Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Ο Μίχαελ Κόλχαας ήταν ένας άνθρωπος που η αίσθηση του δικαίου τον έκανε ληστή και φονιά. Αρχικά ήταν ο έντιμος, ο νομοταγής, ο καλοπροαίρετος, ο φιλήσυχος, ο φιλάνθρωπος και ειρηνικός έμπορος Κόλχαας, που ζούσε στις όχθες του ποταμού Χάβελ. Κάποτε όμως η ήρεμη ζωή του διαταράχτηκε από την κατάφωρη αδικία των χωροδεσποτικών προνομίων του νεαρού άρχοντα Βέντσελ φον Τρόνκα, ο οποίος άσκησε την εξουσία του επάνω του άμετρα, αυθαίρετα, αυταρχικά και προσβλητικά. Το κράτος στο οποίο απευθύνεται δεν δικαιώνει τον Κόλχαας, διότι ο νεαρός άρχοντας είναι ιδιαίτερα ισχυρός. Οι συνέπειες αυτής της αδικίας συσσωρεύονται με τη μορφή συμφορών, ενώ παράλληλα η συνείδησή του μοιάζει με απειλητικό ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Τότε η βούλησή του τον οδηγεί σε αποφάσεις που αλλάζουν τη ζωή του καταλυτικά. Ο φιλήσυχος έμπορος του Βραδεμβούργου Μίχαελ Κόλχαας μετατρέπεται πλεον στον τρομερό ληστή Κόλχαας, που για να δικαιωθεί αδράχνει το σπαθί και νικά τον στρατό του ηγεμόνα της Σαξονίας. Η στιγμή που εν τέλει θα δικαιωθεί από τον νόμο των ανθρώπων είναι και η στιγμή που συναντά τον δημιουργό του κάτω από το ικρίωμα.
Θέατρο «Αrt 63»
Η εμβληματική παράσταση «Χανς Κόλχαας» του Τζέιμς Σόντερς εγκαινίασε το ολοκαίνουργιο πανέμορφο θέατρο «Αrt 63» της Δραματικής Σχολής Αθηνών Γ. Θεοδοσιάδη. Πρόκειται για μια διασκευή του πιο φημισμένου πεζογραφήματος του Χάινριχ φον Κλάιστ και ενός από τα κορυφαία δείγματα του λογοτεχνικού είδους της νουβέλας.
Το θέατρο «Αrt 63» είναι ένας πολύ ευχάριστος χώρος, στο ισόγειο της Δραματικής Σχολής Γ. Θεοδοσιάδη, άρτιος τεχνικά, με υψηλή αισθητική, διακοσμημένος με πέτρα και παλιό τούβλο, γεμάτος κειμήλια και μουσειακές φωτογραφίες. Υπέροχο στολίδι του η εσωτερική αυλή, στην οποία μπορούν να δοθούν και παραστάσεις. Ένας χώρος ιδανικός για δημιουργία.
Ο μύθος
Ο «Μίχαελ Κόλχαας» του Χάινριχ φον Κλάιστ γράφτηκε το 1800. Ο μύθος τοποθετείται στην εποχή που η επανάσταση των χωρικών στη Γερμανία έχει σβήσει, αφήνοντας κάποιους απόηχους αναρχίας στα γερμανικά κρατίδια. Στη νουβέλα εντοπίζονται ιδιαίτερα σημαντικά εγκληματολογικά ζητήματα, όπως το έγκλημα και η τιμωρία του, η εκδίκηση και η απονομή δικαιοσύνης. Το έργο έχει χαρακτηριστεί μπρεχτικό. Προσπαθεί να υποδηλώσει ότι τα πρόσωπα και οι πράξεις τους είναι απόλυτα συνδεδεμένα και βασίζονται στις διάφορες όψεις της κοινωνίας όπου έζησαν, την οικονομική, ταξική και ιεραρχική διάρθρωση. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι χαρακτήρες πρέπει να αντικατοπτρίζουν την κοινωνία του έργου και οι απόψεις της κοινωνίας του Κόλχαας έχουν σχέση με το εμπόριο, με τον καθορισμό του χαρακτήρα απ’ τα παιδικά χρόνια και με το ιεραρχικό σύστημα.
Μια αδικία και μια επανάσταση
Ως θεατές βρεθήκαμε ενώπιον μιας εξαιρετικά οργανωμένης παράστασης και παρασυρθήκαμε σε μια δράση δίχως ανάσα, υπό την επήρεια του απόκρημνου, του καταιγιστικού, του ερεβώδους ύφους του Κλάιστ.
Στο έργο υπάρχει έντονο το στοιχείο της αδικίας, της εμμονής, του πόθου για δικαιοσύνη και δικαίωση, της σημασίας της προσήλωσης στις προσωπικές αξίες. Ένας ανηλεής αγώνας για δικαίωση. Ένας ήρωας που επιθυμούσε μια γαλήνια ζωή. Μια αδικία που οδήγησε στα άκρα. Ένα εξαγριωμένο από την καταπίεση πλήθος. Μια επανάσταση που ανέτρεψε δεδομένα. Ένα έργο που μοιάζει σχεδόν αφόρητα σημερινό…
Η ιστορία ενός δίκαιου ανθρώπου που μετατράπηκε σε ληστή και φονιά, ξεσηκώνοντας μια λυσσαλέα επανάσταση που συνεπήρε κάθε αδικημένο και κλόνισε το πολιτικό σύστημα.
Η αληθινή ιστορία
Είναι περίπου και η αληθινή ιστορία του ληστή του Βραδεμβούργου του 16ου αιώνα, Χανς Κολχάζε, στην οποία βασίστηκε ο Κλάιστ. Στην πραγματικότητα, ο Κλάιστ δωρίζει στον κόσμο μερικές από τις συγκλονιστικότερες σελίδες που έχουν γραφεί ποτέ στα γερμανικά γράμματα, ανοίγοντας ουσιαστικά τον δρόμο στο μοντέρνο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Ο τρόπος του είναι μια ανελέητη δίψα για προσωπική ελευθερία. Στον Κλάιστ κυριαρχεί μια προσήλωση στη δύναμη της προσωπικής φωνής. Ο Μίχαελ Κόλχαας επιλέγει εντελώς συνειδητά την ανοικτή σύγκρουση με το ίδιο το κράτος, αμφισβητεί την εξουσία του κράτους επάνω στον ίδιο και στο τέλος συνθλίβεται. Ο ίδιος στέκεται ανυποχώρητος και ακέραιος μέχρι τέλους, με μόνη έγνοια την κρίση του Θεού.
Οι συντελεστές
Τη σκηνοθεσία υπογράφει δεξιοτεχνικά η Λίλλυ Μελεμέ, ενώ τον ομώνυμο ρόλο του Κόλχαας επωμίζεται ο εξαιρετικός Νίκος Νίκας. Η σκηνοθέτις πέτυχε σε υπέρτατο βαθμό στην αποστολή της. Μας πρόσφερε μια εξαιρετική εκδοχή του μύθου του Κόλχαας και προσέφερε θετικά και στο ελληνικό θέατρο και στους μαθητές της, τους οποίους δίδαξε ύφος και ήθος θεατρικό.
Ο έμπειρος Νίκος Νίκας στον ρόλο του Κόλχαας εντυπωσίασε. Με πρόσωπο σκοτεινό σαν το πέτρινο πεπρωμένο του, με κύρος, με ωραία σωματικότητα. Ο πόνος έκδηλος στο πρόσωπό του, τονιζόταν ακόμα περισσότερο από τις συσπάσεις της αγανάκτησης και ένα φευγαλέο πένθιμο μειδίαμα. Εξιστόρησε τα πάθη του ήρωα με στιβαρή, γεμάτη φωνή. Φωνή που ξεχείλιζε από πίκρα, παραδίδοντας μια εξαίρετη ερμηνεία χωρίς να παρασύρεται σε έπαρση ή εύκολες κορόνες.
Οι υπόλοιποι ερμηνευτές – απόφοιτοι της Σχολής Θεοδοσιάδη, νέοι, φρέσκοι, πανέμορφοι, ευλύγιστοι και ευέλικτοι, εμψυχωμένοι από τη μαγική μπαγκέτα των δασκάλων τους φιλοτέχνησαν αριστοτεχνικά τους χαρακτήρες που τους δόθηκαν. Μείναμε σαστισμένοι κι αποστομωμένοι από τη δυναμική τους.
Πλάσματα δροσερά αλλά και δυναμικά, ήταν μια τρανταχτή απόδειξη ότι το θέατρο έχει μέλλον. Έδωσαν όλη τη μαχητικότητά τους, διαχέοντας το πνεύμα της αντίστασης και στο κοινό. Ωραίες φωνές, ωραία κίνηση, ωραίες παρουσίες. Τους αξίζουν πολλοί και θερμοί έπαινοι! Αναφέρουμε τα ονόματά τους με τη σειρά που γράφονται στο πρόγραμμα: Σάλλη Αλ Ταπάς, Παμπίνα Γεωργίου, Ηλέκτρα Θεολόγη, Γιώργος Καρακυριάκος, Τόνια Μαράκη, Χρήστος Ματσιαρόκος, Γιώργος Ξούλος, Δέσποινα Πέττα, Παναγιώτης Ράιος, James Rodi, Νίκη Σκιαδαρέση. Όλοι βάδιζαν για πρώτη φορά επαγγελματικά στο θεατρικό σανίδι. Όλοι σε άκρως επικινδύνους ρόλους. Όλοι θαύμα ρυθμών και ισορροπίας, έκφρασης, ψυχισμού και εσωτερικότητας.
Τα ευφάνταστα αλλά καθόλου φανταχτερά κοστούμια λειτούργησαν σωστά στη ροή της παράστασης. Τα σκηνικά με τα άχυρα, το πάτωμα – λαβύρινθο, τον στύλο της σκηνής στο κέντρο, τους κύβους που μετατρέπονται σε ικρίωμα ήταν άκρως επιτυχημένα. Εξαιρετική δουλειά από τις Άννα Ζούλια, Σύλβια Χαρατσάρη.
Οι ευαίσθητοι μουσικοί ήχοι της Μάρως Θεοδωράκη συνόδευαν αρμονικά τη δραματική εξιστόρηση και έμοιαζαν να συμπάσχουν για την οδυνηρή μοίρα του ήρωα. Οι συνθέσεις της διάχυτες από σαρωτικό ρομαντισμό και οραματική έξαρση, μας μετέφεραν σε ένα μαγικό μυστηριακό κόσμο. Εκπλήξεις και ζωντάνια είχε η επιμέλεια της κίνησης της Κικής Μπάκα.
Εύρυθμη και εύληπτη η δραματουργική επιμέλεια της Τόνιας Τσαμούρη.
Οι εντάσεις των φωτισμών του Βαγγέλη Μούντριχα συνέβαλαν στη δραματοποίηση της παράστασης. Ο βοηθός σκηνοθέτη Αντώνης Τρίκκης υποστηρικτικός των ηθοποιών, εργάστηκε με σοβαρότητα και υπομονή.
Σε όλα τα επίπεδα της παράστασης συνυπήρξαν συλλογική και ατομική έκφραση, μουσικότητα και διάλογος, αφήγηση και δράση.
Η αναμέτρηση με τον Κόλχαας δόθηκε με ωριμότητα, όπως άρμοζε. Και με καθαρότητα, διαύγεια, λάμψη.
Συμπερασματικά, η καθοδήγηση εκ μέρους της Λίλλυς Μελεμέ υπήρξε άψογη και προκάλεσε ενθουσιασμό και ικανή συγκίνηση στο κοινό που καταχειροκρότησε τα νέα ταλέντα που ανατέλλουν.
Από πλευράς σκηνών, μπορούμε να σταθούμε σε πολλές των οποίων οι στιγμές ήταν ξεχωριστές, είτε κωμικές είτε τραγικές. Θα σημειώσω την επιστολή που στέλνει ο Μαρτίνος Λούθηρος στον Κόλχαας: Πιστεύεις, αμαρτωλέ, ότι με αυτά θα σταθείς κάποτε ενώπιον του Θεού, την ημέρα που το φως της θα λάμψει σε κάθε φυλλοκάρδι; Επίσης την κατ’ ιδίαν συνάντηση των δύο αντρών.
Εντέλει ο Κόλχαας είναι ένας άνθρωπος με μια φανατισμένη εμμονή, την εμμονή για δικαιοσύνη. Πώς γίνεται να μην τον αγαπήσουμε; Πώς γίνεται να μην αγαπήσουμε κι αυτή την παράσταση που με τόσο μόχθο και πάθος πραγματοποιήθηκε;
***
Η παράσταση «Χανς Κόλχαας» του Τζέιμς Σόντερς, σε μετάφραση Γιώργου Θεοδοσιάδη, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τη Νέα Σκηνή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος το 1974.
***
Η παράσταση παρουσιάζεται κάθε Σάββατο, στις 9 μ.μ. και κάθε Κυριακή στις 8 μ.μ.
***
ΧΑΝΣ ΚΟΛΧΑΑΣ | του Τζέιμς Σόντερς | βασισμένο στη νουβέλα του Χάινριχ φον Κλάιστ
Ταυτότητα παράστασης
Θέατρο Art 63
3ης Σεπτεμβρίου 63
Κάθε Σάββατο στις 9 μ.μ.
Κάθε Κυριακή στις 8 μ.μ.
Διάρκεια: 1 ώρα και 45 λεπτά χωρίς διάλειμμα
Τιμές εισιτηρίων: 10 ευρώ (γενική είσοδος, στο ταμείο) | 8 ευρώ (μειωμένο, προπώληση)
Facebook: Χώρος Τέχνης Art 63
Πληροφορίες – κρατήσεις στο: 21 0323 3537 και στο viva.gr
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Κίνηση: Κική Μπάκα
Μουσική / Μουσική Διδασκαλία: Μάρω Θεοδωράκη
Δραματουργική Επεξεργασία: Τόνια Τσαμούρη
Σκηνικά / Κοστούμια: Άννα Ζούλια, Σύλβια Χαρατσάρη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αντώνης Τρίκκης
Ερμηνεία
Νίκος Νίκας (Χανς Κόλχαας), Σάλλη Αλ Ταπάς, Παμπίνα Γεωργίου, Ηλέκτρα Θεολόγη, Γιώργος Καρακυριάκος, Τόνια Μαράκη, Χρήστος Ματσιαρόκος, Γιώργος Ξούλος, Δέσποινα Πέττα, Παναγιώτης Ράιος, James Rodi, Νίκη Σκιαδαρέση
Φωτογραφίες: Αρείων Στεφανίδης
Επικοινωνία – προβολή στα ΜΜΕ
Μαρία Μυστακίδου | [email protected]
***
Ο Heinrich von Kleist (Χάινριχ φον Κλάιστ) γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1777 στη μικρή πόλη της Φρανκφούρτης-πάνω-στον-Όντερ. Οι γονείς του πέθαναν όταν ο Κλάιστ ήταν ακόμη μικρός και μια θεία του ανέλαβε την ανατροφή του. Το 1788 ο Κλάιστ στάλθηκε σε οικοτροφείο και σε ηλικία 14 ετών κατατάχτηκε στη Φρουρά του Πότσνταμ. Έμεινε στο στρατό μέχρι το 1799. Το 1801 ο Κλάιστ πήγε στο νησί Ντελοζέα στην ελβετική λίμνη Τουν. Εκεί γνώρισε μια σύντομη περίοδο ευτυχίας, αρκετή για να ολοκληρώσει το πρώτο του θεατρικό έργο, “Οικογένεια Γκόνορετς”, που στη συνέχεια το έβαλε να διαδραματίζεται στη Γερμανία και του έδωσε τον τίτλο “Οικογένεια Στρόφενσταϊν” (1803). Με τη συγγραφή θεατρικών έργων ασχολήθηκε από το 1803 μέχρι το 1811: “Η οικογένεια Στρόφενσταϊν”, 1803, “Η σπασμένη στάμνα”, 1806, “Αμφιτρύων”, 1807, “Πενθεσίλεια”, 1807, “Το Κατερινάκι του Χάιλμπρον”, 1807, “Η μάχη του Χέρμαν”, 1808, και “Πρίγκιπας Φρειδερίκος του Χόμπουργκ”, 1811. Έγραψε διηγήματα και νουβέλες από το 1806 έως το 1811: “Ο σεισμός στη Χιλή”, 1807, “Η Μαρκησία του Ο…”, 1808, “Μίχαελ Κολχάας”, “Η ζητιάνα του Λοκάρνο”, 1810, “Ο έκθετος”, “Αρραβωνιάσματα στον Άγιο Δομήνικο”, “Η Αγία Καικιλία ή η δύναμη της μουσικής” και “Η μονομαχία”, 1811. Το 1807 ο Κλάιστ ξεκίνησε ένα μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό, τον “Φοίβο”. Ήταν το όχημα για τη δημοσίευση αποσπασμάτων των έργων του, αλλά μια σειρά από αντιξοότητες ακολούθησε την περίοδο της καλοτυχίας. Παρόλο που ο Γκαίτε συμφώνησε ν’ ανεβάσει τη “Σπασμένη στάμνα”, απέρριψε την “Πενθεσίλεια”. Επιπλέον η “Σπασμένη στάμνα” απέτυχε στη σκηνή της Βαϊμάρης, οι σχέσεις μεταξύ Γκαίτε και Κλάιστ έγιναν τεταμένες και ο “Φοίβος” έκλεισε τον Δεκέμβριο του 1808. Την περίοδο κατάθλιψης ακολούθησε ένας ανανεωμένος ενθουσιασμός. Το 1810 εξέδωσε την πρώτη ημερήσια πρωσική εφημερίδα “Berliner Abendblatter”, η οποία όμως έκλεισε τον Μάρτιο του 1811. Στην “Berliner Abendblatter” δημοσιεύθηκαν μερικά από τα διηγήματά του όπως το “Η Αγία Καικιλία ή η δύναμη της μουσικής” και σημαντικά δοκίμια, με κυριότερο το “Σχετικά με το θέατρο των μαριονετών”, 1810. Το κλείσιμο της εφημερίδας του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Στράφηκε πάλι στο θέατρο, αλλά κανείς δεν ήταν πρόθυμος ν’ ανεβάσει έργο του. Τότε έτυχε να συναντήσει τη Χενριέτε Φόγκελ, μια παντρεμένη γυναίκα που έπασχε από ανίατο καρκίνο. Προδίδοντας τη σύζυγό του, Μαρί φον Κλάιστ, που αρνήθηκε μια συμφωνία αυτοκτονίας, ο Κλάιστ στράφηκε στη Φόγκελ που με ενθουσιασμό ασπάστηκε την ιδέα ενός διπλού θανάτου. Ετοίμασαν επιμελώς τις τελικές λεπτομέρειες. Ο Κλάιστ έκαψε τα υπολείμματα των έργων του (μαζί και την αυτοβιογραφική νουβέλα του “Η ιστορία της ψυχής μου”, που λέγεται ότι είχε καταπλήξει τους ελάχιστους που τη διάβασαν). Στις 21 Νοεμβρίου του 1811, βγήκαν στην εξοχή και ήπιαν τσάι· εκεί ο Κλάιστ πρώτα πυροβόλησε τη Φόγκελ κι έπειτα τον εαυτό του.