Kάποιο βράδυ, φτάνοντας απρoσδόκητα νωρίτερα στο θέατρο «Πρόβα» για την παράσταση «Ο Κάφκα συνομιλεί με την Γκούντρουν Ένσλιν (χωρίς επιστροφή)», έπιασα τον εαυτό μου να βιάζεται για την έναρξή της. Ίσως, τώρα που το σκέπτομαι, να μην έτρεφα και ιδιαίτερες προσδοκίες μιας και περισσότερο η περιέργεια με είχε σπρώξει στη γωνία των οδών Αχαρνών και Ηπείρου. Ομολογώ όμως ότι η δύναμη, η συμπυκωμένη συγκίνηση και ο ελεγχόμενος παλμός μιας νέας ηθοποιού με κράτησαν προσηλωμένη, πιο πολύ αιχμάλωτη θα έλεγα, μέχρι το τέλος. Η τέχνη που αβίαστα ανάβλυζε από μέσα της με καθήλωσε. Ένιωσα να κατακλύζομαι από κύματα ενδιαφέροντος, αγωνίας και δέους σαν ένα παλινδρομικό ταξίδι στην ψυχική άβυσσο της ηρωίδας, σαν ένα εναλλασσόμενο ρεύμα δράματος, λύτρωσης και συμπόνιας. Στεκόμουν προβληματισμένη και μετέωρη μπροστά σ’ ένα πλήθος έντονων συναισθημάτων. Η Δανάη Καλαχώρα στον υποθετικό μονόλογο της Ένσλιν μέσα στο λευκό κελί τις τελευταίες ώρες πριν από την αυτοκτονία της είναι μια θεατρική βολίδα. Με ενδοσκοπική ματιά ανατόμου, σαν νυστέρι σαρκαστική και διεισδυτική, σαν κέδρου κορυφή ρωμαλέα και περήφανη. Η ερμηνεία της, δυναμική αλλά και μέσα στις λεπτότατες διεργασίες του πνεύματος, εισέβαλε τόσο εντυπωσιακά στο νου μου, ώστε ένιωσα την ανάγκη κατόπιν να μιλήσω μαζί της. Δεν αμφέβαλα διόλου για την καλλιέργεια και την παιδεία της. Ωστόσο διαπίστωσα ότι η Δανάη Καλαχώρα, το κορίτσι με την αρχαιοπρεπή ομορφιά, πέρα από τη σαφέστατη συγκρότησή της, τις στέρεες γνώσεις της και το υγιές της πάθος για την τέχνη, διαθέτει και μια απαιτητική σκέψη, πλούτο ιδεών, θέσεων και απόψεων. Επιπλέον είναι καταλυτικά οξυδερκής και διέπεται από βαθιά ευαισθησία για τα μηνύματα των καιρών. Ένας άνθρωπος που συλλογίζεται, κρίνει και δρα. Πιστεύω πως το ταλέντο της Δανάης είναι πλούσιο σαν την ολόβαθη κι ολόγεμη αστροφεγγιά. Η ίδια δε τρέχει ολοταχώς, όμοια με ριπή ανέμου, προς την τύχη της που μόνη της την ορίζει και με αυτοπεποίθηση την εμπιστεύεται.
Διαβάστε τη συνέντευξη.
Τη φωτογράφηση πραγματοποίησε ο Αντώνης Ψαρράς.
* Γεννήθηκα στην Αθήνα, στους Αμπελοκήπους. Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις μέσα στην πόλη, βρίσκομαι ξανά έπειτα από χρόνια στη γειτονιά όπου μεγάλωσα. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στα Αναφιώτικα της Πλάκας, ενώ η μητέρα μου κατάγεται από το Ρέθυμνο της Κρήτης.
Με τι καλλιτεχνικά ερεθίσματα μεγάλωσες;
* Οι γονείς μου αγαπούσαν τις τέχνες, έζησα σε ένα σπίτι με έναν πατέρα που έγραφε, ζωγράφιζε, πειραματιζόταν, παρόλο που το επάγγελμά του δεν είχε την παραμικρή σχέση με όλα αυτά. Σκεφτείτε ότι το σπίτι που μέναμε, το λέγαμε «Σούζι» από ένα σουρεαλιστικό τεράστιο ξυλόγλυπτο που είχε κατασκευάσει και με το οποίο.. συγκατοικούσαμε για αρκετά χρόνια. Η μάνα μου, πάλι, αγαπούσε τις παραστατικές τέχνες και επειδή δεν επιτρεπόταν η είσοδος στα θέατρα σε πολύ μικρά παιδιά, με έβαφε, μου έβαζε ένα καπελάκι και ψηλά παπούτσια για να φαίνομαι μεγαλύτερη και με «πέρναγε» λαθραία στις αίθουσες. Αυτό ήταν η σκανταλιά μας. Και μη σκεφτείτε ότι με αντιλαμβανόταν κανείς. Νομίζω ότι ούτε καν ανέπνεα, όταν έβλεπα αυτόν, τον υπέροχο, τον μαγικό κόσμο της σκηνής.
Ποια ήταν η πρώτη παράσταση που παρακολούθησες;
* Η πρώτη παράσταση, στην οποία βρέθηκα, ήταν στο Ηρώδειο, στο «Πουλί της φωτιάς» του Στραβίνσκι. Χορός από την ομάδα του Μορίς Μπεζάρ. Η μάνα μου δεν με είχε ακόμα πάρει πουθενά, φοβούμενη ότι ήμουν μικρή και ίσως να αντιδρούσα, να ενοχλούσα τους υπόλοιπους, Ηρώδειο ήταν, σοβαρή παράσταση. Κι έτσι τις πρώτες δυο πράξεις τις πέρασα με τον πατέρα μου και με θαυμάσιο παγωτό. Στο τελευταίο διάλειμμα, όμως, με πήρε στα μουλωχτά μέσα με τις απαραίτητες εξηγήσεις, δε φωνάζουμε, δε μιλάμε, δεν κλαίμε, δεν κουνιόμαστε… Τι να κουνηθώ… Έσπασε μπροστά μου ένα τεράστιο αβγό και μπαμ, ένα πουλί πλουμιστό, με φτερά που στριφογύριζε, πέταγε, έβγαζε σπίθες, τραγουδούσε, χόρευε… Και μουσική και φώτα και μπαμ. Μου κόπηκε η ανάσα.
Κάπως έτσι λοιπόν προέκυψε το θέατρο στη ζωή σου;
* Ναι. ‘Ετσι δεν είναι παράξενο το ότι μου γεννήθηκε η ανάγκη όχι απλώς να κοιτάζω, αλλά να είμαι μέρος αυτού του μαγικού κόσμου, να είμαι η ίδια που θα τον δημιουργώ.
Ποια ήταν η πρώτη φορά που εμφανίστηκες σε θέατρο;
* Πρώτη φορά ανέβηκα στη σκηνή στο Θέατρο Πέτρας ως Ισμήνη στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Γιάννη Νικολαΐδη.
Ποιους από τους δασκάλους σου θυμάσαι με ευγνωμοσύνη για τη διδασκαλία τους και τις συμβουλές τους;
* Δάσκαλοι στη ζωή ενός ανθρώπου είναι πολλοί. Έχω δασκάλους που θυμάμαι με ευγνωμοσύνη από το σχολείο, από το πανεπιστήμιο, από τη δραματική σχολή, από συνεργασίες, αλλά κι ακόμα ανθρώπους που συνάντησα σε καφενεία και σε παγκάκια που τους χρωστάω την τριβή μου με τη ζωή και τα μυστήριά της.
Σε δελέασε ποτέ κάποια επιστήμη, κάποιο άλλο επάγγελμα ή άλλη τέχνη;
* Φοίτησα στη δραματική σχολή του Γιώργου Κιμούλη και παράλληλα στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, στο τμήμα Γλωσσολογίας. Παρόλο που αγαπώ τη γλώσσα και τη διδασκαλία, μάλλον στο νου μου πάντα το θέατρο είχε προτεραιότητα, αυτό ήθελα να κάνω. Κι ενώ έκανα χορό αρκετά χρόνια, μάθαινα πιάνο, ακόμα κουτσοζωγραφίζω, γρατζουνώ την κιθάρα μου και κάνω ότι τραγουδάω, παρ΄ όλα αυτά το θέατρο νικάει. Αλλά, βέβαια, στη ζωή δεν μπορείς να προβλέψεις τίποτα, κανείς δεν ξέρει πού θα τον βγάλει. Ίδωμεν.
Πώς αισθάνεσαι που υποδύεσαι την Γκούντρουν Ένσλιν, μια γυναίκα που έμεινε ερωτευμένη μέχρι θανάτου με τις ιδέες της;
* Χωρίς αμφιβολία, είναι πρόκληση να προσπαθεί κανείς να πλησιάσει μια προσωπικότητα όπως η Ένσλιν. Μια προσωπικότητα τόσο δυναμική και ασυμβίβαστη, ώστε να υπερασπίζεται μέχρις εσχάτων μια ιδεολογία και δράση, με την οποία είτε συμφωνεί κανείς, είτε διαφωνεί, αποτελεί, πάντως μια μορφή βαθιάς πολιτικής τοποθέτησης.
Τι σκέφτηκες όταν σου έγινε η πρόταση να υποδυθείς αυτό το πρόσωπο στην παράσταση «Ο Κάφκα συνομιλεί με την Γκούντρουν Ένσλιν (χωρίς επιστροφή)»;
* Όταν ο Σωτήρης Τσόγκας στο θέατρο «Πρόβα» μου έκανε την πρόταση, θεώρησα ότι είναι πολύ θαρραλέο να επιλέξει μια θεατρική σκηνή το κείμενο αυτό για να παρασταθεί. Πιστεύοντας ότι τα πολιτικά κείμενα, σήμερα ειδικά, μάς αφορούν και ότι πρέπει να ξαναγίνει η θεατρική πράξη αφορμή για κοινωνικές ζυμώσεις και διακίνηση ιδεών, δέχτηκα με χαρά να προσπαθήσω. Είμαι ευτυχής που μου δίνεται η ευκαιρία να διεισδύσω σε μια τέτοια συμπεριφορά, καταρχάς γιατί παίρνω απαντήσεις σε πολλά δικά μου ερωτήματα πολιτικής και ιδεολογικής φύσεως, κι επίσης, γιατί επικοινωνώντας μια τέτοια οπτική, ίσως να προκληθεί ένας πολιτικός προβληματισμός σε μια εποχή που οφείλουμε να επαναπροσδιοριστούμε.
Πώς ξεκίνησες με αυτό το ρόλο; Χρειάστηκε πολλή μελέτη για να ενσαρκώσεις μια προσωπικότητα που εναντιώνεται σε όλα και πληρώνει με τη ζωή της το τίμημα των επιλογών της;
* Πάντα η αρχή είναι το κείμενο. Η Μπρίκνερ γράφει έναν υποθετικό μονόλογο της Ένσλιν μέσα στο λευκό κελί τις τελευταίες ώρες πριν από την αυτοκτονία της. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι έχει συλλάβει τις πιθανές «ρωγμές», τις στιγμές της αγωνίας, της δειλίας, της αμφιβολίας και, ταυτόχρονα, τη θηριώδη πίστη στον «αλλιώτικο κόσμο» που η ίδια και η ομάδα της ονειρεύονται. Έτσι, οι ιστορικές πηγές στις οποίες ανέτρεξα, η θεωρητικά «αντικειμενική» καταγραφή της πραγματικότητας από τους δημοσιογράφους της εποχής, αλλά και η σύγχρονη ματιά σε ό, τι αφορά τη RAF και την Ένσλιν, ξαφνικά φωτίζονται και από μια άλλη πλευρά, πιο ανθρώπινη, πιο απτή, πιο κατανοήσιμη. Για μένα, λοιπόν, έπαψε πολύ νωρίς να είναι η Ένσλιν η σκληρή τρομοκράτισσα, η αμετανόητη βομβίστρια, η αμφιβόλου ηθικής μητέρα, σύζυγος και εκπαιδευτικός. Γρήγορα ένιωσα ότι έχει νόημα να προσπαθήσω να αποδώσω κυρίως τα κίνητρά της. Γιατί ανταλλάσσει μια συμβατική ζωή με μια κυνηγημένη όλο αγωνία ζωή στο πλαίσιο μιας οργάνωσης; Δεν αγαπάει; Δεν ερωτεύεται; Δε θρηνεί για τις απώλειες; Όλα αυτά. Τότε γιατί τόσο μένος; Γιατί δεν αφήνει κανένα περιθώριο υποχώρησης; Η απάντηση για μένα είναι μία και είναι ταυτόχρονα και ο τρόπος να την καταλάβω και να τη δικαιώσω. Πιστεύει. Πιστεύει πολύ. Πιστεύει ότι ο κόσμος αλλάζει και ότι αυτό είναι δουλειά δικιά της, δικιά μου, δικιά μας, όλων. Με όποιο τρόπο; Ναι, η δικαιοσύνη που εκείνη κατανοεί, δικαιολογεί κάθε τρόπο, για να είναι κάποτε ο κόσμος πιο δίκαιος.
Η Γκούντρουν Ένσλιν τι κοινό και τι διαφορές έχει με τους τρομοκράτες του σήμερα;
* Δεν ξέρω ποιοι είναι οι τρομοκράτες του σήμερα. Αμφισβητώ τη συνοχή και τις προθέσεις των σύγχρονων οργανώσεων πολιτικής βίας. Άρα δεν μπορώ να απαντήσω σε κάτι τέτοιο. Μπορώ να σεβαστώ τις προθέσεις, όχι πάντα τον τρόπο δράσης, καθώς πιστεύω ότι τις περισσότερες φορές λειτουργούν επιβαρυντικά ως προς τις αρχές που ισχυρίζονται ότι προασπίζονται. Σίγουρα, όμως, σε εποχές που συμπιέζεται η βάση της κοινωνίας, οι πολίτες, όλοι μας, είναι φυσικό να υπάρχουν διάφορες απόψεις για το πώς πρέπει να αντιδράσουμε. Πάντως, προσωπικά, προτιμώ μια πιο νομοθετημένη κοινωνική δικαιοσύνη.
Το κείμενο της Κριστίνε Μπρίκνερ, μια κραυγή εναντίον της κοινωνίας των ανθρώπων και μια μαρτυρία για τη δράση της ομάδας Μπάαντερ – Μάινχοφ τη δεκαετία του ’70, πόσο μας αφορά σήμερα;
* Μας αφορά, φυσικά, από τη στιγμή που σε όλον τον κόσμο δρουν τέτοιας λογικής οργανώσεις, που και πάλι, τη φυσιογνωμία και τους απώτερους σκοπούς τους εν πολλοίς αγνοούμε. Και, βέβαια, η κοινωνική αδικία είναι πάντα εδώ, μπροστά μας, δίπλα μας και μας απελπίζει. Το αντάρτικο των πόλεων είναι συχνά ένας τρόπος αντίδρασης, που όμως δε φαίνεται να είναι αποτελεσματικός. Θεωρώ ότι η κοινωνική δικαιοσύνη επιτυγχάνεται από τη μαζική συμμετοχή σε κινήματα που διεκδικούν την έννομη, χωρίς απώλειες και φόβο, αποκατάσταση μιας κοινωνικοπολιτικής ισορροπίας. Σίγουρα, όμως, και μόνο που το κείμενο αυτό γίνεται αφορμή να προκληθεί πολιτική συζήτηση είναι κέρδος. Το ότι συζητάμε σήμερα για όλα αυτά, είναι μια αρχή συνειδητοποίησης.
Πώς νιώθεις που είσαι μόνη στη σκηνή σ’ ένα δύσκολο μονόλογο;
* Στην αρχή τρόμαξα. Στις πρόβες απελπίστηκα. Τώρα μου αρέσει. Είναι σα να μην είμαι μόνη. Μα… ζω με τα φαντάσματα της Γκούντρουν, δεν νιώθω καθόλου μοναξιά! Και η ανάσα των ανθρώπων που βλέπουν είναι η καλύτερη παρέα.
Τι θεωρείς επικίνδυνο για ένα νέο καλλιτέχνη που έχει ταλέντο;
* Την υπερβολική σιγουριά. Την επανάπαυση. Και το να ξεχνάει ότι η δημιουργικότητα είναι συνυφασμένη με ενδότερες αναζητήσεις.
“Κοινό με ταλέντο” υπάρχει;
* Το κοινό για μένα δεν είναι έννοια γενική. Είναι προσωπικότητες διαφορετικές που γίνονται δέκτες του ίδιου θεατρικού γεγονότος. Έτσι, υπάρχουν θεατές μυημένοι, θεατές πιο αδιάφοροι, θεατές με ένστικτο, με προβληματισμούς, χωρίς… Όλοι αυτοί είναι κοινό, κοινό που οφείλεις να το ενεργοποιήσεις. Ο καθένας καταλαβαίνει ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες που έχει, τα βιώματα και τη δεκτικότητά του. Το ταλέντο είναι και για τον καλλιτέχνη και για το θεατή καλλιεργήσιμο, το μόνο που απαιτείται είναι να φτάσει ο θεατής μέχρι την πόρτα ενός θεάτρου. Τα υπόλοιπα είναι μια μυστική συμφωνία, που άλλοτε πετυχαίνει κι άλλοτε όχι.
Η τέχνη είναι και καταφύγιο για τον άνθρωπο;
* Ναι, φυσικά, κι όσο κι αν το αρνείται κάποιος που προσπαθεί να επιτύχει ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, πολλές φορές η ζωή του επικεντρώνεται σ’ αυτό. Είναι ένας τρόπος να παλεύει με τα «τελώνιά» του, όπως λέει κι ο Ίψεν, καθώς η δημιουργία είναι μια μορφή διαχείρισης της πραγματικότητας. Και, νομίζω, ότι το ίδιο συμβαίνει και με αυτόν που απολαμβάνει το προϊόν της τέχνης, με το θεατή, τον ακροατή, τον αναγνώστη. Ταξίδι σε ένα μαγικό κόσμο. Υπάρχει καλύτερο καταφύγιο από τα ταξίδια του μυαλού;
Για τι είσαι υπερήφανη;
* Νιώθω περήφανη που ανήκω στο είδος που ανακάλυψε τον τροχό, την καλλιέργεια της γης, τις τέχνες, που έφτιαξε τις πυραμίδες, τον Παρθενώνα, τον πύργο του Άιφελ, που ταξίδεψε με σχεδίες, που πήγε στο φεγγάρι, που φωτογράφισε το γαλαξία… Για όλα αυτά είμαι περήφανη, ναι, αλήθεια, πολύ καμαρώνω…
Ποιους θεωρείς τους ωραιότερους γυναικείους χαρακτήρες στο θέατρο; Και ποιους από αυτούς θα ήθελες να υποδυθείς;
Όλους! Αδύνατο να διαλέξω! Αγαπώ πολύ τις ακραίες αρχαίες ηρωίδες, τις σκληροτράχηλες μεσαιωνικές, τις εύθραυστες ρομαντικές, τις ψυχορραγημένες σύγχρονες, όλες. Και είναι, μάλλον, αλαζονεία να πω ποιες θέλω να υποδυθώ. Ας κρίνουν εκείνες αν μπορώ χωρίς να τις προδώσω…
Με τι ενθουσιάζεσαι;
* Με τα ωραία πράγματα! Και με τους ωραίους ανθρώπους!
Τι σε θυμώνει;
* Η αδικία. Η πάσης φύσεως αδικία, η κοινωνική, η προσωπική, η επαγγελματική. Θυμώνω και θυμώνω πολύ, και μετά θυμώνουν και οι άλλοι μαζί μου και μετά θυμώνω περισσότερο και έτσι πάει…
Με τι γελάς;
* Με τα καλά αστεία, με τα πειράγματα, με το οξύ και βιτριολικό χιούμορ των φίλων μου, με μένα, και με τους άλλους καμιά φορά –χωρίς να το ξέρουν…
Με τι δακρύζεις;
* Κλαίω συχνά και από χαρά και από λύπη. Κλαίω για έρωτες, για δουλειές, για χαμένες ευκαιρίες, για σχέδια που έγιναν και δεν έγιναν, για πολλά.
Πώς σκέπτεσαι το ιδανικό μέλλον για σένα;
* Δεν ξέρω. Μέρα μέρα πάει η ζωή. Προσωπικό ιδανικό μέλλον δεν υπάρχει, αν δεν υπάρχει ένα ιδανικό μέλλον για τον τόπο, για την κοινωνία και τους ανθρώπους με τους οποίους ζω. Ονειρεύομαι σε τέτοιο πλαίσιο και χτίζω σιγά σιγά.
Ποιους συγγραφείς διαβάζεις και ποιο είναι το αγαπημένο σου βιβλίο;
* Διαβάζω πολλά και διαφορετικά πράγματα. Ήμουν τυχερή και μεγάλωσα σε σπίτι με βιβλία, οπότε είχα πρόσβαση στην κλασική λογοτεχνία, την ξένη και την ελληνική, Αργότερα ανακάλυψα τους πιο σύγχρονους συγγραφείς, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Μήτσο Κασόλα και τη Ζυράννα Ζατέλη. Τώρα προσπαθώ να μυηθώ και στη σύγχρονη ξένη λογοτεχνική παραγωγή. Έτσι, διάβασα Ασίζ Νεσίν και Ορχάν Παμούκ, Τούρκους συγγραφείς μιας Τουρκίας που δεν ξέρουμε και που μας μοιάζει. Το τελευταίο, όμως που διάβασα, ήταν το «Ο θεός των μικρών πραγμάτων» της Ινδής Αρουντάτι Ρόι, που με συγκίνησε βαθιά με την ευαισθησία και την αλήθεια του. Παρ’ όλα αυτά, πρώτο στην προτίμησή μου είναι ο «Κίτρινος φάκελος» του Καραγάτση, που μάλλον θα με ακολουθεί πάντα.
Μπορείς να πεις ένα στίχο που θυμάσαι αυτή τη στιγμή;
* Κι αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή
Εγώ μονάχα το ΄νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή
Πόσο, Χριστέ, ήσουν άνθρωπος, κι εγώ θα σ’ αναστήσω.
(Μαρία Μαγδαληνή, Κώστας Βάρναλης).
Αγαπάς τα ζώα; Ποια είναι η σχέση σου μαζί τους; Έχεις κατοικίδιο;
* Πολύ. Το αγαπημένο μου ζώο είναι, μη γελάσετε, ο ελέφαντας, αυτός ο πολύ μεγάλος, ο ινδικός. Μου φαίνεται ότι είναι το πιο συγκινητικό ζώο που υπάρχει, τόσο μεγαλόσωμος και αισθηματίας, πιστός, δεν ξεχνάει ποτέ και θυμώνει σπάνια, αλλά πολύ (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν μπορώ να έχω ένα ελεφαντάκι στο σπίτι)… Και έχω μεγάλη αδυναμία στις γάτες, όμως δεν μπορώ πια να πάρω στο σπίτι, όχι μόνο γιατί είναι διαμέρισμα, αλλά γιατί έχω χάσει το Μαυρίκιο και τον Διονύση παλαιότερα και αυτός ο πόνος δεν αντέχεται.
* Το cat is art ευχαριστεί τον Αντώνη Ψαρρά για τη φωτογράφηση.