Ο Claudio Bravo Camus ήταν ουσιαστικά αυτοδίδακτος ζωγράφος. Στα 17 του χρόνια διοργάνωσε την πρώτη του έκθεση στη γενέτειρά του.
Επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους καλλιτέχνες της αναγέννησης και του μπαρόκ, καθώς και από τους σουρεαλιστές ζωγράφους όπως ο Σαλβαντόρ Νταλί.
Έζησε και εργάστηκε στην Ταγγέρη του Μαρόκου, ξεκινώντας από το 1972. Ο Claudio Bravo Camus έζησε επίσης στη Χιλή, τη Νέα Υόρκη και την Ισπανία. Ήταν γνωστός κυρίως για τους πίνακές του με νεκρές φύσεις, πορτρέτα και πακέτα, αλλά είχε επίσης ασχοληθεί με το σχέδιο, τη λιθογραφία, τη χαρακτική και τα χάλκινα γλυπτά.
Ο Claudio Bravo Camus, ο μεγάλος Χιλιανός ζωγράφος που έγραψε ιστορία με τους υπερρεαλιστικούς πίνακές του, είχε έρθει στη ζωή στις 8 Νοεμβρίου 1936, στο Βαλπαραΐσο της Χιλής και μεγάλωσε σε ένα ράντσο στην Melipilla.
Ύστερα από σπουδές στον χορό στην Compañia de Ballet de Chile και την ηθοποιία στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής, αποφάσισε να ασχοληθεί με τις εικαστικές τέχνες. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, ο μεγάλης αυτοδίδακτος καλλιτέχνης επέμενε, παρουσιάζοντας τους πίνακές του σε μια γνωστή γκαλερί στο Valparaíso από την ηλικία των 17 ετών.
Ο Claudio Bravo Camus, σύμφωνα με τους ειδικούς, κατάφερε να συνδυάσει την κλασική τεχνική των ισπανόφωνων ζωγράφων μπαρόκ με αυτή του σουρεαλισμού του Salvador Dali.
Στη δεκαετία του 1960 ο Claudio Bravo Camus μετακόμισε στην Ισπανία και έγινε ζωγράφος πορτρέτων με γνωστούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας του Ισπανού δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο, του προέδρου Φέρντιναντ Μάρκος και της πρώτης κυρίας Ιμέλντα Μάρκος των Φιλιππίνων, του Μάλκολμ Φορμπς κ.α.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα έργα του Bravo μερικές φορές συγκρίνονται με τους επονομαζόμενους φωτορεαλιστές ζωγράφους, χωρίς ωστόσο να δουλεύει με φωτογραφίες. «Πάντα βασίζομαι σε πραγματικό θέμα», ανέφερε, και πρόσθεσε: «Το μάτι βλέπει πολλά περισσότερα από την κάμερα: σκιές, μικρές αλλαγές στο χρώμα ή το φως».
Η σειρά των έργων του που απεικονίζουν μυστηριώδη πακέτα τυλιγμένα σε χαρτί και δεμένα με κλωστή, τον έκανε διάσημο τη δεκαετία του 1960.