***
Του Παναγιώτη Μήλα
Οι εξελίξεις στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική», σε μία από τις πιο ιστορικές εφημερίδες της χώρας, μου φέρνουν στο νου έναν από τους αξέχαστους και ακούραστους εργάτες της.
Τον Γιάννη Αγγούρη, ο οποίος την υπηρέτησε πάνω από 35 χρόνια.
Η εφημερίδα ήδη άλλαξε χέρια [Αύγουστος 2021]. Ο θησαυρός που έχτισε ο Πάνος και ο Τζώρτζης Αθανασιάδης δεν ανήκει πιά ούτε στη δεύτερη, ούτε στην τρίτη γενιά των κληρονόμων.
Το παρακάτω κείμενο είναι αφιερωμένο σε έναν ακούραστο εργάτη της εφημερίδας.
***
Ο Γιάννης Αγγούρης «πέρασε στην απέναντι όχθη» το 2006 και έτσι δεν θα μάθει ποια θα είναι η τύχη της εφημερίδας που τόσο αγάπησε. Αν ζούσε σίγουρα θα έδινε τη δική του μάχη. Με τον τρόπο του…
***
Ήταν 1η Αυγούστου του 2006, όταν μάθαμε τα δυσάρεστα…
Από εκεί και πέρα έπρεπε ψυχρά, επαγγελματικά και δίχως καθυστέρηση να προχωρήσουμε στην έκδοση του φύλλου της επόμενης ημέρας. Η σελίδα 53 θα ήταν αφιερωμένη στον κύριο Γιάννη.
Το κείμενο που ακολουθεί έχει τη δική μου υπογραφή. Το έγραψα τότε – ως αποχαιρετισμό – με πόνο καρδιάς…
***
«Ναυτεμπορική», Τετάρτη 2 Αυγούστου 2006. Σελίδα 53
«Πάντα έδινε ευκαιρίες στους νεότερους, πάντα μοίραζε τη δουλειά, δεν ήταν συγκεντρωτικός… Πίστευε ότι με αυτό τον τρόπο το αποτέλεσμα θα είναι καλύτερο. Ετσι έκανε και τώρα. Έγραψε τον πρόλογο, έγραψε το κυρίως θέμα, διάλεξε τις φωτογραφίες για την εικονογράφηση του θέματος και τελευταία στιγμή σκέφτηκε να δώσει σε κάποιον άλλο να γράψει τον επίλογο.
Πώς να γράψεις όμως για το δάσκαλό σου;
Όλα έγιναν αναπάντεχα χτες το πρωί στο Ξυλόκαστρο. Εκεί έκανε τις καλοκαιρινές διακοπές του με την αγαπημένη του σύζυγο Φωτεινή. Εκεί έσβησε το άστρο του. Κοντά στον τόπο που γεννήθηκε (1930) και αγάπησε, το Σοποτό (Αροανία Καλαβρύτων).
Η πορεία του στο χώρο του Τύπου άρχισε το 1957 στην ημερήσια εφημερίδα της Λάρισας «Θεσσαλικά Νέα», ακολούθησαν ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Λάρισας και τα «Λεσβιακά Νέα». Στη συνέχεια, από τον Οκτώβριο του 1964 μπήκε στην οικογένεια των εκδόσεων των Αδελφών Πάνου και Τζώρτζη Αθανασιάδη και στην «Ημέρα». Το 1966 άρχισε τη συνεργασία του με τη «Ναυτεμπορική», ενώ κατά διαστήματα συνεργάστηκε με την «Εσπερινή», τον «Ελληνικό Βορρά», τον Εθνικό Κήρυκα αλλά και το ραδιόφωνο της ΕΡΤ.
Στη «Ναυτεμπορική» πέρασε από όλες τις θέσεις. Έκανε ρεπορτάζ, εργάστηκε ως συντάκτης ύλης και τέλος αρχισυντάκτης της εφημερίδας μέχρι και το Σεπτέμβριο του 1993.
Από τότε δεν έκοψε τα δεσμά με τη «Ν». Αντίθετα ασχολήθηκε με τη συγγραφή δύο αφιερωμάτων: Το πρώτο για τα 70+1 χρόνια της «Ν» (το 1995) και το δεύτερο για τα 80χρονα της εφημερίδας (το 2004), ένα μοναδικό ιστορικό λεύκωμα για την πρώτη σε κυκλοφορία και παλαιότερη ελληνική οικονομική εφημερίδα.
Έδινε πάντα το «παρών» στην ετήσια γιορτή της «Ν» για την υποδοχή του νέου χρόνου και φρόντιζε με τις γλαφυρές περιγραφές του να μας μεταφέρει τις εμπειρίες του.
