23.7 C
Athens
Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Σπύρος Ευαγγελάτος – σύγχρονος και αναγεννησιακός, πάντα αγαπημένος

Επιμέλεια: Ειρήνη Αϊβαλιώτου

Στις 24 Ιανουαρίου 2017, μας ήρθε το θλιβερό μαντάτο. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος έφυγε από κοντά μας το πρωί, σε ηλικία 77 ετών. Μια ολόκληρη εποχή έφυγε ανεπιστρεπτί μαζί του. Με τον ανεπανάληπτο και μοναδικό αυτό πνευματικό μας άνθρωπο. Μαζί του ενηλικιωθήκαμε θεατρικά. Με οδηγό την παιδική ματιά του και τη βαθιά γνώση του. Μόνο σεβασμός και ευγνωμοσύνη του πρέπουν. Απ’ όλους μας. Κοινό, καλλιτέχνες, πολιτεία. Όλος ο θεατρικός κόσμος θρηνεί την απώλεια μιας προσωπικότητας που χάραξε καινούργιους δρόμους και ταρακούνησε με τις παραστάσεις του το θεατρικό τοπίο. Όσοι είχαν την τιμή να τον γνωρίσουν και ως σκηνοθέτη και ως καθηγητή, εκτίμησαν την καλλιέργεια, το σπάνιο ήθος, το αμίμητο χιούμορ.

Ένας στυλοβάτης του ελληνικού θεάτρου και μελοδράματος, ένας δάσκαλος ήθους, αξιών με τεράστια μόρφωση, με επίπεδο, ένας κύριος -που δεν χανόταν στους τίτλους του- προσηνής, υποστηρικτικός, αγαπητός. Που μας έμαθε πολλά, μας δίδαξε με το δικό του τρόπο ζωής… Ο Δάσκαλος, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, τεραστίου διαμετρήματος καλλιτέχνης και Άνθρωπος…

Αντίο μαέστρο…

* Τι να πρωτοθυμηθώ από τις παραστάσεις του, αυτές του Εθνικού Θεάτρου, της Επιδαύρου ή και του θεάτρου “Κάβα” των Νίκου Χατζίσκου – Τιτίκας Νικηφοράκη, στην οδό Σταδίου 50, μεταξύ Μπενάκη και Σανταρόζα; Τον “Φιάκα” του Μισιτζή, τους “Επιτρέποντες” του Μενάνδρου, την «Ιφιγένεια [εν Ληξουρίω]» του Πέτρου Κατσαΐτη;

Ή να θυμηθώ το ευγενικό του πρόσωπο, τις πλατιές του παλάμες και τη θερμή του χειραψία όταν τον ευχαριστούσαμε και του δίναμε συγχαρητήρια; Μπορώ όμως να θυμηθώ και τις στιγμές της Επιδαύρου, όταν έμπαινε ακριβώς μόλις έσβηναν τα φώτα και ακουγόταν καθαρά το λάλημα του γκιώνη. Καθόταν στην πρώτη σειρά αριστερά στο κοίλον, φορώντας συνήθως ένα λευκό πουκάμισο και κρατώντας την Κατερίνα στην αγκαλιά του.

Μία από τις πιο πρόσφατες φορές που τον είδα ήταν τον Σεπτέμβριο του 2016, όταν είχε έρθει στο Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας να παρακολουθήσει την παράσταση “12 ένορκοι”, όπου έπαιζαν μαθητές του και πρώην συνεργάτες του. Βάδιζε αργά και αρχοντικά, στο χωματινό πεντελικό δρομάκι. Μαζί του διακριτικά η Χριστιάνα Ματζουράνη. Μόλις τελείωσε η παράσταση, έτρεξαν κοντά οι μαθητές του και άλλοι θεατές, θαυμαστές του. Χαμογελούσε με εκείνο το αγαθά ευφυές χαμόγελό του. Έδειχνε χαρούμενος και στωικός. Όταν του μιλήσαμε για την κόρη του, τη σκηνοθέτιδα Κατερίνα Ευαγγελάτου, έλαμψε το πρόσωπό του ολόκληρο.

Όταν η Κατερίνα σκηνοθετούσε τον “Ρήσο”, στο Λύκειο του Αριστοτέλη

* Το περασμένο καλοκαίρι σκηνοθέτησε τον «Αμύντα» του Γεωργίου Μόρμορη στο Ηρώδειο. Ήταν η τελευταία φορά που υποκλίθηκε στο κοινό το οποίο του χάρισε ένα γενναιόδωρο χειροκρότημα. Το τελευταίο γι’ αυτόν στο μικρό μας σύμπαν.

Λόγια του

Με την κόρη του Κατερίνα Ευαγγελάτου, σε βράβευσή του

“Δεν απονέμω ποτέ τίτλους στον εαυτό μου. Γεύομαι όμως τις στιγμές, νιώθω την εκτίμηση του περίγυρου. Και έχω την ελπίδα ότι κάποιο σημάδι θα αφήσω κι εγώ στο θέατρο”, έλεγε σε συνέντευξή του το 2001, ο Σπύρος Ευαγγελάτος.

“Με χαρακτηρίζουν λόγιο σκηνοθέτη αλλά μόλις αρχίσω τις πρόβες γίνομαι θεατρίνος, αφήνω στην μπάντα όλα όσα έχω μελετήσει και ξεκινώ με το πρωτότυπο κείμενο στο χέρι. Πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να επικοινωνεί με τον ηθοποιό, να τον ενθαρρύνει, να τον προσεγγίζει ψυχολογικά. Συνηθίζω να λέω ότι η σκηνοθεσία γίνεται διά της υποβολής και όχι διά της επιβολής. Και αυτός είναι ο τρόπος της δικής μου δουλειάς”, πρόσθετε στη Μυρτώ Λοβέρδου του “Βήματος”.

Με τη Λήδα

Συναντήθηκαν το καλοκαίρι το 1973. “Πρωτοάκουσα το όνομα της Λήδας Τασοπούλου από τη Μαρία Χορς, δασκάλα στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Με τη Μαρία είχαμε συνεργαστεί το καλοκαίρι του 1972 στην πρώτη μου σκηνοθεσία στην Επίδαυρο με το Εθνικό (“Ηλέκτρα” του Σοφοκλή). Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1973 το Εθνικό οργάνωσε ακροάσεις για τον Χορό του Ιππολύτου που θα σκηνοθετούσα εγώ και για την επανάληψη της Ηλέκτρας. Πριν από τις ακροάσεις η Μαρία (είχαμε συνδεθεί ήδη από την Ηλέκτρα με αδελφική φιλία που διαρκεί μέχρι σήμερα) είχε εξαντλήσει τα νεύρα μου λέγοντας και ξαναλέγοντας: “Είναι μια πρωτοετής στη σχολή που είναι καταπληκτική, κολλάει απολύτως σ’ αυτό που θέλεις για την τραγωδία”. Και πάλι προ των ακροάσεων: “Μην ξεχάσεις, πρόσεξε τη μικρή, Λήδα Τασοπούλου τη λένε. Αυτή σου πάει για τη δουλειά που θες, για το όραμά σου”. Πες – πες, κατάφερε να μου κάνει την άγνωστή μου κοπέλα σχεδόν αντιπαθή. (Η Λήδα δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, ούτε καν ήταν τότε σίγουρη πως την ενδιέφερε η θεατρική σταδιοδρομία)”.

Όταν την είδε δεν τη βρήκε και τόσο καταπληκτική, αφηγείται ο ίδιος στο βίβλιο που έγραψε μετά τον θάνατο της συζύγου του το 2005. “Μια κοπέλα του Χορού τιναζόταν σε διακριτική αλλά εμφανή θέση και μετά το συναρπαστικό στροβίλισμά της έμενε ακίνητη με τρόπο που “μιλούσε”. Απέπνεε ποίηση. Λόγω της απόστασης δεν μπορούσα να διακρίνω ποια ήταν.

Οταν την είδε δεν τη βρήκε και τόσο καταπληκτική αφηγείται ο ίδιος στο βίβλιο που έγραψε μετά τον θάνατο της συζύγου του το 2005. “Μια κοπέλα του Χορού τιναζόταν σε διακριτική αλλά εμφανή θέση και μετά το συναρπαστικό στροβίλισμά της έμενε ακίνητη με τρόπο που “μιλούσε”. Απέπνεε ποίηση. Λόγω της απόστασης δεν μπορούσα να διακρίνω ποια ήταν. Μετά την τέταρτη επανάληψη γυρνώ προς τη Μαρία Χορς: “Μαρία, Μαρία, ποια είναι αυτή; Αυτή είναι καταπληκτική”. “Μα, δεν στο είπα, αυτή είναι η Λήδα Τασοπούλου”. Αυτό ήταν.
Δυο τρία βράδια αργότερα, μετά την πρόβα, τρώγαμε στον Λεωνίδα, στο Λυγουριό. Μπαίνοντας δεξιά, θυμάμαι στον κλειστό χώρο, καθόμουν σε ένα τραπέζι περικυκλωμένος από κοπέλες του Χορού, φλυαρώντας… Ξάφνου αντικρίζω δεξιά μου, δύο τραπέζια πιο κάτω, τη Λήδα με κάποια φίλη της. Μέσα στη γενική οχλαλοή τα μάτια μου ακουμπάνε στο βλέμμα της, ένα βλέμμα βαθύ, προστατευτικό και ερωτικό, σεμνό και φιλήδονο. Ένας άλλος κόσμος. Σήκωσε το ποτήρι της και μου ένευσε. Το σήκωσα κι εγώ. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο γύρω μου. Αυτό ήταν… Αγκαλιαστήκαμε ένα βράδυ στο αρχαίο Στάδιο της Επιδαύρου και το επόμενο σε έναν στάβλο, δίπλα στο ξωκλήσι, στον παλιό δρόμο που οδηγεί στην Παλαιά Επίδαυρο. Οι στιγμές εκείνες ήταν ιερές και σφράγισαν τη ζωή μας… Η Λήδα ήταν για μένα η γυναίκα της ζωής μου”.

Στο “Αμφι-θέατρο

* Το «Αμφι-θέατρο» ιδρύθηκε πριν από περίπου 42 χρόνια δηλώνοντας πολύ λακωνικά τους στόχους του με κάποιες ερμηνείες της λέξης «Αμφι» σε σχέση με το θέατρο. Oι ερμηνείες αυτές υπήρχαν πάντοτε στα εσώφυλλα των προγραμμάτων του. Οι ιδρυτές του προσπάθησαν να είναι σεμνοί στη διατύπωση των προγραμματικών στόχων γι’ αυτό είναι γραμμένοι πολύ λακωνικά. Η ιστορία, όμως, έδειξε ότι το «Αμφι-θέατρο» ακολούθησε τρεις κατευθυντήριες γραμμές. Η πρώτη είναι η θητεία του στο Αρχαίο Δράμα. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος είχε σκηνοθετήσει επί 33 καλοκαίρια αδιαλείπτως στην Επίδαυρο. Στην αρχή με το Εθνικό Θέατρο, στη συνέχεια με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και τις τελευταίες περίπου δύο δεκαετίες με το «Αμφι-θέατρο». Η δεύτερη κατεύθυνσή του είναι το διεθνές ρεπερτόριο, κυρίως κλασικό αλλά και σύγχρονο. Η τρίτη κατεύθυνση ήταν καθαρά προσωπική. Επρόκειτο για μια φανατική «διακονία» σε παλαιά νεοελληνικά κείμενα άγνωστα ή πολύ λίγο γνωστά. Κείμενα όχι μόνο θεατρικά αλλά που μπορούν να θεατροποιηθούν, όπως το Έπος του Διγενή Ακρίτα ή ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου. Σε αυτόν τον τρίτο τομέα είχε σκηνοθετήσει τουλάχιστον 24 παραγωγές, οι 20 εκ των οποίων είναι με το «Αμφι-θέατρο» και οι άλλες 4 εκτός «Αμφι-θεάτρου». Παρουσίασε Κρητικό Θέατρο, Επτανησιακό και Αιγαιοπελαγίτικο Θέατρο, προσπαθώντας να συνθέσει κρίκους της χαμένης ιστορίας μας. Εκεί εμπλέκεται και η ιδιοτυπία του ως σκηνοθέτη, γιατί λειτουργούσε άλλοτε ως φιλόλογος και άλλοτε ως καλλιτέχνης. Άλλοτε και τα δύο. Παράλληλα, το «Αμφι-θέατρο» είχε λάβει μέρος σε περίπου 30 φεστιβάλ ανά τον κόσμο όχι μόνο με αρχαίο δράμα αλλά και με κείμενα εντελώς άγνωστα.

Ο ίδιος πάντα τόνιζε ότι το «Αμφι-θέατρο» δεν διοικείτο από ένα πρόσωπο αλλά από δύο. Η Λήδα Τασοπούλου, η οποία ήταν ιδρυτικό στέλεχος, υπηρέτησε αδιάλειπτα το «Αμφι-θέατρο» από την πρώτη μέρα και με τις ερμηνείες της, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, χάραξε πάρα πολύ σημαντικά την πορεία του «Αμφι-θεάτρου» και συνέβαλε στην πολιτιστική προβολή της χώρας μας στο εξωτερικό. Τα τελευταία δε χρόνια σκηνοθετούσε δείχνοντας πολύ μεγάλες ικανότητες, προσωπικό όραμα και προσωπική σύλληψη. Μια χαρακτηριστική της σκηνοθεσία, ήταν με το έργο του Γερμανού συγγραφέα Ντάνιελ Καλ, «Αστραπές χωρίς βροντές». Άρα το «Αμφι-θέατρο», όπως γνωρίζουμε, ανήκε και στους δυο τους.

* Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, όπως έλεγε, στα φοιτητικά του χρόνια δεν στόχευε σε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Ήθελε απλώς να υπηρετεί την επιστήμη και να κάνει έρευνα επάνω σε κεφαλαιώδη θέματα της λογοτεχνίας και του θεάτρου. Υπογράμμιζε ότι όφειλε πάρα πολλά στους δασκάλους του τόσο στο θέατρο όσο και στη φιλολογία. Όσον αφορά τη Φιλολογία θυμόταν τον δάσκαλό του Μανούσο Μανούσακα που κοντά του έμαθε πολλά. Στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών τους μεγάλους δασκάλους, όπως ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Διον. Ζακυθηνός, ο Γ. Kουρμούλης, ο Νικ. Τωμαδάκης, ο Γεωργ. Ζώρας και πολλοί άλλοι από εκείνη την ομάδα των σπουδαίων δασκάλων. Στο θέατρο τον μέγα δάσκαλο Άγγελο Τερζάκη, τον Στέλιο Βόκοβιτς, τον Θάνο Κωτσόπουλο, την Ελένη Χαλκούση και βέβαια τους σκηνοθέτες Σωκράτη Καραντινό και Τάκη Μουζενίδη. Από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βιέννης τον Χάιντς Κίντερμαν και τη Μάργκρετ Ντίντριχ.

* Τον Φεβρουάριο του 2011 πολλοί ηθοποιοί, σκηνοθέτες, θεατρολόγοι, άνθρωποι της πολιτικής και της κοινωνίας στάθηκαν πλάι στον Σπύρο Ευαγγελάτο, υποστηρίζοντας ότι το “Αμφι-Θέατρο” δεν πρέπει να αναστείλει τη λειτουργία του, όπως ανακοίνωσε ο ιδρυτής του. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε ξεκαθαρίσει ότι είναι αδύνατον να συνεχίσει αν δεν στηριχθεί από το κράτος. «Από τους πρώτους μήνες της ανάληψης των καθηκόντων του ζήτησα να τον συναντήσωι», έλεγε ο Σπύρος Ευαγγελάτος για τον τότε υπουργό Πολιτισμού. Αν και δεν συναντήθηκε ποτέ με τον Παύλο Γερουλάνο, του μετέφερε τη σκέψη της μεταστέγασης του “Αμφι-Θεάτρου” σε κάποιο άλλο κτήριο, από τα ακίνητα του ΥΠΠΟ.

Λίγες μέρες, δε, πριν από τη δημοσιοποίηση της επιστολής του για την αναστολή της λειτουργίας του θέατρου, ενημέρωσε τον υπουργό Ποιτισμού, αναμένοντας μια αντίδραση από μέρους του. Ωστόσο, δεν υπήρξε απόκριση, ούτε από τον ίδιο ούτε από τη γενική γραμματέα, Λίνα Μενδώνη. «Εστιάζω την πικρία μου στο γεγονός ότι δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον ο κύριος Γερουλάνος σε έναν πολίτη που είναι υπεύθυνος για έναν πολιτιστικό φορέα.. Είναι ένας παράξενος σνομπισμός», επισήμαινε τότε ο Σπύρος Ευαγγελάτος.

Να προστεθεί ότι το τελευταίο έργο ήταν η «Διαβολογυναίκα» του Καρλ Σένχερ που συνεχίστηκε κανονικά ως τις 17 Απριλίου 2011, στο Αμφι-Θέατρο, στην Πλάκα, στην οδό Ανδριανού 111.

«Μετά», συμπλήρωνε μελαγχολικά ο Σπύρος Ευαγγελάτος, «θα ξεκινήσουμε τη μεταφορά πραγμάτων και τη μετακόμιση…».

* Η ζωή στάθηκε γενναιόδωρη για τον Σπύρο Ευαγγελάτο, αλλά και σκληρή, ανελέητα σκληρή. Οι μεγάλες επιτυχίες και η αναγνώριση που ταυτίστηκαν με τη ζωή του, έκρυβαν και πόνο. Το 2005 έχασε την πολυαγαπημένη του σύζυγο και μούσα του, την ηθοποιό Λήδα Τασοπούλου, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο. Πέντε χρόνια μετά, πέθανε σε ηλικία 24 ετών, ο μοναχογιός του Αντίοχος Ευαγγελάτος.

Άνθρωπος φύσει αισιόδοξος, ο Σπύρος Ευαγγελάτος συνέχιζε να θαυμάζει την κόρη του, τη σπουδαία σκηνοθέτιδα Κατερίνα Ευαγγελάτου και να κάνει όνειρα για το μέλλον. Τα τελευταία χρόνια είχε μοιραστεί τη ζωή του με την ηθοποιό Χριστιάνα Ματζουράνη.

Της Ευφροσύνης Κωσταρά (Φιλόλογος – Θεατρολόγος) – Πηγή: www.cineek.gr

Ο Σπύρος Ευαγγελάτος γεννήθηκε το 1940 στην Αθήνα. Ήταν γιος του Κεφαλονίτη μουσουργού Αντίοχου Ευαγγελάτου και της αρπίστριας Ξένης Μπουξεράκη από την Κρήτη. Μεγάλωσε σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον, όπου κυριαρχούσε η αγάπη για τη μουσική και τη λογοτεχνία. Το σπίτι τους ήταν ανοιχτό, και συχνά αντάμωναν εκεί μεγάλες προσωπικότητες του ελληνικού πνεύματος (Σικελιανός, Τερζάκης, Λίνος Πολίτης κ.ά.). Ανατράφηκε, επομένως, με επιμελημένη πνευματική και καλλιτεχνική αγωγή, όπως και η εξίσου ταλαντούχα αδερφή του Δάφνη. Σπούδασε μουσική, φιλολογία και θέατρο. Και οι τρεις αυτές σπουδές έγιναν πηγή δημιουργίας και έμπνευσης στη μετέπειτα πορεία του.
Το 1958 εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Το 1961 αποφοιτά από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και την επόμενη χρονιά το 1962 ιδρύει τη «Νεοελληνική Σκηνή», πρόδρομο του «Αμφι-θεάτρου», στην οποία σκηνοθετεί μέχρι το 1964 έργα από το κρητικό, το επτανησιακό και το θέατρο του 19ου αι., άγνωστα στο κοινό (Φουρτουνάτος του Φόσκολου 1962, Μαρία Δοξαπατρή του Βερναρδάκη 1963, Θυέστης του Κατσαΐτη και Χάσης του Γουζέλη 1964). Στη συνέχεια (1964-66) συνεργάζεται ως σκηνοθέτης με το θίασο της Αντιγόνης Βαλάκου, το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας.
Το 1966 φεύγει με υποτροφία και σπουδάζει Θέατρο και Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ενώ μέχρι το 1970 παρακολουθεί σεμινάρια θεάτρου στη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία κ.α. Το 1970 ανακηρύσσεται αριστούχος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών για τη διατριβή του με θέμα: «Ιστορία του Θεάτρου εν Κεφαλληνία (1600-1900)». Κατά διαστήματα φιλοξενείται στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, όπου διευρύνει τις σπουδές του σε θέματα αρχειακών ερευνών και παλαιογραφίας.

Από το 1971 συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο σκηνοθετώντας παραστάσεις εντός και εκτός Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ζυρίχη, Κλάγκενφουρτ). Το 1972 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Επίδαυρο παράσταση με το Εθνικό Θέατρο, την “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή, με την οποία μπήκε πανηγυρικά στην Επίδαυρο ως νέος σκηνοθέτης, συνοδευόμενος από δύο νέες έκτακτες συμμετοχές ηθοποιών, της Αντιγόνης Βαλάκου και του Πέτρου Φυσσούν. Το να δοθεί, βέβαια, το δικαίωμα σ’ έναν νέο τότε σκηνοθέτη να ανεβάσει παραστάσεις στην Επίδαυρο με το Εθνικό Θέατρο ήταν κάτι το ξεχωριστό. Ο Ευαγγελάτος υπήρξε ο νεότερος σκηνοθέτης που έλαβε μέρος στο φεστιβάλ της Επιδαύρου. Θεωρήθηκε η «καλλιτεχνική αποκάλυψη» του Εθνικού και μαζί με τους συνεργάτες του έφερε την από καιρό ζητούμενη ανανέωση που δημιούργησε τις ελπίδες για την περαιτέρω αναζωογόνηση του θεσμού. Τα «προξενιά» είχε κάνει ο δάσκαλός του Τάκης Μουζενίδης, ο οποίος είχε ξεχωρίσει τις ικανότητες του νεαρού τότε Ευαγγελάτου. Ο Ευαγγελάτος αποτέλεσε το νέο αίμα που έμπαινε στην Επίδαυρο. Η συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο συνεχίστηκε έως το 1977, ανεβάζοντας κάθε καλοκαίρι παραστάσεις στην Επίδαυρο.
Η θητεία του αυτή στο Εθνικό Θέατρο επηρέασε τις σκηνοθετικές του μεθόδους. Η προσέγγιση των αρχαίων ελληνικών κειμένων από τον Ευαγγελάτο έγινε υπό το πρίσμα μιας πιο λόγιας οπτικής, όπως φαίνεται στις μεταφράσεις και την απόδοση των κειμένων της αθηναϊκής δραματουργίας. Ως υποψήφιος σκηνοθέτης και ως δόκιμος ηθοποιός μαθήτευσε κοντά στον απαιτητικό Τάκη Μουζενίδη και τον χαρισματικό στοχαστή Άγγελο Τερζάκη. Ο ίδιος ο Ευαγγελάτος αναφέρει ότι είχε την τύχη να διδαχτεί από αληθινά έξοχους δασκάλους.
Το διάστημα αυτό της θητείας του Ευαγγελάτου στο Εθνικό ξεκίνησαν, επίσης, ορισμένες συνεργασίες που σημάδεψαν την πορεία του και τις οποίες κράτησε και στη συνέχεια, όταν πλέον εμφανίστηκε στην Επίδαυρο με το δικό του θεατρικό σχήμα, το «Αμφι-θέατρο». Αυτές είναι η συνεργασία με τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα και τη χορογράφο Μαρία Χορς. Η έναρξη της πορείας, μάλιστα, του Γιώργου Πάτσα στην Επίδαυρο συνέπεσε με την παρθενική εμφάνιση του Ευαγγελάτου με το Εθνικό το 1972, με την Ηλέκτρα του Σοφοκλή. Ο Κ. Χ. Μύρης, επίσης, πρωτοεμφανίζεται στην παράσταση του νέου, ρηξικέλευθου τότε για την παράδοση του Εθνικού Θεάτρου σκηνοθέτη Σπύρου Ευαγγελάτου. Από τότε και για πολλά χρόνια Ευαγγελάτος – Μύρης θα αποτελέσουν σκηνοθετικό – μεταφραστικό δίδυμο στο τραγικό είδος. Συνεργάστηκε, επίσης με τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος είχε αναλάβει το 1977 τη σύνθεση για τις Ικέτιδες του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου και μετάφραση Χ. Κ. Μύρη, όπως και με τον Δημήτριο Τερζάκη και τον Στέφανο Γαζουλέα. Από το 1980 με την είσοδό του στα Επιδαύρια με το «Αμφι-θέατρο» συνεργάζεται επίσης με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Γιώργο Κουρουπό, τον Νίκο Κυπουργό κ.ά.
Το 1975 ιδρύει το «Αμφι-θέατρο», του οποίου η δραστηριότητα συνεχίζεται αδιάλειπτα εντός και εκτός Ελλάδας (Βιέννη, Μόσχα, Βερολίνο, Βρυξέλλες, Κύπρος, Ισραήλ, Χιλή, Αργεντινή, Πεκίνο κ.λπ.). Το διάστημα 1989-92 ίδρυσε στο «Αμφι-θέατρο» Εργαστήριο Υποκριτικής Τέχνης για το Θέατρο και την Όπερα, υπό τη διεύθυνση της συζύγου του Λήδας Τασοπούλου, στο οποίο δίδαξαν κορυφαίες προσωπικότητες από το χώρο του θεάτρου και της όπερας, ενώ οι φοιτητές σ’ αυτό ήταν υπότροφοι.
Από το 1977 έως το 1980 υπήρξε γενικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ενώ συνέβαλε, επίσης, στην ίδρυση της «Όπερας της Θεσσαλονίκης», του «Θεάτρου Θράκης», του «Θεάτρου Ανατολικής Μακεδονίας», της «Ποντιακής» και της «Παιδικής Σκηνής». Το διάστημα 1984-87 διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος όχι μόνο στη μουσική πλευρά των παραστάσεων αλλά και στη σκηνική παρουσίασή τους σε συνεργασία με μουσικολόγους και νέους μουσικούς.
Όσον αφορά στην πανεπιστημιακή του καριέρα, το 1989 εξελέγη παμψηφεί αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας και το 1991 πάλι παμψηφεί καθηγητής του νεοσύστατου τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το διάστημα 1997-99 υπήρξε Πρόεδρος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Για το έργο του και την προσφορά του στο θέατρο έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις και βραβεία. Ενδεικτικά αναφέρω το βραβείο «Κάρολος Κουν» για την κατ’ αντίστροφη σειρά παρουσίαση της Ορέστειας σε μεμονωμένες παραστάσεις (1988), το βραβείο της «Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων» (1994) προς το «Αμφι-θέατρο» για την προβολή των αρχαίων ελληνικών και αναγεννησιακών έργων, το βραβείο Σκηνοθεσίας της «Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων» (1996) για τη σκηνοθεσία του της τραγωδίας του Άγγελου Τερζάκη Θεοφανώ, το βραβείο «Φώτος Πολίτης» του Μουσείου και Κέντρου Μελέτης του Ελληνικού Θεάτρου (1997) για τις σκηνοθεσίες του με το «Αμφι-θέατρο»: α) Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα του Ο’ Νηλ και β) Ίων του Ευριπίδη, ενώ το 1999 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος του απονέμει το παράσημο του «Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος». Επίσης, το 1994 ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της «Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας», το 1995 μέλος της Europa Akademie και το 2000 επίτιμο μέλος του Μουσείου και Κέντρου Μελέτης του Ελληνικού Θεάτρου.

Η πορεία του στο «Αμφι-θέατρο»

Το 1975 ιδρύεται, όπως είδαμε, το «Αμφι-θέατρο». Η λέξη αμφιθέατρον προέρχεται σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας (10ος αι. μ.Χ.) από το αμφιθεάζον που σημαίνει τόπος πανταχόθεν περισκοπούμενος. Οι προγραμματικοί στόχοι του «Αμφι-θεάτρου» δηλώθηκαν κατά την ίδρυσή του λακωνικά με κάποιες ερμηνείες της λέξης «Αμφι» σε σχέση με το θέατρο, ερμηνείες που υπάρχουν πάντα στην πρώτη σελίδα των προγραμμάτων του. Συγκεκριμένα αναφέρονται οι εξής ερμηνείες: α) Κοντά, ολόγυρα (σε σχέση με το κοινό), β) απ’ όλες τις πλευρές (σε σχέση με τη θεατρική τέχνη), γ) ανάμεσα ή μαζί με (σε σχέση με την εποχή του).
Η λειτουργία του υπήρξε ως σήμερα συνεχής και αδιάλειπτη, σε χειμερινές και θερινές θεατρικές περιόδους. Λαμβάνει τακτικά μέρος στα φεστιβάλ Επιδαύρου, Αθηνών κι άλλων ελληνικών πόλεων. Είναι το πρώτο ελληνικό θέατρο που έλαβε μέρος σε Διεθνή Φεστιβάλ, όχι αποκλειστικά με γνωστά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αλλά και με έργα μεσαιωνικής και αναγεννησιακής ελληνικής λογοτεχνίας, όπως ο Διγενής Ακρίτας, αγνώστου ποιητή του 12ου αι., ο Ερωτόκριτος του Β. Κορνάρου, ο Φουρτουνάτος του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου, ή με ελάχιστα γνωστά αρχαία ελληνικά κείμενα, όπως οι Επιτρέποντες του Μενάνδρου. Τα πρώτα 10 χρόνια το «Αμφι-θέατρο» δεν είχε κάποια μόνιμη έδρα. Από το 1985 και μετά βρίσκεται στη μόνιμη έδρα του στην Πλάκα. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η καθιέρωση από το 1975 έκδοσης «θεατρικής βιβλιοθήκης». Στα προγράμματά του περιλαμβάνονται πάντα ολόκληρα τα κείμενα των έργων που παρουσιάζει, ενώ με υπεύθυνη φιλολογική και θεατρολογική επιμέλεια δημοσιεύονται σ’ αυτά μελετήματα που φωτίζουν τον συγγραφέα, την εποχή του και το συγκεκριμένο κάθε φορά έργο.
Το «Αμφι-θέατρο» του Ευαγγελάτου έχει στραφεί σε τρεις κυρίως κατευθύνσεις: α) Το αρχαίο ελληνικό δράμα, β) το παλαιό, και συχνά άγνωστο, νεοελληνικό θέατρο της περιόδου 1600-1900 και γ) το διεθνές δραματολόγιο, ευρωπαϊκό και μη, ασχολούμενο με ξένους, κλασικούς, νεότερους και σύγχρονους συγγραφείς. Γενικότερα, το «Αμφι-θέατρο» επιδίωξε ένα δεσμό της παλαιάς λαϊκής θεατρικής παράδοσης με τις σύγχρονες θεατρικές διερευνήσεις.
Η προσφορά του Ευαγγελάτου στους τρεις παραπάνω τομείς είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η πρώτη μεγάλη προσφορά του είναι η δημιουργική συμβολή του στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Από το 1972 που εμφανίστηκε στην Επίδαυρο με το Εθνικό Θέατρο ανεβάζοντας την Ηλέκτρα του Σοφοκλή έχει σκηνοθετήσει όλες τις τραγωδίες του Αισχύλου, 5 τραγωδίες του Σοφοκλή, 14 του Ευριπίδη, 6 κωμωδίες του Αριστοφάνη και 1 του Μενάνδρου (Επιτρέποντες). Μια πραγματικά πλουσιότατη θεατρική παραγωγή του κλασικού ρεπερτορίου. Όλες αυτές οι σκηνοθετικές προσεγγίσεις γίνονται με νέα εικαστικά ζητούμενα, νέες μεταφράσεις είτε από τον ίδιο είτε από τον Χ. Μύρη (ψευδώνυμο του Κ. Γεωργουσόπουλου), με τον οποίο συνεργάζεται στενά, και ένα ευρύ φάσμα μουσικών προτάσεων, από τον Μίκη Θεοδωράκη έως τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Μαρκόπουλο, τον Κηπουργό κ.ά.
Η δεύτερη πραγματικά μεγάλη προσφορά του είναι η σκηνική αξιοποίηση των παραμελημένων, συχνά αγνοημένων θεατρικών κειμένων της νεότερης παράδοσής μας. Όταν πρωτοεμφανίζεται το 1961 σε ηλικία 21 χρονών ως σκηνοθέτης και εμπνευστής της «Νεοελληνικής Σκηνής», ανεβάζει για πρώτη φορά παγκοσμίως την κρητική κωμωδία Φουρτουνάτος, φανερώνοντας μάλιστα τη σκηνοθετική του ευφυΐα και τις ηγετικές του ικανότητες. Από τότε με υπευθυνότητα παρουσιάζει ξεχασμένα κείμενα κάνοντας διασκευές και αξιοποιώντας κείμενα που πριν απ’ αυτόν είχαν αγνοηθεί εντελώς. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε βέβαια η φιλολογική του παιδεία και οι σπουδές του στα φιλολογικά κείμενα του νεότερου ελληνισμού. Ο Γεωργουσόπουλος αναγνωρίζει ότι «σ’ αυτόν το ελληνικό θέατρο οφείλει τη νεκρανάσταση μιας σειράς δημιουργών που είχαν λησμονηθεί». Όπως αναφέρει κι ο ίδιος ο Ευαγγελάτος σε συνέντευξή του («Το Καποδιστριακό», 01/03/2005), «η κατεύθυνση αυτή είναι καθαρά προσωπική. Είναι μια φανατική “διακονία” σε παλαιά νεοελληνικά κείμενα άγνωστα ή πολύ λίγο γνωστά. Κείμενα όχι μόνο θεατρικά αλλά που μπορούν να θεατροποιηθούν, όπως το Έπος του Διγενή Ακρίτα ή ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου. Σε αυτόν τον τομέα έχω σκηνοθετήσει 24 παραγωγές, οι 20 εκ των οποίων είναι με το «Αμφι-θέατρο» και οι άλλες 4 εκτός «Αμφι-θεάτρου. Παρουσιάσαμε, μεταξύ άλλων, Κρητικό, Επτανησιακό και Αιγαιοπελαγίτικο θέατρο, προσπαθώντας να συνθέσουμε κρίκους της χαμένης ιστορίας μας. Εκεί εμπλέκεται και η δική μου ιδιοτυπία, ο οποίος λειτουργώ άλλοτε ως φιλόλογος και άλλοτε ως καλλιτέχνης. Παράλληλα, βέβαια, έχουμε λάβει μέρος σε περίπου 30 φεστιβάλ ανά τον κόσμο όχι μόνο με αρχαίο δράμα αλλά και με κείμενα εντελώς άγνωστα».
Η τρίτη, τέλος, προσφορά του είναι η πρωτότυπη ματιά του πάνω στα κλασικά, νεοκλασικά και μοντέρνα κείμενα του παγκόσμιου θεάτρου.
Σε όλες τις προσπάθειές του συνεργάτης και βοηθός υπήρξε η σύζυγός του Λήδα Τασοπούλου, ο χαμός της οποίας (12/09/05) ήταν μεγάλο πλήγμα για τον ίδιο και το «Αμφι-θέατρο». Για τη Λήδα αναφέρει στην παραπάνω συνέντευξή του: «Πρέπει, βέβαια, να τονίσω ότι το “Αμφι-θέατρο” δεν διοικείται από ένα πρόσωπο αλλά από δύο. Εμένα και τη Λήδα Τασοπούλου, η οποία είναι ιδρυτικό στέλεχος, υπηρέτησε αδιάλειπτα το “Αμφι-θέατρο” από την πρώτη μέρα μέχρι σήμερα και με τις ερμηνείες της, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, χάραξε πάρα πολύ σημαντικά την πορεία του και συνέβαλε στην πολιτιστική προβολή τής χώρας μας στο εξωτερικό. Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια σκηνοθετεί δείχνοντας πολύ μεγάλες ικανότητες, προσωπικό όραμα και προσωπική σύλληψη. Άρα το «”Αμφι-θέατρο” ανήκει και στους δυο μας».

* Σκηνοθεσίες του «Αμφι-θεάτρου» αρχαίας ελληνικής κωμωδίας:
Αριστοφάνη Λυσιστράτη (1976), μια παραγωγή με ηθοποιούς όλους άνδρες, Βάτραχοι (1977) και Πλούτος (1978), που ανέβηκαν στο Ηρώδειο, Επιτρέποντες του Μενάνδρου (1980), Αριστοφάνη Ειρήνη (1984), Νεφέλες (1989) και Εκκλησιάζουσες (1998) που ανέβηκαν στην Επίδαυρο. Το καλοκαίρι του 2006 το «Αμφι-θέατρο» μετά από 34 χρόνια παρουσίας δεν έλαβε μέρος στο φεστιβάλ της Επιδαύρου. Ανέβασε τους Σφήκες του Αριστοφάνη στο Ηρώδειο με τον Δ. Πιατά και τον Χ. Βαλαβανίδη.

* Σκηνοθεσίες του «Αμφι-θεάτρου» αρχαίας ελληνικής τραγωδίας:
Ξεκινά με τον Ρήσο του Ευριπίδη (Επίδαυρος, 1981). Ακολουθούν Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη (Επίδαυρος, 1982), Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου (Επίδαυρος, 1983). Το 1984 ανεβάζει, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, κωμωδία, την Ειρήνη του Αριστοφάνη, ενώ το 1985 δεν παίρνει μέρος στο φεστιβάλ της Επιδαύρου. Ακολουθούν για τρεις συνεχόμενες χρονιές οι μεμονωμένες τραγωδίες της τριλογίας του Αισχύλου Ορέστεια σε κατ’ αντίστροφη σειρά παράστασή τους: 3 Ευμενίδες (Επίδαυρος, 1986), Χοηφόροι (Επίδαυρος, 1987) και Αγαμέμνων (Επίδαυρος, 1988), για τις οποίες απονέμεται στον Ευαγγελάτο, όπως είδαμε, το βραβείο «Κάρολος Κουν» του Δήμου Αθηναίων. Το 1990 παρουσιάζει ολόκληρη την Ορέστεια του Αισχύλου, σε μια παράσταση 3 και 1/2 ωρών κάνοντας τις απαραίτητες αλλαγές, περικοπές, διορθώσεις κ.λπ. στο κείμενο, τη μουσική, το χορό. Ακολουθούν Ηλέκτρα του Σοφοκλή (Επίδαυρος, 1991), νέα παραγωγή της τραγωδίας Προμηθεύς Δεσμώτης του Αισχύλου (Επίδαυρος, 1992), οι Βάκχες του Ευριπίδη (Επίδαυρος, 1993), Τραχίνιαι του Σοφοκλή (Επίδαυρος, 1994), Επτά επί Θήβας του Αισχύλου (Επίδαυρος, 1995), Ίων του Ευριπίδη (Επίδαυρος, 1996), Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη (Επίδαυρος, 1997), Ελένη του Ευριπίδη (Επίδαυρος, 1999), Αίας του Σοφοκλή (Επίδαυρος, 2000), Μήδεια του Ευριπίδη (Επίδαυρος, 2001), Εκάβη του Ευριπίδη (Επίδαυρος 2003), Υψιπύλη του Ευριπίδη (Επίδαυρος 2004) και Ανδρομάχη του Ευριπίδη την ίδια χρονιά σε συνεργασία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου, η οποία ήταν και η τελευταία παράσταση, στην οποία έπαιξε η Λ. Τασοπούλου, και Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή (Επίδαυρος 2005).

Mε την Κατερίνα Ευαγγελάτου και τον δημοσιογράφο Νίκο Θρασυβούλου, στον “Ιανό”

Οι σκηνοθετικές του μέθοδοι

Ο Ευαγγελάτος, νέος, «επαναστατημένος» και «αμφισβητίας» σκηνοθέτης, επιχείρησε να φέρει νέες ιδέες στην Επίδαυρο. Προσπάθησε να σπάσει την παράδοση που είχε δημιουργήσει το Εθνικό επί 20 χρόνια, να αποστασιοποιηθεί από καθετί «παλιό» και «ξεπερασμένο». Ο Ευαγγελάτος γενικότερα είναι ο σκηνοθέτης με τις περισσότερες αριθμητικά παραστάσεις στην Επίδαυρο. Η θητεία του στο Εθνικό τον επηρέασε στη λόγια και κλασική προσέγγιση των κειμένων, οι σκηνοθεσίες του όμως είχαν επίσης έναν έντονο χαρακτήρα πρωτοτυπίας και ανανέωσης, που τάραξε τα κατεστημένα του Εθνικού. Ήδη από το 1972 με τη σοφόκλεια Ηλέκτρα του έφερε στην Επίδαυρο έναν ευρωπαϊκό αέρα μοντερνισμού και ανανέωσης. Προσέγγισε το αρχαίο δράμα, κωμωδία και τραγωδία, με πάγιες μεν απόψεις, οι οποίες είχαν διαμορφωθεί από τη θητεία του στο Εθνικό και τη φιλολογική του παιδεία, κινήθηκε όμως με μεγάλη άνεση σε ευρύτερα πλαίσια από τα συνήθη για την εποχή που εμφανίστηκε. Ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό «Φουαγιέ» (τευχ. 3, Μάρτιος 2006) αναφέρει: «Η ζώσα μετεξέλιξη της παραδόσεως του Εθνικού Θεάτρου είναι το “Αμφι-θέατρο”. Ως σκηνοθέτης δεν υιοθετώ βέβαια τις παραστάσεις, όπως μου τις δίδαξαν οι δάσκαλοί μου, είμαι μια γενιά νεότερος και φυσικό είναι να υπάρχουν αλλαγές. Επιδίωξή μας, όμως είναι να προβληθούν τα νοήματα των έργων, να προβληθεί ο λόγος με μια αισθητική όσο μπορούμε πιο σύγχρονη, χωρίς να προδίδεται όμως το νόημα του ποιητή. Αυτή ήταν και η πρόθεση των ιδρυτών του Εθνικού Θεάτρου και πιστεύω πως εγώ το ακολούθησα».
Ο Ευαγγελάτος κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στις δύο Σχολές που υπήρχαν όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με το Εθνικό, τη σχολή του Εθνικού, στην οποία ήταν έντονη η κυριαρχία του κειμένου και του λόγου, η αυστηρότητα και η γεωμετρικότητα των κινήσεων, και τη σχολή του Κ. Κουν, που υιοθετούσε μια υπερρεαλιστική αισθητική έκφραση με έντονους λαϊκούς ρυθμούς, χρωματική ποικιλία και «ανατολίτικη πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα», καλλιεργώντας μια ευρεία γκάμα υποκριτικής γλώσσας, σωματικής και συναισθηματικής. Σεβάστηκε το ποιητικό κείμενο, αλλά συχνά κατέφυγε και σε λαϊκότροπα δρώμενα και ευφάνταστες υπερρεαλιστικές φόρμες. Τόλμησε να παρουσιάσει ρεαλιστικές λύσεις στο σατυρικό δράμα, τον Μένανδρο, αλλά ιδιαίτερα ευδοκίμησε στα ειρωνικά δράματα του Ευριπίδη και σε αξιόλογες αριστοφανικές προτάσεις. Ο Ιππόλυτος (1973), η Άλκηστη (1974), οι Επιτρέποντες του Μενάνδρου (1980), η Ειρήνη του Αριστοφάνη (1994), ο Ίων (1996) υπήρξαν παραστάσεις που προχώρησαν τον προβληματισμό πάνω στα ερμηνευτικά θέματα του αρχαίου ελληνικού δράματος.
Ο προσανατολισμός του Ευαγγελάτου στην επιλογή των κειμένων είναι περισσότερο στραμμένος στο ελληνικό και κλασικό ρεπερτόριο. Είδαμε ήδη ότι το σύνολο των έργων που έχει ανεβάσει αφορούν κυρίως το αρχαίο ελληνικό δράμα και λογοτεχνικά κείμενα του 1600-1900. Από το ξένο θέατρο έχει επίσης στραφεί κυρίως στο κλασικό ρεπερτόριο (Σαίξπηρ, Μολιέρος, Γκαίτε κ.ά.). Διαφέρει έτσι από το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, όπου υπάρχει η προτίμηση των μοντέρνων Ελλήνων και διεθνών θεατρικών συγγραφέων. Οι επιλογές των έργων και οι σκηνοθεσίες του Ευαγγελάτου εκφράζουν το βαθύ του ενδιαφέρον για την αναβίωση του Ελληνικού Θεάτρου μέσω της ελληνικής παράδοσης, συνταιριασμένη με τη γνώση του ελληνικού και ειδικότερα κλασικού θεατρικού παρελθόντος. Το φιλολογικό του υπόβαθρο και η εκτενής γνώση των κειμένων της ελληνικής δραματουργίας και η θητεία του στο Εθνικό έχουν καθορίσει την προσέγγιση των κειμένων, η οποία είναι λόγια και προσπαθεί κυρίως να φωτίσει τα ίδια τα κείμενα.
Ο πειραματισμός είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό του Ευαγγελάτου. Ο Ευαγγελάτος πειραματίστηκε σε διαφορετικούς τρόπους θεατρικής παράστασης. Αυτό οφείλεται στη βαθιά πίστη του ότι οι ηθοποιοί πρέπει να βρίσκονται στο κέντρο της θεατρικής πράξης, γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η εκτενής γνώση όλων των όψεων της μιμητικής τέχνης. Για παράδειγμα, πειραματίστηκε με τις τεχνικές των γελωτοποιών στους Βατράχους το 1977, με την έκφραση μέσω του χορού στην Ψυχοστασία του Αισχύλου το 1979, με την παράδοση των θρησκευτικών παραστάσεων στους Πέρσες το 1978, με τον αυτοσχεδιασμό της Commedia dell’ Arte κ.λπ. Για όλους αυτούς τους πειραματισμούς κέρδισε τη φήμη του καινοτόμου και πρωτοπόρου σκηνοθέτη.
Επιπλέον, στις σκηνοθεσίες του στο αρχαίο ελληνικό δράμα δίνει ιδιαίτερη προσοχή και βαρύτητα στο κάθε έργο, το οποίο επεξεργάζεται. Αυτό προέρχεται από την πίστη του ότι κάθε έργο πρέπει να προσεγγίζεται με διαφορετικό τρόπο, αυτόν που πηγάζει από την ίδια του τη φύση. Σε συνέντευξή του στον Βασίλη Αγγελικόπουλο στο «Βήμα» (5/8/90) αναφέρει: «Τα προβλήματα που παρουσιάζουν στη σκηνοθεσία τα έργα του Αισχύλου είναι διαφορετικά από αυτά του Σοφοκλή ή του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη ή του Μενάνδρου. Επιπλέον, κάθε έργο ακόμα και του ίδιου συγγραφέα έχει την ιδιαιτερότητά του. Έτσι, αντιμετωπίζω κάθε έργο με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, προσπαθώ να ανακαλύπτω τις ιδέες, τα βαθύτερα νοήματα και ιδιαιτερότητες κάνοντας πάντα την ίδια ερώτηση: γιατί ενδιαφερόμαστε γι’ αυτό το έργο σήμερα και πώς μπορώ να το κάνω ενδιαφέρον για το κοινό; Έτσι, αλλάζω κάθε φορά την αισθητική μου προσέγγιση, προκειμένου να υπηρετήσω καλύτερα το έργο».
Χαρακτηριστική επίσης για τη σκηνοθετική του μέθοδο είναι η άποψη που ο ίδιος διατυπώνει στη Θυμέλη λέγοντας ότι οι σκηνοθέτες του αρχαίου δράματος χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: α) Σε αυτούς που πιστεύουν ότι τα κείμενα είναι ζωντανοί οργανισμοί και μπορούν να αντέξουν τη δοκιμασία της σύγχρονης σκηνής και β) σε εκείνους που πρεσβεύουν ότι τα έργα είναι μη παραστάσιμα και απλώς μπορούν να σταθούν αφορμή για δεξιοτεχνικά σκηνοθετικά επιτεύγματα. Ο ίδιος κατατάσσει τον εαυτό του στην πρώτη κατηγορία, θεωρώντας ότι «ένας εμπνευσμένος δεξιοτέχνης σκηνοθέτης μπορεί να οργανώσει ένα ενδιαφέρον θέαμα σκηνοθετώντας ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο!». Αναγνωρίζει ότι υπάρχουν μέρη ολόκληρα ή σημεία αρχαίων ελληνικών έργων που σε μια πρώτη προσέγγιση φαίνονται μη παραστάσιμα. Όμως κι αυτά με τον κατάλληλο χειρισμό μπορούν να γίνουν ζωντανό θέατρο για το σύγχρονο κοινό, χωρίς να προδοθούν τα νοήματα και η συγκίνηση που περικλείουν.
Γενικότερα ο Σπύρος Ευαγγελάτος έχει κάνει πάνω από 160 σκηνοθεσίες θεάτρου και πάνω από 50 όπερας σε 45 περίπου χρόνια. Γι’ αυτό και ο Κώστας Γεωργουσόπουλος του απέδωσε τον τίτλο του αναγεννησιακού ανθρώπου για την πολύπλευρη ενασχόλησή του με την τέχνη και την επιστήμη, αλλά και για το ανοιχτό του πνεύμα σε όλες τις σχολές και τα ρεύματα. Υπήρξε, όπως αναφέρει, τολμηρός αλλά και μετρημένος μαζί, ορθολογιστής αλλά και συχνά απογειωμένος, και πάνω απ’ όλα βαθιά Έλληνας.

Σύντομο Χρονολόγιο Παραστάσεων του Σπύρου Ευαγγελάτου

1962-1964: «Νεοελληνική Σκηνή»
1964-1971: Διάφορες Συνεργασίες (ΚΘΒΕ, Θίασος Αντιγόνης Βαλάκου, Ελληνικό
Λαϊκό Θέατρο Μάνου Κατράκη, Stadttheater κ.ά.)
1971- 1977: Εθνικό Θέατρο (Επίδαυρος) και διάφορες παράλληλες συνεργασίες
1975-1980: Αμφι-θέατρο (Αθήνα) και διάφορες συνεργασίες (Εθνική Λυρική Σκηνή,
ΚΘΒΕ, Staatstheater, Volkstheater, θίασος Αμιράλ κ.ά.)
1980-2005: «Αμφι-θέατρο» (Επίδαυρος) και διάφορες συνεργασίες

Σκηνοθεσίες με το Εθνικό Θέατρο (Επίδαυρος):
1972: Σοφοκλή Ηλέκτρα
1973: Ευριπίδου Ιππόλυτος
1974: Ευριπίδου Άλκηστις και Κύκλωψ
1975: Ευριπίδου Βάκχαι
1976: Ευριπίδου Ιφιγένεια εν Ταύροις
1977: Αισχύλου Ικέτιδες

Σκηνοθεσίες του «Αμφι-θεάτρου» αρχαίας ελληνικής κωμωδίας:
1976: Αριστοφάνους Λυσιστράτη (Ηρώδειο)
1977: Αριστοφάνους Βάτραχοι (Ηρώδειο)
1978: Αριστοφάνους Πλούτος (Ηρώδειο)
1980: Μενάνδρου Επιτρέποντες (Επίδαυρος)
1984: Αριστοφάνους Ειρήνη (Επίδαυρος)
1989: Αριστοφάνους Νεφέλαι (Επίδαυρος)
1998: Αριστοφάνους Εκκλησιάζουσες (Επίδαυρος)
2006: Αριστοφάνους Σφήκες (Ηρώδειο)

Σκηνοθεσίες του «Αμφι-θεάτρου» αρχαίας ελληνικής τραγωδίας:
1981: Ευριπίδου Ρήσος (Επίδαυρος)
1982: Ευριπίδου Ιφιγένεια εν Αυλίδι (Επίδαυρος)
1983: Αισχύλου Προμηθέας Δεσμώτης (Επίδαυρος)
1986: Αισχύλου Ευμενίδες (Επίδαυρος)
1987: Αισχύλου Χοηφόροι (Επίδαυρος) [Βραβείο «Κάρολος Κουν»]
1988: Αισχύλου Αγαμέμνων (Επίδαυρος)
1990: Αισχύλου Ορέστεια (Επίδαυρος)
1991: Σοφοκλή Ηλέκτρα (Επίδαυρος)
1992: Αισχύλου Προμηθεύς Δεσμώτης (Επίδαυρος)
1993: Ευριπίδου Βάκχες (Επίδαυρος)
1994: Σοφοκλή Τραχίνιαι (Επίδαυρος)
1995: Αισχύλου Επτά επί Θήβας (Επίδαυρος)
1996: Ευριπίδου Ίων (Επίδαυρος) [Βραβείο «Φώτος Πολίτης»]
1997: Ευριπίδου Ιφιγένεια εν Ταύροις (Επίδαυρος)
1999: Ευριπίδου Ελένη (Επίδαυρος)
2000: Σοφοκλή Αίας (Επίδαυρος)
2001: Ευριπίδου Μήδεια (Επίδαυρος)
2003: Ευριπίδου Εκάβη (Επίδαυρος)
2004: Ευριπίδου Υψιπύλη και Ανδρομάχη (Επίδαυρος)
2005: Σοφοκλή Οιδίπους επί Κολωνώ (Επίδαυρος)

* ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βιβιλάκης Ιωσήφ, «Χρονολόγιο- Εργογραφία Σ. Α. Ευαγγελάτου» Δάφνη – Τιμητικός τόμος για τον Σπύρο Ευαγγελάτο, Αθήνα: Ergo 2001.

Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Ένας αναγεννησιακός», Δάφνη – Τιμητικός τόμος για τον Σπύρο Ευαγγελάτο, Αθήνα: Ergo 2001.

Γεωργουσόπουλος Κώστας, Σάββας Γώγος, Επίδαυρος. Το αρχαίο Θέατρο, οι παραστάσεις, Αθήνα: Μίλητος.

Γεωργουσόπουλος Κώστας, Κλειδιά και κώδικες του Θεάτρου, ΙΙ Ελληνικό Θέατρο, Αθήνα: Εστία, 1984.

Γεωργουσόπουλος Κώστας, Τα μετά το θέατρο (Δοκίμια), Αθήνα: Καστανιώτης, 1985.

Γλυτζούρης Αντώνης, Η σκηνοθετική τέχνη στην Ελλάδα, Αθήνα 2001.

Γραμματάς Θεόδωρος, Το ελληνικό θέατρο στον 20ο αι., τομ. α΄, Αθήνα: Εξάντας, 2002.

Ευαγγελάτος Σπύρος, «Σύγχρονοι προβληματισμοί για την αναβίωση του αρχαίου δράματος», Θυμέλη. Μελέτες για το θέατρο χαρισμένες στον Ν. Χ. Χουρμουζιάδη, επιμ. Δανιήλ Ι. Ιακώβ, Ελένη Παπάζογλου, Πανεπιστημιακές εκδ. Κρήτης, 2004.

Ευαγγελάτος Σπύρος, Από τη θεωρία στη σύγχρονη σκηνή και στην ορχήστρα της Επιδαύρου, Αθήνα: Εrgo, 2004.

Ευαγγελάτος, Σπύρος, «Ένας μεγάλος δάσκαλος», στο Άγγελος Τερζάκης, Πίσω από την αυλαία, Αθήνα: Καστανιώτης 1989.

Κανάκης Βασίλης, Εθνικό Θέατρο. Εξήντα χρόνια Σκηνή και Παρασκήνιο, Αθήνα: Κάκτος, 1999.

Μπαμπινιώτης Γεώργιος, «Το όραμα του Ευαγγελάτου», Δάφνη – Τιμητικός τόμος για τον Σπύρο Ευαγγελάτο, Αθήνα: Ergo 2001.

Πανοπούλου Μαίρη, Ζαχαράκης Κώστας (επιμ.), Επίδαυρος, 40 χρόνια φεστιβάλ, Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης Δήμου Ασκληπιού, 1994.

Πούχνερ Βάλτερ «Πρόλογος», Δάφνη – Τιμητικός τόμος για τον Σπύρο Ευαγγελάτο, Αθήνα: Ergo 2001.

Τακόπουλος Πάρις, Τα Κριτικά (Θέατρο 1966-1990), Αθήνα: Ποταμός, 2002.

Τερζάκης Αγγελος, Πριν από την αυλαία, Αθήνα: Καστανιώτης, 1989.

Χρηστίδης Μηνάς, Ταξίδι στην Επίδαυρο, (πρόλογος. Μ. Πλωρίτης), Αθήνα, 2002.

Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο. Η επίδρασή του στην Ευρώπη, Αθήνα: Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, 1993.

60 Χρόνια Εθνικό Θέατρο 1932-1992, Αθήνα: Κέδρος, 1992.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -