Γράφει η Μάρω Δούκα [*]
«Σήμερα, Σάββατο, στις 25 του Γενάρη, ήταν μια καλή μέρα, και για μένα ακόμη πιο καλή. Είδα πάλι την Αθήνα, το μυθικό εξαρχειώτικο κέντρο, έπειτα από τόσο καιρό.
Στο αγαπητό εναλλακτικό βιβλιοπωλείο, (Εκδόσεις Κουκκίδα), Θεμιστοκλέους 37, όπου παρουσιαζόταν το βιβλίο με κείμενα για τη ζωή και την ποίηση του Χριστόφορου Λιοντάκη.
Επιμελητής ο εξαίρετος Αντώνης Καρτσάκης και ο ακάματος Γιώργος Πυλαρινός, υπεύθυνος της σειράς λογοτεχνική κριτική των εκδόσεων “Αιγαίον”.
Ομιλητές στην παρουσίαση ήταν η Ομότιμη Καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας Χριστίνα Ντουνιά, ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος κι εγώ.
«Για τον Χριστόφορο Λιοντάκη»
Φεβρουάριο του 1945 γεννήθηκε. Τελευταία φορά που βρεθήκαμε στη Χαριλάου Τρικούπη, παραπάτησε, μου αποκάλυψε τότε ότι του βρίσκουν οι γιατροί κάτι σαν αστάθεια.
Τον έπιασα απ’ το μπράτσο και του είπα δήθεν ανέμελα και λίγο αυστηρά να προσέχει.
Συνεχίσαμε την κουβέντα μας. Λίγους μήνες αργότερα μας άφησε. Τον φαντάζομαι από τότε να πετάει, ελέγχοντας τα ζύγια του, από την Αθήνα, που είχε τόσο αγαπήσει, ως την πατρική γη, το Ηράκλειο και το χωριό Ίνι, με όλες τις ιστορίες, τις σιωπές, τα φυλαγμένα, τις καταιγίδες, τα ποιήματα, που σχεδίαζε με παπαδιαμαντική.
Ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης ο καλλιεργητής των μονοετών λουλουδιών και των πολυετών φυτών στο παραδείσιο μπαλκόνι του, ο γητευτής των μύθων, ο απαρηγόρητος, ο δεόμενος, ο ήπιος, αλλά και ο παραπονεμένος, ο έξαλλος από θυμό με την αχαριστία και τη μικροπρέπεια.
Στην υπηρεσία πάντα των φίλων του, παραστάτης όταν τους ένιωθε ανήμπορους, οδοιπόρος, συλλέκτης εικόνων και εξερευνητής αισθημάτων στους δρόμους της Αθήνας.
Όταν πεθάνω θα έρθεις στην κηδεία μου, τον ρωτούσε κάθε που τον έβλεπε η υπέργηρη μάνα μου. Γίνεται να μην έρθω; της απαντούσε. Να όμως που όταν πέθανε, ο Χριστόφορος είχε το χέρι του από πέσιμο στον γύψο, έτσι στην κηδεία της δεν είχε μπορέσει να έρθει, στα σαράντα της όμως ήρθε με φρούτα της εποχής στον τάφο της για να τιμήσει τη μνήμη της.
Αυτός ήταν, κι ας του έλεγα δεν χρειάζεται, πώς δεν χρειάζεται, «αντιδρούσε», εφόσον της το είχα υποσχεθεί! Αγαπούσε όσο κανείς τους φίλους του, τα ανίψια του, πρώτη τη Δέσποινα, σαν θυγατέρα του. Ήταν και η Μαρία η ξεχωριστή γειτόνισσα και βοηθός του, κι αυτός ο προστάτης της.
Και πόσο χαιρόταν που θα είχε πια τον αδελφικό του φίλο Αντώνη, στον επάνω όροφο της πολυκατοικίας που έμενε. Ό,τι δίνεις παίρνεις, λένε, αρκεί να ξέρεις να δίνεις, αρκεί να ξέρεις να παίρνεις.
Κι αν φλυαρώ, κι αν επιμένω τόσο στην ιδιωματική καθημερινότητά του, είναι γιατί με όλα αυτά τα απλά και με τα τόσα άλλα σύνθετα εγκαθιδρύθηκε μέσα μου ο τρόπος του, το πώς καλημέριζε τους γνωστούς του στους ιστορικούς δρόμους της γειτονιάς του, την ταχτική γύρα του στην κεντρική αγορά της οδού Αθηνάς, το πόσο έβλεπε μπροστά, πάντα της προσφοράς και της έγνοιας, κι όσο περνούσε ο καιρός, μοίραζε στα παιδιά των φίλων του τα γαλλικά βιβλία που είχε και την κλασική λογοτεχνία, που δεν ήθελε να πέσουν σε ξένα χέρια.
Εξαρχειώτης με συνείδηση, αντιμετώπιζε τρυφερά τους «ταραξίες» στα στενά των Εξαρχείων, κι ας αντιδρούσε καμιά φορά θυμωμένος…
Τέλος δεν θα είχαν όλα αυτά, τα απλά, τα συνηθισμένα, τα αγαπημένα, οι πασχαλινοί εκκλησιασμοί μας, οι μικρές γλάστρες με τους κατανυκτικούς πλατύφυλλους βασιλικούς, που αρωμάτιζαν τη φιλία μας, παρ’ όλες τις παρεξηγήσεις, και πώς αλλιώς, άλλωστε, εύθικτοι Κρητικοί είμαστε και οι δυο, αποφασισμένοι όμως να μη χωρίσουν ποτέ οι δρόμοι μας, πάνω από μήνα δεν αντέχαμε.
Πότε ο Χριστόφορος, πότε εγώ επιστρέφαμε χωρίς καν να ζητήσουμε συγγνώμη, φίλοι πάλι απ’ την αρχή, ώρες θέλαμε τώρα στο τηλέφωνο μέχρι να πούμε όλα όσα είχαν συμβεί στο μεταξύ. Και περνούσε ο καιρός.
Ο αγαπημένος μου ποιητής, με τις λέξεις του πάντα και με το αόρατο στη δούλεψή του. Με τις άγιες, τις μυρωμένες μαυροφορεμένες γυναίκες, τη μάνα του και τη γιαγιά του να τον υποστηρίζουν σιωπηλά, μιλούσαμε για τις κρητικές μαγειρικές, για τα μυριστικά φυτά, ελάτε, μου στείλανε από το χωριό χοχλιούς, πώς τους μαγείρευε εσένα η γιαγιά σου;
Επίμονος μάγειρας ο Χριστόφορος, φιλόξενος κρητικός, αλλά και φορτικός.
Να και η Τζένη η παντοτινή. Δεν υπερβάλλω. Ο Χριστόφορος και η Τζένη Μαστοράκη ήταν για μένα, θα τους το οφείλω, οι κάτοχοι της λέξης και της σωστής θέσης της στην πρόταση, οι μάστορες του νοήματος, της σύνταξης και της έκπληξης.
Και τελειώνω επιστρέφοντας στην αρχή. Πανεπιστημίου 44 στο βιβλιοπωλείο του «Κέδρου».
Κοραλία Σωτηριάδου, Δημήτρης Κιούσης, Νίκος Δημητράς, Νίκος Τσιλούνης.
Οι φίλοι, οι παρέες. Τότε άρχισαν όλα.
Δικηγόρος, Ηρακλειώτης, ψηλός, μελαγχολικά ωραίος, γνώστης της ιστορίας, της μυθολογίας, λάτρης της εκκλησιαστικής υμνολογίας, αμήχανος, περαστικός για ένα γεια ο Χριστόφορος Λιοντάκης, με το απόκρημνο βλέμμα.
Δούλευε στη νομική υπηρεσία της Φαρμακευτικής «Χρωπεί». Χρόνια πολλά με το αναλγητικό «Αλγκόν». Με τον Ηλεκτρικό κάθε μέρα στον Πειραιά. Με τις αγωνίες, τις δυσκολίες, τα προβλήματα της Εταιρείας. Μου έχει μείνει από εκείνα τα χρόνια η δερμάτινη τσάντα και το βάδισμά του. Φορούσε και γραβάτα, χαρτογιακάς όμως δεν έγινε ποτέ.
Ήξερα ότι είναι ποιητής, ότι μεταφράζει και από τα γαλλικά. Ανταλλάσσαμε χαμόγελα, ματιές, κάτι μου έλεγε, κάτι του έλεγα.
Κι ήρθε το 1978 η ποιητική συλλογή του, το υπαινικτικό «Υπόγειο Γκαράζ» από τις εκδόσεις «Κέδρος». Τις τυπογραφικές διορθώσεις τις είχε κάνει η ακριβή του Κοραλία. Είχε περάσει όμως και από τα χέρια μου, μιας και δούλευα τότε στον «Κέδρο». Και είχα τόσο συγκινηθεί. Να ένας ποιητής που γνωρίζει πώς να αρχίζει και πώς να τελειώνει το ποίημα.
Αργά, μετρώντας τα βήματά μας, γίναμε με τον καιρό φίλοι. Τα παιδικά μας χρόνια είχαν συναντηθεί, με τις ιστορίες μας απ’ το χωριό, την αγάπη μας για τα λουλούδια, την κατάθλιψη των βουνών, την έγνοια μας για τους φτωχούς, τους άστεγους, τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους ζητιάνους.
Κι έπειτα από δεκαετία σε δεκαετία όλο και πιο στενοί φίλοι. Καθημερινοί. Το ξανάπα: Είχε το μέγα χάρισμα της προσφοράς ο Χριστόφορος, της αφοσίωσης. Με τον δικό του τρόπο. Με τον Ρεμπό, με τον Ζενέ, με τον Παπαδιαμάντη, άξιος αλλά και σεβαστικός συνομιλητής, συνενώνοντας τις αντιθέσεις και ωθώντας τις αντιφάσεις στη μεγάλη κατάφαση».
***
[*] Η ομιλία της Μάρως Δούκα στην παρουσίαση του βιβλίου «Για τον Χριστόφορο Λιοντάκη».
***
Ο Χριστόφορος Λιοντάκης στην ταράτσα με ομπρέλα, νεσκαφέ, τρανζιστοράκι και Μπετόβεν…