«…Η λογοτεχνία είναι έρωτας, το γράψιμο είναι πάθος, μου έλεγαν.
Ζήσε για να γράψεις…»
Έρση Σωτηροπούλου, Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα,
«Μια εκλεκτική συγγένεια», Εκδόσεις Πατάκη, 2η έκδοση, σ. 28.
Το έργο της έχει μεταφραστεί σε αγγλικά, γερµανικά, γαλλικά, ισπανικά, σουηδικά, φινλανδικά, σλοβένικα, τουρκικά, αραβικά και ιταλικά. Έχει τιµηθεί µε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και µε το Βραβείο του περιοδικού Διαβάζω για το µυθιστόρηµα Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές, µε το Βραβείο της Ακαδηµίας Αθηνών για το µυθιστόρηµα Εύα, που ήταν επίσης υποψήφιο στη γαλλική του έκδοση για το Prix du Livre Europeen, µε το Κρατικό Βραβείο Διηγήµατος για τη συλλογή Να νιώθεις µπλε, να ντύνεσαι κόκκινα, µε το βραβείο ποίησης Dante Alighieri στην Ιταλία, με το Βραβείο «Literature.gr Ελληνική Λογοτεχνική Φράση της Χρονιάς» για το Μπορείς;, ενώ το θεωρούμενο από πολλούς ως το opus magnum της, το µυθιστόρηµα Τι µένει από τη νύχτα, απέσπασε στη Γαλλία το Βραβείο Μεσόγειος (Prix Mediterranee Etranger). Τα τελευταία χρόνια, επιπλέον, το όνομά της εμφανίζεται σταθερά στις λίστες των φαβορί για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, φέτος, ωστόσο, τα φώτα της δημοσιότητας είναι στραμμένα επάνω της, καθώς οι τάσεις επιμένουν να τη δείχνουν πιο κοντά από ποτέ στην κατάκτηση της ύψιστης λογοτεχνικής διάκρισης. Την Πέμπτη 10 Οκτωβρίου στις 14.00 ώρα Ελλάδος, 45 χρόνια μετά τη βράβευση του Οδυσσέα Ελύτη και 61 χρόνια μετά τη βράβευση του Γιώργου Σεφέρη, το Νόμπελ Λογοτεχνίας πλησιάζει όλο και περισσότερο στην Ελλάδα μέσω της Έρσης Σωτηροπούλου, για πρώτη φορά με πεζογράφο και μάλιστα γυναίκα.
Πώς ακριβώς όμως λειτουργεί ο θεσμός των Νόμπελ Λογοτεχνίας και πώς καταλήγει ένας συγγραφέας να «διαγωνίζεται» για το βραβείο; Πώς συγκροτούνται κάθε χρόνο οι μακρές και βραχείες λίστες των υποψηφίων; Ας επιχειρήσουμε να διαλευκάνουμε το μυστήριο πίσω από τις περιβόητες «υποψηφιότητες»…
Στα διαδικαστικά, λοιπόν, προτάσεις για υποψηφιότητες μπορούν να υποβληθούν μόνο από εξουσιοδοτημένα πρόσωπα και φορείς, όπως καθηγητές πανεπιστημίου στα πεδία της λογοτεχνίας και της γλωσσολογίας, κατόχους Νόμπελ, εκπροσώπους ανάλογων ακαδημιών και εθνικών λογοτεχνικών ιδρυμάτων, καθώς και μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας, έπειτα από σχετική πρόσκληση που τους αποστέλλει η Επιτροπή Νόμπελ. Από τη μακρά λίστα των περίπου 350 ονομάτων που συγκεντρώνονται από το σύνολο των εισηγήσεων, συντάσσεται στη συνέχεια ένας προκαταρκτικός κατάλογος 20 ονομάτων και τελικά, στη βραχεία λίστα, επικρατούν κατά προτεραιότητα περίπου πέντε υποψηφιότητες, οι οποίες εξετάζονται εξονυχιστικά από τα 18 μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας, ώσπου να αποφασιστεί ο συγγραφέας που θα λάβει τον Οκτώβριο το πολυπόθητο τηλεφώνημα, κατά το οποίο θα του ανακοινώνεται η απονομή του βραβείου, αναγνωρίζοντάς του ότι «έχει παραγάγει το πιο εξέχον έργο σε μια ιδεώδη κατεύθυνση» (απόσπασμα από τη διαθήκη του Άλφρεντ Νόμπελ).
Βεβαίως, το καταστατικό του Ιδρύματος Νόμπελ δεσμεύει για 50 χρόνια τους εισηγητές αλλά και τα μέλη της Ακαδημίας στη μη αποκάλυψη, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, πληροφοριών αναφορικά με τις υποψηφιότητες, τις έρευνες και τις γνωμοδοτήσεις που σχετίζονται με την απονομή ενός βραβείου. Πώς προκύπτουν επομένως τα «φαβορί» και τα «outsiders» που διαβάζουμε σε μια αυστηρά κλειστή διαδικασία με μηδενικές διαρροές; Και τι σηματοδοτεί για το έργο τους η συμπερίληψή τους στην όλη διαδικασία;
Στην πραγματικότητα, οι «πληροφορίες» για τα φαβορί που διαβάζουμε και ακούμε κάθε Οκτώβριο, ενόψει της ετυμηγορίας της Σουηδικής Ακαδημίας, προέρχονται από «κύκλους ειδικών» και λογοτεχνικές πλατφόρμες συζητήσεων, με προεξάρχουσα το Φόρουμ Παγκόσμιας Λογοτεχνίας (World Literature Forum), βασικοί όμως δείκτες είναι οι τάσεις, τα προγνωστικά και οι αποδόσεις από τις στοιχηματικές εταιρείες, όπως διαμορφώνονται από έναν συνδυασμό πληροφοριών, φημών αλλά και ιστορικών όσο και ποιοτικών δεδομένων που συλλέγουν και αναλύουν, προσελκύοντας παίκτες σε ένα υψηλού επιπέδου πεδίο ρίσκου, όπου διακινούνται τεράστια χρηματικά ποσά. Είναι, άρα, σε μεγάλο βαθμό επισφαλείς.
Η συμπερίληψη, ωστόσο, ενός συγγραφέα στα σχετικά φόρουμ διαλόγου και, πολύ περισσότερο, στο διεθνές «χρηματιστήριο της λογοτεχνίας» συνιστά καθαυτό αναγνώριση της λογοτεχνικής του αξίας και της ξεχωριστής συμβολής του στην παγκόσμια πεζογραφία – δηλαδή το κριτήριο απόδοσης του Νόμπελ. Ένας δημιουργός τοποθετείται και παραμένει ψηλά στον χάρτη των πιθανών υποψηφίων για την κορυφαία λογοτεχνική διάκριση αυτονόητα διότι το έργο του πληροί τα εξαιρετικά υψηλά στάνταρ της διοργάνωσης.
Η αναγνώριση σήμερα της Έρσης Σωτηροπούλου για «τη διαυγή εξερεύνηση της ανθρώπινης πολυπλοκότητας μέσα από μια πρωτοποριακή πεζογραφία που εξετάζει τα όρια μεταξύ του προσωπικού και του πολιτικού», που της αποδίδει το World Literature Forum, έρχεται συμπληρωματικά και μόνο στην υποδοχή του έργου της στην Ελλάδα και διεθνώς. Διαπεραστική, ζωντανή, αισθησιακή, ακόμα και ενοχλητική, με το πάθος, τη σπιρτάδα, τις ρωγμές του μαύρου χιούμορ, τον λυγμό, την οδύνη, τον παλμό, την ορμή, τη δύναμη και την αίσθηση του μοιραίου, η Σωτηροπούλου αναποδογυρίζει την εικόνα και δείχνει το αληθινό πρόσωπο της πραγματικότητας που ζούμε.
«Μία φωνή μελωδική και βραχνή, που μας προκαλεί και μας αφυπνίζει, η φωνή της Έρσης Σωτηροπούλου» αναπλάθει «το υλικό της ζωής στην πιο οδυνηρή και αποκαλυπτική της μορφή» και «προσφέρει το τέλειο παράθυρο για να κοιτάξει ο αναγνώστης μια σύγχρονη Ελλάδα εντελώς δική της, ταυτόχρονα γκροτέσκα και λαμπερή, όπου ο κλασικός ήρωας είναι ξεχασμένος και “κάθεται ολομόναχος σε μια αυλή, ψημένος στον ήλιο”». Εξάλλου «…Η Σωτηροπούλου διαθέτει μοναδική ικανότητα, αξιοποιώντας την υπερβολή και διογκώνοντας οικείες λεπτομέρειες, να μετουσιώνει το ασήμαντο και το συνηθισμένο σε ουσιώδες και διαρκές. Να ξεφλουδίζει το πεπερασμένο και να αναποδογυρίζει το γνώριμο, μεταφέροντας τον αναγνώστη, σχεδόν συνωμοτικά, στον εσώτερο πυρήνα μιας ανθρώπινης ψυχής που πάλλεται», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στην Εποχή ο Κώστας Καραβίδας.
Προκλητική, ασυμβίβαστη, ακανόνιστα αιχμηρή, «η Σωτηροπούλου γράφει σαν να εξαρτάται από αυτό η ζωή της». Με αδυσώπητη ειρωνεία και έναν ιδιότυπο λυρισμό, «διασχίζει τους καθρέφτες του σύγχρονου κόσμου και σκηνοθετεί τις αβεβαιότητες της ανθρώπινης ύπαρξης», δίνοντας φωνή στον αντιήρωα, με μια ταυτοτική αμεσότητα, μια «έξυπνη και απόλυτα διεισδυτική ματιά που φωτίζει την ψυχολογία εκείνου που περιμένει κάτι χωρίς αυτό το κάτι να έρχεται ποτέ» και μια λογοτεχνία που «δεν έχει καμιά διάθεση να μιμηθεί τις εκθέσεις ιδεών: προτιμάει να κινηθεί σαν τηλεφωνική συνδιάλεξη», σύμφωνα με τον Ευγένιο Αρανίτση.
Από τα πρώτα δείγματα γραφής της μέχρι σήμερα, αξίζει να σταθούμε ακόμα στην παρατήρηση του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για Το Βήμα της Κυριακής: «Δεν είναι πολύ συνηθισμένο για μια συγγραφέα η οποία έχει δοκιμαστεί κατ’ επανάληψη μέσα στον χρόνο, να επανακάμπτει στην ώριμη φάση της με ένα βιβλίο το οποίο έχει την άνεση, το βάρος, αλλά και τη δύναμη να ορίσει τα πάντα εξαρχής: χωρίς ρυτίδες να εμποδίζουν το γράψιμό της, δίχως σημάδια κούρασης να σκιάζουν τις επινοήσεις της, καθώς και χωρίς περιστολές που να επιβαρύνουν τη χρόνια ορμή της να ανακαλύπτει δρόμους έτοιμους να ανανεώσουν την ταυτότητά της».
Λίγο προτού μάθουμε τον φετινό νικητή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, είναι, λοιπόν, η Έρση Σωτηροπούλου “the greatest unknown writer of our time” («η σπουδαιότερη άγνωστη συγγραφέας της εποχής μας»), για να δανειστούμε μια φράση της από το διήγημα «Μια εκλεκτική συγγένεια», υπό την έννοια της ανάγκης περαιτέρω εμβάθυνσης στο έργο της;
Οι κατά καιρούς βραβεύσεις, όλα τα χρόνια από το 1901 που απονεμήθηκε το πρώτο Βραβείο Νόμπελ, δείχνουν ότι η επιλογή του τελικού αποδέκτη του μπορεί να σηματοδοτεί και άλλους συμβολισμούς, πολύ συχνά γεωπολιτικούς και όχι μόνο – υπό την απαράβατη βέβαια προϋπόθεση της μεγάλης λογοτεχνικής αξίας του έργου του για την παγκόσμια δημιουργία. Το φετινό Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας ανακοινώνεται από τη Σουηδική Ακαδημία την Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024, στις 14.00 ώρα Ελλάδος. Μπορεί να έρθει φέτος, μπορεί και σε επόμενη απονομή για την Έρση Σωτηροπούλου. Και ως εδώ, όμως, έχει εξασφαλίσει σταθερή παρουσία ψηλά στον χάρτη της παγκόσμιας λογοτεχνικής παραγωγής, με ένα έργο αναγνωρισμένο, στο οποίο αξίζει κανείς να σταθεί και να ανακαλύψει.
Εικαστικό (βασισμένο σε φωτογραφία της Sophie Bassouls) © Lucas Harari
Πηγή: Εκδόσεις Πατάκη