεσμα μιας σφιχτοδεμένης μελέτης. Ο Γιάννης Καλαβριανός σκηνοθετώντας επιστρατεύει αναγνωρίσιμα υλικά για να τους αλλάξει χρήση και να προσδώσει μια ιδιαίτερη οικειότητα στη δράση. Η παραδοξότητα, η ευφυΐα και η λιτότητα δημιουργούν συνθέσεις που άλλοτε αναβλύζουν ομορφιά κι άλλοτε ωμή βία, τρέλα, οργή, εκτόνωση, μαύρο χιούμορ, παράνοια. Πάντα όμως συναίσθημα. Ο λόγος βλέπεται, η διαφορετική αισθητική οξύνει τις αισθήσεις. Οι ήρωες γίνονται εμείς που προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τον πόνο, τους εφιάλτες και την ανία μιας ζωής χωρίς διέξοδο. Οφείλουμε σήμερα, κι ίσως αξίζουμε με όσα ο τόπος μας περνά, να έχουμε καλλιτέχνες σαν τον Γιάννη και να τους δίνουμε το προβάδισμα. Καλλιτέχνες άμεμπτους και συγκινητικούς, ορκισμένους στον Ιπποκράτη και στους αρχαίους τραγικούς. Οπλισμένους με αντοχή για να φυτρώνουν στα δύσβατα της σκηνής, στις πέτρες, στα λιθάρια της εποχής μας…
Διαβάστε τη συνέντευξη.
Τη φωτογράφηση πραγματοποίησε ο Αντώνης Ψαρράς.
* Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Η εντονότερη ανάμνηση από την παιδική μου ηλικία είναι οι ώρες από το μεσημέρι της Παρασκευής ως το βράδυ της Κυριακής, όπου η οικογένειά μου και οι τρεις οικογένειες των θείων μου βρισκόμασταν όλοι μαζί στο χωριό μας, τη Νυμφόπετρα. Κάθε εβδομάδα και μέχρι να μπούμε στο Πανεπιστήμιο, τρεις οικογένειες, αδέρφια, θείοι και ξαδέρφια, από την Παρασκευή έως την Κυριακή, ζούσαμε όλοι μαζί.
Με τι καλλιτεχνικά ερεθίσματα μεγάλωσες;
* Με τα βιβλία του Μαρκ Τουέιν και του Ιουλίου Βερν που μας διάβαζε η μητέρα μου κάθε απόγευμα, στο ίδιο πάντα μέρος. Στην κουζίνα και με ανοιχτό μόνο το φως του απορροφητήρα. Αργότερα κατάλαβα πως περισσότερο με έχουν επηρεάσει ο τρόπος που οι γονείς μου ασκούσαν τις δουλειές τους. Ο πατέρας μου είναι ζαχαροπλάστης και η μητέρα μου έραβε γαμπριάτικα κοστούμια. Όταν άρχισα να σκηνοθετώ είδα πως η τεχνική είναι προϋπόθεση για την Τέχνη, που έτσι κι αλλιώς ασκείται από χειρώνακτες και όχι από διανοητές (όταν οι ιδιότητες συνδυάζονται, οι πιθανότητες για κάτι πραγματικά συγκινητικό αυξάνονται γεωμετρικά).
Ποια ήταν η πρώτη επαφή σου με το θέατρο;
* Οι παραστάσεις της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης στη Θεσσαλονίκη (που δυστυχώς πρόσφατα ανακοίνωσε τη διακοπή λειτουργίας του θιάσου, γεγονός απολύτως ντροπιαστικό για μια πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη).
Θυμάσαι δασκάλους σου με ευγνωμοσύνη;
* Τη Νάντια Κατσιλιέρη, που μας έβαζε σε ένα λεωφορείο και μας κουβαλούσε με το ζόρι στο θέατρο. Την Ειρήνη Σταμοπούλου, που πίστεψε στην ικανότητά μου να γράφω και προσπάθησε να πείσει κι εμένα. Τον Γιώργο Κομελίδη, που μου έκανε δωρεάν φροντιστήριο για να μπω στην Ιατρική. Τον Βαγγέλη Οικονόμου, που με πίεσε να μη χαρίζομαι εύκολα στον εαυτό μου. Την Έφη Σταμούλη, που με στήριξε στο θέατρο. Τους παθιασμένους καθηγητές της Ιατρικής, που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στο λειτούργημά τους και από την άλλη, όλους εκείνους που με τη στάση και τη συμπεριφορά τους μού έδωσαν ένα πολύ καλό παράδειγμα για το πώς δεν πρέπει να καταλήξω ποτέ και για κανένα λόγο.
Σπούδασες Ιατρική, μάλιστα πήρες και ειδικότητα Ακτινοθεραπευτικής Ογκολογίας. Απ’ ό, τι γνωρίζω προσέφερες τις υπηρεσίες σου ως γιατρός αλλά ξαφνικά εγκατέλειψες και έγινες σκηνοθέτης. Τι ήταν αυτό που σε έσπρωξε στην τέχνη του θεάτρου;
* Σπούδασα Ιατρική στο Α.Π.Θ. και μετά την αποφοίτησή μου έκανα αγροτικό στο Κιλκίς. Μου έλειπε όμως η βαλβίδα εκτόνωσης της πίεσης που προκαλεί η επαφή με τον άνθρωπο που πάσχει, χωρίς την οποία δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει κανείς λειτουργικός με τον εαυτό του και χρήσιμος για τους άλλους. Ξεκίνησα να πηγαίνω στο Εργαστήρι που είχε δημιουργήσει η Πειραματική, μετά την παρότρυνση μιας συμφοιτήτριάς μου. Αφού είχα ξεκινήσει την ειδικότητα, ξαναέδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ.
Μετάνιωσες ποτέ για τις σπουδές σου στην Ιατρική, εφόσον δεν ακολούθησες το επάγγελμα του γιατρού;
* Το να μετανιώνεις για ανώτατες σπουδές, είναι άσκοπο. Στην Ιατρική συνάντησα κοφτερά μυαλά, ανθρώπους με τεράστια γκάμα ενδιαφερόντων, πραγματικούς καλλιτέχνες της επιστήμης τους, αλλά και απατεώνες, καιροσκόπους και μέτριους εκμεταλλευτές. Μέσα από τη μεθοδολογία της επιστήμης, έγινα πιο πρακτικός, οργανώθηκα και διάβασα πολύ, οπότε μου βγήκε σε καλό. Σε τελική ανάλυση, είμαστε οι συναντήσεις μας. Θα ήθελα απλώς να είχα βρεθεί στην Αθήνα κάποια χρόνια νωρίτερα και όχι στην εποχή της μεγάλης δυσπιστίας.
Πώς δημιουργήθηκε η Εταιρεία Θεάτρου Sforaris; Ποιοι την αποτελούν;
* Η Εταιρεία Θεάτρου Sforaris δημιουργήθηκε το 2006, από πέντε απόφοιτους του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Κατευθύνσεις Υποκριτικής, Σκηνοθεσίας, Θεατρολογίας), με σκοπό να παρουσιάσει έργα από το διεθνές και ελληνικό ρεπερτόριο, δίνοντας έμφαση σε σύγχρονους τρόπους προσέγγισης της θεατρικής πράξης. Στον αρχικό μας πυρήνα προστίθενται συνεχώς κι άλλοι συνεργάτες, σκηνογράφοι, μουσικοί, χορογράφοι, γραφίστες και δημιουργοί βίντεο, ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε παράστασης. Σε όποιον αρέσει ο τρόπος δουλειάς μας και μας αρέσει ο δικός του, γίνεται μόνιμος συνεργάτης της ομάδας (8 στους 10 δηλαδή).
Στην παράστασή σας «Παραλογές ή Μικρές Καθημερινές Τραγωδίες» συνδυάσατε δύο φαινομενικά αταίριαστα λογοτεχνικά είδη. Δημοτικά τραγούδια – παραλογές και ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη; Πώς το σκεφτήκατε;
* Η ιδέα ξεκίνησε από τις Παραλογές. Διαβάζοντάς τες, είδα πως από κατασκευής, άφηναν πολλά αφηγηματικά κενά και δεν φώτιζαν εντελώς τα κίνητρα και τις εσωτερικές διεργασίες των ηρώων τους. Τότε θυμήθηκα πως αντίστοιχη εντύπωση είχα σχηματίσει για τους ήρωες του Λειβαδίτη. Σκέφτηκα λοιπόν πως και οι δύο μιλούσαν με τεράστια χρονική απόσταση μεταξύ τους για κάτι κοινό: το ξάφνιασμα του ανθρώπου μπροστά στο μυστηριώδες των ίδιων των πράξεών του και της σκοτεινής περιοχής όπου αναδύονται οι αποφάσεις του.
Αληθεύει ότι η αρχική ιδέα προέκυψε από τη γνωριμία με ένα νέο άνδρα που εξέτιε ποινή φυλάκισης για δολοφονία συγγενή του; Ο άνθρωπος αυτός γνωρίζει ότι σας έδωσε την πρωτογενή έμπνευση γι’ αυτή την τόσο πετυχημένη παράστασή σας;
* Όντως, η αρχική ιδέα του κεντρικού άξονα, να επιλέξουμε δηλαδή σαν κοινό θέμα της παράστασης έναν ενδοοικογενειακό φόνο, προέκυψε από τη γνωριμία μας, ύστερα από μια παράσταση, με ένα νέο που εξέτιε ποινή ισόβιας φυλάκισης, έχοντας σκοτώσει τον εξάδελφό του. Ο ίδιος δεν το έμαθε ποτέ.
Μελετήσατε πολύ και απορρίψατε παρόμοια κείμενα μέχρι να καταλήξετε στις τέσσερις συγκεκριμένες παραλογές που παρουσιάσατε;
* Η αρχική μας σκέψη ήταν να ασχοληθούμε με «σκοτεινά κείμενα» και παράδοξες ιστορίες, οπότε διάβαζα κυρίως Κεντροευρωπαίους συγγραφείς. Μια καραμπόλα γεγονότων και συναντήσεων μάς έφερε μπροστά στις Παραλογές. Η τελική απόφαση, να επικεντρωθούμε, ανάμεσα από τα διάφορα θέματα των Παραλογών, σε αυτό των φόνων, προέκυψε μετά τη γνωριμία μας με τον άντρα που ήδη αναφέραμε.
Νιώθεις τυχερός που συνεργάστηκες με τις ηθοποιούς που παίζουν στις «Παραλογές»; Τι ξεχωριστό έχεις να πεις για την καθεμία;
* Εννοείται πως νιώθω τυχερός και τις ευχαριστώ με όλη μου τη δύναμη. Το ξεχωριστό της κάθε μιας -που ήταν και το ζητούμενο για μένα από την αρχή- είναι πως κατάφεραν να μην ξεχωρίζουν ατομικά, αλλά σαν σύνολο, φροντίζοντας η μία την άλλη και λειτουργώντας αδιατάρακτα σαν ομάδα.
To καλό θέατρο για τους θεατές λειτουργεί κι ως ένα είδος ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας σε μια περίοδο εθνικής ανησυχίας και κατάθλιψης;
* Το θέατρο, όπως και όλες οι απόπειρες τέχνης, επιδρούν με τόσους πολλούς και διαφορετικούς τρόπους όσοι και οι αποδέκτες τους (γι’ αυτό και δεν μπορούμε να συλλάβουμε τη μεγαλειώδη συλλογική επίδρασή του σε μια κοινωνία). Φαντάζομαι ότι σε πολλούς θεατές θα λειτουργεί και ως ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Οι καλλιτεχνικές επιλογές του προγράμματος της δικής σας εταιρείας θεάτρου («Sforaris») επηρεάζονται από τον παράγοντα κοινό και τις επιθυμίες του;
* Δεν μπορώ να γνωρίζω τι επιθυμεί το κοινό. Κοινό είναι ο κάθε ένας θεατής. Πώς να ξέρεις τον άλλον και τι τον συγκινεί; Όποιος λέει ότι γνωρίζει το κοινό, ας μάθει πρώτα τον εαυτό του. Οι σιγουριές στο θέατρο και οι κούφιες μεγαλοστομίες έχουν τελειώσει. Οι παντογνώστες αποδείχτηκαν τυφλοί. Ας παραδεχτούμε την άγνοιά μας και ας πάψουμε να πουλάμε αέρα κοπανιστό.