Ο Γιάννης Αγγούρης ήταν από εκείνους τους δημοσιογράφους – συναδέλφους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο για μας τους νεότερους στο να μας εμπνεύσουν την αγάπη για την ελληνική γλώσσα. Ήταν η εποχή κατά την οποία οι «μονομαχίες» γύρω από τις ρίζες των λέξεων και την ορθή γραφή τους ηλέκτριζαν τους πνιγηρούς από καπνούς τσιγάρων χώρους των συντακτών στις εφημερίδες. Τη γνώση του κατέγραψε στο τελευταίο του βιβλίο με τον τίτλο «Δημοσιογραφική πορεία – Στιγμιότυπα με χάρες και …λαχτάρες». Πρόκειται για ένα μάθημα δημοσιογραφίας. Ένα μάθημα ήθους…
Το μάθημα αυτό το ολοκληρώνει σήμερα [2 Αυγούστου 2006] στις 7 το απόγευμα. Μακριά από τα φώτα της πρωτεύουσας. Μακριά από το Κουκάκι, μακριά από τη Γλυφάδα. Επιστρέφει στην Αροανία Καλαβρύτων, στην πατρίδα του το Σοποτό. Εκεί θα τον αποχαιρετίσουμε όταν ο ήλιος θα αρχίσει να δύει. Εκεί θα του πούμε: Αντίο, κύριε Γιάννη…
Π. ΜΗΛ.
***
Προσφορά…
Θέλω, να επαινέσω ειλικρινά τον καλό φίλο και συνάδελφο Γιάννη Γ. Αγγούρη για το βιβλίο του «Σοποτό, πατρίδα μου», που είναι προσφορά πνευματική για την περιοχή του, αλλά και γενικότερα στα ελληνικά γράμματα, που έχουν ανάγκη από αυτή την πηγαία έκφραση και την ειλικρίνεια των αισθημάτων.
Παναγιώτης Μ. Σωτήρχος
***
Αιχμαλωτίζει…
Κάθε κείμενό του έχει τη σφραγίδα της γλωσσικής τελειότητας, με φραστική αρμονία απαράμιλλη, σε αρχιτεκτονική και διάταξη ιδεών ζηλευτή. Η αφήγησή του αιχμαλωτίζει. Το «Σοποτό» είναι έργο άγρυπνου μόχθου, ασίγαστου χρέους, όρθιας συνείδησης και πηγαίου ανθρωπιστικού πνεύματος.
Δ. Καλδίρης
Φιλόλογος, συγγραφέας
***
***
Το παρακάτω δεν γράφτηκε τότε στη «Ν», είναι όμως γεγονός…
***
«Φέρε μου σε παρακαλώ έναν βαρύ γλυκό»…
Το γραφείο του αρχισυντάκτη Γιάννη Αγγούρη, ήταν μικρό, κομψό, νοικοκυρεμένο και με ένα τεράστιο συρόμενο παράθυρο που άνοιγε προς την πλευρά της αίθουσας των συντακτών. Ο κύριος Γιάννης φρόντιζε – τότε – να φτιάχνει μόνος τον καφέ του. Είχε εκεί όλα τα απαραίτητα. Κάποια μέρα ένας νέος συντάκτης άρχισε να δουλεύει στην εφημερίδα.
Ήταν ο Μαρίνος Μαλισιάνος που δούλευε στο μεταφραστικό. Όταν ο Μαρίνος εγκαταστάθηκε έκανε μια μικρή βόλτα στη μεγάλη αίθουσα των συντακτών. Έφθασε και έξω από το γραφείο του Γιάννη Αγγούρη ο οποίος εκείνη την ώρα έφτιαχνε τον καφέ του…
Λέει λοιπόν ο Μαρίνος:
– «Φέρτε μου σας παρακαλώ έναν βαρύ γλυκό. Είμαι μέσα στο μεταφραστικό»…
-«Μάλιστα κύριε»… απάντησε ο Αγγούρης…
Ύστερα από λίγο ο Αγγούρης πάει στο μεταφραστικό και σερβίρει τον βαρύ γλυκό στον Μαλισιάνο.
-«Σας ευχαριστώ πολύ κύριε»… λέει ο Μαρίνος.
-«Στην υγειά σας κύριε», απαντά ο Αγγούρης και προσθέτει:
-«Μόλις πιείτε τον καφέ σας κύριε Μαλισιάνο, φέρτε επιτέλους και τα χειρόγραφα γιατί με τούτα και με ‘κείνα έχουμε καθυστερήσει πολύ»…
***
Ο Μαρίνος, ακόμη τον φυσάει και δεν κρυώνει εκείνον τον βαρύ γλυκό που του έψησε ο αρχισυντάκτης του…