28.7 C
Athens
Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

«Football – Το παιχνίδι της ανθρωπότητας». Έργο, κείμενο και ερμηνεία – γροθιά στο στομάχι

Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή

Στο θέατρο Olvio είδα το «Football – Το παιχνίδι της ανθρωπότητας», του Θανάση Τριαρίδη.
Πρόκειται για τον θεατρικό μονόλογο που ανήκει στην τριλογία «Leopold», «HIV» και «Football», τα έργα που έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα, τη Γερμανία και την Κύπρο, καθώς και διαδικτυακά.

Το έργο

Το «Football» είναι μια «σκληρή ματωμένη κωμωδία», ένας καυστικός μονόλογος με πολύ χιούμορ, που αναλύει την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από την ιστορία του ποδοσφαίρου, ξεκινώντας από το 1500 μ.Χ.
Θέμα του ένα αρχαίο ένστικτο του ανθρώπου να «κλωτσάει» και ένα άγριο ένστικτο, μια άγρια ψυχή που βρίσκεται θαμμένη μέσα στον άνθρωπο.

Αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας:

«Εξευγενισμένοι παίκτες και εξευγενισμένοι θεατές… Και κάπου στο βάθος της συνείδησης να φωλιάζουν τα κατάλοιπα της παλιάς ψυχής… Όταν κατά καιρούς εξωτερικεύονται, τότε μιλούμε για τον χουλιγκανισμό, για την άσκοπη κοινωνική βία των μητροπόλεων, για την καταστολή, για την τρομοκρατία των γηπέδων…».

Ο ηθοποιός είναι «αναγκασμένος» να λέει όλα αυτά που γράφει το κείμενο έπειτα από την «απαίτηση» του παραγωγού, να προσπαθεί να μιλήσει στο κοινό για τα εγκλήματα της Δύσης απέναντι στους πεινασμένους του κόσμου. Προσπαθεί να αντέξει τη βία της ανθρωπότητας, έναν νεκρό Ινδιάνο του 1500 μ.Χ. που περιγράφει την εξόντωση του χωριού του από τους χριστιανούς, έναν οπαδό που κραυγάζει για δικαιοσύνη, έναν πίθηκο που γίνεται οπαδός, ένα δάσκαλο που μιλάει για τους κύκλους της Ιστορίας, έναν πρόεδρο ομάδας που το αίμα δεν του κάνει αίσθηση και έναν παλαίμαχο ποδοσφαιριστή που είναι έτοιμος να «σκοράρει» με όλη τη δύναμη της αρχαίας του ψυχής. Παρατίθενται ερωτήματα για το παρελθόν, το παρόν και κυρίως για το μέλλον αυτού του κόσμου, όπου το κοινό θα κληθεί να απαντήσει…

Πρόκειται για ένα έργο που ήρθε να αφυπνίσει το κοινό, να το «μετακινήσει» από την ασφάλεια της «καρέκλας» και να το φέρει αντιμέτωπο με τις ευθύνες του σε σχέση με την πορεία της ανθρωπότητας.

Η βασική θέση του συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη είναι πως οι παντοτινοί ένοχοι είναι οι θεατές. Η ανοχή είναι συνενοχή και οι θεατές ήρθε η ώρα να πληρώσουν κάποιο τίμημα.

Η ανάγκη του να γράψει αυτό το έργο, γεννήθηκε έπειτα από τα ταξίδια του στην Αφρική, όταν του γεννήθηκε η ανάγκη να μιλήσει για τα ταξίδια των «χορτάτων» στην «πεινασμένη» Αφρική.
Διαφωνεί όπως έχει εκφραστεί με όσους του λένε ότι δεν πρέπει να θίγεται το κοινό στη διάρκεια της θεατρικής πράξης. Νιώθει ότι θίγοντας το κοινό μπορεί να ταράξει τα αίματα και κάπως, κάτι, κάποτε να μετακινηθεί.
Η βασική θέση αυτής της τριλογίας είναι πως οι παντοτινοί ένοχοι είμαστε οι θεατές – και πως ήρθε η ώρα να πληρώσουμε κάποιο τίμημα. Το «Football» (2017) μαζί με το «Leopold» (2017) και το «HIV» (2018) συγκροτούν μια άτυπη πολιτική τριλογία.

Μια δυναμική προσπάθεια να συνειδητοποιήσει ο θεατής την προσωπική ευθύνη που φέρει για τη σκοτεινή όψη της πολιτισμικής προόδου, για τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί και συνήθως αποσιωπούνται στο όνομα της εξέλιξης της ανθρωπότητας.

Να κατανοήσει τη βαθύτερη σύνδεση του ενστίκτου επιβολής του ανθρώπου με το ποδόσφαιρο, αυτό το ιδιαίτερα δημοφιλές και δυναμικό άθλημα, στο οποίο οι συμμετέχοντες κλωτσούν μια μπάλα απομακρύνοντάς τη από κοντά τους με τον ίδιο ίσως τρόπο που απωθούν τα μελανά σημεία της ιστορίας τους, προσωπικής και κοινωνικής. Ο οπαδισμός οδηγεί σε επικίνδυνα δίπολα και εμφύλιες διαμάχες.

Ο Σήφης Πολυζωίδης στο ρόλο του «Φ», κάνοντας μια τιτάνεια προσπάθεια, διατρέχει όλη την ιστορία του ποδοσφαίρου από την εμφάνισή του μέχρι σήμερα προσκαλώντας και προκαλώντας τους θεατές να «θριαμβολογήσουν» και καλά, τραγουδώντας το περίφημο «We are the champions» που ερμήνευσε ο αξέχαστος Freddy Mercury.
Ένα τραγούδι που έγινε ύμνος στα χείλη εκατομμυρίων οπαδών σε όλον τον κόσμο και που στην παράσταση λειτουργεί απολύτως σαρκαστικά για τον θεατή που επαφίεται στη βολή του.

Καλεί με τρομερό δυναμισμό τους θεατές να αναλογιστούν πάνω στη σημασία και τις προεκτάσεις του ποδοσφαίρου ενημερώνοντάς τους εκ των προτέρων ότι θα γίνουν όλοι μέρος της παράστασης, έτσι προβλέπεται.
Μπορεί να διαφωνήσουν με πολλά, αλλά εκείνος δηλώνει ότι πρέπει να σεβαστεί και θα σεβαστεί το κείμενο, καθώς έτσι έχει συμφωνηθεί με την παραγωγή.

Συγκρίνει το έργο που θα παίξει με άλλα έργα όπως τον «Γλάρο», ή το «Περιμένοντας τον Γκοντό», όπου περιμένει ο θεατής να έρθει κάποιος που δεν έρχεται ποτέ και αναρωτιέται γιατί τα θεωρούν αριστουργήματα.
Για εκείνον τα υπαρκτά πρόσωπα, ο Ρονάλντο, ο Μέσι, ο Πελέ, ο Ζιντάν, ο Μαραντόνα, ο Κρόιφ, ο Γκαρίντσα, που λένε ότι είναι καλύτερος από τον Πελέ, αυτά τα πρόσωπα έχουν πραγματική υπόσταση.
Κάθε τόσο δίνει σουτ δυνατό ή και όχι προς διάφορες κατευθύνσεις και λέει ότι θα αποκαλύψει πράγματα που οι θεατές δεν ξέρουν, τους παρακαλεί δε να είναι σε ετοιμότητα.
«Είναι μεγάλη αρετή η ετοιμότητα και για τη σημερινή βραδιά και για το μέλλον γενικότερα» τους λέει.

Ο Σήφης Πολυζωίδης βρίσκεται σε μέθη ενέργειας και τρέλα πείσματος. Στην κυριολεξία δεν παίρνει ανάσα. Υπάρχει έντονη διάδραση με το κοινό. Ξεκαθαρίζει ότι θα μιλήσει για την ψυχή του ποδοσφαίρου και ότι αυτή η ψυχή δεν είναι τα γκολ και οι ντρίπλες αλλά η εμπλοκή των θεατών.
Εκείνοι με τη συνενοχή τους, τη συμμετοχή τους, τον φανατισμό τους ωθούν τα πράγματα και τη δράση στο γήπεδο, στο πεδίο της δράσης – μάχης. Άσχετο με το ποδόσφαιρο, όμως μέσα από την πρόκληση ο συγγραφέας και ο ηθοποιός κρατούν σε επαγρύπνηση το κοινό.
Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας προετοιμάζει τον θεατή για να είναι σε εγρήγορση, ώστε να αντιληφθεί όσα θέλει να του πει και να του δείξει κάτι που επιτυγχάνεται με ένα σύγχρονο, επιθετικό, ευθύ, άμεσο και διαδραστικό τρόπο.
Κείμενο και ερμηνεία ταυτίζονται παράγοντας ένα τέλειο αποτέλεσμα.

Ξεκαθαρίζει έπειτα από αιφνιδιαστικά σουτ ότι αν ο θεατής βρίσκεται σε ετοιμότητα δεν θα γίνει αυτό που γίνεται στον Μπέκετ, όπου κάποιος περιμένει κάτι που δεν έρχεται ποτέ.
Εδώ, στο έργο αυτό εκείνος θα τους αφυπνίσει για να είναι σε διαρκή εγρήγορση, γιατί θα πρέπει να αποκρούσουν τα επιθετικά του σουτ.
Αυτή ακριβώς είναι η ψυχή του ποδοσφαίρου, η αφυπνισμένη κερκίδα, η μπάλα, που φτάνει στην κερκίδα και ενώνει τους θεατές με τους παίκτες. Η επικοινωνία τους είναι άμεση και ό,τι διακυβεύεται στο πεδίο αφορά ισότιμα και τους δύο.

Από τα αρχαία χρόνια οι άνθρωποι κλωτσούν μια μπάλα. Ακόμα και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι οποίοι είχαν φτιάξει και προφυλακτικά από ένα λεπτό και ελαστικό φύλλο φυτού.
Ποδόσφαιρο έπαιζαν οι Αιγύπτιοι, οι Σουμέριοι, οι Κινέζοι και οι αρχαίοι Έλληνες, κάτι που αναφέρει ο Όμηρος, όπως και οι Ρωμαίοι. Στο σημείο αυτό δείχνει την αποστροφή του καθώς οι τελευταίοι μέσα στην μπάλα έβαζαν πούπουλα κότας, ενώ οι Κινέζοι μαλλιά παρθένων. Υβρίζει τους Ρωμαίους και κλωτσά με εκνευρισμό την μπάλα.

Στον Μεσαίωνα το παιχνίδι γενικεύτηκε. «Σε κάθε κωλοχώρι γινόταν ποδοσφαιρικοί αγώνες μέσα στη λάσπη». Τα πράγματα σύντομα βγήκαν εκτός ελέγχου. Τραυματισμοί, μαχαιρώματα, χυμένα έντερα, πτώματα, σαν να επρόκειτο για κανονική μάχη.
Ένας ολόκληρος κόσμος βουτηγμένος στην αποφορά του θανάτου. Γύρευαν ένα πρόσχημα και γρήγορα το βρήκαν. Σύντομα άρχισαν οι απαγορεύσεις.
Ο Ερρίκος ο Β’ επέβαλε τρομερές ποινές, ακρωτηριασμούς, ακόμα και θάνατο σε όποιον έπαιζε ποδόσφαιρο, καθώς αυτός θεωρούνταν εχθρός της πόλης και του Θεού. Βέβαια τα ματς συνεχίστηκαν παρά τις απαγορεύσεις με μεγαλύτερη σκληρότητα, σε οργανωμένους νυχτερινούς αγώνες, με μπάλες, με μπηγμένες λάμες από ξυράφια ή μαχαίρια, με τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς καθώς οι παίχτες κράταγαν πυρσούς και έβαζαν φωτιά, όπως εκείνη η πυρκαγιά που έκαψε το μισό Παρίσι το 1401.
Έτσι αφού δεν μπόρεσαν να σιγάσουν το μένος και να εξαφανίσουν το ποδόσφαιρο, του έβαλαν κανόνες, όρισαν διαιτητή και το έκαναν ένα οργανωμένο θέαμα.
Όμως η πραγματική ψυχή του ποδοσφαίρου ήταν αυτή η αίσθηση του αίματος, των σπασμένων οστών και κρανίων. Κάπου κάπου όμως ξεπηδά εκείνη η άγρια φύση του, όπως τότε τον Οκτώβριο του 1793 που έγινε ένα φρικτό ματς στους δρόμους του Παρισιού με το κεφάλι της Μαρίας Αντουανέτας, ή ένα κάποιο κεφάλι χωρίς ταυτότητα, που οι οργισμένοι πολίτες το κλωτσούσαν 3 μέρες μέσα στους δρόμους.

Πολλές φορές γινόταν αυτό με κεφάλια αιχμαλώτων εχθρών, όπως τον Οκτώβριο του 2011 με το σώμα του Καντάφι που τον κλωτσούσαν για 12 ώρες.
Όπως και να ‘χει παρά το χουλιγκανισμό που κατά περιόδους εκδηλώνεται σε αυτό το άθλημα, αυτό που ενθουσιάζει είναι ο ίλιγγος που προκαλεί η εμπλοκή παικτών και θεατών σ’ αυτό.

Αν «το ξερόμυτο στείλει την μπάλα στους θεατές κάποιος από αυτούς θα τη φάει», έτσι ο ηθοποιός ετοιμάζεται να σουτάρει ξερόμυτο «στα μουτράκια του κοινού», ξεκαθαρίζοντας ότι το θέλει η παραγωγή και ότι τελικά ένας μώλωπας, μια σπασμένη μύτη, μια σπασμένη οδοντοστοιχία, που μπορεί να προκαλέσει, θα είναι ένα είδος παράσημου, μια απόδειξη συμμετοχής.
Μιλά εμμέσως για την προφανή έκθεση σε κίνδυνο των θεατών των πρώτων σειρών, αλλά τους εγκαλεί κιόλας, καθώς δεν γίνεται να τα έχουν όλα, να κάθονται άνετα και να βλέπουν καλύτερα χωρίς κάποιο ρίσκο και να μην κινδυνεύουν περισσότερο από άλλους απ’ το ξερόμυτο.
Τους δίνει οδηγίες προφύλαξης, να βγάλουν τα γυαλιά τους, να τοποθετήσουν σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο και παίρνει φόρα και σουτάρει με όλη του τη δύναμη.
Πρέπει να νιώσει ο θεατής εκείνο το σασπένς του ματς, την απειλή, την αδρεναλίνη, αυτό το νήμα που τον ενώνει με τον παίχτη και να βιώσει εντέλει την αίσθηση του νικητή.

Το έγραψε ο Φρέντυ Μέρκιουρι: «Είμαστε πρωταθλητές», τραγούδι που λες και όλοι σε όλον τον κόσμο το ήξεραν από την κοιλιά της μάνας τους. Γεννήθηκαν όλοι να γίνουν πρωταθλητές και σαφέστατα είναι αυτοί οι καλύτεροι.
Οργανώνοντας, όλους τους θεατές σε ομάδα, με τα λόγια να τα τραγουδούν όλοι μαζί, τους εμφυσά αυτή την αίσθηση που όλοι αναζητούν σε τέτοιου είδους θεάματα και που το ποδόσφαιρο έχει κατορθώσει να συμπυκνώσει, υπνωτίζοντας τα πλήθη και ναρκοθετώντας το μυαλό τους.

Με τη μαιευτική τεχνική, βλέποντας ότι όλοι οι θεατές δεν είναι ενθουσιασμένοι, τους λέει ότι πρέπει να πιστεύουν στην ανθρωπότητα. «Καλός ο Μπέκετ και οι κουλτούρες, αλλά κάποιες ώρες χρειάζεται και η πίστη. Χωρίς την πίστη δεν θα έχετε καλό τέλος».

Για όσους αντιστέκονται ακόμα να συνδεθούν με το πλήθος, με τη ανθρωπότητα, με αυτό που εκπροσωπεί ο «Φ», φέρνει κόκκινη λάσπη και πασαλείβει την μπάλα. Αυτό λέει είναι ιδιαιτέρως επιδραστικό γιατί ανακινεί μνήμες, ματς κάτω από βροχή, θριαμβολογίες, μια συνένωση στη λασπουριά, ένας μεσαιωνικός υπαινιγμός, μιας και η καθαριότητα είναι επινόηση της Δύσης.
«Ξέρετε σε πόσες ματωμένες λάσπες κυλίστηκε η Ιστορία για να φτάσει εδώ που έφτασε; Σε πάρα πολλές! Οι λάσπες είναι το αμνιακό υγρό της Ιστορίας».

Την Ιστορία τη φτιάχνουν οι μεγάλοι άντρες. Ξέρει όλος ο κόσμος τον Μέσι και δεν ξέρει τον Αντόνιο Χοσέ Ποδέθες τον παίχτη που γκάστρωσε την Ιστορία με το σπέρμα του. Δεν έχουμε πληροφορίες για αυτόν, ξέρουμε όμως ότι βρέθηκε στο «μεγάλο ματς» στο Μεξικό το 1519.
Το Φεβρουάριο του 1519, ο Μέγας Κονκισταδόρ του Μεξικού, ο Ερνάντο Κορτέζ, κατέκτησε με πεντακόσιους άντρες την αυτοκρατορία των Αζτέκων για λογαριασμό του Στέμματος της Ισπανίας.

Με το που αποβιβάστηκαν στο Μεξικό έκαψε τα καράβια τους, για να τους περάσει το μήνυμα: «ή θα νικήσετε ή θα σας γδάρουν οι Αζτέκοι». Για να επικρατήσουν έναντι του ντόπιου πληθυσμού χρησιμοποίησαν κάθε μέθοδο, όπως βιασμούς, λεηλασίες, δολοφονίες.
Ο Κορτέζ εμφανίστηκε ακόμη και ως Μεσσίας. Ένας από τους πεντακόσιους του ήταν ο Ποδέθες, που είχε την ιδέα να κάμψει την άρνηση των ιθαγενών να στρατολογηθούν στις τάξεις των κατακτητών τρομοκρατώντας τους, καθώς τους υποχρέωνε να συμμετάσχουν σε ένα μακάβριο ποδοσφαιρικό παιχνίδι, όπου μπάλα ήταν κάθε φορά ένα νεκρό έμβρυο το οποίο κλωτσούσαν βουτηγμένοι στη λάσπη και το αίμα.
Όσοι δεν δέχονταν να παίξουν μπάλα θανατώνονταν. Ο Κονκισταδόρ τον ανακήρυξε σε Πρώτο αξιωματικό Πειθούς του στρατού.

Αυτός ο άνθρωπος επινόησε το μεξικάνικο ποδόσφαιρο, που μετατράπηκε σε μια γενικευμένη τεχνική πειθαναγκασμού στους επόμενους αιώνες. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι Κονκισταδόροι, Πορτογάλλοι και Ολλανδοί δουλέμποροι, όλοι οι αποικιοκράτες της Ιστορίας.
Έτσι φτιάχτηκε ο δυτικός πολιτισμός. Αν δεν το είχε κάνει αυτό ο Ποδέθες, σε τι πόλεις θα ζούσαμε; Ποιος Μπέκετ, ποιος Σπινόζα και η Ηθική του, ποιος Βολταίρος, ποιος Διαφωτισμός, ποιος Ουγκώ, ποια Μόνα Λίζα, ποιος Σαίξπηρ, ποια πλυντήρια ρούχων για να ξεβρομίζονται οι δυτικοί, καμία φιλοσοφία δεν θα ήταν ισχυρή, καμία εξέλιξη δεν θα είχε γίνει αν δεν είχε επινοήσει αυτός ο άνθρωπος το αιματηρό αυτό ματς ποδοσφαίρου και παράλληλα αυτή τη μέθοδο επίδειξης ισχύος και δεν είχε έτσι εξοντώσει εκατομμύρια ιθαγενείς.

Έτσι δομήθηκε ο πολιτισμός, έτσι «διαπράχτηκε» η Ιστορία, με τα όπλα και με απάνθρωπες, βάναυσες πράξεις. Χωρίς όλα αυτά θα ήμασταν πίθηκοι και θα τρώγαμε μπανάνες.
Ο Homo Sapiens, o «Σοφός Άνθρωπος» έσφαζε. Η συνέχειά του, ο «Homo Necans», «Άνθρωπος Δολοφόνος», συνέχιζε να σφάζει και αυτό γιατί ένιωθε στο DNA του ότι γεννήθηκε πρωταθλητής.

Ο Σήφης Πολυζωίδης, ο «Φ», παρακινεί το κοινό να χαρεί το τραγούδι του, να απολαύσει τον πολιτισμό του Πρωταθλητή. Θριαμβολογεί μαζί με τους θεατές σαρκάζοντας την ανθρώπινη σκοτεινή φύση.

Τώρα πια έχουν αντιστραφεί τα πράγματα. Δεν χρειαζόμαστε Κορτέζ, τώρα έχουμε γίνει πολύ περισσότεροι στη γη απ’ όσο χρειάζεται. Πολλοί, πάρα πολλοί πεινούν και η «πείνα τους είναι το δίκαιο του κόσμου», αυτοί οι πεινασμένοι θα κάνουν την πείνα τους μίσος και θα έρθουν να μας φάνε. «Οι πολιτισμοί ή αμύνονται ή πεθαίνουν».

Συγγραφέας και ηθοποιός προσπαθούν μέσα από μια αφήγηση να ανασκευάσουν την ιστορία εκείνου του εμβρύου που έγινε μπάλα για να προχωρήσει η Ιστορία. Το έμβρυο διασώθηκε. Το ονόμασαν Φιβοφί που θα πει ευλογημένος, τον ανέθρεψαν οι Ιαγουάροι και έμπαινε με τους άλλους ιαγουάρους στο σπίτια των χριστιανών και ως αντίποινα σε αυτούς, που ξεκοίλιαζαν έγκυες γυναίκες, τους έβγαζαν τα μάτια. Ο Φιβοφί είναι ένα κατασκεύασμα της φαντασίας γι’ αυτό και υπάρχει η ανθρωπότητα, αλλιώς τίποτα απ’ όσα έχουμε δεν θα το είχαμε. Σπαρακτική διήγηση της εξέλιξης της ανθρωπότητας, συνδυασμένης με ένα άθλημα που παθιάζει, φανατίζει και εξαγριώνει τον κόσμο.

Αφού έχει απειλήσει να στείλει στους θεατές τη λασπωμένη μπάλα λερώνοντας έτσι την καθαρή συνείδησή τους, τώρα τους απειλεί με την μπάλα που πάνω της έχει καρφωμένα ξυραφάκια.

Εκείνος διαφωνεί, όμως είναι ηθοποιός, έτσι πρέπει να κάνει. Δικαιολογείται ότι υπακούει στο κείμενο και στις υποδείξεις της παραγωγής.
Το έργο, η παράσταση κορυφώνεται μέσα στο σκοτάδι, ακούγεται ο ύμνος των πρωταθλητών, του σύγχρονου, δυτικού «παιχταρά», επιβεβαίωση ότι υπάρχουμε εμείς και τα παιδιά μας και ο ηθοποιός στα τυφλά σουτάρει. Έτσι είναι η εξέλιξη με μια μπαλιά στα σκοτεινά και όποιον πάρει ο χάρος. Έτσι οι βόμβες, έτσι ο πόλεμος με αποκλεισμό από τροφή και ιατρική βοήθεια. Ένα «ξερόμυτο» και όποιος το φάει στα μούτρα.

Μια δύσκολη παράσταση, ένας πολυσύνθετος μονόλογος, μια πολυπρισματική ερμηνεία, με πολλές μεταβολές, με απίθανες πληροφορίες, που κατορθώνουν να σοκάρουν, να προβληματίσουν, να ταυτίσουν όλους τους ανθρώπους, όχι στη θριαμβολόγηση του πρωταθλητή, αλλά στο κλάμα, στον σπαραγμό της συνειδητοποίησης.

Εξαιρετικός ο Σήφης Πολυζωίδης, με απόλυτα ελεγμένες κινήσεις, και λόγο δυνατό μεταβαλλόμενο ανάλογα με τις υποδείξεις του κειμένου και της στοχευμένης και ευρηματικής σκηνοθεσίας του Τριαντάφυλλου Δελή.

Συντάραξε! Πότε ευγενής και περιγραφικός, άλλοτε παραμυθάς, κι άλλοτε με την εισαγγελική τήβεννο, πάντα έτοιμος να παίζει μπάλα μαζί με τους θεατές ως συμπαίκτες ή αντιπάλους.
Καταπληκτική και πολύ μελετημένη η κίνηση της Πασχαλιάς Ακριτίδου, δίδαξε τον ηθοποιό να μη βγαίνει ποτέ από το ρόλο του, να μην αποσπάται και να διατηρεί πλήρως τον έλεγχο.

Μια παράσταση, ένα κείμενο, μια ερμηνεία – γροθιά στο στομάχι, ή καλύτερα, μπαλιά κατευθείαν στο στομάχι, ένα «ξερόμυτο» στην πορσελάνινη οδοντοστοιχία.

***

«Football». Σήφης Πολυζωίδης, Τριαντάφυλλος Δελής και Θανάσης Τριαρίδης «παίζουν μπάλα» στο Olvio

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -