10.8 C
Athens
Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

«Φορείς τον ήλιο φόρεμα, σκαμνί σου το φεγγάρι» – Η ελληνική τέχνη απευθύνεται στην Παναγία

Ο Μέγας Παρακλητικός Κανών στην Υπεραγία Θεοτόκο

Ευλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε, νυν, και αεί, και εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσον μου εν τη δικαιοσύνη σου. Και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά τού δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πάς ζων. Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου. Εκάθησε με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείράς μου, η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι. Ταχύ εισάκουσόν μου κύριε εξέλιπε το πνεύμα μου. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Ακουστόν ποίησόν μοι το πρωί το έλεός σου ότι επί σοι ήλπισα. Γνώρισον μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε, προς σε κατέφυγον. Δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου ότι συ ει ο Θεός μου. Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία, ένεκα του ονόματός σου, Κύριε ζήσεις με. Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολεθρεύσεις τους εχθρούς μου. Και απολείς πάντας τούς θλίβοντας την ψυχήν μου ότι εγώ δούλός σου ειμι.

Η Παναγία στην ελληνική Τέχνη

Με τη φράση «φορείς τον ήλιο φόρεμα, σκαμνί σου το φεγγάρι, για να ακουμπάς τα πόδια σου και γύρω στα μαλλιά σου στεφάνι δωδεκάστερο», ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, ο Κωστής Παλαμάς, απευθύνεται στην Παναγία, στο έργο του «Η φλογέρα του βασιλιά». Ο ζωγράφος Νικόλαος Λύτρας φαντάζεται και απεικονίζει τη Θεοτόκο ένθρονη, ενώ ο Νικόλαος Γύζης, ένας από τους πιο σημαντικούς Ελληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα, δηλώνει ότι θαυμάζει την «Πλατυτέρα». Το έργο αυτό ζωγραφίζει το 1890 ο Πολυχρόνης Λεμπέσης και σήμερα βρίσκεται στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση, στην Αθήνα. Ως «Πάσχα του καλοκαιριού» περιγράφει, άλλωστε, τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, ο λογοτέχνης και ζωγράφος Φώτης Κόντογλου.

Δίπλα στην ορθόδοξη υμνολογία και αγιογραφία αναπτύσσεται μια συναρπαστική ποίηση, μια γοητευτική πεζογραφία και μια μεγαλειώδης ζωγραφική που με άπειρες παραλλαγές υμνολογεί και δοξάζει την Παναγία», επισημαίνει στο «ΑΠΕ-ΜΠΕ» ο καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μιχαήλ Τρίτος.

Οι αναφορές στην πεζογραφία

Παρουσιάζοντας σχετικές αναφορές από την πεζογραφία, συμπληρώνει το απόσπασμα του Κωστή Παλαμά με τους στίχους: «Και δέρνουν τα πλευρά σου φτερούγια σαν του σταυραετού, με εκείνα για να τρέχεις από του παράδεισου το φως στης κόλασης τη νύχτα».

Από την πλευρά του ο Φώτης Κόντογλου σε ένα εμπνευσμένο κείμενό του για την Κοίμηση της Θεοτόκου γράφει: «Σήμερα το αγέρι φυσά γλυκύτερα στα κουρασμένα πρόσωπά μας, τα δέντρα σαν να γενήκανε πιο χλωρά, το αυγουστιάτικο κύμα σαν να αρμενίζει δροσερό μέσα στο πέλαγο, και αφρίζει φουσκωμένο από χαρά μεγάλη, το κάθε τι πανηγυρίζει και αγάλλεται. Ω! Τι θάνατος λοιπόν είναι αυτός, του γέμισε την οικουμένη και τις καρδιές μας με τη χαρά της Αθανασίας».

Ενας από τους σύγχρονους λογοτέχνες, ο Νίκος Πεντζίκης λέει με νόημα: «Γονατίζω στα πόδια, στα πόδια της παντοτινής του μητέρας, κόρης, Παρθένου. Δέξου τις παρακλήσεις αναξιών σου ικετών, κορυφή δυσανάβατη στους λογισμούς, βάθος δυσθεώρητο στα άτια, καθέδρα βασιλική που βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα. Αστρο που φανερώνει τον ήλιο. Αγρέ που βλασταίνει την ευφορία της συμπόνιας. Τραπέζι στρωμένο με χορταστική αφθονία. Λιβάδι που ξανανθίζει τη δύναμη, αυτή του πασχαλιάτικου αμνού. Λιμάνι όσων κινδυνεύουν, πρεσβεία, μεσιτεία, εξίλασμα του κόσμου, λύτρωση ουρανός όλων των ημερών».

Ο πεζογράφος Σπύρος Μελάς σε ένα πανέμορφο κείμενό του το 1949 γράφει, μεταξύ άλλων, «η λατρεία μας σε σένα είναι υφασμένη με αυτή την εθνική μας ύπαρξη. Μας παραστέκεις, μας σκέπεις, μας κραταιώνεις, γιατί πιστεύουμε σωστά. Πιστεύουμε πως δέχτηκες στα αγνά σου σπλάχνα τον Θείο Λόγο για να δώσεις το γήινο σχήμα στο λυτρωτή του Κόσμου. Μαρτύρησες και πόνεσες μαζί Του για τη σωτηρία μας. Και έζησες στερημένη τη γλυκιά μορφή Του κάτω από τη στοργική φροντίδα του Ιωάννη, ως την ημέρα που έγειρες και εκοιμήθηκες τον μακάριο ύπνο της συντελεσμένης αποστολής, για να ανέβεις με τα φτερά των αγγέλων στην αιώνια δόξα του μονογενή σου».

Εναν από τους πιο εκφραστικούς ύμνους στην Θεοτόκο έγραψε, τέλος ο Αγιος της λογοτεχνίας μας, όπως αποκαλεί ο Μιχαήλ Τρίτος, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. «Πηγή μου ζωηφόρος που δροσίζει με το βαθύ ποτάμι με τον νόμο σου τόσες ψυχές, δρόσισε και εμένα, την ψυχή μου. Είσαι εσύ η πόλις του Θεού και ακόμη το αγιασμένο σκήνωμα που ευφραίνονται τα ρεύματα κυλώντος ποταμού. Είθε στην καρδιά μου που έχει στραγγιστεί να δώσει ζωή και δύναμη η χάρη Σου».

Οι εικόνες της Παναγίας στη νεοελληνική ζωγραφική

Μιλώντας για την παρουσία της Παναγίας στη νεοελληνική ζωγραφική ο καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζει εντυπωσιακή την Παναγία Μυρτιδιώτισσα του Κωνσταντίνου Παρθένη στο Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Παλαιού Φαλήρου, ένα έργο του 1919. Σημειώνει ότι ανάμεσα στις τοιχογραφίες του μητροπολιτικού ναού Άμφισσας που αγιογράφησε ο Σπύρος Παπαλουκάς το 1927 δεσπόζουν οι αγιογραφίες της Πλατυτέρας και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Εξάλλου, όπως λέει, ο Φώτης Κόντογλου που ταυτίζεται με την παράδοση, ζωγράφισε περίπου 10 Πλατυτέρες Παναγίες, εκείνες δηλαδή που η μορφή τους απεικονίζεται στις κόγχες των ιερών ναών, αρχίζοντας το 1935 στο παρεκκλήσι Ζαΐμη στο Ρίο Πατρών. Επίσης ζωγράφισε σκηνές από τη ζωή της Παναγίας και την Κοίμηση. Πλήθος είναι και οι φορητές εικόνες που ζωγράφισαν ο Αστεριάδης Αγήνωρ, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Γεώργιος Γουναρόπουλος, ο Νίκος Εγγονόπουλος και άλλοι φημισμένοι ζωγράφοι.

Την Πλατυτέρα, άλλωστε, ανέλαβε να ζωγραφίσει ο Γιάννης Καρούσος στον Άγιο Ανδρέα Πατρών και τον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών.

Η Παναγία στη συνείδηση του Ελληνισμού

«Ο ελληνικός λαός είδε πάντοτε με σεβασμό τη γαλήνια και πονεμένη μορφή της Παναγίας και το υπερύμνητο πρόσωπό Της βρίσκεται βαθύτατα ριζωμένο στην εθνική και πνευματική του παράδοση. Η τιμή των Ελλήνων προς την Θεοτόκο είναι πάντα συνυφασμένη με την εθνική τους ύπαρξη. Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η Παναγία του Γένους που έγινε ύμνος, δύναμη και ελπίδα, ιστορία και αγώνας στις κρίσιμες ώρες του Ελληνισμού» υπογραμμίζει, ο κ. Τρίτος και δεν παραλείπει να αναφέρει ότι στις 100 εκκλησιές που υπάρχουν στην Ελλάδα οι 80 φέρουν το όνομά της. Ο ίδιος τονίζει ότι στη συνείδηση του Ελληνισμού η Παναγία είναι η μάνα της ρωμιοσύνης, η κυρά των αγγέλων, η Παναγία του έθνους και προσθέτει ότι η πιο τρανή απόδειξη του γεγονότος αυτού είναι η αυθόρμητη επίκλησή της στην ώρα του κινδύνου. Στα προσωνύμια που της αποδίδονται συμπεριλαμβάνει τη Μεγαλόχαρη, την Παντάνασσα, την Παρηγορήτρια, τη Λαοδηγήτρια, τη Σώτειρα, τη Θεία Σκέπη, το Αμάραντο Άνθος, τη Γλυκοφιλλούσα, την Ελεούσα, τη Γογργοεπήκοο, τη Δακρυροούσα, τη Ζωοδότρα, την Κοσμοσώτειρα, τη Χρυσοπηγή, τη Γιάτρισσα, την Ψυχοσώτρα, την Κεχαριτωμένη. Τονίζει, τέλος, με νόημα ότι η λίστα αυτή δεν τελειώνει ποτέ…

Κωστής Παλαμάς, Λόγος δέκατος

—Ήταν ο Βάρδας ο Σκληρός κορφή της αντρειοσύνης,
πολλ’ άξιος για να στοχαστεί και για να πράξει πρώτος,
του ήταν το βιος βασιλικό, το χέρι του ατσαλένιο,
κατορθωτής, ξολοθρευτής, και πλάστης των πολέμων.

Ήταν ο Βάρδας ο Σκληρός ο κλέφτης κι ο απελάτης,
ο μέγας ανυπόταχτος, οργή Θεού, και αρρώστια
που κάθεται με την αυγή και αψώνει με το βράδυ,
ο φοβερός κι ο πονηρός με τα γλυκά τα λόγια,
με τα δεξά φερσίματα, που γνώριζε να δένει

τ’ απλού στρατιώτη την ψυχή στη φούντα του σπαθιού του,
το είδωλο των άπιστων και των πιστών, και κάθε
φάρας που θα ’βγαζ’ η Αραπιά και θα ’στελνε η Σαχάρα.
Κι ήρθε καιρός, και μου έκοψε κι απ’ τη στεριά το δρόμο,
το δρόμο κι απ’ τη θάλασσα και μ’ όλα τ’ άρματά του,

κι απ’ τα δικά μου πιο γερά, σφιχτοπερίπλεξέ με,
εμένα τον αγναντευτή και τον αφέντη εμένα
των τόπων των τετράπλατων, σε πλοκαμούς φιδίσιους.
Όσο που σήμαν’ η ώρα του, και βρέθηκε μπροστά μου
κι αυτός ανήμπορος, τυφλός, παράλλαμα, συντρίμμι,

και πρόσπεσε στα πόδια μου, του σπλάχνους μου ζητιάνος.
Κι όπως τα πονηρά στοιχειά, δαμασμένα, σφιγμένα
μες στ’ αντρειωμένου τη φουχτιά, τα ρίχνουν τ’ άρματά τους
τα τρομερά, κι ανοίγουνε καλόκαρδα το στόμα
και κάποια λόγια που βοηθάν μηνάνε τ’ αντρειωμένου,

έτσι κι εκείνος άνοιξε το στόμα, δίνοντάς μου,
για να τις κάμω φυλαχτό, τις φρόνιμες ορμήνιες.
Δε με ξαφνίσανε, βγαλτές απ’ το δικό του στόμα,
τι μέσα του τις άκουγα κι από καιρό πιο ακέριες.
Κάθε κορφή που να υψωθεί γυρεύει ακόμα απάνου,

σα να ζητά να γίνει εγώ, να τη χτυπάω, μου είπε,
κι αν θέλω πάντα αστραφτερά τ’ άρματα κι άξια νά ειναι
στα χέρια και στη διάτα μου, να τα κρατώ τα χέρια
πάντα μακριά απ’ τον πειρασμό του πλούτου, προσταχτής του
πάντα κι αφέντης του, ποτέ δούλος του σφιχτοχέρης.

Αγνά και τα παλάτια μου να ’χω από της γυναίκας
την αμαρτία· του δαίμονα βρόχος, ο πιο μεγάλος,
είν’ η γυναίκα· ασίμωτος γκρεμόβραχος να στέκω,
κι ό,τι κρατώ στο λογισμό, να μην το φέρνω γύρα.
(Όμοια και τα φαρμακερά φυτά που θανατώνουν,

γίνονται γιατροβότανα μες στου σοφού τα χέρια).
Μα εγώ είμαι απ’ τη ζωή σοφός, μου δώκανε τα χρόνια
τη γνώση, και μου πλάσανε καρδιά και νους το λόγο,
και γνώση και σοφία μου και λόγος μου, ω Παρθένο,
ευλογημένα είν’ από Σε. Και στο σκολειό του κόσμου

μια δύναμη έγινε σ’ εμέ δασκάλισσα για μένα,
και μὄμαθε τα γράμματα που είν’ άμαθα απ’ τους άλλους.
Ο νομοθέτης κι ο υπουργός κι ο στρατηγός εγώ ειμαι,
βουλή και χέρι είν’ από με κι η προσταγή μου ο νόμος.
Οχτρός μου είν’ η γυναίκα εμέ, το ψέμα είν’ η γυναίκα,

είν’ η γυναίκα η άβυσσο, όχι γιατ’ είν’ εκείνη
πιο δολερή απ’ το ταίρι της τον άντρα και πιο μαύρη·
είν’ άμοιαστη κι αταίριαστη μες στα δεινά της πλάσης,
γιατ’ έτσι ψεύτρα, είν’ άγγελος, κι έτσι άβυσσο, είναι βρέφος,
και πνέει, σα να τη φύσηξε το στόμα Σου, Θεοτόκο!

Δεν είμαι της γυναίκας γιος, μηδέ βλαστάρι του άντρα,
(έλεος, Κυρά, και σβήσε μου τη φλόγα της βλαστήμιας),
άνθρωπος όχι, Κένταυρος θά ηταν ο πρώτος πὄχει
σπαρτό το γένος που έφερε στην οικουμένη εμένα.
Οχτρός μου εμένα κι η άσοφη σοφία του διαβασμένου,

όλοι οι φονιάδες της ζωής και οι πνίχτες της αλήθειας.
Φύτρα κακή, γραμματικοί, ρητόροι, φιλοσόφοι,
με τα γιομάτα ονόματα και τ’ άδεια τα κεφάλια,
πλέχτες των αερόλογων και των ανόητων ψάλτες!
Είν’ όμορφος κι ο θάνατος απ’ ό,τι μέσα του έχει

αξήγητο κι απέραντο κι αθάνατο και μέγα,
κι εσείς, αντί να γίνετε των κρίνων τρυγητάδες
που μέσ’ από τα μνήματα σαν πιο χλωρά φυτρώνουν,
(γιατί τα πότισαν καρδιές με δάκρυα και με αίμα),
και κάτου απ’ των αμάραντων κυπαρισσιών τους ίσκιους

αντί να μελετήσετε τον κόσμο που διαβαίνει
κι όλο είν’ ο ίδιος κι όλο αλλάζει,— εσείς, γειρτοί στους τάφους
ταράζετε τα κόκαλα και ψηλαφολογάτε
τις κάμπιες, κι απ’ του θάνατου τη νέκρα είν’ η ζωή σας.
Και ζείτε από την ασκημιά σαν καταχωνιασμένοι,

κι όλο φαντάζεστε πως είναι αχτίδα της αλήθειας
τ’ αχνόφεγγο του σκέλεθρου και της πυγολαμπίδας,
πάντα στραβοί, κι αγρίκητα κι αμίλητα σας είναι
όλα τα ωραία και τ’ αγαθά, δειχτά ή κρυφτά, της Πλάσης.
Η γλώσσα που βροντομαχά στο λόγο μου είν’ η γλώσσα

της αργατιάς, της λεβεντιάς, και των ακέριων, και είναι
με τη δική σας άμοιαστη πὄχει τα λόγια πάντα
ξεθωριασμένα σα νεκρά και σα μπαλσαμωμένα.
Εμένα ροδοκόκκινα τα λόγια μου σαλεύουν
σαν του ματιού το παίξιμο, και σαν την όψη αλλάζουν,

γιατί στη γλώσσα των απλών, κάθε που την αφήσουν
όλο να δώσει τ’ άνθος της, το Πνέμα τ’ άγιο πνέει
που χέρια πάει και λογισμούς προς τα μεγάλα έργα.
Και ρίμες και πιττάκια σας κι όλα σας τα γραμμένα,
φύτρα κακή, σκολαστικοί, ξυλόσοφοι, λογάδες,

δεν είναι τίποτε, μπροστά στο καταφρονεμένο,
στ’ άγραφο, στ’ αποσπερινό τραγούδι, που τ’ αρχίζει
σαν κατεβαίνει απ’ το χλωρό βουνόπλαγο ο τσοπάνος
και του τ’ αρπάζει η θάλασσα και του τ’ αποτελειώνει
στη μέρα που αργοσβήνοντας τ’ ακούει, κι αναγαλλιάζει!

Δέσποινα, μη με μπιστευτείς, για να με διαφεντέψουν
άνθρωποι εμένα δίγνωμοι, δέξου τη δέησή μου.
. . . .
Ήταν ο Βάρδας ο Φωκάς της λεβεντιάς αστέρι,
κι έφεγγε κι απ’ το φέξιμο τ’ άλλου Φωκά, του ρήγα.
Και τ’ άλλου Βάρδα αντίμαχος, πέρα απ’ αυτόν τραβούσε

και στου χεριού τη δύναμη και στου κορμιού το ψήλος.
Και πάντα ολόρθος έστεκε στα πόδια του, και πάντα
βιγλάτορας ανήσυχος, άτι βαρβάτο, πάντα
σαν κάτι να μυρίζονταν και να ’βλεπε μακριάθε.
Στα κούρσα πρωτομάστορας και στις χωσές τεχνίτης,

και καστρομάχος άφταστος και δράκος των πολέμων.
Αλιά του όποιονε λάβωνε λαβωματιά δική του!
Με τη χτυπιά που θα ’παιρνε παίρνονταν κι η ψυχή του,
και το φουσάτο σα σεισμός το τάραζε η φωνή του.
Κι ο Πειρασμός τού ξάναψε, για να τον ξολοθρέψει,

καταραμένη φαντασιά και μαύρη περηφάνια,
και με θυμό τα πάτησε σα νά ηταν τιποτένια,
πολέμους του και νίκες του και τις αντραγαθιές του
στην Αντιόχεια, στης τραχιάς Καππαδοκιάς τα κάστρα,
στ’ αρμένικα ακροσύνορα και πέρα ώς το Μπαγδάτι,

και την πορφύρα ντύθηκε και φόρεσε την τιάρα
και φόρεσε τα κόκκινα καισαρικά καμπάγια,
κι άφησε κι αλαλάζοντας να τον ανασηκώσουν
των όρκων καταφρονετή στο χάλκινο σκουτάρι,
του βασιλιά του απαρνητή, καταλυτή της χώρας.

Κι έφτασε κι ώς τη θάλασσα του Μαρμαρά ο αντάρτης
κι αψήφιστα με σίμωσε· τον είδε γύρω η γη μου
ταμπουρωμένο ολόμπροστα στης Άβυδος το κάστρο·
κι απάνου από τα πέλαγα σα να ’θελε να τρέξει
πετώντας όπου τέντωσα και τονε καρτερούσα.

Είδα και ποιός είν’ ο στραβός κι ο αχάριστος ποιός είναι,
πού σέρνεται είδα ο άπιστος, πού κρύβεται ο προδότης,
είδα τους πολεμάρχους μου τριγύρω μου όλους, και ήταν
κάλπικοι, ψεύτες, με το φως υπάκοοι δουλευτές μου,
και με τη νύχτα λαγουμιού σκαφτιάδες για να πέσω.

Και τους δικούς μου οχτρεύτηκα, και το ρωμιό τον είδα
στα πόδια μου σα σκώληκα και σα μονομερίδα
και προς τον ξένο γύρισα. «Δικός μου εσ’ είσαι, του είπα,
τρέξε για μένα, Βάραγγε, βόηθα με, Ταυροσκύθη,
γεια σας, χαρές, αφροντισιές, πια δεν πιστεύω ανθρώπου,

(μόλις τ’ αντρίκειο χάραζε στο πρόσωπό μου χνούδι),
Σαρακηνέ, κάλλιο μ’ εσέ, μ’ εσένα, ειδωλολάτρη,
ξέσκεποι στον κατατρεμό κι ολόισοι στη βοήθεια.
Πάω να μ’ αργάσει ο πόλεμος και να με ψήσει η φλόγα.
Και σφίγγω το πολεμικό σπαθί με το ’να χέρι,

με τ’ άλλο το πανάγιο Σου το κόνισμ’ αγκαλιάζω,
Μητέρα Εσύ θαυματουργή των όπλων και των όλων!
Εκεί στης Άβυδος μπροστά το πυργωμένο κάστρο.
Και με τους Ιβηρίτες του, χιλιάδα διαλεμένη,
που πρώτοι λογαριάζονται του κόσμου πεζομάχοι,

όλοι ψηλοί, λαμπαδωτοί, τρανότερος κανένας,
σα να τους καλομέτρησε ξεπίτηδες ο Πλάστης,
παιδιά με φτενοχάραγο του μουστακιού το χνούδι,
με το μαχαίρι στο δεξί, χέρια, κορμιά, ποδάρια,
θυμός, και ορμή, και ακράταγοι· και χίμησε με κείνους,
150
μπροστά τους, και ξεχώριζε σαν άξιος καπετάνιος,
ίσα κατά το Βασιλιά, με το υψωμένο χέρι
το σπαθοφόρο, απάνω μου· μήτε καιρό που χάνει,
κι έδειχνε πως με γύρευε με κείνο να με σκίσει,
κι ήτανε σαν το σύγνεφο που αγέρηδες το φέρνουν

τρικυμιστοί, και τράνταζε στο πέρασμά του ο κάμπος.
Και τον περίμενα κι εγώ με το σπαθί στο χέρι,
κι ήτανε τ’ όπλο μου άψυχο κι αδύναμο, κι έν’ άλλο
απάνου μου όπλο είχε ψυχή και δύναμη είχε, και ήταν
τ’ όπλο που κρυφαγκάλιαζα με τ’ άλλο μου το χέρι,

το κόνισμα Σου, Παναγιά, και η χάρη σου, Μητέρα!
Κι είδα το Βάρδα το Φωκά, κι αγνάντεμα δεν ήταν
μέσ’ από μάτια ανθρωπινά, θάμα και όραμα ήταν.
Είδα να πέφτει απ’ τ’ άλογο μεμιάς ο καβαλάρης,
σα χτυπητός από γοργή σαϊτιά κι αστροπελέκι,

κι ο αλάβωτος κι ο ασκλάβωτος, κατρακυλώντας, μπαίγνιο
της γης να χαμοσέρνεται, κι απάνου του ένας όχλος
να ρυάζεται χτυπώντας τον και κομματιάζοντάς τον,
κι ένα κουφάρι ακέφαλο στη λάσπη να βουτιέται,
κι εμέ να μου προσφέρνεται κανίσκι ένα κεφάλι.

Και τον οχτρό μου χτύπησε χέρι άφαντο, μα τό ειδα,
το χέρι τ’ αρχαγγελικό, τ’ οδηγημένο χέρι,
των ουρανών Κυρά, από Σε. Και ξέσπασες ψηλάθε
και υπέρμαχη στρατήγισσα στυλώθηκες και σκέπη
σκοταδερή και φοβερή, όσο ιλαρή χαράζεις

κι όσο γλυκιά, κάθε φορά που δείχνεσαι κρατώντας,
Υπεραγία, στον κόρφο Σου τον άχραντο το Βρέφος.
Και την εικόνα Σου ένιωσα μες στο δικό μου κόρφο
να παίρνει σάλεμα ζωής, να γίνεται ψυχή μου.
Κι εγώ από τότε στέκομαι συλλογισμένος πάντα,

σα να με χτύπησε κι εμέ για πάντα η ώρα εκείνη,
καθώς χτυπά το νυχτοκόπο αφρόντιστο νεράιδας
αγνάντεμα στη δόξα της και τη μιλιά τού παίρνει.
Κι εγώ από τότε βρίσκομαι μάτια σα να ’χω του όρνιου
που την τρυπάν τη σκοτεινιά και μες στη νύχτα βλέπουν.

Σα να θωρώ τ’ αθώρητα, σα να μιλώ με ίσκιους,
κι είμαι από τότε αγέλαστος και μυστικός και στέκω
σα μαζωμένος μέσα μου και τυλιχτός μ’ εμένα,
και σα να υποψιάζομαι τα πάντα ολόγυρά μου.
Είναι μακριό το πείσμα μου, πέφτει κακιά κι η οργή μου.
. . . .

Μέσα στο πλήθος διαλεχτούς και μέσα στο λαό μου
σέρνω ακριβούς, με την τιμή δειγμένους που τους πρέπει,
κάποιους, της Τέχνης λειτουργούς, πνευματικούς του Λόγου.
Πρωτομαστόροι, μελωδοί, ζωγράφοι, ελάτε, ω πλάστες!
Ζωγράφε, από το μελωδό, κι εσύ από το ζωγράφο

βοηθήσου, μελωδέ, κι εμπρός! Δώστε τα χέρια, πάρτε
συντροφικά το φύσημα, και ψάλτε και ιστορίστε
της Αθηνιώτισσας Κυράς το ρίζωμα εδώ πέρα
και τους βλαστούς που σκόρπισε στον κόσμο αποδώ πέρα,
τη ζήση της, την κοίμηση, τα θάματά της, όλα.

Στο μοσκολίβανο πνιμένη, σαν τ’ ολάσπρο γνέφος
γίνε, φεγγόβολη Εκκλησιά, κι απ’ τον αχνό σου ας έβγουν
(αντί αρχαγγέλων τάγματα που βλέπαν οι προφήτες
εκστατικοί να δείχνονται μέσ’ από τ’ άσπρα γνέφια)
μέτρα ιερά και σύμμετρες ιερές εικόνες, όμοια.

Κανοναρχάτε, μελιστές, κι εσείς, εικονογράφοι,
νά η εκκλησιά, πλουμίστε της τα πλάγια, απάνου ώς κάτου,
με αχνογελούσες Παναγιές, με Παναγιές θλιμμένες,
με Παναγιές αγέλαστες, με Παναγιές φουρτούνες.
Και κάτω από τα πόδια τους, για να πατάν απάνου,

γράφτε κι εμέ, του πόλεμου τον κύρη και της νίκης,
μέσα σ’ ολόχρυσο ουρανό κοκκινισμένο γέρμα,
με τις χιλιάδες τους οχτρούς, με τις εκατοστάδες
τα κάστρα, κάστρωνε και οχτρών πατητή, καταλύτη.
Και σαν αποσωθούν οι οχτροί κι αποσωθούν τα κάστρα,

κάτου απ’ τα πόδια της Κυράς βάλτε την παραδείσια
χλόη, των αγγέλων τα φτερά και τ’ ουρανού τ’ αστέρια.
Κι όπου στο μέγα διάβα μου από την Τριαδίτσα
πέρα ώς εδώ στην Αττική, σταμάτησα για λίγο
σε λάκκωμα, σε ψήλωμα, στο ξάγναντο, στον ίσκιο
220
να ξανασάνω, αφήνοντας τ’ αλόγου μου τ’ αχνάρια
σάμπως βαθύτερα στη γη,— χτίστες καλοτεχνίτες,
αγιάστε και τ’ αχνάρια μου, νάτε χρυσάφι, υψώστε
με το δικό μου πρόστασμα στης Παναγιάς τη χάρη
προσκυνητάρια κι εκκλησιές και λαύρες και ξωκλήσια.

Για να το χαίρονται οι καιροί, στοιχειώστε μου το διάβα!
Έφερα εγώ ταξίματα χαρίσματα λογάρι,
σημαδιακά, που η χάρη σου θα τ’ ακριβύνει ακόμα
και θα τα κάμει ατίμητα στολίδια του σπιτιού σου.
Νά τ’ άσπρα τα ολομέταξα πανιά της Παλαιστίνης,

του Πριλεπιού, της Άχριδας τα κούρσα και της Πρέσπας,
τα βάζα τα ξεχειλιστά με τα χρυσά δηνάρια,
και τα ταπιά της Δαμασκός τα πορφυρογνεμένα,
λαμπάδες, πολυκάντηλα, τα δισκοπότηρα, όλα,
δεσποτικά φορέματα, ράσα, σκεπάσματα, ένα

κι ένα, κι από το μάλαμα βαριά κι από τ’ ασήμι,
θήκες και μίτρες και σταυροί, και γκόρφια και βαγγέλια,
τα φιλτισένια, σκαλιστά, γραμμένα, σμαλτωμένα
με ζα, λεβέντες, τέρατα, λουλούδια· απάνου απ’ όλα
το περιστέρι το χρυσό και το χρυσό το λύχνο,

το περιστέρι όλο πετά κι ο λύχνος όλο φέγγει,
το περιστέρι είναι ψυχή κι ο λύχνος είναι πνέμα.
Κι απ’ όσα από τους τόπους σου κι από τα θάματά σου
κι απ’ όσα από τις χάρες σου πήρες ονόματα, όλα
σαν του μετώπου σου τη δόξα αχτιδοσταλασμένα,

μπάλσαμα σαν την όψη σου, βαθιά σαν τα πηγάδια
του ελέους και των οιχτιρμών που είναι τα δυο σου μάτια,
παίρνω κι εγώ, —είν’ αρίφνητα— και σου τα ξαναφέρνω,
σα γκόρφια και σαν τάματα, φλωροκαπνίζοντάς τα
κι αρχοντικά σμαλτώνοντας με τ’ άξια της ψυχής μου

και με της πίστης μου τ’ αγνά. Παντάνασσα, Ελεούσα,
Γλυκοφιλούσα, Ακάθιστη, Γιάτρισσα, Πονολύτρα,
Παραμυθιά, Περίβλεφτη, Πανάχραντη, Οδηγήτρα,
Αντιφωνήτρα, Τριχερούσα, Βαγγελίστρα, Λάβρα,
Γοργοεπήκοη, Αθηναία, Ρωμαία, Φανερωμένη,

Πύργε χρυσοπλοκότατε, λιοσταλασμένε Θρόνε!
Το ουράνιο τόξο ζώνη σου. Πιο διάπλατη, πιο πλούσια,
πλημμύρισες τον ουρανό, σημάδι εσύ πιο μέγα.
Φορείς τον ήλιο φόρεμα, σκαμνί σου το φεγγάρι
για ν’ ακουμπάς τα πόδια σου, και γύρω στα μαλλιά σου

στεφάνι δωδεκάστερο. Και δέρνουν τα πλευρά σου
φτερούγια σαν του σταυραϊτού, με κείνα για να τρέχεις
απ’ της παράδεισος το φως στης κόλασης τη νύχτα.

•Πηγές πληροφοριών: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Εθνικός Κήρυκας, © 2012 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -