Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Η παράσταση «Κοιμώμενος Χαλεπάς, ο Σαλός Άγιος» ανεβαίνει και φέτος στο θέατρο έχοντας μάλιστα παρουσιαστεί και στον προαύλιο χώρο του σπιτιού όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο σπουδαίος γλύπτης, στον Πύργο της Τήνου.
Η έννοια του «σαλού» ή «τρελού» έχει περάσει από πολλές ερμηνείες και αντιλήψεις ανά τους αιώνες.
Στην αρχαιότητα είχε συνδεθεί με τη θεϊκή έμπνευση ή την καταδίωξη από τους θεούς. Στον Μεσαίωνα, οι «τρελοί» συχνά ήταν περιθωριοποιημένοι και απομονωμένοι από την κοινωνία, είτε σε μοναστήρια είτε σε ειδικά ιδρύματα και πολλές φορές αντιμετωπίζονταν με φόβο και δυσπιστία.
Σήμερα οι καλλιτέχνες αυτοί χαρακτηρίζονται ως σπουδαίοι, με δείγματα δουλειάς, που έμειναν αξιοζήλευτα, αναλλοίωτα και ιστορικά στο πέρασμα του χρόνου.
Ένας από αυτούς τους σημαντικούς καλλιτέχνες υπήρξε και ο Τηνιακός γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς, τη ζωή του οποίου μας σκιαγραφεί στο έργο ο Άγγελος Ανδρεόπουλος.
Έναν Μεσαίωνα έζησε ο Γιαννούλης Χαλεπάς όταν για 14 χρόνια έμεινε έγκλειστος στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, κάτω από άθλιες συνθήκες και άλλα 14 χρόνια υπό την επίβλεψη της αυστηρής και αυταρχικής μητέρας του, που από τα πρώτα βήματα της ζωής του, εκδήλωσε την επιθυμία της να μη γίνει ο γιος της μαρμαράς, όπως ο άνδρας της.
Από την αρχή στη σκηνή ο Χαλεπάς (Γιώργης Κοντοπόδης) ψηλά στη σκηνή με προβολή τα ακίνητα χέρια, αυτά τα χέρια, που με το που έβλεπαν πηλό ή πέτρα αμέσως κινητοποιούνταν για να τους δώσουν πνοή.
Μια φορά στο χωριό του παιδί έκανε γλυπτά ακόμα και με τα κόπρανα κατσικιών. Μέσα από τα χέρια του κυλά λευκό ένα πανί, που παραπέμπει στην πέτρα που παίρνει ανάσα στα χέρια του και γίνεται άγαλμα στη σκηνή. Μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα επικρατεί.
Στο ίδρυμα έκλεινε τα μάτια του και δραπέτευε μέσα από τους τοίχους. Στο ίδρυμα έκαναν την ίδια θεραπεία σε όλους, έδιναν τα ίδια φάρμακα, την ίδια ώρα, ζουρλομανδύα, χάπια, κρύα μπάνια και κλύσμα.
Δεν έχει σημασία πώς αισθανόταν, το ζητούμενο ήταν να ξεχάσει. Μετά θα είχε γίνει καλά και θα μπορούσε να αρχίσει από την αρχή.
Ο ηθοποιός, φορώντας ξεσκισμένα ρούχα, τα ταλαιπωρημένα με το σώμα του, με την κίνηση των χεριών, του κορμιού, του κεφαλιού αποδίδει απολύτως την απελπισία του «σαλού» Γιαννούλη. Εκείνος παρ’ όλα αυτά αντιστεκόταν. Θυμόταν και ονειρευόταν. Τον χτύπαγε η μάνα του και εκείνος εκλιπαρούσε «μη με βαρείς, ωρί μάνα» ενώ ο παπάς της έλεγε να μη χτυπά το παιδί.
Η μάνα του χρέωνε το αδιέξοδο της σχέσης με τον άνδρα της επαναλαμβάνοντας «Σαλεμένο, δεν θα με χωρίσεις εσύ από τον άνδρα μου».
Δεν τον είχε για μαρμαρά αλλά για «υψηλότερα» επαγγέλματα όπως γιατρό, δικηγόρο ή έμπορο.
Εκείνος από παιδί με το που εύρισκε βρεγμένο χώμα αμέσως έπλαθε ανθρωπάκια. Ο παπάς έκλαιγε βλέποντας αυτόν το ευλογημένο, που πέρναγε τον δικό του Γολγοθά και τον παρηγορούσε λέγοντάς του ότι «ο Θεός, όποιον αγαπά τον λένε σαλό».
Τον έβλεπαν με σμίλη και τον λέγανε σαλεμένο. Το 1872 πήγε να σπουδάσει στο Μόναχο. Εκεί πήρε βραβείο από την Ακαδημία. Ήθελε μόνο να μπορεί να ονειρεύεται και να υλοποιεί τα όνειρά του.
Στο Μόναχο ο καθηγητής τον έκρινε αυστηρά, μάλλον από μισαλλοδοξία, ενώ ο συντοπίτης του διάσημος ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας τον ενθάρρυνε.
Στη συνέχεια αν και έκοψαν την υποτροφία του Χαλεπά στο Μόναχο, εκείνος μακριά από την οικογενειακή εστία, άρχισε να …αναπνέει. Στο νησί όλοι ήταν περήφανοι για τον Γιαννούλη, όμως η μητέρα του συνέχεια έλεγε ότι ανησυχεί. Στην πραγματικότητα φοβόταν μήπως και σαλέψει ο γιος της.
Εκείνος ήθελε να μιλήσει στη συγχωριανή του, τη Μαριγώ και να της πει να μην ακούει αυτούς που τον λέγαν σαλεμένο μιας και ο Γιαννούλης έβλεπε απλά διαφορετικά τα πράγματα.
Εκεί που άλλοι βλέπουν πέτρες, εκείνος βλέπει εγκλωβισμένες μορφές, που φωνάζουν να τις ελευθερώσει. Τα χέρια του είναι απόλυτα εκφραστικά, όμως και η Μαριγώ του εκφράζει την ανησυχία της.
Κλειδωμένος σε τρελάδικο εδώ και 14 χρόνια παρακαλεί τον αγέλαστο άγιο να μην υπάρχει το άλλο πρωί.
Η ερμηνεία του ηθοποιού Γιώργη Κοντοπόδη είναι σπαρακτική. Πέφτει σαν άγαλμα καταρρακωμένος πια. Ο άνθρωπος για αυτόν είναι αγάπη, λευτεριά και αλήθεια.
Την αγάπη την έχασε καθώς έχασε τη Μαριγώ του. Επίσης έχασε και τη λευτεριά του όντας μέσα στο ίδρυμα και έτσι το μόνο που του μένει είναι η αλήθεια.
Αλήθεια είναι ό,τι σμιλεύει με τα χέρια του. Έχει δεχθεί χλευασμούς, έχει υποφέρει από πείνα, που τον οδήγησε στην επαιτεία. Τώρα ζητά μόνο την αλήθεια.
Την ευκαιρία του τη δίνει η μητέρα της πανέμορφης Σοφίας Αφεντάκη η οποία ζητά από τον Χαλεπά ένα επιτύμβιο άγαλμα για το μνήμα της κόρης της που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 18 ετών. Θέλει να ακούει την ανάσα της κάθε φορά που θα πηγαίνει να την επισκεφτεί στο κοιμητήριο.
Το έργο του Χαλεπά «ζωντανεύει» τη Σοφία Αφεντάκη. Η «Κοιμωμένη» λατρεύτηκε και λατρεύεται μέχρι σήμερα όπως και όλα τα έργα του Γιαννούλη.
Όμως για τον διάσημο γλύπτη δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής, δεν υπάρχει πια χρόνος για να ξεκινήσει τίποτε καινούργιο. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι τρελοί με τους τρελούς. Δεν έχει πια χρόνο ούτε να συγχωρέσει τη μάνα του για το κακό που του έκανε. Ας τη συγχωρέσει ο Θεός!
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς [Γιώργης Κοντοπόδης] γίνεται ένας θνητός εσταυρωμένος. Η ψυχή του σαν λευκό μάρμαρο ανεβαίνει στον Ύψιστο, εκεί που οι καλλιτέχνες εξυψώνονται και δεν βασανίζονται, εκεί που η ευτυχία αναζητιέται μέσα από την τέχνη και τη δημιουργία.
Ένα εξαιρετικά ευαίσθητο κείμενο του Ανδρέα Ανδρεόπουλου, πάνω σε μια μεγάλη φυσιογνωμία της τέχνης, έναν άνθρωπο, έναν μεγάλο καλλιτέχνη, που βρέθηκε σε λάθος περιβάλλον, μια λάθος εποχή και δυστυχώς βασανίστηκε και οδηγήθηκε σε ένα άδοξο τέλος, που δεν του αναλογούσε. Το κείμενο αποτελεί μέρος μιας τριλογίας, που είναι αφιερωμένο στην ψυχή.
Ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Λιακόπουλος ανέδειξε με δεξιοτεχνία το κείμενο και τη φυσιογνωμία του καλλιτέχνη.
Σε αυτό συνέβαλε το απλό, αλλά καταλυτικό σκηνικό του Μιχάλη Παπαδόπουλου, ενώ το απογείωσε η καθηλωτική ερμηνεία του Γιώργη Κοντοπόδη.
Μια παράσταση που αξίζει να την δουν όλοι. Μια παράσταση που σίγουρα θα κερδίσει το ενδιαφέρον των θεατών.
***
Ο «Κοιμώμενος Χαλεπάς» για τρίτη χρονιά με τον Γιώργη Κοντοπόδη στο θέατρο Μικρός Κεραμεικός