«Ἐπὶ ἀσπαλάθων…»
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού πάλι με την άνοιξη. Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους ανθούς. Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…
Γαλήνη.—Τί μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον; Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια·τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς. Το βράδυ βρήκα την περικοπή: «Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει «τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι». Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος. 31 του Μάρτη 1971
![]() |
Ο ασπάλαθος (επιστημονική ονομασία: Calicotome villosa, Καλυκοτόμη η εριότριχος) είναι φυτό της μεσογειακής χλωρίδας που ανήκει στην οικογένεια των Χεδρωπών, στα ψυχανθή. Είναι ένας πολυετής αγκαθωτός θάμνος με ύψος μέχρι 1,5 με 2 μέτρα. Ανθίζει στις αρχές της άνοιξης και τα άνθη του έχουν έντονο κίτρινο χρώμα και χαρακτηριστική οσμή. Αναπτύσσονται σε δέσμες ή βότρεις των 2 με 15 ανθών. Ο καρπός του είναι μικρός χεδρωπός και καλυμμένος γκριζόχρωμες τρίχες. Ο καρπός του τρώγεται από κατσίκες. Όταν οι βλαστοί ξεραθούν το καλοκαίρι μετατρέπονται σε σκληρά αγκάθια. Φύεται σε θαμνώνες σε ξηρές περιοχές με χαμηλό υψόμετρο.
Ο ασπάλαθος είναι επίσης γνωστός με τα ονόματα σπαλάχτρι, σπαλάθρι, ασπάλαθρος και ασφάλαθος. Το όνομα ασπάλαθος είναι αρχαίο και με αυτό περιγράφεται το φυτό από τον Διοσκουρίδη. Θεωρείται ότι το όνομα προέρχεται γλωσσολογικά από κάποια άγνωστη προϊστορική γλώσσα της Μεσογείου. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι με τους ασπαλάθους χτυπούσαν και τιμωρούσαν τους τυράννους στον Άδη. Σε αυτήν την ιστορική αναφορά βασίζεται το τελευταίο ποίημα που έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης και το οποίο ονομάζεται «Επί Ασπαλάθων».