Ποιες θα είναι οι επόμενες παραγωγές που θα κάνετε;
* Η επόμενή μας παράσταση βασίζεται στις συνεντεύξεις που πήραν οι ηθοποιοί από Έλληνες της τρίτης ηλικίας, οι οποίοι αφηγούνται την ιστορία που σημάδεψε τη ζωή τους και που συνήθως τοποθετείται σε κάποιο σημείο της νεότητάς τους. Ο ηθοποιός που πήρε τη συνέντευξη, παίζει τον ηλικιωμένο στη νεαρή ηλικία της αφήγησης, ενώ παράλληλα παρακολουθούμε σε βίντεο αποσπάσματα από το υλικό των συνεντεύξεων. Το τελικό αποτέλεσμα δημιουργεί μια περίεργη ατμόσφαιρα συνάντησης την ίδια στιγμή του ηλικιωμένου με τον εαυτό της νεότητάς του. Ο τίτλος της είναι «Γιοι και κόρες» και θα πρωτοπαρουσιασθεί την Άνοιξη στην Κομοτηνή, σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ και το φθινόπωρο στην Αθήνα.
Το ζητούμενο στο θέατρο μπορεί να είναι και πώς θα ξαναβρούμε την παιδικότητά μας;
* Εφόσον η σκηνική πράξη βασίζεται στην παραδοχή της σύμβασης από την πλευρά του υποκριτή και από τη μεριά του θεατή, πως αυτό που θα παρασταθεί είναι ένα κατασκεύασμα, τότε ναι, εμπερικλείει και μια επιστροφή στην παιδικότητα, όχι ως ζητούμενο αλλά ως δομή.
Τι θα συμβούλευες έναν πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό;
* Εδώ δεν μπορώ να συμβουλεύσω εμένα, θα το κάνω χωρίς να γνωρίζω τις αγωνίες ενός άγνωστου;
Ποια είναι η ελπίδα σου;
* Πως ύστερα από πολλά χρόνια που δεν διαφαίνονταν τίποτε στον ορίζοντα, εξαιτίας της πολύ καλά εξασφαλισμένης επίπλαστης πραγματικότητας που επέβαλαν επιτήδειοι σε όλους τους τομείς -συμπεριλαμβανομένου του θεάτρου- το καινούργιο άρχισε να διακρίνεται.
Ποια η απελπισία σου;
* Μήπως κουραστούμε, πριν συναντηθούμε με αυτό το καινούργιο.
Ποια ταινία, ποιο βιβλίο και ποια μουσική θα έβαζες σ’ ένα κουτί ώστε να μείνουν για πάντα;
* Το πρώτο βιβλίο που διάβασα, τον «Όλιβερ Τουίστ». Από τραγούδι τον “Αμάραντο”, που ήταν το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς μου. Ταινία, μάλλον το «Old Boy» (η ταινία με την πιο συγγενική δομή στην αρχαία τραγωδία) ή «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» του Ντε Σίκα και τα «Πρόσωπα» του Κασσαβέτη.
Ποιες παραστάσεις σου παρουσιάστηκαν ή παρουσιάζονται φέτος;
* Δύο παραστάσεις που έχω σκηνοθετήσει. Οι «Παραλογές ή Μικρές καθημερινές τραγωδίες», στο θέατρο «Πορεία», που έπειτα από μια διαδρομή δυόμισι χρόνων έφτασαν στο τέλος τους τον Ιανουάριο και το «Άουστρας ή η αγριάδα», ένα έργο της Λένας Κιτσοπούλου, που παίζεται σε κοινή παράσταση με την «Αόρατη Όλγα» του Γιάννη Τσίρου σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη και με κοινό τίτλο «Ξένος», σε μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου στο “Βρυσάκι”.
Αγαπάς τα ζώα; Έχεις κατοικίδιο;
* Αγαπώ πολύ τα ζώα. Όσο ζούσα στη Θεσσαλονίκη είχαμε πάντα σκυλί. Αυτή τη στιγμή δεν έχω το χρόνο για να φροντίζω ένα, οπότε δεν αναλαμβάνω την ευθύνη του.
* Το www.catisart.gr ευχαριστεί τον Αντώνη Ψαρρά για τη φωτογράφηση