Από το πρωί είχε ένα κακό προαίσθημα. Όχι κάτι συγκεκριμένο, αλλά να, σαν κάτι να τον πλησίαζε, απροσδιόριστο μα συγχρόνως χειροπιαστό και αδιαμφισβήτητα αναμενόμενο. Κάτι που τον φόβιζε αλλά για ποιο λόγο; Και πώς θα γινόταν να γλιτώσει από αυτό αφού δε γνώριζε από πού να το περιμένει;
Το συζήτησε και με τη Λένα καθώς ντυνόταν για τη δουλειά. «Ιδέα σου είναι», του είπε νυσταγμένα και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Του ετοίμασε καφέ και τον κοίταζε όσο εκείνος της εξηγούσε για τον ανήσυχο ύπνο του και τη δυσάρεστη αίσθηση που είχε μόλις ξύπνησε. Το ήξερε αυτό το συναίσθημα. Το είχε νιώσει και άλλες φορές.
Το ένιωσε εκείνο το βράδυ, λίγο πριν δεχτεί το τηλεφώνημα που τον ενημέρωνε ότι του είχαν ανοίξει το μαγαζί. ΄Η την άλλη φορά που ήταν με τη Λένα διακοπές και συνέβη το ατύχημα με τον καθρέφτη. Με το που τον είδε να γίνεται κομμάτια, ήταν σίγουρος ότι κάτι τρομερό θα γινόταν. Πράγματι, δυο μέρες μετά τράκαραν με το αυτοκίνητο και η εκδρομή τους είχε άδοξο τέλος, τουλάχιστον οι απώλειες περιορίστηκαν στις υλικές ζημιές.
Αυτά θυμόταν καθώς μιλούσε και η ανησυχία του όλο και μεγάλωνε. Κοίταξε τη γυναίκα του ζητώντας λίγη κατανόηση αλλά εκείνη δε φαινόταν να του δίνει πολλή σημασία. Έπινε τσάι, για τον λαιμό της είπε, και σηκώθηκε απότομα από το τραπέζι όταν χτύπησε το κινητό της.
«Ίσως δεν πρέπει να πάω στη δουλειά σήμερα, χειρότερα θα γίνω», του δήλωσε επιστρέφοντας και του πήρε το φλιτζάνι με τον καφέ από τα χέρια. «Άντε θα αργήσεις», χαμογέλασε και άρχισε να τακτοποιεί την κουζίνα.
Ο Θάνος χαμογέλασε κι αυτός. Την κοίταξε και για μια στιγμή όλες οι αγωνίες του ξεχάστηκαν… Ακόμα και το κακό του προαίσθημα ξεθώριασε για λίγο.
Αποφάσισε να αγνοήσει τον φόβο του για το επικείμενο κακό και βγήκε στο δρόμο. Κάθε πρωί περπατούσε μέχρι τη δουλειά, άλλωστε δεν ήταν μακριά, του έπαιρνε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά να φτάσει μέχρι την πόρτα του μαγαζιού. Ο βοριάς που φυσούσε του φάνηκε αναζωογονητικός. Άνοιξε το βήμα του, πέρασε τον δρόμο απέναντι, χαιρέτησε έναν γνωστό του πελάτη και έστριψε στη γωνία. Προχώρησε κι άλλο, έκανε μεγάλα και σταθερά βήματα, ο προορισμός του δεν απείχε παρά μόνο λίγα μέτρα, έβλεπε ήδη τα κατεβασμένα ρολά και να, με δυο δρασκελιές έφτασε στο κατώφλι του φαρμακείου. Έσκυψε να ξεκλειδώσει και με την άκρη του ματιού του την είδε. Έμεινε παγωμένος στη θέση του. Οι χειρότεροι φόβοι του ήταν εκεί και τον κοίταζαν κατάματα. Οποιοσδήποτε άλλος θα έβλεπε μια μαύρη γάτα. Ο Θάνος όμως, αντίκριζε τη συμφορά αυτοπροσώπως.
Μπήκε και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Άγγιξε το γούρι που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του και για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ξανακλειδώσει και να φύγει για το σπίτι. Η μέρα ήταν ήδη κατεστραμμένη, αυτό ήταν σίγουρο. Τηλεφώνησε στη Λένα. «Ούτε να το σκέφτεσαι», τον έκοψε εκείνη. «Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Σύνελθε, επιτέλους».
Κάθισε πίσω από τον πάγκο. Ένας κόμπος είχε σταθεί στον λαιμό του. Ούτε η ίδια του η γυναίκα δε συμμεριζόταν την αγωνία του. Καμία κατανόηση. Κι όμως, δεν ήταν πάντα έτσι. Δέκα χρόνια πριν, στην αρχή της γνωριμίας τους, στενοχωριόταν με τη στενοχώρια του και καταλάβαινε την ανησυχία του. Το έβρισκε μάλιστα πολύ ελκυστικό που είχε την αυτοπεποίθηση να δείξει τον αληθινό του εαυτό, έτσι του είχε πει. Και η Λένα δε φοβόταν ποτέ να πει αυτό που σκεφτόταν.
Μόνο που τον τελευταίο καιρό φαινόταν διαφορετική. Δεν τον περίμενε πια να φάνε παρέα, έδειχνε να βαριέται τα βράδια που έβγαιναν με φίλους, θα ορκιζόταν μάλιστα ότι φέτος παραλίγο να ξέχναγε τα γενέθλιά του και ας επέμενε εκείνη πως δεν πρόλαβε τα μαγαζιά ανοιχτά και γι’ αυτό δεν του είχε πάρει δώρο. Και το πιο σημαντικό, δεν έπαιρνε στα σοβαρά τα προαισθήματά του, φαινόταν μάλιστα να εκνευρίζεται και συχνά έφευγε από το δωμάτιο πριν εκείνος τελειώσει τη φράση του.
«Μάλλον κουράζεται πολύ στη δουλειά, αυτό θα είναι και δε μου μιλάει για να μη με αγχώσει», σκεφτόταν. Όταν όμως της πρότεινε λίγο καιρό πριν να φύγουν για ένα ταξιδάκι στο εξωτερικό, ούτε να το ακούσει.
«Και αν συναντήσουμε καμιά μαύρη γάτα καθ’ οδόν για το αεροδρόμιο, τι θα γίνει τότε;» τον ρώτησε χαιρέκακα αφήνοντάς τον εμβρόντητο με τα ταξιδιωτικά φυλλάδια στο χέρι.
Μαύρη γάτα. Η θύμησή της του έφερε ανατριχίλα. Ήταν ανάγκη να γίνει αυτό το συναπάντημα πρωινιάτικα; Και ειδικά σήμερα είχε ένα σωρό δουλειές. Θα ερχόταν ο προμηθευτής το μεσημεράκι. Θα έπρεπε να κάνει έλεγχο σε όλες τις παραγγελίες και συγχρόνως να εξυπηρετεί τους πελάτες και το απόγευμα που θα ερχόταν η βοηθός του θα έφευγε για να συναντήσει τον λογιστή του. Και ο λαιμός του είχε αρχίσει να πονάει, μπορεί να κόλλησε από την ίωση που κράτησε τη γυναίκα του μακριά από το γραφείο της σήμερα.
«Κουράζεται πολύ, γι’ αυτό αρρωσταίνει εύκολα, ίσως να γυρίσω σπίτι νωρίτερα να της κάνω παρέα». Αλλά και πάλι μπορεί να εκνευριζόταν αν τον έβλεπε να έρχεται πριν από την καθορισμένη ώρα. Τον τελευταίο καιρό η Λένα δεν ήταν ο εαυτός της.
Προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του και να συγκεντρωθεί στη δουλειά του. Όφειλε να είναι προσεκτικός με τις συνταγές που του έφερναν οι πελάτες του, αλίμονο αν έκανε λάθη στα φάρμακα ή τη δοσολογία. Αυτό του έλειπε. Τέτοια δύσκολη μέρα όφειλε να είναι διπλά προσεκτικός. Μόνο να πέρναγε η μέρα, τίποτα άλλο δεν ήθελε και μετά να πήγαινε να κλειστεί στο σπίτι του, στην ασφάλειά του, με τη γυναίκα του, μακριά από μαύρες γάτες και άλλες συμφορές.
Όταν έφτασε το απόγευμα αισθανόταν εξουθενωμένος. Δεν ήταν η δουλειά, η αγωνία για το τι θα πήγαινε στραβά τον έτρωγε μέσα του και τον έκανε να ιδρώνει και να αισθάνεται έντονη ναυτία. Τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα φαίνονταν φυσιολογικά. Εξυπηρετούσε τους πελάτες προσπαθώντας να φαίνεται ευχάριστος και ομιλητικός ως συνήθως. Με το που ήρθε η βοηθός του όμως, πέταξε την ποδιά από πάνω του και όρμησε στην έξοδο. Τηλεφώνησε στον λογιστή του και ακύρωσε το ραντεβού. Είχε αντέξει αρκετά. Δεν μπορούσε άλλο.
Στον δρόμο για το σπίτι σχεδόν έτρεχε. Κοιτούσε μόνο ευθεία, δεν ήθελε να ξέρει τι υπήρχε δίπλα του, έσφιξε ένα φυλαχτό που πάντα κουβαλούσε μαζί του και κατευθύνθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Φυσικά προτίμησε τα σκαλιά από το ασανσέρ.
Φτάνοντας στον όροφο, άκουσε μια πόρτα να κλείνει και πρόλαβε να παρατηρήσει έναν άγνωστο άντρα να μπαίνει στο ασανσέρ. Ο άγνωστος τον είδε κι αυτός και σαν να του φάνηκε ότι του χαμογέλασε.
Μπήκε στο σπίτι και πήγε να αφήσει τα κλειδιά. Σκεφτικός καθώς ήταν, τα κλειδιά του έπεσαν από τα χέρια. Η Λένα εμφανίστηκε ξαφνιασμένη. «Ήρθες κιόλας; Δεν πήγες στον λογιστή;».
Αρνήθηκε με ένα νεύμα του κεφαλιού. Άρχισε να την παρατηρεί. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα πάνω λίγο άτσαλα, και έσφιγγε τη ρόμπα πάνω της. Την πλησίασε. Εκείνη τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω. Κάτι πήγε να του πει αλλά δεν την άφησε.
«Δε μου λες; Οι διπλανοί γύρισαν; Είδα κάποιον να μπαίνει στο ασανσέρ πριν από λίγο».
«Δεν ξέρω… μπορεί. Νομίζω τους άκουσα το πρωί που έφυγες».
Ο Θάνος δεν είπε τίποτα άλλο. Ακολούθησε τη Λένα στην κουζίνα που του έβαλε να φάει και μετά πήγε να ξαπλώσει. Εκείνη είπε ότι ήταν πολύ νωρίς ακόμη. Μπήκε στο δωμάτιο να πάρει το βιβλίο της από το κομοδίνο και του έκλεισε την πόρτα βγαίνοντας. Έμεινε μόνος στο σκοτάδι.
Τα μάτια του παρέμεναν ανοιχτά. Το κορμί του ήταν μουδιασμένο, το μυαλό του επίσης. Σκεφτόταν με δυσκολία. Σαν ο ίδιος του ο εγκέφαλος να έδινε εντολή: «Μη σκέφτεσαι». Γύρισε στο πλάι. Εικόνες σκόρπιες παρέλαζαν μπροστά του. Η Λένα που έμεινε σπίτι σήμερα, η Λένα που έσφιγγε τη ρόμπα της, που δεν τον ρώτησε πώς ήταν η μέρα του. Που είχε πολύ καιρό να τον ρωτήσει πώς πέρασε η μέρα του. Που εκνευριζόταν με τα προαισθήματα και τα φυλαχτά του, που δε θυμόταν τα γενέθλιά του.
Εκείνος ο άντρας. Δεν τον ήξερε. Κάτι πάνω του έμοιαζε παράξενο. Το χαμόγελό του… Γιατί να χαμογελάσει σε έναν άγνωστο.
Ανακάθισε στο κρεβάτι. Έπρεπε να συγκροτήσει τις σκέψεις του. Η γυναίκα του τον αγαπούσε. Η γυναίκα του δε φοβόταν να πει αυτό που σκεφτόταν. Αν κάτι την απασχολούσε θα του το έλεγε.
Ναι. Όλα ήταν καλά. Ήταν απλώς κουρασμένη. Κι αυτός ήταν κουρασμένος.
Έγειρε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια. Τώρα πια μια ιδέα στριφογύριζε στο κεφάλι του. Ήταν σίγουρος. Επιτέλους το συνειδητοποίησε. Ή μάλλον το ήξερε ήδη. Τίποτα από τα σημερινά δε θα συνέβαινε, καμία αγωνία δε θα τον κατέτρωγε αν το πρωί δεν είχε δει εκείνη την αναθεματισμένη μαύρη γάτα.
*Η Μιρέλλα Μπούτζα γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως δικηγόρος. Γράφει κυρίως διηγήματα και σύγχρονα παραμύθια. (Μαγικός ρεαλισμός). Το διήγημά της «Η Προσμονή» διακρίθηκε σε διαγωνισμό και θα εκδοθεί σε συλλογικό τόμο από το «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ».