Η Ελένη Παπαδάκη (1908 – 1944) ήταν μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου. Υπήρξε το πλέον «επώνυμο» θύμα των Δεκεμβριανών.
Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1908 στην Αθήνα από ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας της, Νικόλαος Παπαδάκης, ήταν ανώτερος υπάλληλος της Ιονικής Τράπεζας και η μητέρα της Αικατερίνη Κωνσταντινίδη ήταν κόρη του πανεπιστημιακού καθηγητή Στυλιανού Κωνσταντινίδη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Η οικογένεια Παπαδάκη είχε και ένα γιo, τον Μιχάλη, δύο χρόνια μικρότερο από την Ελένη.
Έτυχε εξαιρετικής μόρφωσης και από νεαρή ηλικία έτρεφε μεγάλο πάθος για το θέατρο. Αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και παρακολούθησε ως ακροάτρια μαθήματα φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλούσε απταίστως τέσσερις γλώσσες (γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά) και τελειοποίησε τα αρχαία ελληνικά της για να μπορεί να διαβάζει τους τραγικούς από το πρωτότυπο. Τη μόρφωσή της συμπλήρωσε με σπουδές φωνητικής μουσικής και πιάνου στο «Ελληνικό Ωδείο» Αθηνών.
Σε ηλικία 17 ετών εμφανίσθηκε επί σκηνής στο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά (25 Ιουνίου 1925), ερμηνεύοντας το ρόλο της Προγονής στο έργο του Λουίτζι Πιραντέλο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα. Η πρώτη αυτή εμφάνισή της χαιρετίστηκε με ενθουσιώδεις κριτικές. «Η σκηνή απέκτησε μίαν μεγάλην ηθοποιόν», έγραψε στην εφημερίδα Δημοκρατία ο Κωστής Μπαστιάς. Το ίδιο έτος διακρίθηκε και ως Ηρωδιάς στη Σαλώμη του Όσκαρ Γουάιλντ και Ρίλκε βαν Έιντεν στο έργο του Λενορμάν Ο χρόνος είναι όνειρο.
Το 1926 συμμετείχε στο θίασο Οι Νέοι ως πρωταγωνίστρια σε έργα των Ντ’ Ανούτσιο (Τζοκόντα), Γρηγορίου Ξενόπουλου (Η Αναδυομένη) και άλλων συγγραφέων. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με την Κυβέλη, τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Νίκο Δενδραμή, τον Γιώργο Παππά, τον Περικλή Γαβριηλίδη και διακρίθηκε ιδίως ως:
Μαργαρίτα («Κυρία με τις Καμέλιες» του Δουμά)
Άννα («Ωραία Νεράιδα» του Λοτάρ)
Κάτια Μάσλοβα («Ανάσταση» του Τολστόι)
Νόρα («Σπίτι με τις Κούκλες» του Ίψεν)
Δούκισσα («Εχθρά» του Νικοντέμι)
Ελένη Νικολάγεβνα («Ζήλεια» του Αρτσιμπάτσεφ)
Το 1931 έπαιξε με δικό της θίασο στην Κωνσταντινούπολη, όπου της έγιναν μεγάλες τιμές και γράφτηκαν ενθουσιώδεις κριτικές. Ο Τούρκος συγγραφέας και ποιητής Χαλίτ Φαχρί σε κριτική του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Είδα τότε την Παπαδάκη εμπρός μου ζωντανό σύμβολο μιας ευγενούς τέχνης. Αν και δεν γνωρίζω λέξη ελληνική, ούτε και είχα διαβάσει το έργο στο πρωτότυπο, η φωνή της, οι κινήσεις, η μιμική και οι στάσεις της καλλιτέχνιδας αυτής με τη φλογερή ψυχή, μου μιλούσαν και έρχονταν σε εμένα ως λόγια. Είναι ιδιαιτέρως άξιο εκτίμησης και επαίνου το γεγονός ότι μια καλλιτέχνις τόσο νέα υποδύεται με τόση δύναμη το πρόσωπο μιας ώριμης γυναίκας, μιας μητέρας».
Το 1931 πραγματοποίησε και τη μοναδική της εμφάνιση στον κινηματογράφο. Πρωταγωνίστησε στη βωβή ταινία του Ιωάννη Λούμου “Στέλλα Βιολάντη, η ψυχή του πόνου”, που βασιζόταν στο διήγημα του Γρηγόριου Ξενόπουλου Στέλλα Βιολάντη. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν την ικανοποίησε και αποφάσισε να αφιερωθεί στο θέατρο.
Το 1932 προσελήφθη στο επανασυσταθέν Εθνικό Θέατρο, στο οποίο μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής της έπαιξε πρωταγωνιστικούς ρόλους, που άφησαν εποχή. Ξεχώρισε ως:
Έλα Ρεντχάιμ («Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ίψεν, 1933)
Δυσδαιμόνα («Οθέλλος» του Σέξπιρ, 1933)
Ζελφά («Ιούδας» του Σπύρου Μελά, 1934)
Βασίλισσα («Δον Κάρλος» του Σίλερ, 1934)
Έρσίλια Ντρέι («Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Πιραντέλο, 1935)
Μπετίνα Κλάουζεν («Πριν από το ηλιοβασίλεμα» του Χάουπτμαν, 1936)
Αγγέλα Παπαστάμου («Πειρασμός» του Ξενόπουλου, 1936)
Λαίδη Γουίντερμιρ («Βεντάλια» του Όσκαρ Γουάιλντ, 1937)
Μανταλένια («Ψευτοσπουδαίες» του Μολιέρου, 1938)
Ναταλία της Οράγγης («Πρίγκηπας του Χόμπουργκ» του Κλάιστ, 1938)
Ρεγάνη («Βασιλιάς Λιρ» του Σέξπηρ, 1938)
Λαίδη Τσίλτερν («Ιδανικός σύζυγος» του Όσκαρ Γουάιλντ, 1938)
Λαίδη Τιζλ («Σχολείο κακογλωσσιάς» του Σέρινταν, 1939)
Μαρία («Το Κοντσέρτο» του Χέρμαν Μπαρ, 1939)
Δωροθέα («Δωροθέα Άνγγερμαν» του Χάουπτμαν, 1940)
Δοούκισσα του Μάλμπορο («Ένα ποτήρι νερό» του Σκριμπ, 1940)
Πόρσια («Έμπορος της Βενετίας» του Σέξπιρ,1940)
Σελιμένη («Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, 1943)
Στην κριτική του για την παράσταση του έργου του Πιραντέλο Να ντύσουμε τους φτωχούς ο Αχιλλέας Κύρου έγραψε: «Τα χειροκροτήματα ανήκον ιδίως εις την δεσποινίδα Παπαδάκη, η οποία απέδειξε προσόντα αληθώς ανωτέρου ηθοποιού». Για τον ίδιο ρόλο ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης-Νόβας σημείωνε: «Αλλά η δόξα της βραδυάς ήταν η δεσποινίς Παπαδάκη. Σ’ αυτή δεν λέω ότι ημπορεί να είναι υπερήφανη. Υπερήφανοι πρέπει να είμαστε ημείς γι’ αυτήν».
Υψηλού επιπέδου ήταν και οι ερμηνείες της σε παραστάσεις αρχαίου δράματος. Ξεχώρισε ως:
Κλυταιμνήστρα («Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, 1936)
Αντιγόνη («Αντιγόνη» του Σοφοκλή. 1940 και 1941)
Ιφιγένεια («Ιφιγένεια Εν Ταύροις» του Ευριπίδη, 1941)
Εκάβη («Εκάβη» του Ευριπίδη, 1943 και 1944).
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1943 ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε στο Ελεύθερο Βήμα για την Εκάβη της Παπαδάκη, που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της καριέρας της: «Η καταπληκτική ερμηνεία της Εκάβης μας σταμάτησε μπρος σε ένα γεγονός, που πολύ ολίγα όμοιά του μπορούμε να απαντήσουμε, όχι μόνο ανάμεσά μας, μα και γενικά στην ιστορία ολόκληρη της ηθοποιίας. Εννοώ το γεγονός αυτό: Να ιδούμε μια μεγάλη καλλιτέχνιδα σαν την Ελένη Παπαδάκη, να υποταχθή, να πειθαρχήση απόλυτα και ολόκληρη στο Λόγο και το Πνεύμα του έργου, με μια τέτοια καθαυτό θρησκευτική ταπείνωση μπροστά στον ποιητή, ώστε μονομιάς -όσο μεγάλη καλλιτέχνιδα κι’ αν ήταν σε πρωτήτερες της επιδόσεις- να μας αποκαλυφθή αναπλασμένη σ’ ένα άλλο ανώτατο επίπεδο δημιουργικής της Αρετής». Η ηθοποιός Έλσα Βεργή έλεγε αργότερα ότι «η Εκάβη της Παπαδάκη ήταν το σύμβολο μιας ολόκληρης φυλής στο πρόσωπο μιας μάνας».
Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, η Ελένη Παπαδάκη συνελήφθη στο σπίτι του φίλου και συναδέλφου της Δημήτρη Μυράτ στα Πατήσια (21 Δεκεμβρίου 1944) από άνδρες του ΕΛΑΣ, κατόπιν διαταγής του Καπετάν Ορέστη, του 23χρονου αρχηγού της ΟΠΛΑ της περιοχής. Κατηγορήθηκε για φιλογερμανική στάση και ως «φιλενάδα του Ράλλη», δηλαδή του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη. Φήμες που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα την ήθελαν να παντρεύεται τον Ράλλη.
Η πραγματικότητα ήταν ότι οι οικογένειες Ράλλη και Παπαδάκη συνδέονταν με φιλία από τα προπολεμικά χρόνια και η Ελένη Παπαδάκη είχε μεσολαβήσει στον Ράλλη για την απελευθέρωση αντιστασιακών ή Εβραίων καταζητούμενων. Νωρίτερα και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1944, η Παπαδάκη είχε διαγραφεί από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), που ελεγχόταν από το ΚΚΕ, για φιλογερμανική στάση.
Τα μεσάνυχτα άρχισε η ανάκριση της Παπαδάκη από τον καπετάν Ορέστη και τις πρώτες πρωινές ώρες της 22ας Δεκεμβρίου του 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο του ΕΛΑΣ. Αμέσως μετά μεταφέρθηκε μαζί με άλλους μελλοθανάτους στα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ στο Γαλάτσι, όπου δολοφονήθηκε με δύο σφαίρες στον αυχένα από τον εκτελεστή της ΟΠΛΑ Βλάσση Μακαρώνα. Η διαταγή του Ορέστη ήταν να εκτελεστεί με τσεκούρι, αλλά ο Μακαρώνας μάλλον τη λυπήθηκε και προτίμησε ένα πιο «ανώδυνο» τρόπο.
Η Παπαδάκη παρέμεινε αγνοούμενη για ένα μήνα. Το πτώμα της βρέθηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1945, προκαλώντας σοκ στην αθηναϊκή κοινωνία. Η κηδεία ήταν «μεγαλοπρεπεστάτη», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, κι έγινε στις 28 Ιανουαρίου στο Άγιο Γεώργιο Καρύτση, παρουσία πλήθους κόσμου. Ο τραγικός θάνατος της Παπαδάκη έθεσε πρόωρα τέρμα σε μια λαμπρή καριέρα και θρηνήθηκε ως εθνική απώλεια. Ο Άγγελος Σικελιανός της αφιέρωσε τους στίχους, εν είδει επιγράμματος:
Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε
κι όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνη.
Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα, κ’ οι εννιά αδελφές εσκύψαν
να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι.
Ο επίλογος της δολοφονίας της Ελένης Παπαδάκη γράφτηκε με τη συγγνώμη του γ.γ. του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη, και την εκτέλεση του Ορέστη ως «πράκτορα της Ιντέλιτζενς Σέρβις». Ο Μακαρώνας και η ομάδα του συνελήφθησαν από τις αρχές, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.
Η σύλληψη κι η εκτέλεση (21 Δεκεμβρίου 1944)
(Η διήγηση από τον Πολύβιο Μαρσάν)
21 Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη. Ξημέρωσε με έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα τσουχτερό κρύο. Τη νύχτα ένα μακρινό ουρλιαχτό σκύλου, είχε κρατήσει την Ελένη αρκετή ώρα ξύπνια και την είχε γεμίσει ανησυχία. Αντίθετα με τη συνήθειά της, σηκώθηκε πολύ νωρίς και ετοιμάστηκε με ξεχωριστή επιμέλεια. Όχι ότι δεν το συνήθιζε, αλλά τις μέρες εκείνες μπορούσε να θεωρηθεί ίσως σα μια περιττή πολυτέλεια. Αφού έκανε το μπάνιο της, φόρεσε καινούρια εσώρουχα και ένα καινούριο ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες. Όταν κατέβηκε να δει τους δικούς της, φορούσε καφέ φουστάνι, καστόρινα παπούτσια, ένα σκουφάκι που έμοιαζε σαν αυτά που φοράνε οι καθολικοί καπουτσίνοι και γούνινο παλτό.
Εκείνη την ώρα είχε έλθει από απέναντι η κα Παπαληγούρα να αναγγείλει στην οικογένεια Παπαδάκη ότι στο τέρμα Πατησίων πουλούσαν κουνουπίδια, αν ενδιαφέρονταν ν’ αγοράσουν κι εκείνοι. Της έκανε εντύπωση η περιποιημένη εμφάνιση της Ελένης τόσο πρωί και τη ρώτησε πώς και τέτοια ώρα ήταν έτοιμη. Η Ελένη προφανώς, από το έντονο προαίσθημα που την κατείχε, της απάντησε γαλλικά:
–Je suis prete pour toute eventualite (Είμαι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο).
Μετά βγήκε για ψώνια προσπαθώντας να βρει λίγο μέλι, αλλά γύρισε άπρακτη μιας και το πολύτιμο εμπόρευμα που αναζητούσε για τη μητέρα της είχε ήδη εξαντληθεί. Γενικά όλη η γειτονιά παρουσίαζε μεγάλη στέρηση τροφίμων. Πετάχτηκε μετά απέναντι, στη γειτόνισσά της Μπούμπα Κορυζή και της πήρε λίγους κύβους ζάχαρη από ένα δέμα του Ερυθρού Σταυρού, γιατί συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τέτοια σπάνια επισιτιστικά ευρήματα. Θυμάται η κα Παπαληγούρα ότι φεύγοντας η Ελένη της είπε ότι θα πήγαινε στου Δημήτρη Μυράτ, συμπληρώνοντας ότι είχε το προαίσθημα πως θα τη συλλάβουν. Νωρίς μετά το μεσημεριανό φαγητό, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Μυράτ. Πριν βγει απ’ το δωμάτιό της, χάιδεψε τα βιβλία της στη βιβλιοθήκη.
–Άκουσα ότι ανατινάζουν σπίτια. Ας καταστραφεί το σπίτι μου, φθάνει να μην πάθουν τίποτα τα βιβλία μου… Στο σπίτι του Μυράτ για ώρα έπαιζαν χαρτιά, ο Μυράτ, ο Σαμ και κάποιοι άλλοι κύριοι, όλοι τους γείτονες, ενώ ο Δημήτρης παρακολουθούσε, μιας κι ο ίδιος δεν ήταν χαρτοπαίκτης. Σ’ ένα μικρό σαλονάκι στο πίσω μέρος, η Ελένη με την Αιμιλία Καραβία, τη Χρυσούλα Μυράτ, και τη Φωτεινή Λούη, συζητούσαν.
Στο σπίτι των Παπαδάκη εκείνη την ώρα ήταν μόνο η μητέρα της Ελένης. Ο Μιχάλης είχε πάει για καφέ με τον κουνιάδο του, και η Τεό ήταν στης γειτόνισσας. Τρία τετράγωνα πιο πέρα, στα περιφερειακά γραφεία του ΕΑΜ, στη διασταύρωση Πολυλά και Μαρτζώκη, η “λαϊκή αστυνομία” του ΚΚΕ, η ΟΠΛΑ, με επικεφαλής της τον Ορέστη, αποφάσιζε την τύχη της Ελένης Παπαδάκη..
Αυτός ο Ορέστης, είκοσι τριών χρόνων άντρας, ήταν φύση εγκληματική, διεφθαρμένος και γυναικάς. Ένα αληθινό απόβρασμα της κοινωνίας, που μέσα στην ταραγμένη ατμόσφαιρα των Δεκεμβριανών, απέκτησε αξία και αξιώματα, και προέβη σε μια σειρά από λεηλασίες, πλιάτσικα και φόνους.
Καλοπερνούσε, με τον υποδιοικητή του και τον βοηθό, και με τις διάφορες ερωμένες τους: έκαναν συλλογή από τα πολύτιμα τιμαλφή των μελλοθάνατων Ελλήνων πολιτών, που τους εκτελούσαν κατά κανόνα στα Διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ. Ωστόσο, η ηγεσία του ΚΚΕ, δήλωνε ότι -και ίσως πραγματικά να- αγνοούσε την ασύδοτη δράση του. Προς το παρόν, η μόνη εναντίωση στις πράξεις του ήταν οι σύντροφοι-δήμιοι, με τους οποίους είχε μονίμως προστριβές ως προς τον διαμοιρασμό της λείας των νεκρών! Ήθελε τη μερίδα του λέοντος ο Ορέστης…
Ο καπετάν Ορέστης, φαίνεται ότι ζήτησε εκείνο το απόγευμα τη σύλληψη της Ελένης Παπαδάκη. Στο γραφείο του ΕΑΜ υπήρχε ήδη μια λίστα με τα ονόματα των “αντιδραστικών στοιχείων” και το όνομά της ήταν μέσα, με τον προσδιορισμό “η φιλενάδα του Ράλλη”.
Ο Κώστας Μπιλιράκης, φοιτητής Ιατρικής, ανέλαβε το καθήκον να τη συλλάβει. Μη γνωρίζοντας τον ακριβή τόπο κατοικίας της, έκανε στάση στην οδό Χρυσοστόμου και ρώτησε την υπηρέτρια του κομμουνιστή δικηγόρου Μακρή, Γεωργία, προς τα πού να κατευθυνθεί. Σταμάτησε έξω απ’ το σπίτι της Αιμιλίας Καραβία, και αυτή τη φορά η υπηρέτρια της Μίλιας, η Αργυρώ, τον έστειλε στο διπλανό σπίτι. Βρήκε την Αικατερίνη Παπαδάκη, που εκείνη την ώρα διάβαζε στο ανοιχτό παράθυρο. Τη ρώτησε άγρια:
-Πού είναι η Ελένη Παπαδάκη;
-Δεν είναι σπίτι αυτή τη στιγμή.
-Πού είναι και τι ώρα θα γυρίσει;
-Δεν ξέρω πού είναι, μα θα γυρίσει κατά τις εφτά. Μια στιγμή να ρωτήσω.
-Όχι. Κάτσε εκεί που είσαι, γιατί στην άναψα!
Βλαστημώντας και απειλώντας συνέχισε.
-Εδώ πολιτοφυλακή του ΕΑΜ! Πού είναι η Ελένη Παπαδάκη;
-Δεν ξεύρω, σας είπα. Βγήκε απ’ το σπίτι. Τι συμβαίνει;
Βλέποντας τον Μπιλιράκη έτοιμο να σκαρφαλώσει στο παράθυρο, η γρια-Παπαδάκη κατέβασε απότομα το ρολό του παραθύρου. Βγήκε από το πορτάκι της κουζίνας, κι έτρεξε στο σπίτι της Καραβία για βοήθεια. Στην αυλή μεταξύ των δύο σπιτιών βρήκε τον Μιχαλακόπουλο.
-Βοηθήστε με κύριε. Κάποιος με κυνηγά με το πιστόλι να με σκοτώσει!
-Μην κάνετε έτσι κυρία, κάποιον θα καταζητεί, απάντησε αυτός με απάθεια.
Ο Μπιλιράκης εμφανίστηκε και πάλι και άρπαξε τη γριούλα από το μπράτσο, κραδαίνοντας το πιστόλι. Τη σκηνή είδε η νύφη της, Τεό Παπαδάκη, που έτρεξε να ρωτήσει τι συμβαίνει. Μέσα στον πανικό της, η Τεό φανέρωσε στους “πολιτοφύλακες” ότι η Ελένη βρισκόταν στο σπίτι του Μυράτ. Ο Μυράτ ήταν μέλος του ΕΑΜ, και ήλπισε ότι εκείνος θα βοηθούσε. Ο Μπιλιράκης κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Μυράτ, ενώ ο Μιχαλακόπουλος έμεινε πίσω στο σπίτι της Καραβία, κρατώντας τη γρια-Παπαδάκη, όμηρο. Πέντε το απόγευμα, ο Μπιλιράκης εισέβαλε στην οικία Μυράτ. Οι άντρες, που έπαιζαν χαρτιά, έντρομοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά.
–Την Ελένη Παπαδάκη! Πού είναι η Ελένη Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους, μπρος, πάμε στην Πολιτοφυλακή.
Οι φωνές και η φασαρία έφτασαν μέχρι το δωμάτιο όπου ήταν οι γυναίκες. Η οικοδέσποινα, Χρυσούλα Μυράτ, προσπάθησε να φυγαδεύσει την Ελένη, υποδεικνύοντάς της να πηδήσει απ’ το παράθυρο και να βγει στον κήπο. Η Παπαδάκη, διατηρώντας τη γαλήνη της, αρνήθηκε αυτή τη λύση:
-Γιατί να πηδήσω; Θα πάω να δω τι με θέλουν…
Ο Μπιλιράκης, απασχολημένος με τη σύλληψη των ανδρών, είδε έκπληκτος το θύμα του να ανοίγει την πόρτα και να παρουσιάζεται μπροστά του.
-Εδώ είμαι, κύριε. Τι θέλετε; Εγώ είμαι η Ελένη Παπαδάκη..
-Ακολούθησέ μας στην πολιτοφυλακή για μια ανάκριση…
Ο Δημήτρης Μυράτ, βλέποντας τον φόβο που σπείρει το ύφος του Μπιλιράκη, παίρνει το λόγο:
–Μην κάνεις έτσι! Εγώ ανήκω στο ΕΑΜ. Θα σε ακολουθήσουν, όλοι…
* * *
Οι πολιτοφύλακες, επιλέγουν να πάρουν μαζί τους ως συλληφθέντες την Ελένη, τον Σαμ, την Αιμιλία και τον Δημήτρη Μυράτ, και κατηφορίζουν την οδό Ιακωβίδου, σαν σε πομπή. Περνώντας έξω από το σπίτι των Παπαδάκη, η μητέρα της την ατενίζει απ’ το παράθυρο, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα τη δει ζωντανή. Επόμενη στάση, τα γραφεία του ΕΑΜ.
Στα γραφεία του ΕΑΜ, ο Δημήτρης Μυράτ συναντά έναν παλιό του φίλο ελασίτη, και συζητούν με οικειότητα. Ύστερα ο Δημήτρης, εξηγεί στην Αιμιλία που είναι ανήσυχη, ότι θα κρατήσουν την Ελένη για μια “εξονυχιστική ανάκριση” κι έπειτα θα την αφήσουν ελεύθερη.
Ένα τέταρτο μετά βγαίνουν στο δρόμο. Ο Μπιλιράκης, λέει στην Ελένη ότι την είχε δει στο θέατρο, χρόνια πριν, στο έργο Ζακυνθινή Σερενάτα. Στη διασταύρωση Πατησίων και Ροστάν, ο Δημήτρης Μυράτ, αφήνει την Ελένη με την Αιμιλία να συνεχίσουν το δρόμο τους με τον πολιτοφύλακα, και γυρίζει στο σπίτι του. Ενώ ο Μυράτ απομακρύνεται, ο Μπιλιράκης κάνει γνωστές τις προθέσεις του στην Αιμιλία εν είδει συμβουλής:
–Καλό είναι να μην πας και σύ στην Πολιτοφυλακή. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις!..
-Απορώ πώς μπορείς να διανοηθείς ότι είναι δυνατόν να αφήσω μόνη της την Ελένη! απάντησε με κατάπληξη η πιστή της φίλη.
Φτάνοντας στο κτήριο της πολιτοφυλακής, οι δύο γυναίκες μπαίνουν μέσα συνοδευόμενες απ’ τον Μπιλιράκη και τον Μιχαλακόπουλο. Τις παραδίδουν, και φεύγουν για έρευνα στα σπίτια και των δύο. Η Ελένη κάθεται σε μια πολυθρόνα και χαϊδεύει τον σκύλο της, Μπόντζο. Το σκυλί την είχε ακολουθήσει από το σπίτι μέχρι εδώ, και στη διαδρομή ένας ελασίτης προσπάθησε να το απομακρύνει εκνευρισμένος, προκαλώντας τα παράπονα της Ελένης για τη συμπεριφορά του στο ζώο… Μόλις περάσουν είκοσι λεπτά, κάποιος υποδεικνύει στην Αιμιλία να γυρίσει σπίτι της, και να έρθει πάλι, αργότερα το βράδυ για να φέρει τροφή στην κρατούμενη..
Όταν η Αιμιλία θα γυρίσει στο σπίτι του Μυράτ, ο Σαμ, που ήταν κι αυτός προσωρινά κρατούμενος, την προειδοποιεί να μη γυρίσει στο σπίτι των Παπαδάκη, γιατί τα ονόματα ολόκληρης της οικογένειας και κάποιων γειτόνων, είναι στη λίστα των καταζητούμενων της πολιτοφυλακής.
Στο σπίτι της Ελένης η κατάσταση είναι κωμικοτραγική: οι ελασίτες κάνουν το σπίτι άνω κάτω, αναζητώντας… όπλα, γιατί οι “πληροφορίες” τους, θέλουν την οικία μιας ηθοποιού …άντρο ενός υποτιθέμενου αντιστασιακού κινήματος! Δεν βρίσκουν τίποτα από οπλισμό, και το γυρίζουν στο πλιάτσικο. Ζητούν εναγωνίως τα κοσμήματα και τα πανάκριβα δώρα, που σύμφωνα με την αριστερή πλύση εγκεφάλου είχε κάνει δώρο στην “ερωμένη” του ο Ράλλης! Αλλά δεν βρίσκουν ούτε και από αυτά… Φιάσκο η υπόθεση…
* * *
Στα ερωτήματα που όπως είναι φυσικό, έκαναν η Αιμιλία και η μητέρα-Παπαδάκη στους ελασίτες που έχουν εγκατασταθεί στα σπίτια τους, δηλαδή ΓΙΑΤΙ πιάσανε την Ελένη, αφού δεν ήταν μόνο μεγάλη ηθοποιός, αλλά και εξαίσιος άνθρωπος, όπως θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν και οι συνάδελφοί της, ο Μπιλιράκης απαντά:
-Μα… οι συνάδελφοί της, ηθοποιοί, την κατέδωσαν!
Η Αιμιλία σχολιάζει, ότι όντως υπήρξαν ορισμένοι που τη συκοφαντούσαν από τους συναδέλφους της.
–Μια φορά, αυτοί της την σκάσανε! απαντά αυτολεξεί, ο Μπιλιράκης.
Ο Σαμ που παρακολουθούσε άναυδος τη συζήτηση, ακούει τον Μιχαλακόπουλο να συμπληρώνει:
–Την έφαγαν οι συναδέλφοί της!
* * *
Η Ελένη θα μεταφερθεί στον πρώτο όροφο της πολιτοφυλακής, όπου κρατούνται γυναίκες αξιωματικών της αστυνομίας ή της χωροφυλακής του 16ου τμήματος της περιοχής. Ο συνοδός της Ελένης, άνοιξε την πόρτα, και με δόση ειρωνείας σύστησε στις φυλακισμένες την καινούργια κρατούμενη:
-Έχετε την τιμή να δεχτείτε μεταξύ σας μια μεγάλη κυρία, την Ελένη Παπαδάκη.
Η κα Χριστοδουλοπούλου, συγκρατούμενη της Ελένης και θαλαμάρχης του κελιού, διηγήθηκε τις τελευταίες ώρες της μεγάλης ηθοποιού στην οικογένειά της, αμέσως αφότου την άφησαν ελεύθερη. Από αυτήν γνωρίζουμε πώς πέρασε η Ελένη Παπαδάκη εκείνο το βράδυ, ελάχιστες ώρες πριν από τη δολοφονία της.
Το ηθικό της ήταν ακμαίο, ήταν περιττή κάθε ενθάρρυνση από τις κυρίες που φιλοξενούσε το κελί. Έτσι, αντί εκείνες να της δίνουν κουράγιο, εμψυχώνονταν οι ίδιες από τα λόγια και τη μαγική ομιλία της Παπαδάκη. Η Ελένη ήταν πεπεισμένη ότι η σύλληψή της ήταν αποτέλεσμα δολοπλοκιών που της είχαν στήσει οι συνάδελφοί της από το Εθνικό Θέατρο, και ανυπομονούσε για την ώρα της δίκης, όπου θα ξεκαθάριζε τη θέση της και θα ερχόταν αντιμέτωπη με τους κατήγορούς της πρόσωπο με πρόσωπο.
Γέμισε τις ώρες τους μιλώντας για το Θέατρο. Τους έλεγε για τις τραγωδίες που είχε παίξει: Εκάβη, Αντιγόνη, Ιφιγένεια… και για τη Μήδεια, που θα ήταν ο επόμενος μεγάλος ρόλος της… Ωστόσο κάθε τόσο, εξέφραζε την αγωνία της, αδημονούσε να ’ρθει η ώρα της ανάκρισης, αναρωτιόταν γιατί ακόμα δεν την καλούσαν για απολογία…
Γύρω στις εφτάμισι με οκτώ το βράδυ, παρουσιάστηκε στα γραφεία της Πολιτοφυλακής ο Μπιλιράκης. Δεν είχε κατορθώσει να βρει στοιχεία ενοχοποιητικά για να στηρίξει κατηγορίες εναντίον της Παπαδάκη. Ούτε όπλα βρέθηκαν, ούτε δώρα αξίας από τον Ράλλη, και τα μόνα τεκμήρια της προδοσίας της Ελένης Παπαδάκη στην πατρίδα της, ήταν κάποιες κίτρινες φυλλάδες του ανεπίσημου Τύπου, που μιλούσαν για τους φανταστικούς γάμους της με τον Ράλλη!
* * *
Αργά τη νύχτα η Αιμιλία Καραβία επισκέφθηκε την πολιτοφυλακή. Ο υπεύθυνος, ένας πενηντάρης, απρόθυμος εντελώς να την εξυπηρετήσει, είχε διάθεση για χιούμορ. Όταν η Αιμιλία τον ρώτησε με ποιον έχει να κάνει της απάντησε:
–Είμαι ο Μαρά της Γαλλικής Επανάστασης!
Στο αχνό φως μιας λάμπας, ο “Μαρά” έδειξε στην Αιμιλία τον φάκελο της δικογραφίας, της υπόθεσης Παπαδάκη. Επανέλαβε κι αυτός, όπως και οι άλλοι, ότι η Ελένη Παπαδάκη ήταν απλώς θύμα καταγγελιών μιας ομάδας ηθοποιών. Έπειτα από πολλά παρακάλια από την Αιμιλία, έδωσε διαταγή να κατεβάσουν την κρατούμενη για επισκεπτήριο.
Ήταν η τελευταία συνάντηση της Ελένης με κάποιον δικό της. Κι ήταν πολύ σύντομη.
Η Αιμιλία της έδωσε μια κουβέρτα, λίγο γάλα, δύο αβγά, τις βιταμίνες της και ένα μυθιστόρημα αστυνομικό, με τίτλο Villa Marguerite που το διάβαζε, και που το είχε αφήσει στο κρεβάτι της, πριν φύγει για το σπίτι του Μυράτ το απόγευμα εκείνο.
Τις διέκοψε ένας επισκέπτης. Το όνομά του Πάνος Καραβουσάνος. Η Ελένη είχε φροντίσει να μπει το παιδί του στα κατοχικά συσσίτια κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ήταν ελασίτης, και πέρασε απ’ την πολιτοφυλακή για μια δική του υπόθεση, όταν έμαθε ότι κρατούνταν εκεί η Ελένη Παπαδάκη. Της φίλησε το χέρι και τη χαιρέτησε. Ύστερα ήταν η στιγμή του αποχωρισμού. Η Ελένη αποχαιρέτησε την Αιμιλία που έφευγε με αυτά τα λόγια:
–Καλά που σε είδα… Είχα αγωνία να βγω τρόπο να σας ειδοποιήσω να μην ανησυχείτε για μένα. Είμαι πολύ καλά εδώ. Μην έχετε καμμίαν έγνοια.
Ενώ οδηγούσαν την Ελένη πίσω στο κελί της, η Αιμιλία ικέτευσε και πάλι τον υπεύθυνο, να την αφήσει να περάσει το βράδυ κοντά στη φίλη της. Εκείνος έκανε νόημα με τα μάτια σ’ έναν άντρα που στεκόταν δίπλα. Ο άντρας έγνεψε αρνητικά. Έκανε μεγάλη εντύπωση στην Αιμιλία η βλοσυρότητα των προσώπων τους. Τελικά την έπεισαν να φύγει, λέγοντάς της πως είναι περιττό – μέχρι το επόμενο μεσημέρι, η Ελένη θα αφηνόταν ελεύθερη…
* * *
Μέσα στα μεσάνυχτα οι ελασίτες διάλεξαν την ώρα για να ξεκινήσει η ανάκριση. Δύο άντρες, εκ των οποίων ο ένας λεγόταν Τάκης και ήταν …καρβουνιάρης στο επάγγελμα, την οδήγησαν στο χολ, που ήταν και το ανακριτικό γραφείο! (Ο καρβουνιάρης σε ρόλο ανακριτή και φρουρού του Δικαίου! Το όραμα της Αριστεράς!).
Η κ. Χριστοδουλοπούλου κατάφερε να ακούσει κομμένους διαλόγους πίσω απ’ την κλειστή πόρτα:
-Πού είναι η κυρία Ράλλη;
-Πότε έκανες τους γάμους σου;
Η Ελένη έπρεπε κάτι ν’ απαντήσει σ’ αυτά τα παράλογα…
–Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε! Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον κύριο Ράλλη.
-Άσ’ τα αυτά! Να τι λέει το φυλλάδιο!
–Αν ήταν έτσι θα φοβόμουν, δεν θα είχα μείνει εδώ. Θα πήγαινα στο κέντρο να κρυφτώ. Μα, άλλωστε έχει νέα και όμορφη γυναίκα!
Ο Τάκης ο καρβουνιάρης, θέλοντας να δείξει ότι δεν παίρνει από ψευτιές την πλησίασε και τη χαστούκισε.
–Πιστέψτε με, δεν σας λέω ψέματα! Αφήστε με να σας φέρω αύριο μαρτυρίες ανθρώπων που έσωσα! Δεν ήξερα ότι θα με πιάνατε, αλλιώς θα έφερνα τις αποδείξεις…
–Δε τ’ αφήνεις αυτά; Δεν μας λες καμμιά αλήθεια καλύτερα;
-Φέρτε φως να δείτε το πρόσωπό μου, να δείτε ότι λέω την αλήθεια, φέρτε φως και θα καταλάβετε από μόνοι σας.
– Είναι περιττό το φως! Υπάρχουν αποδείξεις ότι είσαι η κυρία Ράλλη! Και τώρα πήγαινε!
* * *
Η Ελένη γύρισε στο θάλαμο των γυναικών, και παρόλο που την είδαν να κλαίει σιγανά ως την ώρα που πλάγιασαν να κοιμηθούνε στο πάτωμα, δεν είχε χάσει το ηθικό της. Θα ’ταν μεσάνυχτα όταν ξαναμπήκε ο Τάκης στο δωμάτιο και φώναξε δύο ονόματα, της Ελένης Παπαδάκη και της Νιόβης Χαριτάκη, ψάχνοντάς τις μ’ ένα καντήλι.
–Εμπρός σηκωθείτε!
-Τι με θέλετε; Πού θα με πάτε; Μια στιγμή να βάλω το παλτό μου.
Και καθώς η Ελένη φορούσε τη γούνα και το σκουφάκι της, ο Τάκης είπε:
-Θα σε ανακρίνουμε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η άλλη γυναίκα, η Νιόβη Χαριτάκη, ήταν ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι και εφτά μηνών έγκυος. Την είχαν συλλάβει στις 18 Δεκεμβρίου μαζί με την αδελφή της, Μαρίκα, με την κατηγορία ότι ο πατέρας τους ήταν διευθυντής της Ούλεν [….]
Η Νιόβη γνώριζε καλά ότι επρόκειτο να την εκτελέσουν. Η Ελένη όμως όχι. Το κορίτσι άρχισε να κλαίει με λυγμούς μαθαίνοντας ότι έρχεται η ώρα του θανάτου της, και η Ελένη με όση ψυχραιμία της είχε απομείνει και διαισθανόμενη και τη δική της μοίρα, την εμψύχωσε:
–Μη φοβάσαι, Νιόβη. Ο θάνατος απ’ τη ζωή είναι μόνο ένα σκαλί…
Η κα Χριστοδουλοπούλου συνόδευσε τις δύο γυναίκες μέχρι το ισόγειο και εκεί τις παρέδωσε στους ελασίτες. Πριν την πάρουν, ζήτησε από τη Χριστοδουλοπούλου να ενημερώσει τους συγγενείς της όταν εμφανιστούν, για τη μεταφορά της στο στρατόπεδο.
Δεν φανταζόταν, ή δεν ήθελε να δεχτεί;
* * *
Στο γκαράζ της πολιτοφυλακής περίμενε στημένη μια μαύρη Φορντ. Η Ελένη κούμπωσε καλά το γούνινο παλτό της γιατί το πρωινό κρύο ήταν διαπεραστικό. Πρώτα κάθισε η Χαριτάκη, και μετά επιβιβάστηκε η Ελένη. Τρεις άντρες και ο οδηγός φρουρούσαν δύο άοπλες γυναίκες. Άγνωστο τι ειπώθηκε στη διαδρομή. Κανείς δεν θα το μάθει, ποτέ.
”Να φοβάσαι το σίδερο και το νερό!” της είχαν πει πριν χρόνια, διαβάζοντας τη μοίρα της. Φοβόταν τότε για πιθανό τραυματισμό από αιχμηρά σίδερα στη θάλασσα. Το Νερό και το Σίδερο. Τα Διυλιστήρια και η Σφαίρα.
Πόσο κοντά ήταν!
* * *
Ο Βλάσσης Μακαρώνας, ήταν ο ωμός εκτελεστής της Ελένης Παπαδάκη. Πριν γίνει ο δήμιος της Ελένης ήταν ένας μπακάλης από τους Ποδαράδες. Ο καπετάν Ορέστης, ήταν φυσικά ο επόπτης στο μεγαλειώδες έργο των δημίων του, Στέφανου Λιόλιου, Πέτρου Τζογανάκη, Ιωάννη Κουκούτση.
“Μου την έφεραν σε ταξί” διηγήθηκε ο Μακαρώνας. “Την είχαν στριμωγμένη οι άνθρωποι της πολιτοφυλακής. Ήταν τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της γιατί έκανε διαβολόκρυο”.
Μετά την Ελένη Παπαδάκη είχαν σειρά επτά χωροφύλακες πρς εκτέλεση. Και ο αριθμός τους αυξάνονταν μέχρι το πρωί. Γι’ αυτό έγιναν όλα βιαστικά. Τους κράτησαν προσωρινά στο κρατητήριο κι ύστερα ξεκίνησε η παρέλαση.
Οι μελλοθάνατοι παρήλαυναν μπροστά από τον καπεταν-Ορέστη ο οποίος τους γύμνωνε από τα πολύτιμα αντικείμενα. Σταυρούς, βέρες, δαχτυλίδια… Όταν ήρθε η σειρά της Ελένης, της αφαίρεσε δύο δαχτυλίδια και την ξαπόστειλε στην ομηρεία. Όταν πέρασαν καμμιά δεκαριά άλλοι, του ήρθε επιφοίτηση:
–Πώς είπε αυτή ότι τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδίκασε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών; Κι έδωσε τη διαταγή του θανάτου.
* * *
Το τέλος της άτυχης Ελένης ήτανε φοβερό. Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση με τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα. Τη διέταξαν να γδυθεί ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της. Ετρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και γόους. Όρμησαν τότε αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σ’ έναν κατήφορο από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ένα ανοιγμένο λάκκο κι’ εκεί την έγδυσαν με τη βία. Όμως, ποιος ξέρει τι συντελέστηκε εκείνη τη στιγμή μέσα στην ψυχή του δήμιου; Ενοχές; Αναλαμπή ανθρωπιάς; Οίκτος για την άδικη καταδίκη της; Τον συγκίνησε η γυναικεία αδυναμία, η ομορφιά, ή οι θρήνοι της; Όπως και να ’χει, ο δολοφόνος της προτίμησε να της φυτέψει δύο σφαίρες στο σβέρκο. Ίσως ήταν τυχερή μες στην ατυχία της.
Δεν βασανίστηκε περισσότερο.
http://elenipapadaki.blogspot.com