Το Le Déjeuner sur l herbe (Αγγλικά: The Luncheon on the Grass) – αρχικά με τίτλο Le Bain (The Bath) – είναι μια μεγάλη ελαιογραφία σε καμβά από τον Édouard Manet που δημιουργήθηκε το 1862 και το 1863. Απεικονίζει μια γυναίκα γυμνή και μια ελάχιστα ντυμένη σε ένα πικνίκ με δύο πλήρως ντυμένους άντρες σε ένα εξοχικό περιβάλλον. Απορρίφθηκε από την κριτική επιτροπή Salon του 1863. Ο Manet εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να εκθέσει αυτόν και δύο άλλους πίνακες στο Salon des Refusés του 1863, όπου ο πίνακας προκάλεσε δημόσια αντιπαράθεση. Το έργο βρίσκεται τώρα στο Musée d’Orsay στο Παρίσι. Μια μικρότερη, παλαιότερη έκδοσή του μπορεί να δει κάποιος στην γκαλερί Courtauld του Λονδίνου.
Πώς όμως η κατάργηση της αίσθησης του βάθους από τον Manet έθεσε τις βάσεις για ένα νέο ρεύμα;
Η έκθεση του «Le Déjeuner sur l’Herbe» του Édouard Manet στο Salon des Réfusés του Παρισιού το 1863 θεωρείται ως η αρχή της μοντέρνας τέχνης. Αν και το στυλ και οι ιδέες στον συγκεκριμένο πίνακα είχαν ήδη γίνει γνωστές τα προηγούμενα χρόνια – σε έργα των Jacques-Louis David, Gustave Courbet και J.M.W. Turner – το έργο του Manet σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας εποχής. Αυτό οφείλεται στο ότι αμφισβήτησε δύο κυρίαρχες τάσεις στην παράδοση της ζωγραφικής: το ότι η τέχνη πρέπει να απεικονίζει «ευγενή» θέματα και ιστορικές φιγούρες, καθώς και ότι οι σκηνές πρέπει να απεικονίζονται σύμφωνα με την παραδοσιακή προοπτική (δηλαδή να φαίνονται τρισδιάστατες).
Στο έργο του ο Manet επηρεάστηκε από δυο άλλα κλασσικά αναγεννησιακά έργα – το «Le Concert champêtre» του Giorgione (το οποίο πλέον αποδίδεται στον Titian) και την «Κρίση του Πάρι» του Raphael. Συνθέτοντας στοιχεία από αυτά τα δύο έργα, δημιούργησε μια σύγχρονη σκηνή, όπου δύο άνδρες (πιθανότατα φοιτητές) κάθονται σε ένα πάρκο με δύο γυναίκες. Στα αναγεννησιακά έργα αυτές οι γυναίκες είναι θεότητες και νύμφες, αλλά εδώ δεν εξιδανικεύονται, ενώ η μια γυναίκα που κάθεται ανάμεσα στους δύο άνδρες είναι γυμνή. Η σκηνή αυτή σίγουρα θα προκαλούσε στη Γαλλία της εποχής τού Manet, αφού η στάση της γυμνής γυναίκας ανάμεσα στου δύο ντυμένους άνδρες παραπέμπει στον ερωτισμό και το σεξ. Εκείνη την εποχή, τα πάρκα του Παρισιού ήταν ευρέως γνωστά για την πορνεία, η οποία ήταν διαδεδομένη σε όλη τη Γαλλία και τα κοινωνικά στρώματα.
Η απεικόνιση σύγχρονων φιγούρων και αντικειμένων του Manet απαντούσε στο κάλεσμα του Charles Baudelaire, ο οποίος σε πόνημά του λίγα χρόνια πριν (1859) αναζητούσε μια τέχνη για τη σύγχρονη ζωή, τα σύγχρονα αντικείμενα και έναν εκσυγχρονισμό των κλασικών θεμάτων, όπως το γυμνό. Ως γνωστόν, οι φιγούρες στο προσκήνιο είναι βασισμένες σε γνωστούς του καλλιτέχνη: ο ένας είναι ο γλύπτης Ferdinand Leenhoff και ο άλλος είναι ένα από τα αδέρφια του Manet – ο Eugene ή ο Gustave. Η γυναίκα που κάθεται ανάμεσά τους είναι η Victorine Meurent, η οποία υπήρξε το μοντέλο και για την «Olympia» του Manet, που ζωγράφισε την ίδια χρονιά.
Αυτό που ξεχώρισε το «Déjeuner» δεν ήταν τόσο η θεματολογία του έργου, όσο ο τρόπος κατά τον οποίο το ζωγράφισε, αφού έθεσε σε αμφισβήτηση αντιλήψεις αιώνων. Με μια πρώτη ματιά είναι ξεκάθαρο ότι ο Manet δεν επιδιώκει να δημιουργήσει έναν αληθοφανή χώρο, αφού σε ορισμένα σημεία εσκεμμένα προσπαθεί να μπλέξει τη σχέση των μορφών με το έδαφος. Για παράδειγμα, το χέρι του άνδρα στο κέντρο φαίνεται σχεδόν να ακουμπάει το χέρι της γυμνής γυναίκας, η οποία όμως δίνει την εντύπωση ότι επιπλέει από πάνω του, αφού το φόντο και το προσκήνιο φαίνονται να έχουν γίνει ένα. Αντίστοιχα, εάν προσέξετε τη δεύτερη γυναίκα, είναι τόσο απλουστευμένη χρωματικά και σχεδόν επίπεδη που δεν πείθει ότι απομακρύνεται στο βάθος.
Ο Manet δεν προσπαθεί να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση του βάθους στα έργα του. Σε πολλά σημεία χρησιμοποιεί μάλιστα τις έντονες αντιθέσεις για να διαλύσει κάθε αίσθηση του τρισδιάστατου. Ένα καλό παράδειγμα της αντίθεσης είναι τα πόδια του άνδρα στο κέντρο και της γυμνής γυναίκας. Ο Γάλλος κριτικός τέχνης, Jules-Antoine Castagnary, είχε σχολιάσει χαρακτηριστικά. ότι «καμία λεπτομέρεια δεν είναι ακριβής και αυστηρή στη μορφή της. Βλέπω δάχτυλα χωρίς κόκαλα, κεφάλια χωρίς κρανία. Βλέπω φαβορίτες ζωγραφισμένες σαν δύο κομμάτια μαύρο πανί κολλημένα στα μάγουλα». Με την κατάργηση της κλασικής προοπτικής, γίνεται σταδιακά ξεκάθαρο στον θεατή ότι δεν πρόκειται για μια σκηνή, αλλά για ξεχωριστές σκηνές – η «νεκρή φύση» κάτω αριστερά, η γυμνή γυναίκα και οι δύο ντυμένοι άνδρες, η γυναίκα που λούζεται μόνη της, το τοπίο – οι οποίες δεν συνδέονται απόλυτα μεταξύ τους.
Σύμφωνα με τους κριτικούς τέχνης, η κατάργηση της αίσθησης του βάθους είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία του «Déjeuner» και θεμελιώδης στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης. Ο Clement Greenberg, ένας από τους σπουδαιότερους κριτικούς τέχνης του 20ού αιώνα, η ρεαλιστική τέχνη παραδοσιακά «χρησιμοποιούσε την τέχνη για να κρύψει την τέχνη» μέσω των ψευδαισθήσεων. Ο μοντερνισμός όμως, ξεκινώντας με τον Manet, χρησιμοποιούσε την τέχνη για να επιστήσει την προσοχή στην τέχνη.