Extravaganza: από τα λατινικά στο Μεσαίωνα: extra (=πέρα από, έξω, εκτός) + vagari (από το ρήμα vagor = αναρωτιέμαι, περιπλανώμαι, είμαι ανήσυχος).
Αρχικά υπήρχε ο όρος extravagant (τέλη του 14ου αιώνα) που συναντάται σε καταστατικά (νόμους) εκκλησιαστικών εξουσιών.
Η πρώτη γνωστή καταγραφή είναι του 1754, με αναφορά σε περίεργη συμπεριφορά, επίσης το 1794 σε μια μη ρεαλιστική γραφική αναπαράσταση.
Περιπλανιέμαι έξω από τα όρια, σύνορα ή αλλιώς, το βλαχαδερό (μεσαιωνιστί).
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στην τέχνη και ειδικότερα αφορά μουσικές ή θεατρικές συνθέσεις ή παραγωγές που χαρακτηρίζονται από χαλαρή δομή, επιπολαιότητα, περίτεχνα κοστούμια και σκηνικά. Ακόμα η έκφραση χαρακτηρίζει λογοτεχνικά ή μουσικά έργα που διέπονται από ακραία ελευθερία του ύφους και της δομής και συνήθως από κωμικά ή κωμικοτραγικά στοιχεία.
Μεταφορικά οποιαδήποτε πλούσια ή πολυτελή εμφάνιση, εκδήλωση, συνάθροιση, που έχει μια ναρκισσιστική τάση για αυτοπροβολή. Κάτι υπερβολικό, μη ρεαλιστικό, κάτι που σε κάποιες περιπτώσεις δεν το χαρακτηρίζει μεγάλη υπόληψη. Επίσης σημαίνει το μπουρλέσκ, το κιτς, το αλλόκοτο θεατρικό έργο, τη δαπανηρή παράσταση ή το ακραίο έργο τέχνης.
Τελευταία, ως διαμαρτυρία για τον σύγχρονο μινιμαλισμό, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να διακοσμήσουν τα σπίτια τους με έντονα χρώματα και μοτίβα, παίζοντας τολμηρά με σχήματα και υλικά, συνδυάζοντας χαρακτηριστικά διαφορετικών στυλ και δημιουργώντας μια παρακμάζουσα, παιχνιδιάρικη τάση. Μια τάση που συχνά είναι γιορτή για τα μάτια. Εκφραστικά χρώματα, ιδιαίτερες υφές υφασμάτων, ασυνήθιστες μορφές και εξωτικά υλικά αναμειγνύονται για να δημιουργήσουν μια σύγχρονη ερμηνεία ενός art deco ή ενός κλασικού σκηνικού ταινιών του Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1950.
Extravaganza ύφος έχουν υιοθετήσει και πολλές διασημότητες για τις δημόσιες εμφανίσεις τους.
***
Στο κόκκινο χαλί του Met Gala 2019 η Lady Gaga: