Γράφει η Μαρία Παλάσκα [*]
Από τον καιρό του θρυλικού ηρωισμού και της αυταπάρνησης για την ελευθερία µέχρι σήµερα, οι Έλληνες βίωσαμε συχνά περιόδους δύσκολες και τις περισσότερες φορές επεδείξαμε γενναιότητα και θάρρος. Άλλοτε πάλι, βιώσαμε περιόδους κατάπτωσης και χρόνια παρακµής. Ωστόσο, σε καµία περίοδο της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας δεν µειώθηκε ούτε για µία στιγµή το µεγαλείο της αυτοθυσίας και της µεγαλοσύνης των Ελλήνων και των Ελληνίδων, ηρώων και ηρωίδων της επανάστασης του 1821.
Ήσαν αµέτρητοι οι επώνυµοι και ανώνυµοι ήρωες, οι οποίοι έγραψαν «τα µεγάλα και τα πολλά» που, τους είπε «η τρίσβαθη ψυχή τους» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σολωµικός στίχος στους «Ελεύθερους πολιορκηµένους». Ηταν αυτή η µοναδική ελληνική ψυχή, που, από τον Μαραθώνα έως τα τείχη της Βασιλεύουσας και το Μεσολόγγι, έµαθε µόνον να νικά ή να πεθαίνει. Αυτή τη µοναδική ελληνική ψυχή διέθεταν, στον µεγάλο Αγώνα του Γένους µας, άνδρες και γυναίκες.
Αλλά η Ιστορία µοιάζει να έχει αδικήσει, ως προς την τιµή και τη δόξα που τους πρέπει, τις Ελληνίδες, που στάθηκαν γενναίες δίπλα στους γενναίους, άξιες δίπλα στους άξιους, και ηρωίδες δίπλα στους ήρωες. Ακόµη και αν η γυναικεία φύση εµπεριέχει την ανιδιοτελή αίσθηση του καθήκοντος και της προσφοράς, χωρίς την προσδοκία της αναγνώρισης ή της επιβράβευσης, εµείς που θέλουµε, αδιάκοπα, να αντλούµε µαθήµατα εθνικής ευθύνης και να προβάλλουµε πρότυπα ηθικού µεγαλείου στις επόμενες γενιές, για την ατοµική ή συλλογική µας συµπεριφορά, οφείλουµε να ανασύρουµε από τις παρυφές της Ιστορίας και να οδηγήσουµε στις κορυφές της Εθνικής Μνήµης, τις Ελληνίδες του Εικοσιένα. Όχι επειδή τούτο επιβάλλει η σύγχρονη αντίληψη για την ισότητα των φύλων, αλλά γιατί αυτό υπαγορεύει, διαχρονικά, η δίκαιη και αντικειµενική αποτίµηση των γεγονότων του µεγάλου µας εθνικού ξεσηκωµού.
Στο σύνολο λοιπόν, των σελίδων της ιστορίας μας, ο αγώνας του ΄21 για την ελευθερία της πατρίδας μας έχει σχεδόν ταυτιστεί στη συνείδηση των Ελλήνων με την παρουσία ανδρών γενναίων, ηρώων-παλληκαριών, που με τους τίμιους αγώνες, την πίστη στην ελευθερία και τη θυσία τους μας έδωσαν σήμερα το δικαίωμα να ζούμε ελεύθερα. Γεγονός είναι άλλωστε ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας η έννοια της σύγκρουσης και του πολέμου, σε όποια εποχή κι αν συμβεί έχει συγκεκριμένο φύλο. Οι βίαιες και αιματηρές καταστάσεις θεωρούνται ανδρική υπόθεση. Όπως, επίσης, είναι γεγονός ότι η ιεράρχηση ευθυνών, αρμοδιοτήτων και υποχρεώσεων υπήρξε άνιση στην πορεία των ανθρώπων στο χρόνο.
Εύλογα όμως μάς δημιουργείται το ερώτημα: Η γυναίκα απουσίαζε από τον αγώνα αυτόν; Ποια η θέση της και ποιος ο ρόλος της σ’ αυτόν; Ήταν ένας ρόλος δευτερεύων, που δεν άξιζε ν’ απασχολήσει ιδιαίτερα την ιστορία;
Ελπίζω λοιπόν με την ομιλία μου αυτή να βοηθήσω να συνειδητοποιήσουμε την παρουσία, τον ρόλο και τη θέση του γυναικείου δυναμικού στην επαναστατική εκείνη περίοδο, αφού ομολογήσω ότι η αφορμή αυτή μου αποκάλυψε στιγμές μεγαλείου και μου προκάλεσε βαθειά συγκίνηση, που σπάνια νιώθουμε για μεγάλες ηρωικές στιγμές της ιστορίας μας.
Η θέση της γυναίκας κατά την Τουρκοκρατία ήταν εξαιρετικά υποβαθμισμένη. Η Ελλάδα είχε χάσει κάθε σύνδεση με τον Δυτικοευρωπϊκό Διαφωτισμό, (στηριζόμενο)/που στηριζόταν στις αρχές της Δημοκρατίας της Αρχαίας Ελλάδας για ατομική ελευθερία και αυτοδιάθεση. Ο αναλφαβητισμός χαρακτήριζε περισσότερο τις γυναίκες, η θέση τους πολύ κατώτερη των ανδρών, η δε έννοια της αυτοδιάθεσης ανύπαρκτη στις υπόδουλες Ελληνίδες, που ακόμα και το όνομά τους αντικαθίστατο από εκείνο των ανδρών ή των πατεράδων τους, Θα καταγραφούν ως Λάμπραινα, Τζαβέλαινα, Λιάκαινα και λοιπά….
Οι γυναίκες, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν αυτό που η εποχή τους όριζε, να είναι κυρίως θύματα. Θύματα ακούσια των σφαγών, των συγκρούσεων, της προσφυγιάς, εμπόρευμα στα σκλαβοπάζαρα, λεία πολέμου. Με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους αποτελούσαν τους αδύναμους κρίκους των πολεμικών συγκρούσεων της Επανάστασης.
Χαρακτηριστική είναι επίσης η επιφυλακτικότητα από την πλευρά των ανδρών στο να εμπιστευθούν μυστικά στις γυναίκες. Γι’ αυτό, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Φωτάκος, κατά την προετοιμασία της Επανάστασης εργάζονταν όλη τη νύχτα «κρυφά από τους Τούρκους και από τις γυναίκες τους για τα αναγκαία του πολέμου…»
Έτσι λίγες γυναίκες μυήθηκαν και μόνο στον κατώτερο βαθμό στη Φιλική Εταιρεία και χρησιμοποιούνταν σε ορισμένες αποστολές. Ανάμεσα σ’ αυτές η Μπουμπουλίνα, η Μαριγώ Ζαφαροπούλα και η Φαναριώτισσα Ευφροσύνη Νέγρη, (που)/για την οποία, όπως έγραψε η Καλλιρρόη Παρρέν το σπίτι της «απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών».
Ωστόσο, στην Επανάσταση οι γυναίκες βρέθηκαν να συμμετέχουν ενεργά στην πολεμική περιπέτεια, όχι μόνο ως ηρωικές μάνες, σύζυγοι και αδελφές στηρίζοντας τον αγώνα από τα μετόπισθεν, αλλά και ως μαχήτριες και δυναμικές διεκδικήτριες της ελευθερίας. Οι ίδιες ελάχιστα τεκμήρια άφησαν για τη ζωή τους τον καιρό του Αγώνα. Αγράμματες και περιορισμένες δεν διέσωσαν στιγμές, σκέψεις και συναισθήματα. Η φωνή τους καταγράφηκε αποσπασματικά σε δημόσια έγγραφα, που ήσαν αναφορές, υπομνήματα και εκκλήσεις τους, με τα οποία διεκδικούσαν από την πολιτεία ηθική δικαίωση και υλική βοήθεια ως χήρες, ως πρόσφυγες αναξιοπαθούσες. Μας παραδόθηκαν πληροφορίες χωρίς ιστορική τεκμηρίωση, αποσιωπημένες από την παραδοσιακή ιστοριογραφία. Λένε ότι η ιστορία γράφεται από άνδρες για άνδρες. Και μπορεί η έκφραση αυτή να μην ανταποκρίνεται στη σύγχρονη πραγματικότητα, σίγουρα όμως ήταν ο κανόνας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, όταν καταγράφονταν οι πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
Οι ιστοριογράφοι και οι απομνημονευματογράφοι της εποχής με την ανδροκρατική αντίληψη που τους χαρακτήριζε, επηρεασμένοι από τις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις για τη γυναίκα δεν έκριναν άξια της σοβαρότητάς τους ν’ ασχοληθούν με τις γυναίκες αγωνίστριες, δεν μπόρεσαν να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι η γυναίκα, που αποτελούσε το μισό του ελληνικού λαού, είχε το δικαίωμα στην τιμή, στην ανεξαρτησία και στην ευγνωμοσύνη της πατρίδας από τη στιγμή που δεν έμεινε άπραγη, αλλά αγωνίστηκε και δεινοπάθησε και θυσιάστηκε.
Αθέατες επίσης ήταν οι γυναίκες και στις λεγόμενες «Ιστορίες της Επανάστασης» (του Οικονόμου, Σπηλιάδη, Σπ. Τρικούπη, Φιλήμονος και άλλων). Σποραδικές, επίσης, οι πληροφορίες για τις γυναίκες και από τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του ΄21. Μακρυγιάννης, Φωτάκος, Δεληγιάννης, Κολοκοτρώνης, Μίχος, Σπυρομήλιος, Καρώρης και άλλοι Πελοποννήσιοι και Ρουμελιώτες ενδιαφέρονται προπάντων να προβάλουν τα δικά τους κατορθώματα, ζητώντας δικαίωση και αποκατάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι και αυτός ο Παπαρρηγόπουλος σε όλο το έργο του δεν αναφέρεται στις γυναίκες ηρωίδες.
Έτσι διαβάζοντας τα κείμενά τους κανείς, αποκτά την εντύπωση ότι οι γυναίκες ελάχιστο ρόλο έπαιξαν στην Επανάσταση του 1821. Αποτέλεσμα ήταν να χαθούν πολύτιμες πληροφορίες για τη συμμετοχή της γυναίκας στον αγώνα του ΄21. Μόνο στο τέλος του περασμένου αιώνα ιστορικοί, λόγιοι και δημοσιογράφοι με ευρύτερη αντίληψη, δημοσίευσαν άρθρα, νεκρολογίες και μονογραφίες για τις αγωνίστριες αυτές.
Ευτυχώς όμως, για τις γυναίκες αγωνίστριες της Επανάστασης στην κοινή συνείδηση μετράνε και άλλα θέματα. Πρώτα και κύρια ο λαϊκός πολιτισμός, που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, αλλά και η τέχνη και η άυλη κληρονομιά γενικότερα που παρακολουθεί τη ζωή και αγγίζει το βάθος της ανθρώπινης ψυχής παρουσιάζει ζεστά και ανάγλυφα τα κατορθώματα και τις θυσίες γυναικών του ΄21. Πλούσιες και συχνές είναι οι αναφορές στη γυναικεία δράση στα έργα των Φιλελλήνων και όσων ταξίδεψαν στην Ελλάδα τον καιρό του Αγώνα. Η συμβολή των Ελληνίδων στην Επανάσταση για την ανεξαρτησία του Έθνους προσέλκυσαν το ενδιαφέρον τους, συγκίνησαν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και προκάλεσαν αισθήματα ειλικρινούς θαυμασμού. Η Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους έγιναν ιδιαίτερα γνωστές σε όλο τον κόσμο . Στοιχεία της δράσης της Μαντώς περιλήφθηκαν στην έκδοση των ιστοριών της Επανάστασης του Πουκεβίλ, ενώ η βιογραφία της γράφτηκε από τον Γάλλο Φιλέλληνα Ζ. Ζινουβιέ.
Έτσι μέσα από την έντεχνη ποίηση και τη λογοτεχνία, στα δημοτικά μας τραγούδια, στις σελίδες απομνημονευματογράφων, στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις περιηγητών του 19ου αιώνα, στα κείμενα των Φιλελλήνων, προβάλλει ένα πλήθος γυναικών, που έχουν πολύπλευρη και ουσιαστική συμβολή στον Αγώνα. Αναφορές στην εμφάνιση, στη συμπεριφορά και κυρίως στα παθήματα των γυναικών της Επανάστασης εντοπίζονται στο έργο των ξένων στρατιωτικών, μελών διπλωματικών αποστολών και όσων Ευρωπαίων και Αμερικανών βρέθηκαν στους τόπους που εκδηλώθηκε η Επανάσταση.
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο βιβλίο του «Οι ξένοι που είδαν την Ελλάδα του ΄21» σε 5 πολυσέλιδους τόμους, συνέλεξε απομνημονεύματα, χρονικά, ημερολόγια, υπομνήματα και αλληλογραφία διπλωματών και περιηγητών.
Σημαντική εξάλλου στη συγκέντρωση στοιχείων για τις γυναίκες στην Επανάσταση ήταν η συμβολή της φεμινίστριας εκπαιδευτικού Σωτηρίας Αλιμπέρτη και της πρώτης δημοσιογράφου της Καλλιρρόης Παρρέν. Στο περιοδικό «Η Εφημερίς των Κυριών», που εξέδιδε είχε ως κύριο μέλημα την αποκατάσταση των γυναικών στη θέση που τους ανήκε μέσα στην ιστορία των εθνικών αγώνων. Στο έντυπό της επίσης αναφέρεται η οργάνωση ενός αγωνιστικού Φιλελληνισμού από Ελληνίδες διανοούμενες της Ιταλίας, όπως ήταν η Αγγελική Πάλλη που λειτουργούσε ως καταγγελία για τον αποκλεισμό από το δικαίωμα στην ανεξαρτησία του μισού του ελληνικού λαού.
Το τραγούδι και περισσότερο το κλέφτικο αλλά και το ιστορικό αποτελεί τη σημαντικότερη παρακαταθήκη. Έρχεται πολλές φορές να καλύψει την παράλειψη της ιστορίας και να δώσει πολλές πληροφορίες για αυτές τις ηρωίδες. Μέσα απ’ αυτό θα δούμε το ήθος και τη διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης στη γυναίκα της Επανάστασης, πώς υπηρέτησε το «εμείς» αντί του «εγώ».
Μόνο έτσι μια μάνα θα έβρισκε κουράγιο να βάλει τον πόνο για τον χαμό του παιδιού της κάτω από την τιμή των όπλων και του κοινού καλού. «Τον Κίτσο τον επιάσανε και παν να τον κρεμάσουν, χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω, κι ολοξοπισω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.».
Μέσα από το τραγούδι θα δούμε τη λαχτάρα του κοριτσιού που μεταμφιέζεται σε αγόρι για να πάει να πολεμήσει.
«Βάζει φωτιά στον αργαλειό,
στο φιλντισένιο χτένι, και τ’ άρματά της ζεύτηκε
και πάει με τους κλέφτες».
Έτσι τα δημοτικά μας τραγούδια μιλάνε εύγλωττα και παραστατικά για τους αγώνες, το κραταιό φρόνημα, τη θυσία και το ολοκαύτωμα της Ελληνίδας στην Επανάσταση:
Ειδικότερα, τα ιστορικά δημοτικά τραγούδια όπως μας παραδόθηκαν από γενιά σε γενιά αναφέρονται σε συγκεκριμένα ηρωικά πρόσωπα-πρότυπα, που με τις πράξεις τους συγκίνησαν και ενέπνευσαν τον λαό. Έτσι το 1804, η Λένω, η κόρη του Κίτσου Μπότσαρη, δεκαπέντε μόλις ετών, αποκλεισμένη από τους στρατιώτες του Αλή πασά σ’ ένα μοναστήρι των Αγράφων, πολεμά γενναία εναντίον των Τούρκων μαζί με τους συμπατριώτες της τους Σουλιώτες. Ο αδελφός της σκοτώνεται. Συνεχίζει τον πόλεμο στο πλευρό του θείου της σε άλλο πεδίο του αγώνα, κοντά στον Αχελώο ποταμό. Περικυκλώνεται όμως από τους εχθρούς και, για να μην πέσει στα χέρια τους, ρίχνεται στο ποτάμι και πνίγεται.
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
όλες την Άρτα πέρασαν, τα Γιάννινα* τις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφανές*, σκλαβώθηκαν οι μαύρες*,
κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν* πήρε δίπλα τα βουνά*, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ* κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι*.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου*,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες*.
— Κόρη, για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου.
— Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια*;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».
Και έτσι είναι! Οι γυναίκες, παρά τους αυστηρούς κοινωνικούς περιορισμούς, μέσα από την εξάρτηση και τη σκιά, άφησαν το δικό τους αποτύπωμα, έδωσαν δείγματα μεγαλείου και επαναστατικής ετοιμότητας και επέβαλαν άτυπα την ισοτιμία των φύλων στα πεδία των μαχών.
Σμιλευμένες απ’ τη φτώχεια, την πείνα και την ανάγκη να επιζήσουν οι ίδιες και τα παιδιά τους, πορεύτηκαν στα χρόνια της Τουρκικής κατοχής και του ξεσηκωμού με πείσμα και αξιοπρέπεια με την ίδια υψηλή συνείδηση, τα ίδια ιδανικά του άνδρα. Μετέφεραν τρόφιμα, πολεμοφόδια και υλικά στη μάχη, επισκεύαζαν τις οχυρώσεις, γιάτρευαν τις πληγές των αγωνιστών τυλίγοντας τα τραύματα με επιδέσμους φτιαγμένους από τα σεντόνια τους, εμψυχώνοντάς τους και αντικαθιστώντας τους στη μάχη χωρίς δισταγμό, παίρνοντας τα όπλα, όταν εκείνοι έπεφταν, εμψυχωμένες/ ατσαλωμένες από την απόφαση της νίκης.
Δύο μορφές ηρωίδων γυναικών της Επανάστασης προβάλλουν: Οι ηγετικές γυναικείες μορφές, που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο, στη μάχη, είτε ως καπετάνισσες είτε ως απλές αγωνίστριες και οι απλές ανώνυμες Ελληνίδες γυναίκες που έπαιξαν έναν παραδοσιακό ρόλο μέσα στην οικογένεια, αλλά εξίσου πρόσφεραν στον αγώνα, δρώντας με το δικό τους αφανή τρόπο, θυσιαζόμενες, οδηγούμενες ακόμη, ως έσχατη λύση, και στην αυτοκτονία προσφέροντας τα παιδιά τους.
Μετά από αυτήν τη διάκριση θα συνεχίσω μνημονεύοντας επιλεκτικά γυναικείες μορφές του Αγώνα του ΄21, γιατί είναι αδύνατο ν’ αναφερθούν όλες, που είναι αναρίθμητες. Και θα το επιχειρήσω διατρέχοντας όλον τον Ελλαδικό χώρο για να μην αδικήσω περιοχές, που δόξασαν με τον αγώνα τους οι γυναίκες.
Οι Σουλιώτισσες αποτελούν ένα ξεχωριστό παράδειγμα του Αγώνα, που φθάνει μέχρι την αυτοθυσία, δοξάζοντας το γυναικείο φύλο. Στο περήφανο Σούλι οι γυναίκες κατέχουν μια ξεχωριστή θέση. Τις σέβονταν οι άνδρες, γυμνάζονταν στα όπλα, εμψύχωναν τους μαχητές, ήταν στο σπίτι οι αδιαμφισβήτητοι αφέντες και ρίχνονταν στη μάχη, όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.
Ξεχωριστή μορφή ήταν η Μόσχω Τζαβέλα, η καπετάνισσα γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα, που κατέχει τον τίτλο της «γυναίκας του Σουλίου». Διακρίθηκε στη μάχη της Κιάφας, όταν κατατρόπωσε με 300 άλλες Σουλιώτισσες τους 3000 Αρβανίτες του Αλή Πασά. Αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα, που προτιμά τον θάνατο από την ατίμωση αποτελεί ο χορός του Ζαλόγγου. 60 γυναίκες ανώνυμες από το Σούλι, παραμονές Χριστουγέννων του 1803 για να μην γίνουν σκλάβες για τα χαρέμια, και τα παιδιά τους γενίτσαροι, αφού έριξαν τα παιδιά τους στον γκρεμό, πιάστηκαν σε κύκλο και χόρεψαν τον τελευταίο τους χορό πέφτοντας και αυτές στο γκρεμό, διακηρύττοντας την αξία της ελευθερίας με τη φράση του τραγουδιού «οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά».Η περιγραφή του Τούρκου αυτόπτη μάρτυρα, ενός αξιωµατικού του Αλή πασά, του Σουλεϊµάν Αγά, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1828 συγκλονίζει: «πιάστηκαν στα χέρια, γράφει, κι άρχισαν έναν χορό που τα βήματα του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός και η αγωνία του θανάτου τόνιζε το ρυθμό του…. Στο τέλος οι γυναίκες βγάζουν µια διαπεραστική και µακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός τους σβήνει στο βάθος ενός τροµακτικού γκρεµού, όπου ρίχνονται µαζί µε όλα τα παιδιά τους».
Ο ποιητής Χριστοβασίλης, θα πει αργότερα:
«Τέτοιες γυναίκες άντρισσες, στρατιώτισσες γυναίκες,
σαν τούτες, που χορέψανε στους βράχους του Ζαλόγγου
Δεν είχε η Ανατολή, δεν είχε ούτε η Δύση,
το Σούλι μόνο γέννησε και κανείς άλλος τόπος!»
Την ίδια χρονική στιγμή, η Δέσπω Σέχου-Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον Πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα (μικρό χωριό μεταξύ Άρτας και Πρέβεζας), έβαλε φωτιά στο μπαρούτι του Πύργου και τον ανατίναξε. Η λαϊκή μούσα πάντοτε παρούσα αποθανάτισε τη θυσία της σ’ ένα από τα πιο γνωστά δημοτικά τραγούδια:
«Αχός βαρύς ακούγεται πολλά ντουφέκια πέφτουν
Μήνα σε γάμο ρίχνονται; Μήνα σε χαροκόπι;
Ουδε σε γάμο ρίχνονται, ουδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια…
και τελειώνει:
…Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει
Σκλάβες Τούρκων μη ζήσουμε παιδιά μαζί μ’ ελάτε
Και τα φουσέκια άναψε και όλες φωτιά γεννήκαν».
Τα ονόματα των ηρωίδων του Σουλίου με τις ξεχωριστές ηρωικές πράξεις θα χρειάζονταν σελίδες πάρα πολλές. Ενδεικτικά αναφέρω: τη Χάιδω Σέχου, τη Δέσπω Τζαβέλα, τη Χρυσούλα, τη Βασιλική και την Αικατερίνη Μπότσαρη, τη Φωτεινή Τζαβέλα, τη Μαλάμω Σταθογιάννη, τη Δέσπω Λιακατά, είναι μόνο μερικά ονόματα.
Το Σούλι χάρη σε αυτές έγινε θρύλος!
Την ίδια χρονική περίοδο αξίζει η αναφορά μας στην κυρά Φροσύνη, γυναίκα Γιαννώτισσα «θαυμάσιου κάλλους και περηφανούς γένους», που στις 8 Ιανουαρίου 1801 την άρπαξε από το σπίτι της ο Αλή Πασάς και με άλλες 17 γυναίκες θανάτωσε με πνιγμό στη Λίμνη. το Δημοτικό τραγούδι λέει:
«Χίλια καντάρια ζάχαρη, θα ρίξω μεσ’ τη λίμνη
για να γλυκάνει το νερό να πιει η κυρά Φροσύνη»
Διάφορες εκδοχές διατυπώθηκαν, αλλά και καταρρίπτονται από τους ιστορικούς, κατά τους οποίους η κυρά Φροσύνη ήταν και σημαίνον πρόσωπο στην περιοχή, που μέσα από τις επαφές της μπορεί να δέχθηκε την επίδραση του Ρήγα και να ανέπτυξε δράση επαναστατική. Γι’ αυτό και η σκληρή τιμωρία, αλλά και γι’ αυτό η λαϊκή μούσα την αποκαλεί «παινεμένη», «ξακουσμένη» και την περιβάλλει με τρυφερότητα.
Είκοσι χρόνια αργότερα στις 21 Απριλίου 1822, οι Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου ξαναζούν στην ψυχή των γυναικών της Νάουσας. Για ν’ αποφύγουν την αιχµαλωσία και την ατίµωση από τους Τούρκους, ρίχνονται στους καταρράκτες της Αραπίτσας, µαζί µε τα παιδιά τους και πνίγονται, προσθέτοντας και τη δική τους θυσία στον µεγάλο Αγώνα.
Ακίνητες, κι αστέναχτες, θα παρουσιάσει ο Εθνικός μας ποιητής τις Μεσολογγίτισσες γυναίκες/. Αυτοί οι δυο χαρακτηρισμοί μοναδικοί και συγκλονιστικοί σημαδεύουν όλο τον ψυχισμό τους. Οι Μεσολογγίτισσες έδειξαν ότι η τιμή και η ελευθερία ήταν για αυτές τα υπέρτατα αγαθά και έγιναν τρανά παραδείγματα ηρωισμού, αξιοπρέπειας, ψυχικής και πνευματικής έξαρσης.
Αποκορύφωμα του ηρωισμού τους, είναι η συμμετοχή τους στην έξοδο, την υπέρτατη θυσία, ύστερα από τόση εξαθλίωση που άντεξαν πολιορκημένες, προτιμώντας την υλική αθλιότητα μιας ζωής χωρίς στοιχειώδη υλικά αγαθά, παρά την ηθική και ψυχική αθλιότητα μιας ζωής χωρίς ελευθερία. Και όταν φθάνει η μέρα της 10ης Απριλίου 1826, κοινωνάνε, βάζουν τα γιορτινά τους, οι μάνες έχουν δώσει αφιόνι στα παιδιά τους να μην κλαίνε και καίνε στους δρόμους όλα τα πράγματά τους για να μην πέσει κάτι στα χέρια των Τούρκων. Κάποιες φόρεσαν ανδρικά ρούχα και οπλίσθηκαν, αποφασισμένες να σωθούν ή να πεθάνουν μαχόμενες. Άλλες, εκείνη την ώρα, αυτοκτονούν ή σκοτώνονται από τους ίδιους τους άνδρες τους.
Μεταξύ των γυναικών που συμμετείχαν στην έξοδο αναφέρονται η ηρωική Γαλαξειδιώτισσα Αλεφάντω Ζανιά, η παπαδιά Κουρκουμέλη, η Αλτάνα Μάγιερ, Μεσολογγίτισσα, σύζυγος του Φιλέλληνα Ελβετού γιατρού Ζαν Ζακ Μάγιερ, η οποία, συμμετέχοντας στην έξοδο με τον σύζυγο και τις κόρες της, πρόσφερε και τη ζωή της και η Βασιλική Τζαβέλα, Αγρινιώτισσα, σύζυγος του Κίτσου Τζαβέλα. Αυτές ήταν οι Μεσολογγίτισσες και το ΄πε μ’ έναν στίχο ο Σολωμός: «θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω».
Αλλά και οι Νησιώτισσες δεν υπολείπονται σε ηρωισμό. Όταν η Χίος και η Σάμος το Μάρτιο του 1822 ξεσηκώθηκαν, ο άμαχος πληθυσμός δέχθηκε τη λύσσα των Τούρκων με σφαγές και κακοποιήσεις. Κατά τον Άγγλο πρόξενο στη Σμύρνη Fr. Werry: «Χιλιάδες γυναίκες, κορίτσια και αγόρια πουλιώνται κάθε μέρα στο παζάρι. Πολλές αυτοκτόνησαν. Βλέπεις γυναίκες να μη δέχονται τροφή μ’ όλο που μαστιγώνονται, για να πεθάνουν από την πείνα». Ανάλογη ήταν η τύχη και των γυναικών της Κάσου και των Ψαρών το 1824. Οι Τούρκοι καίνε, σφάζουν, βιάζουν, αιχμαλωτίζουν. Στα Ψαρά τα γυναικόπαιδα ζητούν καταφύγιο προς τον λόφο Παλαιοκάστρου, που όταν πολιορκήθηκε, μαζεμένα στην πυριτιδαποθήκη τινάχθηκαν στον αέρα για να μην πέσουν ζωντανοί στα χέρια των Τούρκων. Πράξη έσχατου ηρωισμού και αξιοπρέπειας!
Όμως και στον αγώνα στη θάλασσα οι γυναίκες επέδειξαν έντονη αγωνιστικότητα και συνέβαλαν έμπρακτα στην Επανάσταση. Μνημονεύουμε τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, τη Μαντώ Μαυρογένους, και τη Δόμνα Βισβίζη από την Αίνο της Θράκης.
Η Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα, δύο φορές χήρα και µε έξι παιδιά, όλα ταγµένα στον Αγώνα, πρωτοστατεί µε το πλοίο της, τον θρυλικό «Αγαµέµνονα», στην πολιορκία του Ναυπλίου και µπαίνει θριαµβεύτρια, δίπλα στον Κολοκοτρώνη, στη Τριπολιτσά. Είναι η «νέα Αµαζόνα» κατά τον ιταλό περιηγητή Πέτσιο, ενώ ο γερµανός δηµοσιογράφος Κρίστιαν Μίλλερ, γράφει, εντυπωσιασµένος, για τη γυναίκα που το όνοµά της και τα ανδραγαθήµατά της συζητιούνται σε όλη την Ευρώπη: «Σπετσιώτισσα είναι η γνωστή ηρωίδα Μπουµπουλίνα, που εξόπλισε τρία καράβια, εκ των οποίων τα δύο κυβερνούν οι γιοι της και το µεγαλύτερο το κυβερνάει η ίδια. Έχασε κιόλας ένα γιο της σ’ αυτόν τον αγώνα και φλέγεται τόσο σα µάνα από το αίσθηµα της εκδίκησης, όσο και σαν Ελληνίδα από την αγάπη προς την πατρίδα. Έχει επιφέρει πολλές καταστροφές στους τούρκους και τους έχει πάρει πολλά καράβια».
Και ενώ στις Σπέτσες ετοιμαζόταν να συνεχίσει τον αγώνα, μια οικογενειακή διένεξη είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατό της στις 22/3/1825. Κηδεύτηκε σε πανελλήνιο πένθος, «Η Λασκαρίνα ήτο φαινόμενο τι κατά τον αγώνα και προϊόν της φύσεως έκτακτο» «απαίδευτος αλλά μεγαλόφρων και ελευθεριάζουσα, ντυμένη γυναίκα και αρματωμένη σαν άνδρας», γράφει μεταξύ άλλων ο Φιλήμων. Κατά δε τον Γάλλο Βουτιέ ήταν «πιστή παράδοση των γυναικών της Σπάρτης».
Μεταθανάτια έλαβε τον τίτλο: “Ναυάρχου” από τη Ρωσία, πρωτοφανής τιμή για γυναίκα. Το 2018, 193 ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό της, με απόφαση του ελληνικού Υπουργείου Άμυνας της απονεμήθηκε ο βαθμός του Υποναυάρχου επί τιμῇ, ο πολεμικός Σταυρός Α΄ Τάξεως και το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων.
Μία άλλη µεγάλη γυναικεία µορφή του ’21, ήταν η Μαντώ Μαυρογένους. Η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εµπόριο. Η Μαντώ, είχε εξαιρετική µόρφωση και µιλούσε επαρκώς εκτός από τη µητρική της γλώσσα, τουρκικά, γαλλικά και ιταλικά. Λίγο πριν την κήρυξη της Επανάστασης και µετά τον θάνατο του πατέρα της, εγκαταστάθηκε στην Τήνο και στη συνέχεια στην Μύκονο. Με χρήµατα τής οικογενείας της, αρµάτωσε και διέθεσε στον Αγώνα δύο καράβια, ενώ συντηρούσε και δύναµη 800 πολεµιστών. Ζωσµένη µε το σπαθί του πατέρα της, η Μαντώ πήρε µέρος σε µάχες στην Κάρυστο, στη Μαγνησία, στο Τρίκκερι, στην Άµφισσα, στη Χαιρώνεια και σε επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. Με διαταγή της εθνοσυνέλευσης του Άστρους, της απονεµήθηκε, ως διακριθείσα επ’ ανδραγαθία στο πεδίο της µάχης, στέφανος δάφνης, «εν επισήµω τελετή οµοία προς την των Ολυµπιακών Αγώνων». Ακόµη, για την τεράστια συµβολή της στην Επανάσταση, της απονεµήθηκε, µοναδικό προς γυναίκα, το αξίωµα του επιτίµου αντιστρατήγου και της παραχωρήθηκε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο για την εγκατάστασή της. Αυτή η σπουδαία γυναίκα, µε την αριστοκρατική καταγωγή, που πολέµησε παθιασµένα σε όλα τα πεδία των µαχών, που ουδέποτε εφατρίασε κατά τις εµφύλιες διαµάχες, που τροφοδότησε το κύµα του φιλελληνισµού στην Ευρώπη µε τις δύο επιστολές που έγραψε, τη µία προς τις παρισινές κυρίες και την άλλη προς τις αγγλίδες κυρίες, και η οποία προσέφερε 7.000.000 γρόσια για τον Αγώνα, πέθανε, τελικά, πάµπτωχη.
Ο Γάλλος Φιλέλληνας Μαξίμ Ρεμπώ, συγκρίνοντάς τη με την Μπουμπουλίνα αναφέρει: «Από τη μια μεριά (η Μπουμπουλίνα) το θάρρος σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος και από την άλλη (Μαντώ)η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον».
Άλλη ατρόµητη θαλασσοµάχος αλλά λιγότερο γνωστή η ∆όµνα Βισβίζη, η Θρακιώτισσα από την Αίνο. γυναίκα του εφοπλιστή Αντώνη Βισβίζη, κυβερνήτη του πλοίου «Καλομοίρα» από τη Θράκη. Αφοσιωμένη στη μεγάλη ιδέα της Φιλικής Εταιρείας, μητέρα 5 παιδιών, έγινε Καπετάνισσα και πολέμησε ηρωικά στη ναυμαχία της Λέσβου, της Χίου και του Ευρίπου.
Όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήµων, «Τοιαύτη ανεδείχθη και η ∆όµνα σύζυγος Βασιλείου Χατζή, πλοιάρχου. Θανατωθέντος αυτού κατά την πολιορκία της Ευβοίας, ανέλαβε η ίδια την διοίκησιν του πλοίου ως άλλος ανήρ, επί πολύ χρόνον, ίνα µη στερηθή η πολιορκία της από θαλάσσης βοηθείας». Η ∆όµνα Βισβίζη, την οποία ο ∆ηµ. Υψηλάντης αποκαλούσε Ευγενεστάτη και Γαληνοτάτη και για την οποία ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πιστοποιούσε µε έγγραφό του, ότι τον Μαϊο του 1822, τον έσωσε, αυτόν και τους άνδρες του, προµηθεύοντάς του τρόφιµα και πολεµοφόδια, διατήρησε το πλοίο της επί τρία χρόνια. ∆απάνησε για την συντήρησή του και την διατροφή του πληρώµατός του, όλη της την περιουσία. Και όταν πια οι πόροι της τελείωσαν και το µπρίκι είχε πάθει µεγάλη φθορά, το χάρισε, τον Σεπτέµβριο του 1824 στην κυβέρνηση, που το µετέτρεψε σε πυρπολικό. Μ’ αυτό ο Ανδρέας Πιπίνος έκαψε, στη Σάµο, την τουρκική φρεγάτα. Πέθανε ξεχασμένη από όλους.
«Μην είδες και μην άκουσες για την
κυρά Δομνίτσα, την όμορφη, τη δυνατή,
την αρχικαπετάνα, που ‘χει καράβι ατίμητο
και πρώτο μες στα πρώτα;»
Το τραγούδι της κυρα-Δόμνας (κλέφτικο)
Αλλά και οι γυναίκες του Μωριά, όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση ξεπέρασαν τα ανθρώπινα μέτρα. Η Μάνη πολύ δύσκολα πατήθηκε από τους Τούρκους. Οι γυναίκες της περιοχής συνέχιζαν την αρχαιοελληνική παράδοση, είχαν γαλουχηθεί στην σκληρή πολεμική ζωή. Θεωρούσαν τον θάνατο του Μανιάτη στον πόλεμο χρέος και φυσικό αποτέλεσμα του ηρωισμού. Έτσι η Μανιάτισσα μάνα νανουρίζει το μωρό ευχόμενη: «Να είναι καλορίζικο, χρόνια πολλά να ζήσει, να γίνει στ’ άρματα γερό και τους οχτρούς να σβήσει.»
Και όταν πάλι το παιδί της σκοτώνεται, πνίγει τον μητρικό της πόνο με τη συναίσθηση ότι:
«…σκοτώθηκε στον πόλεμο,
\εδιάβη με δόξα και τιμή
κι έκανε το καθήκον του
για της πατρίδας την τιμή».
Και αφού η Μανιάτισσα μοιρολογήσει, παίρνει το όπλο και ζητάει εκδίκηση για τον νεκρό. Σπουδαίες καπετάνισσες γυναίκες ηρωίδες Μανιάτισσες υπήρξαν:
Η Κωνσταντίνα Ζαχαριά, καπετάνισσα, που ύψωσε πρώτη στη Σπάρτη τη σημαία της Επανάστασης, πήρε τα όπλα και τέθηκε επικεφαλής 500 ανδρών και γυναικών, κατέλαβε το Λεοντάρι, σκότωσε τον Οθωμανό Διοικητή, έβαλε φωτιά στο σπίτι του και κατέβασε την τουρκική σημαία από τα τζαμιά, τα οποία έπειτα έκαψε.
Επίσης η Σπαρτιάτισσα Σταυριάνα Σάββαινα πήρε τα όπλα, όταν σκοτώθηκε ο άνδρας της Γιωργάκης Σάββας στο Βαλτέτσι, και πολέμησε στην ίδια μάχη, μόνη μεταξύ ανδρών, πλάι στον Μαυρομιχάλη. Η Παρρέν το 1830 στην «Εφημερίδα των Κυριών» έγραψε «οι περί τον Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος». Ωστόσο, επί Όθωνα, ζούσε από τη βοήθεια οικογενειών άλλων αγωνιστών και όταν πέθανε, με έρανο την έθαψαν. Η Ανδρονίκη Στάρκου, Μανιάτισσα, εντάχθηκε στην Επανάσταση από τις πρώτες μέρες. Πήρε μέρος στη μάχη του Βαλτετσίου, στην Άλωση της Τριπολιτσάς και με τον Ανδρέα Μιαούλη στη ναυμαχία της Πάτρας. Είναι το κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν, «Οι πειρατές του Αιγαίου».
Η Ζαμπέτα Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, πρωτοκαπετάνισσα μάνα του Θόδωρου, μεγάλη ηρωίδα. Παίρνει μέρος σε μάχες, εμψυχώνει άνδρες και γυναίκες, παρακινεί τα παιδιά της στον αγώνα. Υπήρξε αφοσιωμένη σύζυγος του Κωνσταντή και όταν ο άνδρας της στραγγαλίστηκε από τους Τούρκους, κατέφυγε στη Δυτική Μάνη στερούμενη ακόμα και το ψωμί. Όπου πήγαινε δούλευε, ύφαινε επί πληρωμή, έκοβε ξύλα, τα οποία ο μικρός Θοδωρής πήγαινε με γαϊδουράκι στην Τρίπολη και τα πουλούσε.
Τέλος, ειδική αναφορά γίνεται από τους ιστορικούς και στις Αργίτισσες, που όταν το 1821 η περιοχή δέχτηκε την επίθεση του Κεχαγιάμπεη, 18 από αυτές έπεσαν στα πηγάδια και πνίγηκαν για ν’ αποφύγουν την ατίμωση.
Η Επανάσταση στη Μακεδονία ξέσπασε στον Πολύγυρο το Μάη του 1821 και αμέσως γενικεύτηκε με τις γυναίκες να δείχνουν θαυμαστό θάρρος και ν’ αντιστέκονται σθεναρά για την πίστη, την τιμή και την ελευθερία τους. Οι Τούρκοι αντέδρασαν βίαια, Έκαψαν την Κασσάνδρα και ακολούθησαν η Βέροια, η Έδεσσα, η Σιάτιστα, η Κοζάνη και άλλες. Αλλά η πόλη που εξοντώθηκε στην κυριολεξία ήταν η Νάουσα, που αναφέραμε παραπάνω. Για τις θηριωδίες των Τούρκων αναφέρει ανατριχιαστικά ο Γ. Μαραβελέας «…όλες τις αρχόντισσες της Ναούσης τις έστησαν όρθιες μπροστά στο διοικητήριο σε λάκκους και τις σκέπασαν μέχρι τη ζώνη μέσα στο χώμα και περνούσε ο τούρκικος όχλος τις έβριζε, τις έφτυνε και τις χτυπούσε μ’ αναμμένα δαυλιά. Τις άλλες γυναίκες τις φυλάκισαν σε μπουντρούμια και τις άφησαν να πεθάνουν εκεί χωρίς νερό και τροφή. Άλλες πάλι τις ρίξανε στους υπονόμους και έφραζαν τις εξόδους μέχρι που πέθαναν από ασφυξία..».
Οι Κρητικές δεν υστέρησαν όσον αφορά τη μεγάλη συμβολή τους για την επιτυχία του Αγώνα. Από το 1669, που οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κρήτης, οι γυναίκες αποτέλεσαν στόχο της τουρκικής μανίας. Ο Ρεθύμνιος επικός ποιητής Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής περιγράφει:
«Των γυναικών τα βάσανα ανθρώπου νους δεν βάνει,
(τα ήθη των Αγαρηνών και την κακήν τους πλάνη)
ταις απαινδρες χωρίζασι οι ασεβείς και πέρναν
και στην Τουρκιά και στα νησιά ήρχονταν και τση φέρναν»
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Τούρκοι έκαναν συστηματικό παιδομάζωμα. Το πρωτοφανές που επιβλήθηκε ωστόσο στην Κρήτη, ήταν η «ερωτική φορολογία». Ο αγάς κατά την παράδοση μπορούσε ν’ απαιτήσει σε συγκεκριμένη μέρα και ώρα την έκθεση των γυναικών στην πλατεία, όπου τις ξεγύμνωναν και τις βίαζαν δημόσια. Πολλές οι Κρητικές που διακρίθηκαν και στη μάχη. Όταν χτυπήθηκαν τα Σφακιά, το 1774, οι γυναίκες αντιστάθηκαν γενναία.
Η λαϊκή μούσα θα θρηνήσει:
«Κλαίνε την Μπουρμπαροκατσούλη με την μακριά πλεξούδα
όπου πολεμά αντρίστικα κι ας ήταν κοπελούδα
Κλαίνε και τη Σφουροφυλλιά πούκαμε τα λαγούμια
κι έκανε τα παιδιά ορφανά χηράδες τα χανούμια…»
Σ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και αργότερα (1866-1869) οι Κρητικοπούλες συνεχίζουν με αυταπάρνηση να κάνουν το καθήκον τους. Η ηρωική καπετάνισσα Χαρίκλεια Δασκαλάκη, ανδραγάθησε στο Αρκάδι. Η Αντωνούσα Καστανάκη, η οπλαρχηγός, ζώστηκε τ’ άρματα και βγήκε στο βουνό. Όχι λιγότερο ένδοξη υπήρξε η καπετάνισσα Παντελία Κουσταντάκη από τη Μαλάξα, που διέπρεψε στην Επανάσταση του 1897.
Τέλος, οφειλόμενη η αναφορά μας και στην αριστοκράτισσα Ελισάβετ Υψηλάντη, Ελληνίδα καταγόμενη από τη Βόρεια Ήπειρο και τη Μολδαβία, την μητέρα των Υψηλάντηδων, που αποκαλούνταν και «Πρωτομάνα των Φιλικών». Πρώτη χρηματοδότησε τον Αγώνα, που προετοιμαζόταν, ενώ στις 16/2/1821 στο αρχοντικό της συγκεντρώθηκαν οι Φιλικοί για ν’ αποφασίσουν τη στιγμή της Εξέγερσης. Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας είναι τόση που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είπε στους άλλους εταίρους: «Γράψτε στο τέλος της Διακήρυξης: Φιλώ το χέρι της μητρός μου.»
Κυρίες και Κύριοι, στο σημερινό μας μνημόσυνο θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε την αφανή εκείνη οπισθοφυλακή που αν και δεν άρπαξε τα όπλα, αγωνίστηκε με την ψυχή της. Είναι οι αναρίθμητες μορφές των απλών γυναικών του λαού μας. Οι γυναίκες αυτές είτε σκυμμένες στον αργαλειό, είτε καλλιεργώντας το χωράφι, όταν ο άνδρας αγωνιζόταν, κουβαλούσαν φυσίγγια στην ώρα της μάχης. Αυτές οι παραδοσιακές γυναίκες με την έντονη έμμεση παρουσία και το έμμεσο ηρωικό στοιχείο, την πίστη, την υπομονή, τη θέληση, τη στέρηση, που περιορίστηκαν στον ρόλο της γυναίκας της εποχής, πιστές στις κοινωνικές αξίες, αφοσιωμένες στον άνδρα, στη θρησκεία, στη μετάδοση των ελληνικών αξιών και ιδανικών στα παιδιά τους, έθρεψαν ήρωες και υπερασπίστηκαν την τιμή και την ατομική ελευθερία. Αυτές συνέβαλαν κατά τρόπο αξιοθαύμαστο στην έκβαση του Αγώνα και στη διατήρηση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, Πόσα και πόσα δεν μπορεί να μνημονεύσει κανείς από τη συμβολή αυτών των απλών γυναικών. Αμέτρητες λοιπόν είναι οι Ελληνίδες που πρόσφεραν με κάθε τρόπο τις υπηρεσίες τους στην Εθνεγερσία του 1821. Αμέτρητος και ο πόνος που υπέστησαν, αμέτρητες οι θυσίες που πρόσφεραν. Αδύνατον όμως να παρουσιαστούν σ’ όλη τους την έκταση. Γι’ αυτό, σ’ αυτή την ομιλία, ο στόχος ήταν να φανεί ότι η ψυχή κάθε Ελληνίδας, από όποια περιοχή και αν προερχόταν, παλλόταν από τον πόθο της ελευθερίας, εμπνεόταν από το όραμα της αποτίναξης του Τουρκικού ζυγού και πάλευε με αφάνταστη τόλμη για την πραγματοποίησή του.
Για τις Ελληνίδες της Επανάστασης, η ελευθερία ήταν μια πνευματική αρχή. Η δράση τους, οι ηρωικές τους πράξεις φανερώνουν έναν κόσμο αξιών, έναν κόσμο φυσικής ανατροφής που βρίσκεται έξω από τις υλικές αξίες και το μικροσυμφέρον. Η παρουσία τους στην Επανάσταση έδωσε το μέτρο της αυτοθυσίας, της ετοιμότητας για περιφρούρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, του πατριωτισμού, του αγώνα για την ειρήνη, στήριξε, αν θέλετε, το δικαίωμα της γυναίκας για ισότιμη συμμετοχή στα αγαθά της κοινωνίας και επιβεβαίωσε προς όλη την οικουμένη τις αρετές που χαρακτήριζαν ανέκαθεν τη γυναίκα της Ελλάδας, ελληνική ευψυχία και αξιοπρέπεια.
Κυρίες και Κύριοι,
Παρά την εικονοκλαστική διάθεση της σύγχρονης εποχής, που θέτει σε αμφισβήτηση πρότυπα, αξίες και πεποιθήσεις, το 1821 έχει επιδείξει µοναδική αντοχή στη λαϊκή συνείδηση και παραµένει το µεγάλο εθνικό κοµµάτι της ιστορίας μας, που το χρειαζόµαστε όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, ως αξιακό υπόβαθρο της συλλογικής µας αυτογνωσίας και ως πυξίδα για την ιστορική µας πορεία προς το µέλλον.
Η ελληνική Επανάσταση του 1821, χωρίς τις γυναίκες, δεν θα ήταν εθνεγερσία, θα απείχε πολύ από αυτό το ένδοξο γεγονός που σηματοδότησε ολόκληρο το ελληνικό Έθνος.
Γι’ αυτό για τις αγωνίστριες γυναίκες, επώνυμες και ανώνυμες του ΄21, μια φράση ταιριάζει : Τιμή και Δόξα στις ηρωίδες του Αγώνα!
***
[*] Η κυρία Μαρία Παλάσκα – Ιωαννίδη είναι φιλόλογος. Ως βασική ομιλήτρια πραγματοποίησε την παραπάνω ομιλία το Σάββατο 23 Μαρτίου 2024, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Βριλησσίων στην εκδήλωση της Παναθηναϊκής Πανελλαδικής Οργάνωσης Γυναικών [Παράρτημα Βριλησσίων] για τις Ελληνίδες αγωνίστριες του 1821.
Στην εκδήλωση συμμετείχε η κυρία Άννα Βασιάδη, με ομιλία για την αγωνίστρια Δόμνα Βισβίζη. Ποιήματα απήγγειλαν οι ηθοποιοί Τέλης Ζώτος και Ζάννα Καλλιπολίτη.
Την εκδήλωση έκλεισε η Δημοτική Χορωδία του Δήμου Βριλησσίων υπό τον κ. Γεώργιο Ζιάκα.