η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης
(Όμηρος, Ιλιάδα Ω 699)
Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Για την Κασσάνδρα, την κόρη του βασιλιά της Τροίας Πριάμου και της Εκάβης και δίδυμη αδελφή του Έλενου, λεγόταν ότι προέλεγε το μέλλον έπειτα από θεϊκή έμπνευση, όπως η Σίβυλλα και η Πυθία. Μια εκδοχή του αρχαίου μύθου θέλει τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα, ερωτευμένο μαζί της, να αγωνίζεται για να την αποκτήσει και να την κατακτήσει -σαν παλαιστής, τυλίγοντάς την με τον αέρα της γοητείας του (Αισχ., Αγ. 1206)- και να ζητά να του δοθεί με αντάλλαγμα την τέχνη της μαντικής. Η Κασσάνδρα δέχθηκε αλλά πάτησε τη συμφωνία με τον θεό. Ενώ, δηλαδή, εκείνος της έδωσε το χάρισμα, εκείνη αρνήθηκε να ενωθεί μαζί του. Και ο Απόλλωνας έφτυσε στο στόμα της -ένα τελευταίο φιλί;- για να μη δίνει κανένας πίστη στις προφητείες της (παράβαλε τον μύθο του Πολύιδου και του Γλαύκου). Το χάρισμα της μαντικής παρέμεινε, όχι όμως της πειθούς. Σύμφωνα με τον τραγικό ποιητή Λυκόφρονα, η ηρωίδα έμενε φυλακισμένη από τον ίδιο της τον πατέρα γιατί δεν την άντεχε άλλο να θρηνεί συνέχεια και να προφητεύει δεινά, έδωσε όμως εντολή να καταγράφουν τα λεγόμενά της.
Στην τραγωδία
Τόσο στον “Αγαμέμνονα” του Αισχύλου, όσο και στις “Τρωάδες” του Ευριπίδη, η Κασσάνδρα κινείται ανάμεσα στο βακχικό παραλήρημα και την προφητεία, μαινάδα γυναίκα παραδομένη στον Διόνυσο, προφήτισσα παραδομένη στον Απόλλωνα.
Σήμερα έχουν επικρατήσει από τον παραπάνω μύθο, ιδίως μάλιστα στον ελληνικό πολιτικό λόγο, εκφράσεις όπως «θα διαψευσθούν οι ποικιλώνυμες Κασσάνδρες» ή «μην ακούτε τις Κασσάνδρες» κ.λπ. Αυτές οι εκφράσεις είναι λογικά αναντίστοιχες προς τον αρχαίο μύθο, αφού όλες οι προφητείες της Κασσάνδρας αποδεικνύονταν αληθινές, ασχέτως εάν δεν τις πίστευαν όσοι τις άκουγαν.
Η ετυμολογία
Το όνομα Κασσάνδρα αρχαιοελληνικής προέλευσης, αβέβαιου ετύμου· σύμφωνα με το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, φαίνεται πιθανό ότι ο πιο σπάνιος τύπος Κεσ(σ)άνδρα είναι αρχαιότερος (πρβλ. το μυκηναϊκό ke-sa-da-ra) και ότι το πρώτο συνθετικό ίσως συνδέεται με το ρήμα κέκασμαι «λάμπω, υπερέχω» (< *κέ-κασ-μαι, αναδιπλ. παρακείμενος με ενεστωτική χρήση < *kas-, που συνδέεται με το λατινικό censeo «τιμώ», το σανσκριτικό sam-sayati «αναγγέλλει» κ.ά.)· ενώ το δεύτερο συνθετικό είναι η αρχαία λέξη ἀνήρ, ἀνδρός «άντρας». Έτσι, σύμφωνα με το Online Etymology Dictionary, η σημασία του ονόματος πιθανώς να είναι «έπαινος, εγκώμιο των αντρών».
Μονόλογος
Το έργο του σύγχρονού μας συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη «Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας», που δίνει μια άλλη, ευοίωνη και αισιόδοξη διάσταση στο μύθο, έναν μονόλογο δεμένο γύρω από έναν φρενήρη ποιητικό ιστό, επέλεξε ο Θάνος Σαμαράς για την πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία, με την Έλλη Τρίγγου στον ομώνυμο ρόλο.
Το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη δεν εντάσσεται και κατ’ επέκταση δεν κατατάσσεται απαραίτητα στην κατηγορία “Θέατρο”. Είναι ένα πεζογράφημα δεμένο γύρω από έναν γερό ποιητικό ιστό, που μπορεί όμως να παρουσιασθεί και ως θεατρικός μονόλογος. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο πλαίσιο της XIV Διεθνούς Συνάντησης Αρχαίου Δράματος, στους Δελφούς, στις 10 Ιουλίου του 2009, σε σκηνοθεσία – ερμηνεία της Χρύσας Καψούλη και σε μουσική σύνθεση του Μιχάλη Δέλτα. Ως εκ τούτου, παραμένει ένα ανένταχτο “Γεννητικό άγγελμα”.
Η Κασσάνδρα του Δημήτρη Δημητριάδη είναι ένα πρόσωπο που πια δεν ευαγγελίζεται καταστροφές. Αντιθέτως, ευαγγελίζεται την επικράτηση του έρωτα και την επερχόμενη αυτοκρατορία του πόθου.
Ο Δ. Δημητριάδης δηλώνει αφοπλιστικά, παρέχοντάς μας εξαρχής το κλειδί του έργου:
«…η Κασσάνδρα διακηρύσσει την ολική επικράτηση της προσφοράς και της αποδοχής του πόθου στη ζωή του κάθε ανθρώπου…».
Στον “Αγαμέμνονα”, η Κασσάνδρα εισέρχεται μαζί με τον Αγαμέμνονα (στο ίδιο άρμα ή σε άλλο, πιο πίσω: οι μελετητές ερίζουν) και παραμένει σιωπηλή καθόλη τη συνομιλία του Αγαμέμνονα με την Κλυταιμήστρα και κυρίως κατά την κομβική σκηνή του χαλιού. Δεν απαντά ούτε καν όταν η Κλυταιμήστρα της απευθύνει απευθείας τον λόγο ζητώντας της να την ακολουθήσει στο παλάτι.
Η Κασσάνδρα, πρόσωπο που παραπέμπει σε δύο ιδιαίτερα προσφιλή στη λογοτεχνία αρχαιογνωστικά πεδία, τη μυθολογία και τη θρησκεία, έγινε διαχρονικά φορέας πολλών σημασιών οι οποίες τροφοδοτούν κάθε φορά μια αντίληψη, μια συγκεκριμένη νοοτροπία ή μια ιδεολογική στάση και ίσως γι’ αυτό προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών συγγραφέων. Οι
αφηγήσεις που συνδέονται με το πρόσωπό της απαντούν σε κείμενα όχι μόνο της αρχαίας ελληνικής και νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, αλλά και σε κείμενα της λατινικής, βυζαντινής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Αντιστροφή του μύθου
Ο “Ευαγγελισμός” είναι μια αντιστροφή του μύθου της Κασσάνδρας. Στο κείμενο του Δημητριάδη η Κασσάνδρα αποδέχεται τον πόθο του θεού. Η ένωσή της με τον Απόλλωνα είναι το νέο που φέρνει η Κασσάνδρα στον κόσμο. Ο κόσμος χωρίζεται από τη στιγμή της ένωσης σε κόσμο πριν και μετά από αυτήν. Η κατάφαση στον απαγορευμένο πόθο είναι το σημείο τομής του κόσμου λόγω της πλήρωσης που επιφέρει. Η Κασσάνδρα από εχθρός του πόθου γίνεται τώρα ιέρειά του.
Γίνεται το ηχείο και ο πομπός του μηνύματος της ένωσης και της κατάφασης στον πόθο. Ο λόγος της είναι ένα Ευαγγέλιο του ανθρώπου για τον άνθρωπο, το πρόταγμα για την επιστροφή στην ίδια του τη σάρκα. Η αρχετυπική εικόνα της μετασχηματίζεται, γίνεται η εικόνα του ανθρώπου. Το γεννητικό της άγγελμα είναι η γενετήσια αρχή.
Ο έρωτας
Η Κασσάνδρα, ασφυκτιώντας στις συνέπειες αυτής της κατάρας αλλά και στο πείσμα της να ταυτίζεται μόνο με την αμόλυντη πνευματική και ιερατική της υπόσταση, απαρνούμενη την ανθρώπινη και τη γυναικεία, συνειδητοποιεί το λάθος να αρνείται τη ζωώδη της φύση και κάνει έρωτα με τον Απόλλωνα. Η διαύγεια που την κατακλύζει από την έκσταση της ένωσης αυτής την οδηγεί στην υπέρβαση των απαγορεύσεων, των φόβων, της στέρησης και θέλει να προλάβει το κακό. Και το κακό είναι το ανολοκλήρωτο της ζωής· δηλαδή να αρνείσαι τη φύση σου και ό,τι σου ζητάει αυτή.
Ολόθερμος, ετοιμοπόλεμος και πάντα νικητής, θριαμβεύει ο έρωτας. «Ο αγγελιοφόρος μεταξύ θεών και ανθρώπων. Μια κοσμική δύναμη που γεμίζει τα κενά του κόσμου και τα ενώνει με τον εαυτό της», όπως λέει η σοφή Διοτίμα, και μεταφέρει ο Σωκράτης στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Μία σφοδρή επιθυμία, ένα ασίγαστο πάθος, ένας φλογερός πόθος, που η δύναμή του ωθεί την Κασσάνδρα και τον Απόλλωνα στην ένωση, κατά τρόπο απόλυτο και αμετάκλητο.
Η χαρά της ζωής
Η γνώση που αποκτά η Κασσάνδρα την πλημμυρίζει με τη διάσταση εκείνη, που αυτό που λέει δεν είναι πια πρόγνωση κακού αλλά πρόγνωση καλού, μόνο. Αυτή είναι και η βαθύτερη μεταστροφή. Στον μονόλογο αυτό, εξαγγέλλει στο παρόν πια, ένα μέλλον στους ανθρώπους· να συναντηθούν ξεδιάντροπα με τον πόθο τους, όποιος κι αν είναι αυτός, όποια συνέπεια κι αν έχει αυτό. Η ζωή είναι πάρα πολύ μικρή για να τη ζήσεις χωρίς χαρά.
Η παράσταση
Ο σκηνοθέτης Θάνος Σαμαράς γράφει για το έργο: «Ο θεός Απόλλωνας ερωτεύεται την Κασσάνδρα, η οποία ζητάει ως αντάλλαγμα του έρωτά της την ικανότητα να μαντεύει αλάνθαστα το μέλλον. Ο Απόλλωνας τής εκπληρώνει την επιθυμία, αλλά η Κασσάνδρα αθετεί την υπόσχεσή της και αρνείται να του δοθεί. Της ζητάει μόνο ένα φιλί. Εκείνη δέχεται και ο Απόλλωνας, ως τιμωρία θεού και εκδίκηση εραστή, φτύνει στο στόμα της μια κατάρα, να λέει την αλήθεια αλλά να μην την πιστεύει κανείς».
Η ταλαντούχα Έλλη Τρίγγου, γνωστή από τον κινηματογράφο και από την παράσταση «Στέλλα κοιμήσου», υποδύεται με γοητευτικό θεατρικό λόγο τη γυναίκα που εδώ υπάρχει σε συνθετική αντίθεση με τον άντρα και μας ζητάει, αν θέλουμε να εξακολουθούμε να υπάρχουμε, να πάμε πάλι στην αρχή. Μπορεί να «πεθαίνουμε σα χώρα» αλλά πρέπει να συνεχίσουμε.
Και για να γίνει αυτό πρέπει να ανακαλύψουμε αυτό που απολέσαμε. Τον έρωτα. Έναν έρωτα όμως που θα έχει ενωθεί με την αγάπη, όπως ο άντρας ενώνεται με τη γυναίκα. Αυτή είναι η πρόταση του ποιητή που, μέσα από μια πληθωρική γραφή, ιδανική ώστε να τονιστεί το επιτακτικό της ανάγκης και το έντονα ερωτικό στοιχείο ολοκλήρωσης -το οποίο σε κανένα σημείο δεν εκχυδαΐζεται- δίνεται ειλικρινά και πειστικά.
Η Έρι Κύργια στη δραματουργία, η Ζωή Χατζηαντωνίου που συνεργάστηκε στην επιμέλεια κίνησης την οποία υπογράφει ο σκηνοθέτης και η βοηθός σκηνοθέτη Κυβέλη Δραγούμη ανταποκρίθηκαν επάξια στο κάλεσμα του σκηνοθέτη και συνέπραξαν σε μια εξαίρετη παράσταση.
Πολυσύνθετος και ακάματος ο σκηνοθέτης Θάνος Σαμαράς, ηθοποιός, art director, φωτογράφος, hair stylist, άνθρωπος της μόδας, μοιράζοντας τη ζωή του μεταξύ Νέας Υόρκης, Λονδίνου και Ελλάδας, είναι ευρύτερα γνωστός για τις ερμηνείες του στο θέατρο («Καθαροί, Πια», «Βρικόλακες» κ.ά.) και τον κινηματογράφο («Delivery», «Valse Sentimentale», «Χώρα Προέλευσης» κ.ά.), ενώ πρόσφατα έκανε ιδιαίτερη αίσθηση η οπτική του στον σχεδιασμό και την υλοποίηση της καμπάνιας «The Greeks» (2015-16), έπειτα από ανάθεση της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Με τη θεατρική αυτή δουλειά του έβαλε ένα ακόμα γερό λιθάρι στο οικοδόμημα της σταδιοδρομίας του.
Η θεϊκή κούκλα
Πριν αρχίσει να φωτογραφίζει και να φιλοτεχνεί κούκλες, που είναι μια προσφιλής ασχολία του, ο Θάνος Σαμαράς είχε ασχοληθεί και με το κουκλοθέατρο. Έφτιαχνε τις μαριονέτες, τα σκηνικά, τα φώτα. Οι κούκλες είναι εύπλαστοι, συνεργάσιμοι ηθοποιοί. Η Έλλη Τρίγγου, όταν απελευθερώνεται αργά και σταδιακά από το αρχικό βαρύ κοστούμι, που φέρνει στο νου βομβύκιο με κάσκα καλύμνιου δύτη ή πρωτόγονου αστροναύτη, γίνεται μια λεπτοκαμωμένη και ντελικάτη φιγούρα, αληθινό κομψοτέχνημα. Αποπνέει ερωτισμό και μελαγχολία αλλά και μια αίσθηση παρακμής. Αιθέρια χορεύτρια από έναν άυλο κόσμο, θυμίζει χρυσαλλίδα που μόλις ξεπετάχτηκε απ’ το κουκούλι της. Πανάλαφρη, σαν να έχει καταλύσει τη βαρύτητα. Ξανθή σαντρέ σαν ηλιόλουστο ξέφωτο. Λυγερή, μυστηριώδης, ξεχωριστή στη χάρη, μια αινιγματική πλαγγόνα. Και σου θυμίζει αυτόματα τους στίχους του Ρίλκε για τις κούκλες – σφίγγες: «Είναι σαν να τις τρώει ο πόθος μιας όμορφης φλόγας, η λαχτάρα τους να ριχτούν κατευθείαν επάνω της σαν πεταλούδες». Κερί και Φλόγα, Ύλη και Πνεύμα, Κάλλος και Ψυχή…
Με την όμορφη αυτή παράσταση, τη γεμάτη φαντασία, που παρακολουθήσαμε στη σάλα χορού του ξενοδοχείου Μπάγκειον, εκεί που προ καιρού είχε παρουσιαστεί και η «Έντα Γκάμπλερ» της Άντζελας Μπρούσκου, επιστρέφουμε στη θεμελιώδη κοιτίδα του ποιητικού λόγου που είναι η νοηματική και θεατρική ολοκλήρωση, που είναι ένας λόγος συνθετικός. Συνθέτει την τέχνη με το συμβολισμό, τον φιλοσοφικό λόγο, την ψυχολογική λειτουργία, την πυρηνική δυναμική που έχουν οι λέξεις, αλλά και με την πυρηνική δυναμική που έχουν οι αλληγορίες.
Ένας εικαστικός κόσμος με τον χαρακτήρα της ερωτικής φωτιάς, ενός αόρατου πύρινου φωτός που αισθανόμαστε να μας περιτριγυρίζει, του φιλόπονου, φιλόκαλου έρωτα. Ένας αρχαίος ναός του πόθου με τη μαγνητική ιέρειά του, η οποία παρουσιάζεται εμπρός μας να μεταπλάθεται, με αξιοσημείωτη μαεστρία, σε μια δροσερή αύρα.
Ο κόσμος αυτός μας αγγίζει βαθιά και μας σαγηνεύει, μας προσκαλεί να ονειρευτούμε, όπως κάθε αληθινός έρωτας. Μας γεμίζει ελπίδα και αισιοδοξία, έκσταση κι αγγελική δύναμη, οδηγώντας μας στην πολύτιμη ανάταση ψυχής που μεταδίδει το θέατρο και τα έργα του, προϊόντα ενός έντιμου και γενναίου αγώνα. Γιατί «έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση» (Οδυσσέας Ελύτης).
Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας – Απόσπασμα
Κρυστάλλινα ρόδα
από αίμα παρθένας
Κινήσεις ασυγκράτητες κοφτές
όπως βγαίνουν και πετιούνται όπου νάναι
μ’ αδιαφορία περιφρόνηση εκνευρισμό θυμό
σαν για να μη φορεθούν ποτέ ξανά
περιττά και άχρηστα στα σκουπίδια στον αγύριστο
σαν εξοργιστικά εμπόδια απαγορευτικά καλύμματα
τα ρούχα τρελαμένων εραστών που επείγονται
να φανερώσουν ολόγυμνα τα σώματά τους
και να παρθούν ο ένας απ’ τον άλλον
μέσα στην άσκεπτη συναρπαγή τους
Ετσι ακριβώς κινείται τώρα πια ο κόσμος
Κρυστάλλινα ρόδα
από αίμα παρθένας
Γυρίζω απ’ το τέρμα
Έφτασα εκεί και από εκεί γυρίζω
Έφτασα σε όλα και τα είδα όλα
Γύρισα από εκεί όπου έφτασα σε όλα και τα είδα όλα
Έρχομαι από εκεί όπου τελείωσαν όλα γιατί τα είδα όλα
Από εκεί όπου όλα τελείωσαν και όλα ξεκινούν
Αυτό είναι το τέρμα
Η αρχή για αρχή
Έφτασα στο τέρμα και γυρίζω απ’ το τέρμα
για να ξεκινήσω απ’ το τέρμα
Κρυστάλλινα ρόδα πορφυρά
από χυμένο αίμα παρθένας
O Δημήτρης Δημητριάδης για τον «Ευαγγελισμό της Κασσάνδρας» και τον Θάνο Σαμαρά
– “Η Κασσάνδρα είναι το πρόπλασμα τής ξένης, όχι μόνο γιατί είναι Ασιάτισσα, έστω Μικρασιάτισσα, αλλά κι επειδή η μαντική της ιδιότητα την τοποθετεί αυτομάτως σ’ ένα άλλο επίπεδο, κυρίως τη θέτει απέναντι στους άλλους στους οποίους απευθύνει τις προβλέψεις της. Στο πρόσωπό της συναιρείται το πρόβλημα τής καταγωγής και της γλώσσας, στοιχεία και τα δύο καθοριστικά για την αποδοχή και την ένταξη. Στον «Ευαγγελισμό», αυτά τα δύο στοιχεία δοκιμάζονται ριζικά από την ανατρεπτική δύναμη τού πόθου. Εδώ, η Κασσάνδρα αναλαμβάνει η ίδια τη διαπραγμάτευση τού προσωπικού της μύθου, που τη θέλει ανέραστη και εχθρική προς την ερωτική προσφορά, και ανασκευάζει άρδην τη γνωστή και καθιερωμένη εικόνα της. Γίνεται το αντίθετό της. Απευθυνόμενη και πάλι προς όλους, αφηγείται τη μεταστροφή της και τους λόγους που την οδήγησαν σ’ αυτήν. Η απόρριψη τού έρωτα που ένιωθε ο Απόλλων γι’ αυτήν, απόρριψη για την οποία εκείνος την καταράστηκε να προλέγει την αλήθεια αλλά να μη γίνεται από κανέναν πιστευτή, διακόπτεται και αντικαθίσταται από την απόλυτη παράδοση στο ερωτικό πάθος τού άντρα που, με την ανταπόκριση αυτή, την κάνει γυναίκα, αλλά κι από το γεγονός ότι τώρα πια, χάρις στην αποδοχή τού πόθου και στην ανταπόδοσή του, ό,τι λέει γίνεται από όλους πιστευτό. Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει στην Κασσάνδρα, παίρνει, μέσα από τα λόγια της κι από τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται τη μεταστροφή της, πολύ ευρύτερες διαστάσεις: γίνεται μία παράφορη εξαγγελία υπέρ τής ερωτικής προσφοράς στην οποία η Κασσάνδρα αποδίδει τον καταλυτικό ρόλο για την επίτευξη μιας ριζικής τομής. Η ιστορία τής ανθρωπότητας χωρίζεται σ’ ένα πριν την προσφορά και σ’ ένα μετά απ’ αυτήν. Το προσωπικό πριν της Κασσάνδρας είναι το πριν όλων των ανθρώπων, και το προσωπικό της μετά είναι το μετά όλων των ανθρώπων. Το καταδικασμένο πριν και το αναγεννητικό μετά γίνονται, μέσα από τον ενθουσιώδη μονόλογό της, τα δύο άκρα όπου ο κάθε άνθρωπος μπορεί να βρεθεί αλλά και όπου μπορεί να επιλέξει ποιο από τα δύο θα ακολουθήσει, αφού πρόκειται πάντα για θέμα προσωπικής επιλογής και όχι έξωθεν καταναγκασμού. Με τη φρενήρη αφήγησή της η Κασσάνδρα καταρρίπτει όλες τις δεσμεύσεις τού παρελθόντος αποκαλύπτοντάς τες αποτυχημένες, και διακηρύσσει, ως φλεγόμενη συνήγορος, την ολική επικράτηση τής προσφοράς και τής αποδοχής του πόθου στην ζωή τού κάθε ανθρώπου”.
– «Τον Θάνο Σαμαρά τον γνωρίζω προ πολλού. Όσα όμως κι αν γνωρίζω από αυτόν, και δεν είναι καθόλου λίγα – λέω μερικά: πρωτοφανής οξυδέρκεια, ακατάβλητη τόλμη, αμιγής διανοητική, ψυχική και συναισθηματική παραβατικότητα, παντελής έλλειψη κοινοτοπίας και συμβατικότητας, αβυθομέτρητη ανάγκη υπέρβασης και αναζήτησης, εξίσου βαθιά ανάγκη δημιουργικότητας πέρα από στερεότυπα και συνήθειες. Όλα τα εξαιρετικά χαρίσματά του, με προεξάρχον την ανένδοτα απρόσφορη ενδοτικότητά του σε οτιδήποτε φτηνό και τετριμμένο, άτολμο και περιορισμένο, τρέχον και ανούσιο, μόλις τώρα αρχίζουν να εκδηλώνονται, να μορφοποιούνται. Θα τον χαρακτήριζα επίσης με όρους ανατρεπτικούς, ριζοσπαστικούς, δίνοντας στις λέξεις αυτές αυθεντικό νόημα, γιατί ο Θάνος Σαμαράς είναι φορέας εκρηκτικών υλών, είναι ένας καλλιτέχνης-βομβιστής, δεν χωράει σε σχήματα και πλαίσια κοινώς αποδεκτά και συνεπώς ανώδυνα, δεν χωράει παρά μόνο στο απεριόριστο άγνωστο. Είναι πάνοπλος για υπερβάσεις και συγκρούσεις, προικισμένος για ό,τι αντιτίθεται στη ρουτίνα και στη μετριότητα. Η φύση του είναι το Εκπληκτικό».
- Ο Δημήτρης Δημητριάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944. Σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στις Βρυξέλλες απ’ το 1963 ως το 1968. Εκεί έγραψε το 1966 το πρώτο θεατρικό του έργο, “Η τιμή της ανταρσίας στη μαύρη αγορά”, το οποίο ανέβασε ο Patrice Chereau το 1968 στο Theatre d’ Aubervilliers, στο Παρίσι. Το 1978 εκδόθηκε το “Πεθαίνω σαν χώρα”, το πρώτο του πεζογράφημα, το 1980 η ποιητική ενότητα “Κατάλογοι 1-4” και το 1983 το θεατρικό του έργο “Η νέα εκκλησία του αίματος”. Ακολούθησαν: “Η ανθρωπωδία. Η ανάθεση. Προοίμιο σε μια χιλιετία” (πεζογράφημα), “Κατάλογοι 5-8” (1986-ποιητική ενότητα), “Το ύψωμα” (1990-θεατρικό έργο), “Η άγνωστη αρμονία του άλλου αιώνα” (1992-θεατρικό), “Κατάλογοι 9-Οι ορισμοί” (1994-ποιητική ενότητα), “Η αρχή της ζωής” (1995-θεατρικό έργο, που ανέβηκε την ίδια χρονιά από τον Στέφανο Λαζαρίδη στο Θέατρο του Νότου), “Η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή” (2000 – θεατρικό έργο σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στο Θέατρο του Νότου), “Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι” (2000 -ο μονόλογος “Λήθη” ανέβηκε το 1998 στο Παρίσι, στο Petit Odeon, από τον J.-C. Bailly, το 2001 στο Theatre de Bobigny από την A. Dimitriadis και το 2002 στο θέατρο Άττις από τον Θ. Τερζόπουλο), “Κατάλογοι 10-12” (2002-ποιητική ενότητα), “Ανθρωπωδία 1” και “Ανθρωπωδία 7” (2002 – Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2003), “Διαδικασίες διακανονισμού διαφορών” (2003 – θεατρικό έργο σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου που ανέβηκε στον Εξώστη του Θεάτρου του Νότου) κ.ά. Παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά με τη μετάφραση πεζογραφημάτων των Jean Genet, Georges Bataille, Witold Gombrowicz, Maurice Blanchot, Gerard de Nerval, Balzac, Bernard-Marie Koltes, καθώς και τη μετάφραση θεατρικών έργων των Μολιέρου, Ευριπίδη, J. Genet, G. Courteline, Tennessee Williams, Σαίξπηρ για διάφορα θέατρα. Μετά το 1980 συνεργάστηκε στενά με τις εκδόσεις “Άγρα”, που έχουν εκδώσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του και, πιο πρόσφατα, με τις εκδόσεις “Σαιξπηρικόν” της Θεσσαλονίκης.
Δείτε το teaser της παράστασης εδώ
Ταυτότητα παράστασης
«Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας»
Του Δημήτρη Δημητριάδη
Σκηνοθεσία, κίνηση, σκηνικό, κοστούμια, φωτισμοί, σχεδιασμός ήχου: Θάνος Σαμαράς
Ερμηνεία: Έλλη Τρίγγου
Δραματουργία: Έρι Κύργια
Συνεργάτης στη διδασκαλία κίνησης: Ζωή Χατζηαντωνίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Κυβέλη Δραγούμη
Παραγωγή: Θοδωρής Παναγιωτόπουλος
Εκτέλεση Παραγωγής: Λία Κίκερη / ΕΩΣ – ΑΜΚΕ
Προβολή-Επικοινωνία: Γιώργος Κατσώνης [email protected]
***
Πληροφορίες
Χώρος: Ξενοδοχείο Μπάγκειον, Πλατεία Ομονοίας 18, Αθήνα
Διάρκεια παραστάσεων: 4 Μαΐου έως 11 Ιουνίου 2018
Παραστάσεις: Πέμπτη έως Κυριακή
Ώρα έναρξης: 21.15
Διάρκεια: 70 λεπτά
Εισιτήρια: 12 ευρώ (Κανονικό), 10 (Μειωμένο – Φοιτητών, Ανέργων, Άνω των 65, ΑΜΕΑ)
Προπώληση εισιτηρίων: ΕΔΩ
Τηλέφωνο: 6936717347