Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
«Ο καθένας μπορεί να αποφασίσει για τον εαυτό του αν είναι καλύτερα να ζήσει μια ζωή σύντομη και περισσότερο ενδιαφέρουσα παρά μια ζωή καθημερινή και αδιάφορη», Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
***
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος άφησε τη Γερμανία με τεράστιες απώλειες. Κατεστραμμένες πόλεις, 7,5 εκατομμύρια νεκρούς Γερμανούς (11% του πληθυσμού), αγροτική παραγωγή διαλυμένη κατά 65%, χιλιάδες άστεγους και μια πρωτόγνωρη νέα πραγματικότητα: Για πρώτη φορά στην Ιστορία ξένες δυνάμεις κυριαρχούν στα εδάφη της Γερμανίας. Η Γερμανία όχι μόνο ηττήθηκε αλλά και καταρρακώθηκε.
Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο αρχίζει η ιστορία της γοητευτικής και μυστηριώδους Μαρίας Μπράουν. Η Μαρία παντρεύεται τον Χέρμαν, εν μέσω βομβαρδισμών και ζουν μαζί «για μισή μέρα και μια ολόκληρη νύχτα». Εκείνος φεύγει για το Ανατολικό Μέτωπο και η Μαρία μάταια τον περιμένει να γυρίσει.
* Μετά την sold out για δύο χρόνια επιτυχία «Το Κουκλόσπιτο», ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας επιστρέφει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων διασκευάζοντας για το θέατρο και σκηνοθετώντας τη μεγαλύτερη κινηματογραφική επιτυχία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ «O Γάμος της Μαρίας Μπράουν». Στον ομώνυμο ρόλο η Λένα Παπαληγούρα. Πρωταγωνιστούν: Μάξιμος Μουμούρης, Γιάννης Νταλιάνης, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Γιώργος Συμεωνίδης, Νίκος Γεωργάκης.
Μια μέρα ήττας
8 Μαΐου 1945. Ο μεγάλος Πόλεμος τελειώνει στην Ευρώπη αφήνοντας πίσω του 65 εκατομμύρια νεκρούς. Οι Γερμανοί βγαίνουν ηττημένοι, ωστόσο οι κατεστραμμένες πόλεις τους αναπνέουν και πάλι ύστερα από χρόνια βομβαρδισμών. Σίγουρα, η 8η Μαΐου ήταν για την πλειονότητα των Γερμανών μια μέρα ήττας. Ειδικά για τους στρατιώτες που κρατούνταν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων. Ορισμένοι αφέθηκαν ελεύθεροι, άλλοι πέρασαν έως και 10 χρόνια σε σοβιετικά στρατόπεδα.
Για τις συμμαχικές δυνάμεις η 8η Μαΐου είναι η μέρα της άνευ όρων συνθηκολόγησης της Γερμανίας, η μέρα της νίκης. Για τα θύματα του Τρίτου Ράιχ, τους Εβραίους, τους ομοφυλόφιλους, τους Σίντι και τους Ρομά, τους κομμουνιστές, σοσιαλιστές, φιλελεύθερους, τους εμφανείς και σιωπηρούς αντιπάλους του Αδόλφου Χίτλερ, η 8η Μαΐου είναι η μέρα της απελευθέρωσης -από στρατόπεδα συγκέντρωσης, φυλακές και από μια ζωή μέσα στον φόβο.
Στη Δυτική Γερμανία η επίσημη κρατική στάση αλλά και η στάση της κοινωνίας απέναντι στην 8η Μαΐου ακολούθησε μία πορεία μετασχηματισμών και αναθεωρήσεων. Η εξελικτική διαδικασία, που οδήγησε από το συλλογικό αίσθημα της ήττας στην υιοθέτηση του όρου «απελευθέρωση», διήρκεσε δεκαετίες.
Η ευκαιρία για τη Μαρία
Έχοντας την πληροφορία η Μαρία πως ο Χέρμαν είναι νεκρός, προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της μέσα στα ερείπια του πολέμου. Η γνωριμία της με ένα βιομήχανο υφασμάτων της προσφέρει την ευκαιρία που αναζητά. Τίποτα δεν τη σταματά μπροστά στην επίτευξη του στόχου. Κοιτάζει μόνο το μέλλον και ξεχνά το παρελθόν, προκειμένου να πετύχει το όνειρό της. Η επιστροφή του συζύγου θα ανατρέψει ριζικά την εξέλιξη των πραγμάτων.
Η Μαρία είναι μια γυναίκα η οποία βιώνει τη θύελλα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του «οικονομικού θαύματος» της Γερμανίας στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
«Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν» (Die Ehe der Maria Braun, 1978) αναφέρεται ως ένα από τα τελευταία και αντιπροσωπευτικότερα έργα του ακαταπόνητου (σκηνοθέτησε 41 ταινίες σε 13 χρόνια) Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Ο Φασμπίντερ αντιπαραβάλλει τη σταδιακή οικονομική και κοινωνική άνοδο μιας απλής γυναίκας αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την εξίσου σταδιακή συναισθηματική της απονεύρωση.
Ο πόλεμος είχε χαθεί. Τεράστιες οι καταστροφές στη Γερμανία και βουνό τα συντρίμμια. Και όμως το γεγονός αυτό δεν διείσδυσε πλήρως στη συνείδηση των Γερμανών. Πώς μπορούν οι Γερμανοί, ύστερα από τόσα εγκλήματα να συνεχίζουν να ζουν κανονικά, σαν να μην είχαν οι ίδιοι καμία σχέση με τα όσα συνέβησαν;
«Η ανικανότητα του να πενθείς»
Από τους Γερμανούς ψυχαναλυτές Margarete και Alexander Mitscherlich κυκλοφόρησε το 1967 ένα βιβλίο που συγκλόνισε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο τη μεταπολεμική γερμανική κοινωνία και το οποίο έγινε μπεστ σέλερ. Τίτλος του βιβλίου: «Η ανικανότητα του να πενθείς». Μεταξύ άλλων γράφουν:
«Αμέσως, με τα πρώτα σημάδια επανενδυνάμωσης της πολιτικής μας επιρροής και της οικονομικής μας δύναμης, άρχισε να εκδηλώνεται όλο και περισσότερο πλέον ελεύθερα μια φαντασίωση για το τι συνέβη και όχι το τι πραγματικά συνέβη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέσα από αυτή την άρνηση τού τι συνέβη στο τρίτο Ράιχ, απαλλαχτήκαμε την ίδια στιγμή και από το να αναγνωρίσουμε τις συνέπειες!
Από ένα επιθετικό έθνος, υπό τον οπισθοδρομικό εθνικοσοσιαλισμό, μετατραπήκαμε φαινομενικά σε ένα απολιτικό, συντηρητικό έθνος. Ένα έθνος που ανέπτυξε πάρα πολύ μικρό ψυχολογικό ενδιαφέρον για τα κίνητρα που το έκαναν υποστηρικτή ενός ηγέτη όπως ο Χίτλερ, που το οδήγησε στη μεγαλύτερη υλική και ηθική καταστροφή. Εξίσου μικρό ήταν και το ενδιαφέρον μας για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας μας.
Τι κάναμε λοιπόν; Συγκεντρώσαμε όλη μας την ενέργεια στην αποκατάσταση των καταστροφών και στην επέκταση της βιομηχανικής δύναμης.
Η αποκατάσταση της οικονομίας ήταν το αγαπημένο μας παιδί. Η αγαπημένη μας ασχολία».
Το χρήμα!
Η ηρωίδα, λοιπόν, αντιλαμβάνεται ότι η λήθη του παρελθόντος στη μεταπολεμική κοινωνία είναι η μόνη διέξοδος και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά σε μια απόλυτα ελεγχόμενη επιδίωξη της οικονομικής ευμάρειας διατηρώντας ως μόνο υψηλότερο ιδανικό τη μελλοντική συνέχιση του εγγάμου βίου, που για λόγους ανωτέρας βίας έχει ανασταλεί.
Στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα, παρακολουθήσαμε μια ιδιαιτέρως προσεγμένη αισθητικά και δομικά παράσταση, μια πολυεπίπεδη θεατρική δουλειά που σχεδόν μας κατακεραύνωσε. Η παράσταση επιδέχεται πολλές αναλύσεις, είναι θαυμάσια ενορχηστρωμένη, με εξαίσιες ερμηνείες και μια Λένα Παπαληγούρα στην ωριμότερη -θα τολμούσα να πω- ερμηνεία της, που κυριολεκτικά συγκλονίζει.
Η σκηνοθεσία με αποστασιοποιημένο και ψυχρό ύφος ξεπερνά τα εύκολα μελοδραματικά στοιχεία του θέματος, για να προχωρήσει σε ένα άμεσο πολιτικό σχόλιο για το ηθικό κενό που συνόδεψε το περίφημο μεταπολεμικό γερμανικό θαύμα.
Σιγά σιγά η Μαρία ή η Γερμανία θα σηκώσει κεφάλι, να αναστηθεί, έχοντας όμως πληρώσει την ολική αλλοτρίωσή της με το να ασπαστεί και να κυνηγά το απατηλό και σκληρό “αμερικάνικο όνειρο”. Το χρήμα!
Θαύματα -καθώς και οικονομικά θαύματα- υπάρχουν μόνο για το διάστημα που πιστεύει κανείς σ’ αυτά. Όταν αρχίσουν να εξετάζονται λεπτομερέστερα, τότε συχνά διαλύονται…
Η Μαρία Μπράουν, έχοντας βιώσει την προδοσία, οδηγείται στο αναπάντεχο και τραγικό της τέλος. Το «οικονομικό θαύμα» αποδεικνύεται, κατά τα λόγια του σπουδαίου μελετητή Τζορτζ Στάινερ, ένα «κούφιο θαύμα».
Τα ηθικά διλήμματα
Ο «Γάμος της Μαρία Μπράουν» (1979) ακουμπά στα ηθικά διλήμματα που αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν ίσως ακόμη όλοι οι Γερμανοί γεννημένοι στο μεταίχμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ίδιος ο Φασμπίντερ γεννήθηκε τον Μάιο του 1945, δηλαδή τον χρόνο που τέλειωσε ο πόλεμος και η ανασυγκρότηση τον σημάδεψε. «Είμαι αυτή που είμαι», δηλώνει ο σκηνοθέτης δια στόματος της ηρωίδας.
Ο συγγραφέας στρίβει το μαχαίρι σε μια πληγή που οι συμπατριώτες του αγνοούσαν επίμονα. Το σενάριο της ταινίας, πριν πάρει την οριστική του μορφή, είχε τους τίτλους «Οι άντρες της Μαρίας Μπράουν», «Η ιστορία των Γονιών μας» και «Η ιστορία της μητέρας μου». Η μητέρα του και η διαδρομή της ήταν πολύ σημαντική για τον Φασμπίντερ και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη σύλληψη της ιδέας του «Γάμου της Μαρίας Μπράουν».
Το έργο έχει έναν κεντρικό χαρακτήρα, μία φιγούρα απίστευτα ξεχωριστή, σύνθετη και ταυτόχρονα εξαιρετικά απλή, μία γυναίκα που λέει πάντα την αλήθεια. Ακόμα και στις περιπτώσεις που ψεύδεται, λέει τη δική της αλήθεια. Είναι μία γυναίκα που δεν προσπαθεί απλώς να επιβιώσει αλλά κάνει τα πάντα για να υπερασπιστεί το μοναδικό συναίσθημα που της έχει απομείνει όταν όλα γύρω της έχουν γκρεμιστεί, τον εμμονικό έρωτά της για έναν άντρα.
«Προτιμώ να κάνω εγώ τα θαύματα, παρά να περιμένω να γίνουν», λέει η Μαρία Μπράουν. Η θρυλική, όπως πλέον θεωρείται, ανοικοδόμηση της Γερμανίας και το «οικονομικό θαύμα» μετά τον πόλεμο, ισοδυναμούσε με εξάλειψη του πρόσφατου παρελθόντος του ίδιου του έθνους. Ο απαιτούμενος όγκος εργασίας σε συνδυασμό με τη δημιουργία μιας νέας, απρόσωπης πραγματικότητας, απέκλεισε εκ των προτέρων κάθε ενδεχόμενη αναμέτρηση με το παρελθόν, στρέφοντας το βλέμμα των ανθρώπων αποκλειστικά προς το μέλλον και αναγκάζοντάς τους να αποσιωπήσουν και να λησμονήσουν το πάθημά τους. Η απώλεια των αισθήσεων και των αισθημάτων αποτέλεσε προϋπόθεση για την «επιτυχία».
Η ευθύνη
Για τις ανάγκες της παράστασης, ύστερα από μια επίμοχθη μελέτη του σκηνοθέτη, αντλήθηκε υλικό από το έργο «Έξω από την Πόρτα» του σημαντικού συγγραφέα και ποιητή Wolfgang Borchert. Εκεί υπάρχει η ιστορία ενός στρατιώτη που επιστρέφει στο σπίτι του τραυματισμένος μετά τον πόλεμο και ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του, που τον θεωρούσε νεκρό, έχει συνεχίσει τη ζωή της.
Ο Μπόρχερτ, στο “Έξω από την πόρτα” στην ωραιότατη σκηνή της συνομιλίας του με τον συνταγματάρχη, θέτει το πρόβλημα της ευθύνης για τα εκατομμύρια νεκρούς του πολέμου και γίνεται έτσι η συνισταμένη των Γερμανών εκείνων που κατόρθωσαν να παραμείνουν ψύχραιμοι, ανθρώπινοι κι αντικειμενικοί, μέσα στη μέθη των χιτλερικών επιτυχιών και που μπορούσαν ν’ αποτελέσουν μεταπολεμικά τον πυρήνα ιδεολογικής κάθαρσης και πνευματικής αναγέννησης της Γερμανίας.
Ο χωλός Χέρμαν
Στην παράσταση ο σκηνοθέτης παρουσιάζει συμβολικά τον Χέρμαν να επιστρέφει στο σπίτι του με πατερίτσα, τραυματισμένο στον πόλεμο, χωλό –γεγονός που δεν υπάρχει στην ταινία. Ο Χέρμαν γενικά στην ταινία παρουσιάζεται ως ήρωας χωρίς παρελθόν -ελάχιστα μαθαίνουμε για αυτόν. Στη θεατρική διασκευή ο Γιώργος Σκεύας τού έδωσε πιο σαφές περίγραμμα, αντλώντας από το «Μπιλιάρδο στις 9 και μισή» του Heinrich Böll. Πρόκειται για την ιστορία μιας οικογένειας αρχιτεκτόνων από τη Ρηνανία, απ’ τον παππού ως τον εγγονό, που συμβολίζει τη μοίρα της Γερμανίας στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Το εξωτερικό γίγνεσθαι συμπυκνώνεται σε μία και μοναδική μέρα του 1958. Είναι η μέρα των ογδοηκοστών γενεθλίων του Χάινριχ Φέμελ, του αρχιτέκτονα στον οποίο ανέθεσαν το 1907 τα σχέδια του αβαείου του Αγίου Αντωνίου. Ο γιος του Ρόμπερτ, που, καθημερινά εννιάμισι με έντεκα, παίζει μπιλιάρδο στο ξενοδοχείο Πριντς Χάινριχ, κατέστρεψε το αβαείο τις τελευταίες μέρες του πολέμου ως ειδικός του γερμανικού στρατού επί των ανατινάξεων. Μία οικογένεια τριών γενεών αρχιτεκτόνων αναζητά το κοινό παρελθόν της μέσα από τις διαφορετικές θεωρήσεις των γεγονότων. Ο Χέρμαν στη θεατρική μετασκευή γίνεται, επομένως, αρχιτέκτονας.
«Έμαθα να ξεχνάω»
Οι Γερμανοί δεν ήθελαν ή φοβόντουσαν να κοιτάξουν πίσω και έτσι αποφάσισαν να κοιτάξουν μόνο μπροστά, σε ένα μέλλον χωρίς «τύψεις» για την καταστροφή που οι ίδιοι προκάλεσαν. Είναι αυτό που αναλύθηκε αργότερα ως η «ανικανότητα του πενθείν». Οι Γερμανοί «βάφτισαν» την ήττα και την καταστροφή τους ως χρόνο «μηδέν» και ξεκίνησαν από αυτό το μηδέν να χτίζουν, χωρίς να ρίξουν ούτε μια ματιά πίσω. Ακρωτηρίασαν τη μνήμη και τα συναισθήματά τους. Η φράση «έμαθα να ξεχνάω» είναι καταλυτική στο έργο.
Αντί μιας πολιτικής επεξεργασίας του παρελθόντος, ως μια μικρή προσπάθεια επανόρθωσης, πραγματοποίησαν μια εκρηκτική ανάπτυξη της γερμανικής βιομηχανίας. Από την άλλη, είναι σαφές ότι η δολοφονία εκατομμυρίων ανθρώπων δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί. Ωστόσο, η απόκρουση της συλλογικής ενοχής, είτε ως ενοχή της πράξης είτε ως ενοχή της ανοχής, άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη της στη συνείδησή τους.
Ντοκιμαντέρ και ρομαντισμός
Στην παράσταση επιλέχτηκε πολύτιμο αρχειακό υλικό από ντοκιμαντέρ της εποχής, που μπόρεσε να συνομιλήσει με αυτά που συμβαίνουν στη θεατρική δράση και έδωσε ερεθίσματα στον θεατή.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο της παράστασης είναι η αναγωγή στον ρομαντισμό του 19ου αιώνα με την εξιδανίκευση και την αναζήτηση του απόλυτου έρωτα. Η Μαρία Μπράουν θέλει την απόλυτη ένωση στον έρωτα και δικαιώνει, «νομιμοποιεί» κάθε πράξη της στο όνομά του. Ο έρωτας είναι επάνω από τα πάντα. Είναι ένα ιδανικό που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί παρά μόνο εκτός των συνθηκών αυτής της ζωής, όταν περνά στο χώρο των ιδεών και του απείρου.
Με τις υπόγειες και σκοτεινές διαδρομές αυτής της περιόδου του βίαιου μετασχηματισμού της γερμανικής κοινωνίας και της μετάλλαξής της σε στυγνή μηχανή υπερπαραγωγής και αποδοτικότητας, καταπιάνεται επίσης η παράσταση «Ο Γάμος της Μαρίας Μπράουν».
Ο τελικός της Βέρνης
Στο σπαρακτικό έργο, που χτίζεται ψηφίδα ψηφίδα, τρυπώνει ακόμα και ο περιλάλητος νικηφόρος τελικός της Βέρνης, ως κύκνειο άσμα μιας σκληρής εποχής και ταυτόχρονα ως εναρκτήριο λάκτισμα μιας νέας, ίσως ακόμη πιο επίφοβης, τυλιγμένης με το πέπλο της πολιτισμένης βαρβαρότητας. Στις τρεις οθόνες της σκηνής παρακολουθούμε ακόμη και στιγμιότυπα από τον τελικό του 5ου Παγκοσμίου Κυπέλλου, ο οποίος διεξήχθη στη Βέρνη την 4η Ιουλίου 1954, ακριβώς μισό αιώνα προτού στεφθεί η Ελλάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Ο αυτοσκοπός
Η κεντρική ηρωίδα υπομένει και επιμένει, μαθαίνει να επιβιώνει, καθιστά τον εαυτό της αντικείμενο αγοραπωλησίας και συναλλαγής, συμμαχεί και δίνεται όπως επιτάσσει το συμφέρον, εξοικονομεί και συσσωρεύει. Επίσης φτάνει μέχρι και να σκοτώσει σε μία σκηνή έξοχης και τρομακτικής αποστασιοποίησης στην οποία ο φόνος φαντάζει σχεδόν σα να μη συνέβη ποτέ. Ωστόσο αποποιείται των ευθυνών της, μοχθεί και αγγίζει τον αυτοσκοπό της.
Η υπέρβαση του παρελθόντος προϋποθέτει μια σειρά γνωστικών σταδίων. Ο Freud κατονομάζει τα στάδια αυτά ως «Ανάμνηση, επανάληψη, επεξεργασία». Αυτό που συμβαίνει είναι πως το περιεχόμενο μιας μοναδικής μνήμης, ακόμα κι αν συνοδεύεται από έντονα συναισθήματα, ξεθωριάζει γρήγορα. Γι’ αυτό είναι αναγκαίες οι επαναλήψεις εσωτερικών συγκρούσεων και η κριτική μελέτη αυτών, για να ξεπεραστούν οι δυνάμεις της αυτοπροστασίας, που λειτουργούν ενστικτωδώς και ασυνείδητα μέσω της λήθης, της άρνησης, της προβολής και άλλων παρόμοιων αμυντικών μηχανισμών.
Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως ο «Γάμος της Μαρίας Μπράουν» επηρεάζεται και από τη «Θύελλα σε μητρική καρδιά» («Mildred Pierce»,1945) του Μάικλ Κέρτιζ.
Η προσωποποίηση της Γερμανίας
Όμως η Μαρία Μπράουν, χωρίς περιττές περιστροφές, είναι μια προσωποποίηση της Γερμανίας. Η ίδια περιμένει, καρτερικά και με μια θαυμαστή επίδειξη της γυναικείας ικανότητας επιβίωσης, την επάνοδο του άντρα της πρώτα από τον πόλεμο, ύστερα από τη φυλακή και εν τέλει από την ξενιτιά. Τα συντρίμμια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η ιδιότυπη αμερικανική αποικιοκρατία, το πέρασμα σε έναν καλπάζοντα καπιταλισμό και ύστερα η αίσθηση του απόλυτου κενού. Όλα αντανακλώνται αλληγορικά στη σεξουαλική ζωή της Μαρίας, διότι την καθορίζουν απόλυτα. Η ηρωίδα επιλέγει εραστές και μέσω αυτών αναρριχάται, αρνούμενη να κοιτάξει στο ατομικό και συλλογικό παρελθόν.
Οι ερμηνείες
Η ταλαντούχα και πάντα ευσυνείδητη Λένα Παπαληγούρα στον κύριο ρόλο ενσαρκώνει όλη την πορεία της μεταπολεμικής Γερμανίας, από την κατάρρευση ως την αναστήλωση, μία πορεία που όμως είναι χρωματισμένη με τους πλέον γκρίζους, καταθλιπτικούς και απαισιόδοξους τόνους. Είναι πραγματικά εκπληκτική στην ερμηνεία της και στη μελέτη που πραγματοποίησε πάνω στο ρόλο. Καθαρή, αιχμηρή, αισθησιακή και με μια ψυχραιμία ενδεικτική της έμφασης που δινόταν στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας σε συνδυασμό με την απώθηση της ενοχής για τα γεγονότα του πολέμου. Για τις λεπτές αποχρώσεις των κινήσεων και των εκφράσεών της, για το δόσιμό της, για την αποστασιοποίηση αλλά και την αυθεντική της συγκίνηση, αξίζει να τη δει και να την απολαύσει κάθε θεατής που αγαπά πραγματικά το θέατρο.
Στο πλάι της όμως θα θαυμάσει και τον πειστικότατο και πολυσχιδή Μάξιμο Μουμούρη, τον πολυαγαπημένο Γιάννη Νταλιάνη με την ενδιαφέρουσα και αβρή παρουσία που εμπνέει τη συμπάθεια. Θα ενθουσιαστεί επίσης με την απαράμιλλη, γεμάτη μητρική χάρη και γυναικεία δύναμη Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, τον εκπληκτικό Γιώργο Συμεωνίδη που ως λογιστής πέτυχε την ταλάντευση ανάμεσα στο συναίσθημα και τον αυστηρό επαγγελματισμό, καθώς και τον θαυμάσιο ηθοποιό Νίκο Γεωργάκη με την τόσο θετική, μελαγχολική και τρυφερή παρουσία στο ρόλο του γιατρού.
Οι συντελεστές
Τα πανέμορφα κοστούμια του Άγγελου Μέντη λειτουργούν ως αυτόνομα μοτίβα εποχής και χαρακτήρων. Το σκηνικό (επίσης του Άγγελου Μέντη), ένα πολυχρηστικό τραπέζι του μπιλιάρδου, ενός παιχνιδιού ευστροφίας, τεχνικής, κανόνων και κανονισμών, συναντά ισότιμα επί σκηνής την άρτια σκηνοθεσία και τις υψηλού επιπέδου ερμηνείες.
Καίρια η μουσική της Σήμης Τσιλαλή με τις μεταπτώσεις και τις κορυφώσεις της.
Για άλλη μια φορά η κυρία των φωτισμών, Κατερίνα Μαραγκουδάκη, κάνει το θαύμα της. Με τις φωτοσκιάσεις και τους προβολείς μετατρέπει τη σκηνή σε ένα κλειστό και σκοτεινό τόπο.
Το έργο θα μπορούσε να θεωρηθεί και ένα αντιπολεμικό μανιφέστο, που στηλιτεύει την άκριτη επιλογή του πολέμου σαν φαινόμενο κοινωνικής μεταλλαγής, παρουσιάζοντας με ρεαλισμό τα φοβερά αποτελέσματα μιας ήττας στις ανθρώπινες υπάρξεις.
Επίσης, καλλιτεχνικά η παράσταση ήταν μία πρόκληση που απαίτησε την πολύμηνη μελέτη των πηγών έμπνευσης του Φασμπίντερ και την εξεύρεση πρωτότυπων λύσεων στα πολλαπλά προβλήματα που παρουσιάζει η διασκευή και η σκηνοθεσία για το θέατρο ενός κινηματογραφικού δημιουργήματος με δεκάδες εξωτερικά γυρίσματα σε φυσικούς χώρους.
Ακόμα, αποτελεί έναν ύμνο στην αγάπη. Γιατί μόνον όποιος έχει αγαπήσει βαθιά, αντιλαμβάνεται την αγάπη του άλλου.
Δείτε αυτή την καθηλωτικής συναισθηματικής έντασης και διεισδυτικής κοινωνικής παρατήρησης παράσταση, με τη συγκλονιστική ηρωίδα και τους υπέροχους πρωταγωνιστές. Σίγουρα έχετε να κερδίσετε.
* Ο Γάμος της Μαρίας Μπράουν υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ενός από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του γερμανικού κινηματογράφου και θεάτρου. Η ταινία αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με θέμα την ιστορία της Γερμανίας, αμέσως μετά την ήττα του ναζισμού, κατά την περίοδο του «οικονομικού θαύματος».
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση – Διασκευή – Σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύας
Σκηνικά – Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Φιλμ: Γιώργος Σκεύας
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Σαβουιδάκης
Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης
Διεύθυνση παραγωγής: Όλγα Μαυροειδή
Παραγωγή: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος – ΛΥΚΟΦΩΣ
Ηθοποιοί:
Λένα Παπαληγούρα, Μάξιμος Μουμούρης, Γιάννης Νταλιάνης, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Γιώργος Συμεωνίδης, Νίκος Γεωργάκης
Πληροφορίες
Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν
Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»
Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη | τηλ. 210 8217877
Πρεμιέρα Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017
Προπώληση: https://www.ticketservices.gr/event/o-gamos-tis-marias-mpraoyn
Η παράσταση είναι ακατάλληλη για άτομα κάτω των 15 ετών.
Μέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη 20.00 | Πέμπτη-Παρασκευή 20.30 | Σάββατο 21.00 | Κυριακή 19.00
Τιμές εισιτηρίων:
Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή: 16€ κανονικό, 12€ φοιτητικό/ανέργων/ΑμεΑ
Σάββατο – Κυριακή: 18€ κανονικό, 12€ φοιτητικό/ανέργων / ΑμεΑ
Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
***
«Η αγάπη είναι το καλύτερο, το πιο ύπουλο, το πιο αποτελεσματικό εργαλείο κοινωνικής καταπίεσης», Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
- Γεννημένος στις 31 Μαΐου του 1945 ο πολυπράγμων Γερμανός σκηνοθέτης Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, έμελλε να καταγραφεί στην ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της μεταπολεμικής περιόδου στη Γερμανία. Από το 1969, όταν γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο «Η Αγάπη Είναι πιο Κρύα από τον Θάνατο», μέχρι το τραγικό του τέλος (λόγω υπερβολικής δόσης το 1982), ο Φασμπίντερ θα καταφέρει κάτι το απίστευτο… θα σκηνοθετήσει 41 ταινίες μεγάλου μήκους, μέσα σε διάρκεια μόλις δεκατριών χρόνων, δημιουργώντας παράλληλα ένα μοναδικό και ακατάρριπτο ρεκόρ στην ιστορία του κινηματογράφου.
Στις περισσότερες από τις ταινίες του ο Φασμπίντερ αιχμαλωτίζει την ψυχή της δυτικογερμανικής κοινωνίας από το 1960 μέχρι τις αρχές του 1980, απογυμνώνοντας την απελπισία αλλά και την αγριότητα που υποβόσκει στις καρδιές ενός κόσμου εγκλωβισμένου στις υλικές απολαύσεις.
Στο “Γάμο της Μαρίας Μπράουν” με την αδιόρατη ειρωνεία και τη θαμμένη θλίψη που επεξεργάζεται, το μοναδικό πρόσωπο της μούσας του Χάνα Σιγκούλα αποδεικνύεται το ιδανικό ερμηνευτικό «εργαλείο» ώστε να αναρωτηθούμε εάν η έκρηξη του φινάλε –το δυνατότερο χαρτί του αλληγορικού σχεδιασμού του Φασμπίντερ– είναι ένα χτύπημα της «μοίρας» (μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μοντέρνα τραγωδία) ή συνειδητή επιλογή. Ίσως και τα δύο σε απόλυτη συνύπαρξη, όπως περίπου και το τραύμα ήταν ο απολύτως απαραίτητος ο πρόγονος του «θαύματος».
Αυτό ακριβώς είναι και το βασικό θέμα του θρυλικού «Berlin Alexanderplatz». Ένα πραγματικό έπος, διάρκειας σχεδόν 16 ωρών (939 λεπτά) μέσα από το οποίο ξαναζωντανεύει η νουβέλα του Άλφρεντ Ντάμπλιν.
Από τα τελευταία έργα του σπουδαίου δημιουργού, είναι η τριλογία: «Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν», «Λόλα» και «Βερόνικα Βος». Ταινίες οι οποίες παρουσιάζουν ανάγλυφα το πορτραίτο της τσακισμένης ζωής των ανθρώπων του περιθωρίου της αστικής κοινωνίας που συντηρείται στα ίχνη της παρακμής της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, βαδίζοντας αβοήθητη και με μαθηματική ακρίβεια προς το τρίτο Ράιχ.
Όπως προαναφέραμε, ο Φασμπίντερ ανήκε σε εκείνη τη γενιά των Γερμανών σκηνοθετών, μαζί με τον Βιμ Βέντερς και τον Βέρνερ Χέρτζογκ, που αν και υπήρξαν πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους και με εντελώς μοναδικό έργο ο καθένας τους, ωστόσο αποτέλεσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ένα ιδιαίτερο και μοναδικό κινηματογραφικό ρεύμα, το οποίο καταγράφηκε με την επωνυμία Νέος Γερμανικός Κινηματογράφος.
Η ανθρώπινη φθορά, ο πόνος, η αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων, η βία σε όλες τις εκφάνσεις της, βρίσκονται στο επίκεντρο του Φασμπίντερ με τους ήρωες του να ζουν καταπιεσμένοι στο περιθώριο, αντιμέτωποι με τα πάθη τους. Από τις δύο πρώτες ταινίες του «Η Αγάπη είναι πιο κρύα από τον Θάνατο» (Liebe ist kälter als der Tod – 1969) και «Ο Έλληνας Γείτονας» (Katzelmacher – 1969), μέχρι τις δύο τελευταίες του «Βερόνικα Φος» (Veronika Voss – 1982) και «Querelle» (1982), ο Φασμπίντερ εστιάζει στα αδιέξοδα των ηρώων του ασκώντας παράλληλα μία δριμύ κριτική στην ηθική παρακμή της κοινωνίας στη μεταπολεμική Γερμανία.
Παράλληλα, η δύσκολη συμφιλίωση με τη σεξουαλική του ταυτότητα, η μοναχική του ζωή, αλλά και η ροπή του προς τα ναρκωτικά, αποτέλεσαν για τον Φασμπίντερ μια μόνιμη πηγή προβλημάτων και διαταραχών, αλλά και έμπνευσης, θεματικές οι οποίες συχνά πυκνά μετουσιώθηκαν μέσα στο μοναδικό του κινηματογραφικό σύμπαν.
«Ο κάθε ευπρεπής σκηνοθέτης έχει μόνο ένα θέμα και τελικά κάνει την ίδια ταινία ξανά και ξανά. Το δικό μου θέμα είναι η εκμετάλλευση των αισθημάτων χωρίς να έχει σημασία ποιος μπορεί να είναι αυτός που τα εκμεταλλεύεται. Αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Είναι ένα θέμα διαρκείας. Μπορεί η πολιτεία να εκμεταλλεύεται τον πατριωτισμό, ή στη σχέση ενός ζευγαριού ο ένας να καταστρέφει τον άλλο», Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