16.4 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Gabriel José García Márquez – Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (αποσπάσματα)

Κάτι παραπάνω από μια ιστορία αγάπης. Ένα κλασικό, καλογραμμένο βιβλίο, με περίπλοκη ροή, που μετράει χιλιάδες θαυμαστές αλλά και όχι μόνο. Μια ιστορία για τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα, ανεκπλήρωτο κι εκπληρωμένο.

Περιγραφικό το στυλ που επιλέγει ο συγγραφέας, μα καταφέρνει να συγκινήσει με τη σουρεαλιστική και ιδιάζουσα απόδοση των συναισθημάτων των ηρώων. Με εικόνες, χρώματα και μυρωδιές Καραϊβικής, μέσα στη μεγάλη διάσταση της αξίας του έρωτα, χωρίς ψεύτικα όμως χαρακτηριστικά. Μια παρακαταθήκη λογοτεχνίας την οποία δε θα μπορέσει να σβήσει ποτέ ούτε ο θάνατος του συγγραφέα, ούτε ο χρόνος.

Το χρονικό μιας μακρόχρονης και υπομονετικής αναμονής, ενός πόθου που δεν σβήνει με τον καιρό, μα δυναμώνει και ξεπερνά όλα τα εμπόδια.

Ο Márquez ως λογοτέχνης, στηριζόταν από τη μία στα ήθη και έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας του και από την άλλη σε ώμους προηγούμενων λογοτεχνικών γιγάντων που εισήγαγαν το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού, ένα είδος που συνδυάζει πιο συμβατικές μορφές αφήγησης με μια ζωντανή, πολυεπίπεδη φαντασία. Χειμαρρώδης γραφή, παραστάσεις και χαρακτήρες που στοιχειώνουν τη σκέψη του αναγνώστη. Εμπειρία ζωής…

 

 

To Σάββατο το πρωί, αφού πολύ το σκέφτηκε, ο Φλορεντίνο Αρίσα έστειλε ξανά το περιστέρι μ’ άλλο ραβασάκι χωρίς υπογραφή. Τούτη τη φορά δεν χρειάστηκε να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα. Το απόγευμα, το ίδιο παιδί, του το έφερε ξανά πίσω, σ’ άλλο κλουβί, με την παραγγελία πως: εδώ σας στέλνει ξανά το περιστέρι που ξανάφυγε, και το οποίο προχθές σας επέστρεψε, επειδή έχει καλή ανατροφή κι αυτή τη φορά σας το στέλνει, επειδή είναι κρίμα, αλλά τώρα πια είναι αλήθεια πως δε θα σας το ξαναεπιστρέψει αν το αφήσετε να φύγει πάλι. Η Τράνσιτο Αρίσα διασκέδασε με τις ώρες με το περιστέρι, το έβγαλε από το κλουβί, το νανούρισε στα μπράτσα της, προσπάθησε να το αποκοιμήσει με παιδικά τραγουδάκια και ξαφνικά κατάλαβε πως είχε στο δαχτυλίδι, στο πόδι του, ένα χαρτάκι με μια μόνο φράση: «Δε δέχομαι ανώνυμους». Ο Φλορεντίνο Αρίσα το διάβασε ξετρελαμένος, λες κι είχε ολοκληρωθεί η πρώτη του περιπέτεια και μόλις που μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα στριφογυρίζοντας από ανυπομονησία. Την επομένη πολύ νωρίς, πριν φύγει για το γραφείο, άφησε ελεύθερο το περιστέρι μ’ ένα ερωτικό γραμματάκι υπογραμμένο ξεκάθαρα με τ’ όνομά του και του έβαλε ακόμα στο δαχτυλίδι το πιο φρέσκο τριαντάφυλλο, το πιο χτυπητό κι ευωδιαστό του κήπου του.

Δεν ήταν τόσο εύκολη. Μετά από τρεις μήνες πολιορκία η ωραία περιστερού εξακολούθησε ν’ απαντάει το ίδιο: «Εγώ δεν είμαι απ’ αυτές». Αλλά ποτέ δε σταμάτησε να δέχεται τα μηνύματα ή να πηγαίνει στα ραντεβού που κανόνιζε ο Φλορεντίνο Αρίσα με τέτοιον τρόπο που να μοιάζουν τυχαίες συναντήσεις. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του: ο εραστής που ποτέ δε φανερωνόταν, ο πιο άπληστος για έρωτα, αλλά κι ο πιο τσιγκούνης, αυτός που δεν έδινε τίποτα και τα ήθελε όλα, αυτός που ποτέ δεν επέτρεψε να του αφήσουν στην καρδιά ένα περαστικό αποτύπωμα, ο κυνηγός που παραμόνευε, ξεσπάθωσε με μια παράφορη ανταλλαγή από υπογραμμένα γράμματα, γενναιοδωρίες, απερίσκεπτες βόλτες στο σπίτι της περιστερούς, ακόμα και σε δυο περιστάσεις που ο σύζυγος δεν έλειπε σε ταξίδι, ούτε βρισκόταν στην αγορά. Ήταν η μόνη φορά, από τον καιρό του πρώτου έρωτα, που είχε νιώσει τρυπημένος από ένα βέλος.

Έξι μήνες μετά την πρώτη συνάντηση, βρέθηκαν τελικά στην καμπίνα ενός ποταμόπλοιου που περίμενε για επισκευή στις αποβάθρες του ποταμού. Ήταν ένα θαυμάσιο απόγευμα. Η Ολυμπία Σουλέτα έκανε εύθυμα έρωτα, σαν αναστατωμένη περιστέρα και της άρεσε να μένει γυμνή πολλές ώρες, ενώ ξεκουραζόταν με το πάσο της, με τόσο έρωτα όσο και στον ίδιο τον έρωτα. Η καμπίνα ήταν ξεχαρβαλωμένη, μισοβαμμένη κι η μυρουδιά από νέφτι ήταν ωραία για να μείνει στη θύμηση συνδυασμένη μ’ ένα ευτυχισμένο απόγευμα. Ξαφνικά, ικανοποιώντας μια ασυνήθιστη έμπνευση, ο Φλορεντίνο Αρίσα άνοιξε ένα κουτί με κόκκινη μπογιά που βρισκόταν κοντά στην κουκέτα, μούσκεψε το δείκτη του και ζωγράφισε, χαμηλά στην κοιλιά της ωραίας περιστερούς ένα ματωμένο βέλος που έδειχνε προς το νότο κι έγραψε: Αυτό το μουνάκι είναι δικό μου. Εκείνη την ίδια νύχτα, η Ολυμπία Σουλέτα ξεντύθηκε μπροστά στον άντρα της, χωρίς να θυμηθεί την επιγραφή κι εκείνος δεν είπε κουβέντα, ούτε και κόπηκε η αναπνοή του, τίποτα, μόνο πήγε στο μπάνιο για το ξυράφι του, ενώ εκείνη έβαζε τη νυχτικιά της, και της έκοψε το λαρύγγι μια κι έξω.

Μετάφραση από τα ισπανικά: Κλαίτη Σωτηριάδου – Μπαράχας

 

 

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ήταν ένας σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, που θεωρείται μέχρι σήμερα ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, αλλά κι ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς, όχι μόνο της ισπανόφωνης, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. («Εκατό χρόνια μοναξιά» (1967), «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη» (1975), «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» (1981), «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» (1985).

Το μυθιστόρημα «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» παρακολουθεί την τραγική ιστορία αγάπης ανάμεσα στον νεαρό Φλορεντίνο Αρίσα και στη συνομήλική του, Φερμίνα Δάσα, η οποία και διακόπτεται απότομα από τη σφοδρή αντίδραση του πατέρα της.

Ο Φλορεντίνο θα παραμείνει συναισθηματικά ανάπηρος σχεδόν για όλη του τη ζωή, μην μπορώντας να την ξεχάσει, ενώ αντιθέτως η Φερμίνα υποκύπτει στα θέλγητρα ενός γοητευτικού και έμπειρου γιατρού, φτιάχνει οικογένεια και εκλογικεύει την απώλεια του πρώτου άντρα στη ζωή της.

Με φόντο τις ακτές της Καραϊβικής και δαμόκλειο σπάθη την τρομερή αρρώστια της εποχής, τη χολέρα, οι δύο πρωταγωνιστές επιζούν σαν να είναι απρόσβλητοι από την επιδημία, λόγω της δύναμης με την οποία ερωτεύτηκαν και θα συναντηθούν μόνον όταν ο σύζυγος της Φερμίνα πεθάνει και το πεδίο για τον Φλορεντίνο είναι και πάλι ελεύθερο.

 

 

«Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν’ ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό.

Βρήκε το πτώμα σκεπασμένο με μια κουβέρτα, στο ράντσο που κοιμόταν πάντα, κοντά σ’ ένα σκαμνί με μια μικρή λεκάνη που ο νεκρός είχε μεταχειριστεί για να εξατμίσει το δηλητήριο. Στο πάτωμα, δεμένο στο πόδι του ράντσου, βρισκόταν το ξαπλωμένο σώμα ενός μεγάλου μαύρου δανέζικου σκύλου με χιονάτο στήθος κι από κοντά οι πατερίτσες. Το δωμάτιο, που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο ταυτόχρονα, πνιγηρό και στενάχωρο, μόλις είχε αρχίσει να φωτίζεται από τη λάμψη της αυγής μέσα από τ’ ανοιχτό παράθυρο, αλλά το φως ήταν αρκετό για ν’ αναγνωρίσει την εξουσία του θανάτου.»

Τέλη 19ου αιώνα, αρχές 20ου. Με σκηνικό ένα μικρό λιμάνι της Καραϊβικής, η ιστορία του Φλορεντίνο Αρίσα, που περιμένει περισσότερο από πενήντα χρόνια για να εξομολογηθεί τον αιώνιο έρωτά του στην όμορφη Φερμίνα Δάσα, παντρεμένη εδώ και πολλά χρόνια με το γιατρό Χουβενάλ Ουρμπίνο, μας παρουσιάζεται μεθυστική και εκθαμβωτική σαν όνειρο, αληθινή και οικεία σαν τις πιο βαθιές επιθυμίες μας.

Ο πιο καρτερικός και βαθύς έρωτας στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ένας ανεξίτηλος έρωτας στο φθοροποιό χρόνο.

Ο νεαρός Φλορεντίνο Αρίσα, σε μια από τις παραδόσεις εκ μέρους του τοπικού ταχυδρομείου, γνωρίζει και ερωτεύεται τη νεαρή Φερμίνα Δάσα. Αρχικά, η κοπέλα διστάζει, όμως η επιμονή και οι εξομολογήσεις του Αρίσα θα τη μαγέψουν και γρήγορα θα τον ερωτευτεί. Το ζευγάρι ανταλλάσσει μυστικά γράμματα αγάπης.

Η θεία Εσκολάστικα παίζει καταλυτικό ρόλο καθώς προσπαθεί με κάθε τρόπο να συγκαλύψει τους δύο νέους. Όμως οι διαθέσεις του πατέρα της είναι διαφορετικές από τις επιθυμίες τους. Μετακομίζουν στην επαρχία και ο Αρίσα μένει μόνος σε μία πόλη που μαστίζεται από τη χολέρα. Οι ημέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούν δύσκολα για τον νέο. Έπειτα από καιρό, η Φερμίνα Δάσα επιστρέφει στην πόλη και ο Αρίσα τρέχει για να βρει την παλιά του αγαπημένη. Εκείνη, όμως, έχει παντρευτεί έναν γιατρό και, όπως κάθε σωστή κυρία και σύζυγος της εποχής, αρνείται την επαφή με τον αμφιβόλου διαγωγής Αρίσα.

Με τον άντρα της, το γιατρό Χουβενάλ Ουρμπίνο περνούν μια ευτυχισμένη ζωή. Με την πάροδο του χρόνου, ο απογοητευμένος και μελαγχολικός Αρίσα ανεβαίνει στην ιεραρχία της εταιρείας με ποταμόπλοια του θείου του, ώσπου εκείνη περνάει ολόκληρη στα χέρια του. Ορμώμενος από άσβεστη επιθυμία για την πρώτη του αγάπη, βοηθάει ανθρώπους να εκφράσουν τον έρωτά τους, γράφοντας ερωτικά ποιήματα και γράμματα. Ακόμα και η κοινωνική ανέλιξη του Αρίσα, δεν είναι ικανή να κάμψει την αντίσταση της Φερμίνα Δάσα που πλέον έχει κάνει οικογένεια. Τα χρόνια περνούν και ο Αρίσα σβήνει προσωρινά την έλλειψη στις εφήμερες αγκαλιές περιστασιακών σχέσεων, ευχόμενος να πεθάνει ο γιατρός.

Όταν ο γιατρός Ουρμπίνο πεθαίνει, ο Αρίσα θα κάνει την τελευταία προσπάθεια για να κερδίσει τη Φερμίνα Δάσα. Έχουνε φτάσει και οι δύο σε μεγάλη ηλικία, όμως η επιθυμία του Αρίσα και η μοναξιά της Δάσα κάνουν τις επαφές τους πιο συχνές. Αποφασίζουν να πάνε ένα ταξίδι με πλοίο, όπου θα ολοκληρωθεί ο έρωτάς τους, για πρώτη φορά ύστερα από 51 χρόνια, 9 μήνες και 4 ημέρες.

Ένας έρωτας γεννιέται και προδίδεται, χωρίς ποτέ να πάψει να διακρίνεται από τη ρομαντική αιωνιότητα που τον δημιούργησε.

Δεν την άφησε να βγάλει ούτε τη νυχτικιά της, που είχε φορέσει όταν τα ξημερώματα άρχισε να φυσάει η αύρα κι η βιασύνη του, ίδια με αρχαρίου, της προκάλεσε από συμπόνια, μια ανατριχίλα. Όμως δεν την ενόχλησε αυτό, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις δεν ήταν εύκολο να διακρίνεις ανάμεσα στη συμπόνια και τον έρωτα.

 

 

Η ελπίδα που ποτέ δεν πέθανε

Μια τρυφερή ιστορία ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ, αλλά βρήκαν διάφορα εμπόδια για να ζήσουν τον έρωτά τους. Ο συναισθηματικά ανάπηρος Φλορεντίνο έδινε την αίσθηση της σκιάς και κανείς δεν τον γνώριζε πραγματικά. Δεν ξεπέρασε ποτέ τη γυναίκα που αγάπησε. Και η Φερμίνα, αν και υποκύπτει στα θέλγητρα του γοητευτικού και έμπειρου γιατρού και εκλογικεύει την απώλεια του πρώτου άντρα στη ζωή της, κάποτε αποφασίζει πως πρέπει να ακολουθήσει το μεγάλο της έρωτα στο λίγο χρόνο ζωής που της μένει. Το πάθος και η εμμονή του Φλορεντίνο να κερδίσει τη Φερμίνα, το πείσμα και η προσκόλλησή του για να την αποκτήσει, αφήνει μια γλυκιά αίσθηση-άλλοθι σε εκείνους που θυσιάζονται για ένα ιδανικό, ένα συναίσθημα ή μια ιδέα.

Γιατί είχαν ζήσει αρκετά για να καταλάβουν πως ο έρωτας είναι έρωτας σ’ οποιαδήποτε εποχή και σ’ οποιοδήποτε τόπο, αλλά γινόταν πιο έντονος όταν βρίσκονταν κοντά στο θάνατο.

Οι πολέμιοι του βιβλίου κάνουν λόγο για έλλειψη ευθυνών του εγωιστή πρωταγωνιστή με στοιχεία ζήλιας, εμμονής, επιθυμίας και εκδίκησης. Για κατάρρευση του σώματος, απελπισία, σκλαβιά/δουλεία, φτώχεια, κλεμμένα πλούτη, υποταγή, ασθένειες, για σεξουαλική κακοποίηση με το πρόσχημα της γονικής καθοδήγησης.

Για ναρκισσισμό, για σαπίλα, για εναλλαγές ερωτικής συντροφιάς, για ψήγματα παιδοφιλίας(;), για λαχτάρα, για πάθος, για αδημονία, για αιδημοσύνη, για δίψα για ηδονή, για κλοπές, για όλα τα γνωρίσματα της νιότης και όλα αυτά μέσα σε ένα βιβλίο. Άλλοι, απεναντίας, λάτρεψαν τον αιώνιο έρωτα, τον χρόνιο σαν τη χολέρα, που αφήνει στο πέρασμά της ένα ασταμάτητο πένθος…

Περιηγήθηκαν στην αλήθεια του γήρατος με χιούμορ και σοφία. Ο συγγραφέας επιδεικνύει τόσο επιδέξια εδώ τα ανθρώπινα πάθη σε όλη τους τη γύμνια, έτσι που κανείς δεν μπορεί παρά να ταξιδέψει μαζί με το βιβλίο, σε οποιαδήποτε κατεύθυνση παρασέρνει η αφήγηση. Ένα άκρως λυρικό μυθιστόρημα με τεράστιες δόσεις ρομαντισμού, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερα μελοδραματικό.

Αγάπη σε όλες τις εκφάνσεις της. Χωρίς ανταπόκριση, συζυγική, πλατωνική, οργισμένη, ζηλόφθονη, νεανική, εφήμερη, επικίνδυνη, παράνομη, πληρωμένη, αγνή, από απόσταση, ηλικιωμένη. Η αγάπη στο σκοτεινό υπόβαθρό της.

Όπως πάντα στα βιβλία του Μάρκες, δίπλα στη βασική ιστορία εκτυλίσσονται κι άλλες, μικρότερες αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέρουσες, στο παρελθόν και το παρόν, και η μυρωδιά της Λατινικής Αμερικής είναι έντονη κι εθιστική. Κι εδώ γίνονται αναφορές στους ατέλειωτους εμφύλιους πολέμους μεταξύ φιλελεύθερων και συντηρητικών. Διακρίνεται καθαρά η ικανότητα του Gabriel José García Márquez να φτιάχνει νέους κόσμους, να σκιαγραφεί όμορφα κάθε χαρακτήρα του, να γράφει με τόση τρυφερότητα και να παρατηρεί καταστάσεις, όπως τον έρωτα, το πάθος, την αγάπη, τον θάνατο, τα γηρατειά, τον γάμο και τη μοναξιά με τέτοια φαντασία, λογική και σοφία παράλληλα.

Ο έρωτας γίνεται μεγαλύτερος και πιο ευγενικός μέσα στις καταστροφές.

Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Φλορεντίνο, παρουσιάζεται σχεδόν περιθωριακός, εν μέρει συμπαθητικός, πειθαρχημένα κολλημένος στον έρωτά του. Άσχημος και θλιβερός αλλά γεμάτος έρωτα… Καθορίζεται από τις απώλειες, χωρίς να εξαφανίζεται. Ζει με μοναδικό στόχο τη Φερμίνα Δάσα, ενώ η ίδια ανακαλύπτει ταραγμένη ότι μπορεί να ζήσει ευτυχισμένη και χωρίς έρωτα ή ενάντια σε αυτόν.

Περνούσαν τη ζωή τους διαδηλώνοντας την περηφάνια για την καταγωγή τους, την ιστορική αξία της πόλης, τ’ ανεκτίμητα κειμήλιά της, τον ηρωισμό και την ομορφιά της, αλλά ήταν τυφλοί στο χρόνιο καρκίνωμα.

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Με τη μυθιστορηματκή του τεχνική μετέτρεψε τα βιβλία του σε μικρά θησαυροφυλάκια όπου μέσα τους χώρεσε ολόκληρος ο κόσμος και το μαγικό νόημά του.

Πέταξε την κουτάλα που κρατούσε και προσπάθησε να τρέξει όσο μπορούσε με το ακατανίκητο βάρος της ηλικίας, φωνάζοντας σαν τρελή, χωρίς να ξέρει ακόμα τί συνέβαινε κάτω από το φύλλωμα του μάνγκο κι η καρδιά της έγινε κομμάτια όταν είδε τον άνθρωπό της ξαπλωμένο μπρούμυτα μες στη λάσπη, μισοπεθαμένο, αλλά ν’ αντιστέκεται το τελικό χτύπημα του θανάτου για να της δώσει χρόνο να προλάβει να φτάσει. Πρόλαβε να την αναγνωρίσει μες στη φασαρία, μέσα από τα δάκρυα του ανεπανάληπτου πόνου, που πέθανε χωρίς αυτήν, και την κοίταξε για τελευταία φορά, ποτέ πια ξανά, με τα μάτια πιο φωτεινά, πιο θλιμμένα κι όλο ευγνωμοσύνη, όπως εκείνη ποτέ δεν είχε δει μέσα σε μισό αιώνα κοινής ζωής και πρόλαβε να της πει με την τελευταία αναπνοή: «Μόνο ο Θεός ξέρει πόσο πολύ σ’ αγάπησα».

Το βιβλίο αυτό βασίστηκε εν μέρει στο φλερτ των γονιών του συγγραφέα.

 

 

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez) ήταν Κολομβιανός συγγραφέας, δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα και ίσως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της ισπανόφωνης λογοτεχνίας μετά τον Θερβάντες. Από τους κριτικούς εντάσσεται στο λογοτεχνικό ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού. Το 1982 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το αριστούργημά του «Εκατό χρόνια μοναξιάς».

Γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1927 στην πόλη Αρακατάκα της Κολομβίας. Ήταν γιος του φαρμακοποιού Γκαμπριέλ Γκαρσία και της Λουίζα Μάρκες, κόρης στρατιωτικού. Ο μικρός Γκάμπο, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, μεγάλωσε με τον παππού του, τον συνταγματάρχη Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες και τη γιαγιά του Τρανκιλίνα έως τα δέκα του χρόνια, ακούγοντας τις ιστορίες της γιαγιάς του για φαντάσματα και τις ατέλειωτες διηγήσεις του παππού του για τους εμφύλιους πολέμους, ιστορίες που αποτελούν το υλικό των μετέπειτα μυθιστορημάτων του.

Τον πατέρα του τον γνώρισε για πρώτη φορά στα επτά του χρόνια, επειδή ο παππούς δεν τον ήθελε για γαμπρό του, και δεν μπόρεσε ποτέ να κερδίσει μία θέση στην καρδιά του. Αυτή τη θέση την είχε καταλάβει για πάντα ο παππούς Νικολάς. «Ο παππούς ήταν η πιο σημαντική μορφή στη ζωή μου. Από τότε που πέθανε δεν μου έχει συμβεί τίποτε το ενδιαφέρον και ως και σήμερα οι χαρές της ζωής μένουν ανολοκλήρωτες απλώς και μόνο επειδή δεν τις ξέρει ο παππούς», είπε σε μία συνέντευξή του ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που αποτύπωσε την κωμικοτραγική ιστορία των σχέσεων του πατέρα του με τον παππού του στο μυθιστόρημα «Ο Έρωτας στα χρόνια στα χρόνια της χολέρας» (1985).

Ο μικρός Γκάμπο έμαθε να διαβάζει στα οκτώ του χρόνια κι επειδή εκείνη την εποχή η οικογένειά του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και ο ίδιος τα κατάφερνε εξαιρετικά στο σχέδιο, κέρδισε τα πρώτα του χρήματα στα 11 χρόνια του, ζωγραφίζοντας επιγραφές για τον ιδιοκτήτη ενός γειτονικού καταστήματος. Το 1947 τελείωσε το σχολείο κι έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά για να σπουδάσει νομικά. Τον επόμενο χρόνο, η Κολομβία ήταν ένα καζάνι που βράζει και οι πολιτικές ταραχές τον ανάγκασαν να μετακομίσει στο Πανεπιστήμιο της Καρθαγένης.

Παράλληλα, άρχισε να γράφει και τις πρώτες ιστορίες του. Χρειαζόταν, όμως, να εξασφαλίσει και την επιβίωσή του κι έτσι συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Το 1954 εγκαταστάθηκε στην Μπογκοτά, όπου κέρδισε βραβείο για το έργο του «Μια μέρα μετά το Σάββατο», και δημοσίευσε τα «Ανεμοσκορπίσματα». Το 1955 η εφημερίδα του τον έστειλε στην Ευρώπη, αλλά έκλεισε αμέσως με απόφαση της κολομβιανής κυβέρνησης, και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια στην Ευρώπη, όπου είδε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής.

Το 1958 παντρεύτηκε τη φαρμακοποιό Μερσέδες Μπάρτσα Πάρδο, με την οποία απέκτησε δύο γιους. Με την αρχή της κουβανέζικης επανάστασης, το 1959, που χαιρετίστηκε θερμά από τη λατινοαμερικάνικη διανόηση, έφυγε για να εργαστεί στην Αβάνα κι επέστρεψε ξανά στην Κολομβία το 1961, όπου δημοσίευσε το μυθιστόρημά του «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει». Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Μεξικό, όπου θα περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, και εργάζεται ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος.

Το 1965 αρχίζει να γράφει το αριστούργημά του «Εκατό χρόνια μοναξιά», που θα κυκλοφορήσει το 1967 και θα του χαρίσει την παγκόσμια αναγνώριση. Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί το χρονικό ενός φανταστικού χωριού, του Μακόντο, χτισμένου στις όχθες ενός ποταμού, κάπου στα βόρεια παράλια της Κολομβίας. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες διηγείται με χιούμορ, γλαφυρότητα και χειμαρρώδη πρόζα την καθημερινή ζωή αυτής της θαυμαστής χώρας των αντιθέσεων και περιγράφει επεισόδια και καταστάσεις βγαλμένες από την καυτή πραγματικότητα της Κολομβίας. Η παράθεση φανταστικών στοιχείων, που εντάσσονται σε μια ρεαλιστική ατμόσφαιρα για να μας δώσουν μία βαθύτερη αντίληψη της πραγματικότητας, του χάρισαν τον χαρακτηρισμό του «πατριάρχη του μαγικού ρεαλισμού».

Στους 14 μήνες που χρειάστηκαν για να ολοκληρώσει τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» η οικογένεια Μάρκες πέρασε στιγμές απόλυτης ένδειας, βγάζοντας στο σφυρί σχεδόν τα πάντα, ακόμη και το πιστολάκι για τα μαλλιά. Άξιζε τον κόπο, θα λέγαμε, καθώς μέσα σε μία νύχτα άλλαξε τη ζωή του συγγραφέα και της οικογένειάς του. Από τη στιγμή της έκδοσής του γνώρισε κριτική αποδοχή και μεγάλη εμπορική επιτυχία. Οι πωλήσεις του βιβλίου έχουν ξεπεράσει τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα μέχρι σήμερα.

Με τα επόμενα έργα του, οι αναγνώστες του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες αυξήθηκαν κατακόρυφα, καθιστώντας τον έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους λογοτέχνες του κόσμου. Το 1972 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Η απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρας και της σατανικής γιαγιάς της» στο ύφος του «Εκατό χρόνια μοναξιά», το 1975 «Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη», το μπαρόκ πορτρέτο ενός Νοτιοαμερικανού δικτάτορα, που οδηγείται στην αγιάτρευτη μοναξιά από την άσκηση της απόλυτης εξουσίας και το 1982 «Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», που το εμπνεύστηκε από την πραγματική ιστορία ενός εγκλήματος. Την ίδια χρονιά τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σ’ έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της επιτροπής.

Το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Στη διάρκεια της θεραπείας του πήρε την απόφαση να συντάξει την αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε το 2002 με τίτλο «Ζω για να τη διηγούμαι». Δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε το τελευταίο του έργο, τη νουβέλα «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου», με ήρωα ένα ενενηντάχρονο δημοσιογράφο, που ερωτεύεται ανήμερα των γενεθλίων του μία νεαρή παρθένα, η οποία εκπορνεύεται για να συντηρήσει τη φτωχή οικογένεια της. Από εκείνη τη χρονιά οι εμφανίσεις του αραιώνουν σημαντικά. Το 2012 ο αδελφός του Χάιμε αποκαλύπτει ότι ο Γκάμπο πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέθανε στις 17 Απριλίου του 2014, στην Πόλη του Μεξικού, σε ηλικία 87 ετών.

Στοιχεία βιβλίου:

Τίτλος: Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (El amor en los tiempos del cólera)

Συγγραφέας: Márquez Gabriel García

Μετάφραση: Σωτηριάδου Μπαράχας Κλαίτη

Εκδότης: Λιβάνη

Ημερομηνία έκδοσης: 1961, 1986

Σελίδες: 479

  • Εικόνες: Luisa Rivera – Πηγή: wmagazin.com

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -