29.7 C
Athens
Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Χιλή: Η σφαγή της Σχολής Santa María

«Θα γίνουμε οι φωνές/που την αλήθεια θα πουν/την αλήθεια που είναι ο πικρός θάνατος/των εργατών του Σαλάρ/μπορεί να θυμάστε την ιστορία μας/τη θλίψη δίχως τελειωμό/ακόμη κι αν καιρός έχει περάσει/κανείς ποτέ δεν πρέπει να ξεχάσει»

 

 

Oι στίχοι αυτοί είναι από ένα τραγούδι που συνέθεσε ο Λουίς Άντβις το 1969 και τραγούδησε ένα εμβληματικό συγκρότημα του Νueva Cancion, οι Κιλαπαγιούν, στο Δεύτερο Φεστιβάλ Νέου Τραγουδιού της Χιλής, έναν μήνα πριν ο Σαλβαδόρ Αλιέντε εκλεγεί πρόεδρος της χώρας, το 1970.

Oι Χιλιανοί τιμούν πάντα τη μνήμη της σφαγής στη Σάντα Μαρία δε Ικίκε, από την οποία συμπληρώθηκαν 113 χρόνια. Το τραγικό επεισόδιο, σημειώνει ο συγγραφέας Γκαμπριέλ Σαν Ρομάν, αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές και καθοριστικές στιγμές στην ιστορία των εργατικών κινητοποιήσεων στη Χιλή.

Στις 21 Δεκεμβρίου του 1907, στο Ικίκε, ένα λιμάνι στο βορειότερο άκρο της Χιλής, εκατοντάδες Χιλιανοί, Περουβιανοί και Βολιβιανοί εργάτες μαζί με τις οικογένειές τους σφαγιάστηκαν από τον στρατό και το ναυτικό της Χιλής, μπροστά στην είσοδο της Σχολής Santa María.

Με αυτό τον τρόπο, μια ολιγαρχική κυβέρνηση έπνιξε στο αίμα τη μεγάλη απεργία στην επαρχία του Ταραπακά, ένα αυθόρμητο κοινωνικό κίνημα, το οποίο όμως πήγαζε από τις εργατικές οργανώσεις που τότε άρχιζαν να συγκροτούνται. Λίγους μήνες αργότερα, το 1908, στο Βαλπαραΐσο, γεννιόταν κάποιος με το όνομα Σαλβαδόρ Αλιέντε.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, παραμονές της συμπλήρωσης των πρώτων εκατό χρόνων της εθνικής ανεξαρτησίας, το «κοινωνικό ζήτημα» καίει τη Χιλή. Στα ορυχεία του νίτρου, του ασημιού, του άνθρακα και του χαλκού, στις υπηρεσίες των λιμανιών, στα εργοστάσια του Σαντιάγο, του Βαλπαραΐσο, της Βίνια δελ Μαρ, της Κονσεπσιόν και άλλων πόλεων, αρχίζει να σχηματίζεται μια εργατική τάξη που αφόρητα καταπιεσμένη σιγά σιγά ασπάζεται τα ιδανικά του σοσιαλισμού και του αναρχισμού.

Από το 1903, μπροστά στην έξαρση των κινημάτων διαμαρτυρίας, το κράτος, με μέλημα τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης, απαντά στις εργατικές διεκδικήσεις με διαδοχικές σφαγές.

Τόσο η άρχουσα τάξη όσο και το κράτος απολαμβάνουν, την εποχή εκείνη, ένα διεθνές πλαίσιο μεγάλης ευημερίας. Όμως, η υποτίμηση του νομίσματος έχει ρίξει την αγοραστική δύναμη του χιλιανού πέσο από τα 18 στα 7 εκατοστά της λίρας στερλίνας, επιφέροντας γενναία αύξηση στις τιμές των τροφίμων.

Παρά την πτώση του βιοτικού τους επιπέδου και τις σκληρές συνθήκες εργασίας, οι διεκδικήσεις των εξαθλιωμένων εργατών του νίτρου στην Ταραπακά, στα τέλη του 1907, είναι μάλλον μετριοπαθείς. Ζητούν να πληρώνονται σε κανονικό νόμισμα και όχι σε γραμμάτια. Τα τελευταία, τα οποία εκδίδονται από τις εταιρείες, μπορούν να ανταλλαγούν μόνο με προϊόντα διαθέσιμα στα μαγαζιά (pulperias) των ίδιων εταιρειών, σε υψηλότερες τιμές απ’ ό,τι στην ελεύθερη αγορά.

Στη συνέχεια, προστίθενται και άλλες διεκδικήσεις: ελεύθερο εμπόριο για να αποφεύγονται τέτοιου είδους καταχρήσεις, σταθεροποίηση των μισθών με βάση το αντίστοιχο των 18 εκατοστών (peniques) της λίρας στερλίνας για ένα πέσο, προστασία για τα πιο επικίνδυνα επαγγέλματα ώστε να αποφεύγονται τα πολλά θανάσιμα ατυχήματα, ίδρυση εσπερινών σχολείων για τους εργάτες, με χρηματοδότηση της εργοδοσίας.

Στις εταιρείες των λιμανιών, στους σιδηροδρόμους και στα εργοστάσια, οι εργάτες του Ικίκε, ενός από τα σημαντικότερα λιμάνια για την εξαγωγή του νίτρου, απαιτούν, από τη μεριά τους, αύξηση στους πενιχρούς μισθούς τους για να ισοσκελίσουν την πτώση της αγοραστικής τους δύναμης που επήλθε με τη νομισματική υποτίμηση.

Στις 4 Δεκεμβρίου, περισσότεροι από 300 εργάτες των σιδηροδρόμων που μετέφεραν το νίτρο ξεκινούν απεργία στο Ικίκε. Το ίδιο κάνουν και οι λιμενεργάτες, ακολουθούμενοι από τους εργάτες διαφόρων βιομηχανιών. Όμως, οι παραχωρήσεις ορισμένων εργοδοτών και η έλλειψη συντονισμού μεταξύ απεργιακών επιτροπών, αποδυναμώνουν το κίνημα.

Οι αλατωρύχοι που απεργούσαν συγκεντρώθηκαν στη βόρεια πόλη-λιμάνι Ικίκε, για να ζητήσουν καλύτερους όρους πληρωμής και υψηλότερους μισθούς. Η πανίσχυρη βιομηχανία παρέλυσε κι έπειτα από λίγες μέρες ο τότε πρόεδρος Μοντ, ο οποίος διατηρούσε στενούς επιχειρηματικούς δεσμούς με τους ιδιοκτήτες των αλατωρυχείων, διέταξε τον στρατηγό Ρομπέρτο Σίλβα-Ρενάρντ να διαλύσει τους απεργούς με όποιο μέσο έκρινε απαραίτητο.

Την 21η Δεκεμβρίου, ο στρατηγός διέταξε τους 400 πάνοπλους άνδρες του να ανοίξουν πυρ αδιακρίτως. Από τότε, τα τελευταία χρόνια μια ομάδα αρχαιολόγων προχώρησε στην εκταφή σχεδόν 2.500 σορών που βρίσκονταν σε μαζικό τάφο. Όπως διαπιστώθηκε, τα περισσότερα από τα θύματα ήταν γυναίκες και παιδιά. Στην Ικίκε, που ανήκε στο Περού πριν από τον στρατιωτικό θρίαμβο της Χιλής στον πόλεμο του 19ου αιώνα με το Περού και τη Βολιβία, δεν είχαν εκτελεστεί μόνο Χιλιανοί. Στην πόλη εργάζονταν επίσης αλατωρύχοι από το Περού, τη Βολιβία και την Αργεντινή, και η σφαγή έχει εγγραφεί στη συλλογική μνήμη ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής.

Το κράτος έπνιξε στο αίμα τη «μεγάλη απεργία» στο Ταραπακά, χωρίς να έχει εκδηλωθεί το παραμικρό ίχνος βίας από την πλευρά των εργατών. Μέχρι το πραξικόπημα του 1973, η σφαγή στο σχολείο Σάντα Μαρία θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη όλων ως η πιο μελανή σελίδα στην ιστορία του εργατικού κινήματος στη Χιλή. Αλλά γιατί μια τέτοια αιματοχυσία; Ο στρατηγός Σίλβα Ρενάρ δικαιολόγησε την πράξη του. Ισχυρίστηκε ότι έδωσε στους στρατιώτες την εντολή να ανοίξουν πυρ, όντας πεπεισμένος ότι «δεν ήταν δυνατό να περιμένουμε περαιτέρω, χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο τον σεβασμό και το κύρος των αρχών και της δημόσιας τάξης».

 

 

Η σφαγή στο Ικίκε αποτελεί την πλέον ωμή έκφανση της ολιγαρχικής τάξης που κυριαρχούσε στη Χιλή στις αρχές του 20ού αιώνα. Σπανίως, σε ολόκληρη την ιστορία της χώρας, έδειξε η εξουσία τόσο απροκάλυπτα το αληθινό της πρόσωπο όσο σε αυτή την περίπτωση. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η πάλη ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις εντάθηκε. Οι πλέον πεφωτισμένοι εργάτες άρχισαν να διακρίνουν καθαρότερα ότι το κράτος ήταν με το μέρος της εργοδοσίας, και ως εκ τούτου, όφειλαν να αντιμετωπίσουν την μπουρζουαζία και εκτός του χώρου εργασίας, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αυτονομία και την ενότητα των κοινωνικών τους οργανώσεων. Έτσι, είδαν το φως της ημέρας το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (1912), η Περιφερειακή Εργατική Ομοσπονδία της Χιλής, ένα συνδικάτο αναρχικών (1913), και ο χιλιανός κλάδος του συνδικάτου, επαναστατικού-συνδικαλιστικού προσανατολισμού, Industrial Workers of the World (1919, Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου).

 

 

Από την πλευρά της, η αστική τάξη, αφυπνίστηκε γρήγορα σε ό,τι αφορά την αναγκαιότητα να χρησιμοποιηθούν κατά προτεραιότητα τα όπλα της πολιτικής -κοινωνικοί νόμοι, πολιτικές πρόνοιας, διάλογος και σύγκλιση- για να αντιμετωπίσει το εργατικό κίνημα. Ο «προληπτικός πόλεμος» θα αποτελούσε πλέον μόνο επιλογή ανάγκης. Έτσι, την αυγή του 20ού αιώνα, η σφαγή στο σχολείο Σάντα Μαρία υποχρέωσε τους πρωταγωνιστές του κοινωνικού δράματος στη Χιλή να επαναπροσδιορίσουν τις στρατηγικές τους για τις επόμενες μάχες.

Τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση χρηματοδότησε την ανέγερση ενός μνημείου αφιερωμένου στα θύματα. Το έργο αποτελεί μνημείο της σφαγής και συμβολικό τόπο ανάπαυσης των θυμάτων, έως ότου όσες σοροί τελικά αναγνωρισθούν να ταφούν εκεί.

Πολλοί Χιλιανοί, ωστόσο, αισθάνονται ότι τα αιτήματα που βρίσκονταν στο επίκεντρο του ξεσηκωμού των αλατωρύχων στην Ικίκε, οι αγώνες τους για καλύτερους μισθούς, καλύτερες συνθήκες εργασίας και καλύτερο βιοτικό επίπεδο παραμένουν επίκαιρα όσο ποτέ σήμερα. Εκατόν δεκατρία μετά.

 

 

 

Πηγές πληροφοριών: Monde Diplomatique, tvxs.gr, ΤΑ ΝΕΑ, wikipedia.org

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -