Η πρωτότυπη επιστολή του 1864 δεν βρέθηκε ποτέ, αλλά το περιεχόμενό της την καθιστά «ένα από τα καλύτερα δείγματα προεδρικής ευφράδειας», σύμφωνα με τον ιστορικό και διευθυντή του μουσείου της Ιστορικής Εταιρείας του Ντάλας, Άλαν Όλσον. Η επιστολή είχε ως αποδέκτη την κ. Λίντια Μπίξμπι από τη Βοστόνη. Ο πρόεδρος Λίνκολν τη συνέταξε, κατόπιν αιτήματος πολιτικού συμμάχου του από τη Μασαχουσέτη, που θεώρησε ότι η κ. Μπίξμπι άξιζε την προσωπική ευχαριστία του προέδρου για την υπέρτατη θυσία της.
«Γνωρίζω πόσο ανίσχυρα και άκαρπα θα είναι τα λόγια μου, στην προσπάθειά μου να σας ανακουφίσω από τον αβάσταχτο πόνο σας. Προσεύχομαι στον Θεό, να σας απαλλάξει από τον πόνο και να σας αφήσει μόνο με τη γλυκιά ανάμνηση των αγαπημένων σας, αλλά και τη βαθιά υπερηφάνεια, που σας ανήκει χάρη στη θυσία που πραγματοποιήσατε στον βωμό της ελευθερίας», αναφέρει η επιστολή.
Σπάνια ευαισθησία
«Είναι γραμμένη με σπάνια ευαισθησία και αποτελεί κόσμημα μεταξύ των προεδρικών επιστολών στην αμερικανική ιστορία», λέει ο Τζέιμς Κορνίλιους, διευθυντής της Προεδρικής Βιβλιοθήκης Αβραάμ Λίνκολν στο Σπρίνγκφιλντ του Ιλινόις.
Μερίδα ιστορικών, όμως, εκτιμά ότι συντάκτης της επιστολής δεν ήταν ο ίδιος ο πρόεδρος, αλλά ο προσωπικός του γραμματέας, Τζον Χέι, συγγραφέας, βιογράφος του Λίνκολν και μετέπειτα πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Λονδίνο. «Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή. Ο Λίνκολν έγραψε κατά πάσα πιθανότητα μόνος την επιστολή. Ο Χέι συνέτασσε πράγματι επιστολές για λογαριασμό του προέδρου, αλλά δεν θα το έκανε για κάτι τόσο προσωπικό», λέει ο δρ Κορνίλιους.
«Το γράμμα έγινε τόσο δημοφιλές, που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδες της εποχής, ενώ πολλοί το αντέγραψαν και το έστειλαν σε συγγενείς τους. Το περιεχόμενο της επιστολής επηρέασε το έθνος και απέδειξε την ευαισθησία του προέδρου σε μία περίοδο μεγάλης αναταραχής», λέει ο κ. Όλσον.
Η Επιστολή Μπίξμπι είναι ένα γράμμα που εστάλη από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν σε μία χαροκαμένη μητέρα πέντε γιων, οι οποίοι πιστεύεται ότι έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας με το πλευρό των Βορείων στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Το σύντομο μήνυμα παρηγοριάς γράφτηκε το Νοέμβριο του 1864 με παραλήπτη την Λίντια Μπίξμπι, μία χήρα που ζούσε στη Βοστόνη, κατόπιν αιτήματος του Κυβερνήτη της Μασαχουσέτης, Τζον Άλμπιον Άντριου. Το κείμενο έχει επαινεθεί ως ένα από τα ωραιότερα γραπτά κείμενα του Λίνκολν μαζί με την Ομιλία στο Γκέτισμπεργκ και την ομιλία κατά τη δεύτερη ορκωμοσία του ως Πρόεδρος των ΗΠΑ.
Υπάρχει κάποια διαμάχη σχετικά με τον παραλήπτη, το θέμα και την πατρότητα της επιστολής. Αν και οι γιοι της φέρονται να έπεσαν μαχόμενοι για την Ένωση, η κα Μπίξμπι φαίνεται να υποστήριζε προσωπικά τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής ενώ υπάρχουν και αμφιβολίες στο αν πράγματι έχασαν τη ζωή τους και οι πέντε γιοι στον πόλεμο. Επιπλέον, οι ιστορικοί διαφωνούν μεταξύ τους στο κατά πόσον το κείμενο γράφτηκε από τον ίδιο τον Λίνκολν και όχι από τον προσωπικό του γραμματέα, Τζον Χέι. Η επιστολή ανατυπώθηκε ευρέως και το πρωτότυπο θεωρείται χαμένο, γεγονός που συχνά αμφισβητείται καθώς κατά καιρούς βρίσκονται και εξετάζονται νέα αντίγραφα της επιστολής.
Το κείμενο
Η επιστολή του Λίνκολν προς την κα Μπίξμπι τυπώθηκε από την εφημερίδα Boston Evening Transcript στις 25 Νοεμβρίου 1864, την ίδια μέρα που παραδόθηκε η επιστολή στην κα Μπίξμπι από τον Επιτελάρχη της Μασαχουσέτης, William Schouler. Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής:
Εξέκιουτιβ Μάνσιον, Ουάσινγκτον, 21 Νοεμβρίου 1864
Προς την κυρία Μπίξμπι, Βοστώνη, Μασαχουσέτη
Αγαπητή κυρία,
Μου δείξανε στα αρχεία του Υπουργείου Πολέμου μία αναφορά του Επιτελάρχη της Μασαχουσέτης ότι είστε η μητέρα πέντε γιων οι οποίοι έχασαν ένδοξα τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης. Νιώθω πόσο αδύναμη και άκαρπη θα είναι η κάθε μου λέξη αν προσπαθήσω να σας απαλύνω τον πόνο από μία τόσο συντριπτική απώλεια. Μα δεν μπορώ να εμποδίσω τον εαυτό μου από το να σας δώσει την παρηγοριά που μπορεί να βρεθεί στα ευχαριστήρια της Δημοκρατίας, που για να τη σώσουν έδωσαν τη ζωή τους. Προσεύχομαι στον Επουράνιο Πατέρα να καταπραΰνει την οδύνη του πένθους σας και να σας αφήσει μονάχα την πολυάκριβη ανάμνηση των αγαπημένων σας που χάσατε, και τη βαθιά υπερηφάνεια που σας ανήκει δικαιωματικά μετά την τόσο ακριβή θυσία που πραγματοποιήσατε στον βωμό της ελευθερίας.
Δικός σας, πολύ ειλικρινά και με σεβασμό,
Α. Λίνκολν
Ιστορικό
Σε μία αναφορά στον Κυβερνήτη Τζον Α. Άντριου, σχετικά με τον πατέρα των πέντε γιων που υπηρέτησαν στον πόλεμο, ο Επιτελάρχης της Μασαχουσέτης, William Schouler, έγραψε ότι η Λίντια Μπίξμπι είχε πέντε γιους που πέθαναν πολεμώντας για την Ένωση. Ο Άντριου έστειλε την αναφορά στο Υπουργείο Πολέμου με μία συμπληρωματική σημείωση ζητώντας από τον πρόεδρο να τιμήσει τη μητέρα με μία επιστολή. Η αναφορά έφτασε στον Υπουργό Πολέμου, Έντουιν Στάντον, ο οποίος την παρέδωσε μαζί με τα αρχεία των πέντε γιων στον Πρόεδρο Λίνκολν και τότε γράφτηκε η επιστολή.
Το Υπουργείο Πολέμου ενημέρωσε ανακριβώς τον Λίνκολν για την τύχη των γιων της κυρίας Μπίξμπι καθώς σύμφωνα με τα αρχεία είναι επιβεβαιωμένος ο θάνατος στον πόλεμο μόνο των δύο. Δεν είναι σαφές αν τα σφάλματα στην ιστορία της κυρίας Μπίξμπι ήταν σκόπιμα και γιατί το Υπουργείο Πολέμου δεν διόρθωσε την αναφορά με βάση τα δικά του στοιχεία. Η πραγματική τύχη των γιων της είχε ως εξής:
Άρθουρ Έντουαρντ Μπίξμπι (υπηρέτησε 24 Ιουνίου 1861 – 28 Μαΐου 1862)
Η κυρία Μπίξμπι υποστήριξε ότι ο γιος της κατατάχθηκε ανήλικος και χωρίς άδεια, γεγονός που οδήγησε στην απαλλαγή του. Ήταν ήδη απών όταν έφτασε η εντολή της απαλλαγής.
Τσαρλς Ν. Μπίξμπι Μασαχουσέτη (18 Ιουλίου 1861 – 3 Μαΐου 1863)
Σκοτώθηκε κοντά στο Φρέντρικσμπεργκ (Βιρτζίνια).
Χένρι Μπίξμπι (1862 – 1864)
Αιχμαλωτίστηκε το 1864, αφέθηκε ελεύθερος και απαλλάχθηκε τιμητικά το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς (Στα αρχεία του Schouler αναφέρεται ότι σκοτώθηκε στη Μάχη του Γκέτισμπεργκ)
Όλιβερ Μπίξμπι Τζιούνορ (26 Φεβρουαρίου 1864 – 30 Ιουλίου 1864)
Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία του Πίτερσμπεργκ.
Τζορτζ Μπίξμπι (17 Σεπτεμβρίου 1861 – 7 Ιουλίου 1864)
Αιχμαλωτίστηκε στο Petersburg. Τα στρατιωτικά αρχεία αναφέρουν ότι μπορεί να λιποτάκτησε στον εχθρό. Πιθανόν να καταχωρίστηκε με το όνομα Τζορτζ Γουέι, ωστόσο το γεγονός αυτό καθώς και η τελική μοίρα του Τζορτζ Μπίξμπι δεν είναι σαφής.
Η ίδια η Μπίξμπι έχει επικριθεί επειδή πιθανόν να έπαιξε το ρόλο της δυστυχισμένης μητέρας των Βορείων. Σύμφωνα με κάποιες αναφορές, η Λίντια (Πάρκερ) Μπίξμπι είχε μετακομίσει στη Βοστόνη από το Ρίτσμοντ (Βιρτζίνια) και συνέχιζε να είναι φιλικά διακείμενη στους Νότιους. Οι σύγχρονοί της την περιέγραφαν ως προαγωγό, αναξιόπιστη και κακιά. Η αρχική αναφορά του Schouler μπορεί να συντάχθηκε χωρίς να έχει γίνει επαρκής έλεγχος στους ισχυρισμούς της, οι οποίοι μπορεί να ήταν υπερβολικοί ελπίζοντας σε κάποια οικονομική αποζημίωση. Ένας απόγονός της επανέλαβε την ιστορία του πατέρα του που του διηγήθηκε ότι η Μπίξμπι αφότου έλαβε την επιστολή του Λίνκολν την έσκισε θυμωμένη. Ωστόσο είναι πιθανό να ήταν αθώα και να αγνοούσε ότι οι τρεις γιοι της ήταν ζωντανοί (ο Χένρι, για παράδειγμα, ελευθερώθηκε από μία φυλακή των Νοτίων αφού η μητέρα του είχε λάβει ήδη την επιστολή). Η κα Μπίξμπι συνεχίζει να είναι μία μυστηριώδης προσωπικότητα στην ιστορία γύρω από την επιστολή.
Αντίγραφα
Η κυρία Μπίξμπι λέγεται ότι κατέστρεψε την επιστολή λίγο μετά την παραλαβή της. Σίγουρα το πρωτότυπο που στάλθηκε σ’ αυτήν έχει χαθεί. Ωστόσο, κυκλοφορεί ευρέως μία άγνωστης προέλευσης λιθογραφική αναπαραγωγή του γράμματος, η ύπαρξη της οποίας μπορεί να σημαίνει ότι η καταστροφή της αυθεντικής επιστολής δεν ήταν άμεση ή ότι η επιστολή πλαστογραφήθηκε. Η ύπαρξη αντιγράφου διατήρησε τις ελπίδες ότι το πρωτότυπο γράμμα μπορεί να υπάρχει ακόμα, ίσως ξεχασμένο σε κάποια συλλογή. Εκτός από το ιστορικό ενδιαφέρον για την πρωτότυπη επιστολή, υπάρχει επίσης ενδιαφέρον και για την αξία του ευρήματος, με πρόσφατες εκτιμήσεις να μιλάνε ότι ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια δολάρια. Οι έμποροι αυτογράφων Τσαρλς Χάμιλτον και Κρις Κούβερ του οίκου δημοπρασιών Κρίστις παραλαμβάνουν κάθε χρόνο πολλές δήθεν πρωτότυπες επιστολές Μπίξμπι.
Ο Χάμιλτον εξέτασε το αντίγραφο της επιστολής Μπίξμπι και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αντιγραφή μίας κακής πλαστογραφίας, επικαλούμενος στοιχεία της επιστολής που δεν ταίριαζαν με την εποχή του Λίνκολν καθώς και εμφανή σημάδια μολυβιού που εντοπίστηκαν στην πένα. Ο Τζον Χέι, του οποίου το όνομα ακούγεται συχνά στις συζητήσεις για τον συντάκτη της επιστολής, απέδειξε ότι θα μπορούσε να μιμηθεί επιδέξια το γραφικό χαρακτήρα του Λίνκολν, και ο Ρόμπερτ Τοντ Λίνκολν -γιος του Αβραάμ Λίνκολν- επιβεβαίωσε επίσης ότι ήταν εύκολο να μιμηθεί κανείς το γραφικό χαρακτήρα του πατέρα του. Ωστόσο ο Χέι πίστευε ότι το αντίγραφο προέρχεται από μία πολύ έξυπνη πλαστογραφία και ότι τα επιχειρήματα του Χάμιλτον επικεντρώθηκαν σε παράγοντες άλλους από το γραφικό χαρακτήρα για να το προσδιορίσει ως ψεύτικο.
Στις αρχές του 1900, οι Αμερικανοί πίστευαν ευρέως ότι η αυθεντική επιστολή, ή ένα αντίγραφο της αυθεντικής, βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και εκτίθεται σε τιμητική θέση μαζί με άλλα μεγάλα έργα της Αγγλικής γλώσσας. Όταν ο μελετητής του Λίνκολν, Φρέντερικ Λόριστον Μπούλαρντ, ερεύνησε αυτόν τον ισχυρισμό το 1925, διαπίστωσε ότι το Πανεπιστήμιο δεν είχε ακούσει ποτέ για την επιστολή Μπίξμπι και δεν είχε κανένα αντίγραφο, πόσω μάλλον το πρωτότυπο. Παρά τη διαπίστωση αυτή, ο μύθος αυτός συνέχισε να εμφανίζεται σε δημοφιλή μέσα.
Το 2008, ένα μουσείο στο Ντάλας βρήκε ένα έγγραφο στα αρχεία του που θα μπορούσε να είναι ένα αυθεντικό χειρόγραφο κυβερνητικό αντίγραφο του γράμματος. Το έγγραφο αυτό βρίσκεται στην κατοχή της Ιστορικής Εταιρείας του Ντάλας. Σύμφωνα με τον Άλαν Όλσον, επιμελητή της Εταιρείας, το χαρτί και το μελάνι φαίνονται να είναι αυθεντικά της εποχής του Εμφυλίου. Ορισμένοι ειδικοί αμφισβήτησαν τη γνησιότητα του εγγράφου, επικαλούμενοι τη μεγάλη κυκλοφορία αντιγράφων που διανεμήθηκαν τη δεκαετία του 1890 και ότι είναι απίθανο να έγινε επίσημο αντίγραφο από μία τέτοια επιστολή.
Η σύνταξη της επιστολής
Για πολλά χρόνια οι μελετητές συμμετείχαν σε μία διαμάχη σχετικά με το αν η επιστολή Μπίξμπι γράφτηκε απ’ τον ίδιο τον Λίνκολν ή από τον προσωπικό του γραμματέα, Τζον Χέι. Οι περισσότεροι ειδικοί πιστεύουν ότι την επιστολή την έγραψε ο ίδιος ο πρόεδρος. Τα επιχειρήματα υπέρ του Χέι δεν περιλαμβάνουν κάποια ισχυρή απόδειξη αλλά περιλαμβάνουν περισσότερο εικασίες ότι θα μπορούσε ο Λίνκολν να είχε αναθέσει τη δουλειά αυτή στον Χέι και ότι ο Χέι μπορεί να είχε ισχυριστεί ότι ήταν αυτός ο συντάκτης της επιστολής.
Συγκεκριμένα, ένα από τα πρώτα επιχειρήματα που ήρθαν στην επιφάνεια είναι η πιθανότητα ο Χέι να ισχυρίστηκε ότι ήταν αυτός που έγραψε την επιστολή. Πληροφορίες φέρουν συνεργάτες του να αφηγήθηκαν ότι ο Χέι αποκάλυψε σε πολλές συζητήσεις πως ήταν ο συντάκτης της επιστολής, αλλά αυτές οι πληροφορίες έχουν απορριφθεί καθώς προέρχονται από δεύτερο χέρι. Μ’ αυτό το επιχείρημα συνδέεται κι ένα από τα λευκώματα του Χέι που περιείχε αντίγραφο της επιστολής. Αυτά τα λευκώματα περιείχαν κυρίως -αλλά όχι αποκλειστικά- κείμενα του Χέι. Άλλοι επισημαίνουν ότι ο Χέι τηρούσε εκτεταμένες συλλογές με θέμα τον Λίνκολν, υποδηλώνοντας ότι αυτό δεν αποτελεί απόδειξη αξίωσης της πατρότητας.
Ένας άλλος παράγοντας εμπλέκει τη συνήθεια του Λίνκολν να γράφει γράμματα, ιδιαίτερα το Νοέμβριο του 1864 όταν συντάχθηκε και η επιστολή Μπίξμπι. Ο Χέι είπε στον Ουίλιαμ Χέρντον, πρώην συνεργάτη και αργότερα βιογράφο του Λίνκολν, ότι ο Λίνκολν διάβαζε πολύ λίγα από τα γράμματα που του έστελναν αλλά εξακολουθούσε να γράφει μισή ντουζίνα γράμματα την εβδομάδα.
Και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι το κείμενο της επιστολής είναι ενδεικτικό του πραγματικού συντάκτη. Οι υποστηρικτές του Λίνκολν αναφέρουν την Ομιλία στο Γκέτισμπεργκ ως παρόμοιο παράδειγμα της μεγάλης του ευφράδειας στο λόγο. Άλλοι αντέτειναν ότι ο Χέι έγραψε κείμενα που παρουσιάζουν ομοιότητες με την επιστολή Μπίξμπι και συγκεκριμένα επισήμαναν λέξεις και φράσεις στην επιστολή που εμφανίζονται συχνά στα γραπτά του γραμματέα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λέξη «beguile» (απαλύνω), η οποία εμφανίζεται 30 φορές στα γραπτά του Χέι και, εξαιρουμένης της επιστολής Μπίξμπι, ούτε μία φορά στα γραπτά του Λίνκολν. Και πάλι όμως αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα, καθώς η χρήση της λέξης «beguile» στα γραπτά του Χέι έχει περισσότερο την έννοια του «γοητεύω» παρά αυτή του «απαλύνω».
Αναφορές
Το απόσπασμα “η βαθιά υπερηφάνεια που σας ανήκει δικαιωματικά μετά την τόσο ακριβή θυσία που πραγματοποιήσατε στον βωμό της ελευθερίας” κοσμεί το άγαλμα της Lady Columbia στο Εθνικό Κοιμητήριο του Ειρηνικού στη Χαβάη. Επίσης, το γράμμα ανατυπώθηκε ολόκληρο σε μία πλάκα σε κήπο της βάσης πεζοναυτών στο στρατόπεδο Πέντλετον στη Νότια Καλιφόρνια.
Η επιστολή αναφέρεται συχνά στην Αμερική σχετικά με θέματα αδελφών που πάνε στον πόλεμο, όπως οι αδελφοί Σάλιβαν, οι αδελφοί Νίλαντ, οι αδελφοί Μπόργκστρομ και η Πολιτική του Μοναδικού Επιζώντα που εφαρμόζει ο στρατός των ΗΠΑ.
Στην πολεμική ταινία “Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν” (1998), τρία από τέσσερα αδέλφια σκοτώνονται στον πόλεμο, δίνοντας το κίνητρο για μία επικίνδυνη αποστολή προκειμένου να βρεθεί ο μοναδικός επιζών. Στην ταινία, ο Στρατηγός Τζορτζ Μάρσαλ (τον υποδύεται ο Χαρβ Πρέσνελ) διαβάζει την επιστολή Μπίξμπι στους αξιωματικούς του πριν δώσει την εντολή να βρεθεί ο τέταρτος αδελφός, ο στρατιώτης Ράιαν, και να σταλεί σπίτι του.
Ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους (νεότερος) διάβασε την επιστολή στις 11 Σεπτεμβρίου 2011 κατά τη διάρκεια τελετής στο σημείο που υπήρχε το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τη 10η επέτειο από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.