Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1900 στα Βουρλά της Μικράς Ασίας και πέθανε τη Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 1971 στην Αθήνα.
***
Μια παρέα από επτά νέους επισκέπτεται στα χρόνια 1926-1928, επί έξι διαδοχικές νύχτες την Ακρόπολη με πανσέληνο, αναζητώντας κάτω από το φως του φεγγαριού, τρόπο επικοινωνίας. Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο νεαρός επίδοξος ποιητής Στράτης – alter ego του ίδιου του Σεφέρη, ο οποίος μέσα από τον ερωτικό δεσμό του με δύο γυναίκες τη Σαλώμη και στη συνέχεια τη Λάλα κατακτά την υπαρξιακή, ερωτική και ποιητική του ολοκλήρωση. Το “Έξι νύχτες στην Ακρόπολη” είναι το μοναδικό ολοκληρωμένο πεζογράφημα του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, το οποίο εκδόθηκε με επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη το 1974, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή.
Βγήκε. Το πεζοδρόμιο άνω κάτω· σκόνταψε και παραπάτησε. Τα σύννεφα είχαν αδειάσει τον ουρανό· μέρα η πανσέληνος. Έβγαλε ένα χαρτί και σημείωσε:
«Τα πόδια μας μπερδεύουνται στις κλωστές που δένουν τις καρδιές μας».
*
Ξύπνησα προτού να φέξει. Φεγγάρι από μεταξωτό χαρτί κολλημένο στα τζάμια μου· δάκρυα της αυγής· ώρα μενεξεδιά: μενεξεδί- αρχαίο-ελληνικό· πικρή γέψη του ξύπνου· γλυφή γέψη της αβεβαιότητας· αηδία. Βηματίζω στο στενό περιγιάλι που είναι η πεθυμιά μου να κλάψω. Με περίμενε μέσα στην ομίχλη εκείνο το βράδυ· δεν είχα δει τόσο πυκνή παρά μόνο στη Λόντρα. Φορούσε ένα σκούρο φόρεμα, με μια κόκκινη εσάρπα που δεν έμενε ποτέ στη θέση της· τη συμμάζευε ολοένα· της έλεγα: «οι ματωμένες πληγές της ομίχλης…»
*
Άκουσα σήμερα από έναν πρόσφυγα τούτο: Βγήκαν κυνηγημένοι σ’ ένα ελληνικό νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, έκλεισαν όλα μονομιάς. Αυτός με τη γυναίκα του μέσα στο κοπάδι. Το μωρό έξι μέρες να τραφεί· έκλαιγε, χαλνούσε τον κόσμο. Η γυναίκα παρακαλούσε για νερό. Τέλος από ένα σπίτι της αποκρίθηκαν: «Ένα φράγκο το ποτήρι». Κι ο πατέρας συνεχίζει: «Τι να κάνω, κυρ Στράτη, έφτυσα μέσα στο στόμα του παιδιού μου για να το ξεδιψάσω».
*
-Θα ’πρεπε οι πολιτικοί μας να κρατούσαν μιαν ολυμπιάδα σιωπής ύστερ’ από το χαλασμό του Έθνους, του είπα.
*
Μου φαίνεται πιο άσεμνο να ξεγυμνώσω τη συγκίνησή μου παρά το σώμα μου.
*
Όμως εξήγησέ μου, σε παρακαλώ, γιατί, τον καιρό της ξενιτιάς, στην κάμαρά μου που δεν την έβλεπε ποτέ ο ήλιος, χωρίς φωτιά, όταν δεν άντεχα πια από το κρύο, έπαιρνα και διάβαζα το Ζ της Ιλιάδας και πίστευα πως με βοηθούσε; Όχι καθόλου, θέλω να πω, τα σκηνικά και η ομορφιά του ποιήματος, αλλά αυτή η θέρμη, η πικραμένη θέρμη για τη μοίρα του ανθρώπου· αυτή η αίσθηση της ανθρωπιάς, που ψηλαφεί κανείς χωρίς να μπορεί να την προσδιορίσει, κι ωστόσο την αισθάνεται τόσο δική του μέσα στην ψυχή ενός άγνωστου που ονομάζουμε Όμηρο.
*
Το στόμα της Σφίγγας έμοιαζε με την τελεία που τερματίζει το σύμπαν.
*
Ο Νικόλας μου δάνεισε το ημερολόγιο του Amiel που ξέρω τόσο λίγο. Το ξεφύλλισα και το άφησα. Συλλογίζομαι αυτόν τον άνθρωπο που για χρόνια και χρόνια καθότανε μπροστά στο άσπρο χαρτί, βουτούσε την πένα στο μελάνι και το μαύριζε με υπομονή, με επιμονή – το μαύριζε με τον εαυτό του. Τον συλλογίζομαι με άπειρη συμπόνια. Αποτρόπαιο.
*
Μια μέρα πέρσι το καλοκαίρι, μόλις τη γνώρισα, κολυμπήσαμε μαζί. Έβγαινε απ’το νερό, και οι στάλες κυλούσαν πάνω της σα να μην την άγγιζαν, σα να ήταν εκεί μόνο για να τη δέσουν μέσα στο φως· το φως της ανάστασης.
*
Ανέβηκα στο Λυκαβηττό· βοηθά κάποτε, το αίσθημα του βράχου. Ένας στρατιώτης στο παρατηρητήριο· ένας άλλος πλένοντας τα πόδια του πάνω σε μια πέτρα-χλωμά πόδια. Φωνές από καμιά τριανταριά παιδιά που τα οδηγούσε μια Γερμανίδα. Η εκκλησιά άσπρη και αδιάφορη στην κορυφή όλων αυτών, σαν ένας γέροντας στο βάθος ενός μεγάλου κρεβατιού, όπου κάθουνται, κοιμούνται, κάνουν τον έρωτα ένα σωρό αδιάφορα πρόσωπα –τους γυρίζει την πλάτη και τραβά κατά το θάνατο.
Πέρα, η Ακρόπολη αγκυροβολημένη· έτοιμη να σαλπάρει.
*
Η Σαλώμη κοίταζε τις Καρυάτιδες:
-Τι είναι αυτά τα κορίτσια, γυναίκες ή κολόνες;ρώτησε. Το τεντωμένο πόδι δείχνει πως σηκώνουν ένα βάρος, το άλλο;…
-Το περίεργο είναι, είπε ο Στράτης, ότι νιώθει κανείς στο στήθος τους το βάρος που σηκώνουν.
*
Κηφισιά! Κηφισά!
φεύγω με το μπούσι
και τ’αγέρι που φυσά
σκώνει σκόνη πούσι.
Ρηχή ψυχή, καρδιά φαρδιά
της ηδονής πραμάτεια,
Κηφισιά, πού είν’η κοπελιά
που μ’ άνοιξε τα μάτια;
*
Ο Στράτης αποκρίθηκε λαχανιασμένος:
Ήταν Ιούλιος δύο ώρες μεσημέρι· έκαιγε η ζέστη, τα πόδια κολλούσαν στην άσφαλτο, τα ρούχα στο κορμί, το κορμί στην ψυχή που εξατμίζουνταν. Πήγαινα για τσιγάρα. Το κιόσκι σκεπασμένο πάνω ως κάτω με τα κιτρινισμένα φύλλα που διαφημίζουν τις γύμνιες κάθε δυτικής χώρας. Άντρες τριγύριζαν με πρόσωπα αλειμμένα υδράργυρο και μαύρο βερνίκι, γυναίκες με μπράτσα γυμνά, από τη ρίζα ως τα νύχια επισημασμένα από τα συστηματικά έντομα του κρεβατιού. Τι μού ’ρθε τότε να ζητήσω τη σχέση που είχαν μεταξύ τους αυτοί οι άντρες, αυτές οι γυναίκες, αυτός ο τόπος. Από τότες άρχισαν τα βάσανά μου. Γύρισα τους δρόμους, τα εστιατόρια, τα τραμ, τα συνοικιακά θέατρα, τους υπαίθριους κινηματογράφους, τον καραγκιόζη, τα καφενεδάκια όπου βολεύει κανείς την ανυπόφορη νύχτα μ’ένα χωνί πασατέμπο…και πού δεν παραμόνεψα για να τους μάθω. Πιανόμουν από μια ματιά, από ένα σχήμα του χεριού, κυκλοφορούσα μέσα στον άνθρωπο κι έβγαινα στον αφρό εξαντλημένος σα να είχα ταξιδέψει μέσα σε δέντρο. Σκότωνα τα φαντάσματα που γεννούσα μόλις μια από τις πέντε μου αισθήσεις παραστρατούσε. Δοκίμαζα πάνω στον άνθρωπο τη πράξη της αναγωγής στο φυσικό του μέγεθος. Οι περισσότεροι μίκραιναν, μίκραιναν και στο τέλος φεύγαν μέσ’ απ’ τα δάχτυλά μου σαν κουνούπια. Άλλοι δεν έχαναν ούτε μια γραμμή από τον όγκο τους, μόνο…
«ΕΞΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ»
Ένα εισιτήριο νυχτερινής επίσκεψης στην Ακρόπολη που κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης του Ερμή (1974), συνόδευε το χειρόγραφο του Γ. Σεφέρη και χρονολογείται από τη νύχτα 26- 27 Μαΐου 1926. Αυτό μαρτυρά και τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του έργου που διόλου δε θέλει να συγκαλύψει ο ποιητής αλλά αντίθετα να αναδείξει.
Η υπόθεση αφορά την προσπάθεια μιας νεοσύστατης παρέας αγοριών και κοριτσιών της Αθήνας του 1920 να αποκτήσουν περισσότερη εξοικείωση μεταξύ τους και συνοχή ως ομάδα. Γι’ αυτό τον λόγο συμφωνήθηκε μια επίσκεψη κάθε μήνα για έξι διαδοχικούς μήνες κατά τη νύχτα της πανσελήνου στην Ακρόπολη που θεωρείται τόπος ενεργειακός και που προσδοκάται να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου. Μετά τις πρώτες επισκέψεις η παρέα σκορπίζει και απομένει μόνο ένα ερωτικό ζευγάρι, ο Στράτης και η Σαλώμη – Μπίλιω. Αλλά και μια άλλη γυναίκα, η Λάλα, που λειτουργεί ως τρίτο πρόσωπο στη σχέση των δυο και στην οποία αφήνεται ο Στράτης μετά τον χαμό της Σαλώμης – Μπίλιως. Ο Στράτης, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, έχει έρθει πρόσφατα στην Ελλάδα μετά από σπουδές στο εξωτερικό και βρίσκεται σε μια γενικότερη κατάσταση αναζήτησης και σε υπαρξιακό αδιέξοδο. Η ερωτική σχέση του με τη Σαλώμη – Μπίλιω θα τον μεταμορφώσει και η Λάλα αργότερα θα τον ολοκληρώσει ποιητικά και προσωπικά. Όλα αυτά στη σκιά του ιερού βράχου κάτω από το άπλετο φως της πανσελήνου που θα οδηγήσει στην τελική κάθαρση.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από έξι κεφάλαια που το καθένα αφηγείται κατά κύριο λόγο τα γεγονότα των έξι νυχτερινών επισκέψεων στη Ακρόπολη. Υπάρχουν δυο αφηγητές: ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής που αναλαμβάνει την αφήγηση των γεγονότων και ο πρωτοπρόσωπος Στράτης όταν καταγράφει στο ημερολόγιο σκέψεις του, ποιητικές εμπνεύσεις και στίχους. Έχουμε, λοιπόν, εναλλαγή των δύο αφηγητών με την ημερολογιακή γραφή να κυριαρχεί και να διασπά τη γραμμική αφήγηση παρεμβάλλοντας επιστολές, στίχους αλλά και περιγραφή ονείρων.
Ο Γ. Σεφέρης ακολουθώντας τη τεχνική του pastiche δημιουργεί μια συνύπαρξη διαφόρων λογοτεχνικών ειδών αποδίδοντας άψογα την ατμόσφαιρα του κατακερματισμού που επιδιώκει και ταυτόχρονα υπακούοντας στη λογική του μοντερνισμού που πρεσβεύει τη συνειρμική γραφή. Οι επιστολές ενώνουν το παρελθόν με το παρόν, παρέχουν πληροφορίες και δραστηριοποιούν τη μνήμη. Το ημερολόγιο συνδέει τα εξωτερικά γεγονότα με τον τρόπο που τα βιώνει το υποκείμενο και οι παρεμβαλλόμενοι στίχοι δείχνουν συνήθως την αγωνία της σύνθεσής τους και την άβυσσο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Συνάμα δίνεται η ευκαιρία επικοινωνίας με έργα άλλων δημιουργών και η ενσωμάτωση αποσπασμάτων τους στο ημερολόγιο του ήρωα. Απ’ την άλλη η περιγραφή των ονείρων δημιουργεί επιπλέον ένα θολό τοπίο, μια ονειρική κατάσταση, μες την οποία υπνοβατούν οι ήρωες. Πρόκειται για μια πόρτα ανοιχτή ανάμεσα στα βιώματα και στην ποιητική σύλληψή τους. Άλλωστε για τον Σεφέρη ζωή και έργο είναι άμεσα συνδεδεμένα, όπως ακριβώς φαίνεται να ισχύει και για τον Στράτη στο μυθιστόρημα, ο οποίος εμφανώς αποτελεί προσωπείο του ποιητή.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ:
[ – Εσείς γράφετε, νομίζω, τι γράφετε;
– Θα ήθελα να γράψω ποιήματα και δοκίμια, είπε σιγά σα να του είχαν φερθεί αδιάκριτα.
– Μα ποιος ασχολείται με ποιήματα, τώρα. Τη θέση της ποίησης την έχει πάρει το μυθιστόρημα. Αυτό δεν το δοκιμάσατε;
– Το δοκίμασα, αλλά νομίζω πως δεν ξέρω να διηγηθώ. Ακόμα χειρότερο, δεν μπορώ να περιγράψω.]
Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί τμήμα διαλόγου ανάμεσα στον Στράτη και τη Μαριγώ όπου ο πρώτος παραδέχεται την επιθυμία του να γράψει ποίηση αλλά και την αδυναμία του συγχρόνως να παράγει μυθοπλαστικό λόγο. Είναι προφανές – όχι μόνο απ’ τα παραπάνω αλλά και από τη συνολική παρουσία των ήρωα Στράτη μέσα στο έργο – ότι λειτουργεί ως προσωπείο του ποιητή. Τα βιογραφικά στοιχεία, όπως η επιστροφή από σπουδές στο εξωτερικό, η ποιητική ιδιότητα, το υπαρξιακό αδιέξοδο, η καταγωγή απ’ τη Σμύρνη, συμβάλλουν στη σύζευξη του μυθιστορηματικού προσώπου με το αληθινό του ποιητή. Άλλωστε το όνομα «Στράτης» θυμίζει στράτα, εκστρατεία και αντιστοιχεί με το επίθετο του Γ. Σεφέρη (sefer στα τούρκικα σημαίνει εκστρατεία ή απλώς ταξίδι). Αλλά και όλα τα άλλα πρόσωπα του έργου – που σκόπιμα είναι χαρακτήρες ανολοκλήρωτοι επιτείνοντας την έννοια του κατακερματισμού, η οποία αποτελεί βασική ιδέα του έργου- λειτουργούν επίσης σαν προσωπεία του ποιητή σα να έσπασε το «εγώ» του σε κομμάτια που πασχίζουν να ενωθούν ξανά. Εξάλλου η μη συγκρότηση ολοκληρωμένων χαρακτήρων είναι αίτημα του μοντερνισμού.
Σχετικά με τον κεντρικό ήρωα Στράτη μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι εμφανίζεται και σε ποιήματα του Γ. Σεφέρη πρώτα ως Στράτης και έπειτα ως Στράτης Θαλασσινός (στα 1931). Η πρώτη εμφάνιση όμως του Στράτη μετά την επιστροφή του ποιητή στην Ελλάδα (γιατί έχει προηγηθεί αναφορά του στο «Απέραντο Σκάκι της Κονκόρντας») γίνεται σε τούτο εδώ το μυθιστόρημα ενώ επανεμφανίζεται αργότερα και στις Συλλογές «Τετράδιο Γυμνασμάτων» και «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’». Διατρέχει πάντως όλο το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Γ. Σεφέρη για περίπου τριάντα χρόνια έως και την τελευταία αναφορά το 1956 οπότε και εγκαταλείπεται απ’ τον ποιητή που έχει πλέον ωριμάσει ποιητικά. Συνήθως αποτελεί τη δεύτερη αφηγηματική φωνή, το πρόσωπο που βλέπει τον εαυτό του να δρα, και παραπέμπει σε διχασμό του υποκειμένου.
«Αυτή την ώρα, τα λόγια μου φαίνονται μικρά για το ανάστημα του ποιητή, μικρά για τη λύπη και την περηφάνια που μας γεμίζει το έργο του και το ήθος του. Εδώ και πολλά χρόνια, σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ο ποιητής έσμιξε ποίηση και ελευθερία, αισθητική και ηθική, σε μια γνήσια και φυσική ενότητα, αφήνοντας μιάν υψηλή, παραδειγματική κληρονομιά σ’ ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμα μια φορά σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα»…είπε ο Γιάννης Ρίτσος στον τελευταίο αποχαιρετισμό, την Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 1971.